(…σπούσαν πίσω
της αφάνες φως κι άφηναν μεσ’ στον ουρανό
κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα…)
Σε μεγάλη
απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα πού πάω κι είπα για να μην μ’ έχει του χεριού της η ερημιά να βρω εκκλησάκι να ’χω να μιλήσω.
Η βοή απ’ το
πέλαγος μου ’τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό
και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο
καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τίποτα
κανείς
Μόνο πύρωνε
τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με
τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε
Όπου απάνου εκεί
από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη
φάνηκε να κερδίζει ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ’ όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της
η κόρη που ’φερνε ο βοριάς κι εγώ
περίμενα
Κάθε οργιά πιο
μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του
αντισταθεί ο αγέρας κι από μια
τρομακρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει
Άι θυμοί κι άι
τρέλες της πατρίδας!
Σπούσαν πίσω της
αφάνες φως κι άφηναν μεσ’ τον ουρανό κάτι
σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα
Πρόκανα μια
στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των
ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου ’ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή
ξύλινη πόρτα κι άναψα κερί Που μια
ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
[Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ
’ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ,
εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1971]
ΤΩΝ
ΒΑΪΩΝ
(από
τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ
ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ και η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ,
Εκδόσεις Ίκαρος 1971)
Πρέπει να ’ταν των Βαΐων τ’
ουρανού επειδή και τα πουλιά
κατέβαιναν μ’ ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε
σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο
Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το
μάτι μου έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια
μια κορμοστασιά διπλή από το σπίτι σε
ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως ύστερα που κάποιος άγιασε και τα
καινούργια φαίνονται κι εκείνα σαν παλιά
Και τα παιδιά που γύριζαν από
το πετροκάραβο με τα χταπόδια κι οι γυναίκες από το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γάιδαρου ξημερώματα πάνω από τα
μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες
«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η
μάνα μου και το χέρι της το αρθριτικό
σταματούσε στο φύλλο της μπεγκόνιας
Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα
πράγματα να τα προφτάσουν Όπου τα
παλαιά φαίνονται πάλι σαν καινούργια
Θρυλική θα μείνει στους
μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκωμήσει αλλ’ οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε στιλπνά λεμόνια ηλιίσκιοι των αιθέρων.
ΔΗΛΟΣ
Όπως βουτώντας άνοιγε τα
μάτια κάτω απ’ το νερό να φέρει σ’
επαφή το δέρμα του μ’ εκείνο το λευκό της μνήμης που τον κυνηγούσε (από κάποιο
χωρίο του Πλάτωνα)
Ολόισια μέσα στην καρδιά του
ήλιου με την ίδια κίνηση περνούσε κι
άκουγε να ορθώνει πέτρινο λαιμό και να
βρυχιέται ο αθώος του εαυτός ψηλά πάνω απ’ τα κύματα
Κι όσο να βγει στην επιφάνεια
πάλι του άφηνε καιρό η δροσιά να σύρει
κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορφιές απ’ τα ύφαλα
Έτσι που να μπορέσει τέλος να
γυαλίσει μέσα στο αγαπώ καθώς
που γυάλιζε το φως το θεϊκό μέσα στο κλάμα του νεογέννητου
Κι αυτό θρυλούσε η θάλασσα.
ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Έφερνα γύρους μεσ’ στον
ουρανό και φώναζα
Με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια
ευτυχία
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα
μακριά
Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα
Έκανε πως δεν έβλεπε
Και το πουλί του κοριτσιού
πήρε ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφθη
[από τη συλλογή
του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971]
ΤΡΕΙΣ
ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
(από
τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ
ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ,
Εκδόσεις Ίκαρος 1971)
-1η-
Μετατόπιζε το αγριοπούλι
πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια
Μεσ’ στις γούβες το αλμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε Κάτι κάτι Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει
Μα την πίστη μου άγιασα να
περιμένω Πέταξα γένι καλογερικό που
όλο χάιδευα κι έξυνα Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί
Κάποια φορά το πήρα
απόφαση Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια
βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο από
μέρος που να βλέπεις μέσα του
-Ε ποιος είναι αυτός; -Ο φονιάς που πέρασε –Κι ο τόσος σαματάς γιατί; -Το γεράκι το
γεράκι φτάνει έφτασε –Καλά και ποιος ορίζει εδώ; -Ούτις Ούτις –Δεν άκουσα ποιος λέει;
Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα
λόγια Τι να πεις πια Τέτοια η αλήθεια.
-2η-
Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις
πια φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό
υποστατικό στο πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν απόμεινε με το χέρι της
ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα
ταξιδεύανε όλο καπνούς δίχως να
προχωράνε Και παντού στις βρύσες και
στα δενδρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ
ημών που ανέβαινε πριχού σπάσει σε δρόσο
Πάτερ ημών ο εν τοις
ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που
τήρησα το κορίστι μου σαν όρκο που
’φτασα να πιάσω τον ήλιο απ’ τα φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημων
Μ’ ένα τίποτα έζησα
-3η-
Μ’ ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ’ ενός περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ’ αυτιά μου φχια φχιου φχιου σκαρφίστηκα να μύρια όσα Τι γυαλόπετρες φούχτες τι καλάθια φρέσκιες μέλισσες και σταμνιά
φουσκωτά όπου άκουγες ββββ να σου βροντάει
ο αιχμάλωτος αέρας
Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που πιάνεται σαν σε
δίχτυ στο σχήμα του Αρχάγγελου
Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα
κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ’ τη γλώσσα
-Ε καβάκια μαύρα φώναζα
κι εσείς γαλάζια δένδρα τι ξέρετε από μένα; -Θόη θόη θμος –Ε; τι; -Αρίηω ηθύμως θμος –Δεν άκουσα
τι πράγμα; -Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα να μ’ έλεγαν τρελό πως από ένα τίποτα γίνεται ο
Παράδεισος.
ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ
Έτσι για κάτι
ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ
Μια λάμψη έστω
Κυριολεκτικά
πουλήθηκα
«Διεξ το μύρτον»
που θα’λεγε κι ο Αρχίλοχος
Μυστικά τα
κλοπιμαία του χρόνου
Να περάσω πάσχισα
Στις διχάλες ενός
κοριτσιού το ακήρυχτο ακόμα καλοκαίρι
Το μύδι ενός
φιλιού στα χείλη του Ιουλίου
Εορτάζοντας μιας
ναυμαχίας
την επέτειο στο
πρωραίο ιστό
Τα κόκκινα του
μαύρου με τον γαλάζιο ατμό
Για να ’ναι η
στιγμή όπου ο θεός μου απίστησε
Ο ήλιος όπου
εκτίω ειρκτή μεσοούρανα
Συρμένες έξω
Οι βάρκες των
σπιτιών
Και πέρα να
διαβαίνει το κανηφόρο πέλαγος
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Από τέσσερις
πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα
κάνει Ναό που καθόμουν να τον φυλάγω
Πλάκωνε το
μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρόγα του μαύρου χτυπούσε σταφυλιού να
σπάσει
Κάτι θα ’πρεπε να
γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανένας με το σώμα σαν ονείρωξη
«Αργά στη μεγάλη από την αντήχηση αίθουσα σίμωσε
το κλουβί ο γενειοφόρος κι άνοιξε το καγκελάκι Τόσος μόχθος αιώνων για μια
κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου που
όλοι την εύχονταν αλλά κανείς δεν την αποτολμούσε
Σάλεψαν τα
παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού πριν απ’ το είδωλό του ακόμη έφτανε
ψαύοντας την οροφή
Έφεγγε γύρω στα
γλυπτά και πάνω από το περιστύλιο ακινητούσε μια στιγμή σαν ίλιγγος που χτυπιόντουσαν τα δένδρα στο βορινό
παράθυρο κι έβλεπες να μετατοπίζεται το σέλας ώσπου
Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα
μαλλιά και το χρυσό συρμάτινο γιλέκο
ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα πόδια μισάνοιχτα
Που αυτό μες τη
συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν του ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη
τρυφεράδα Και κατόπιν ακριβώς όπως
Μέσα στην
Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα
τέσσερα άλογα: το μαύρο το ασημί
το ένοχο και το ονειροπαρμένο δίχως σέλα ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως
η δόξα τους παρήλθε
Και πως τα πλήθη
πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να καταποθούν από την γέενα του
Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο
Αντικρύ της ο
άνδρας άνοιξε το ρούχο και τ’ ωραίο του
ζώο κινήθηκε μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ηλίων»
Μύρισα μέσα στον
αέρα το σώμα της συκιάς όπως μου
ερχόταν φρέσκο ακόμη απ’ τις μπογιές της θάλασσας
Που κουνήθηκα
πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά και το γάλα του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα
στα πόδια
Με μανία συνέχιζα
να γράφω «Περί Πολιτείας» μεσ’ στην άκρα κατάνυξη του απέραντου γλαυκού
Και στα διάφανα
μεγάλα φύλλα Μια στιγμή φάνηκαν τα
νησιά κι ακόμα πιο ψηλά μεσ’ στον
αιθέρα οι τρόποι όλοι που ’χανε να πετάνε τα πουλιά σκαλί-σκαλί ως το άπειρο
[από τη συλλογή
του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971]
ΧΩΡΙΣ ΓΙΑΣΜΑΚΙ
(από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ ,
Εκδόσεις Ίκαρος 1971)
Ποιος νικούσε στο
πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα
μάτια
Τέτοιο ανέβα
θεϊκό από μίλια κοράλλια
Στα τρεμάμενα τα
σκουλαρίκια κομματάκια θάλασσας
Η Κιλικία η
μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι
Και το χρυσαφένιο
φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς
την άμμο
Μια Δευτέρα
πρωινή και χτύπησε το όστρακο
Είδαμε να
τινάζονται βέργες ήλιου και η
Πεντάτευχος
Επάνω στα
νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα
Είναι αυτός που
νικούσε και σε μάγουλα εννύχευε
την ώρα που
Από τ’ αρτεσιανά
των υακίνθων μόσχος
Ολονύχτιος
έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με
κουβάδες
Περιχυόταν η
ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ
Στον τοίχο που
ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε
πίσω ιστορημένη σε άλογο κόκκινο
άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ μέσα στον άλλο κόσμο:
-Ε πού πας
Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω
-Στις τζιτζιφιές
τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένον σ’ έχω
-Έφτασαν άνθρωποι
κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα
-Είναι ο αέρας
περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα
-Δώσε φιλάκι του
Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται
-Πώς μίκρυνε θα
πω η αυλή και το παιδί που σ’ έκοψε κοιμάται
-Μαστόροι εσείς
και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη
-Κι εγώ πηγαίνω
του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.
[από τη συλλογή
του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971]
ΚΑΙ ΝΑ ΒΡΙΣΚΩ ΒΑΘΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ
ΜΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΠΕΤΡΕΣ Τ’ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΥ…
(… έχοντας ερωτευτεί και
κατοικήσει αιώνες μες τη θάλασσα…)
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ
χρονώ Που θα ’θελα να σε υιοθετήσω Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία Να μάθεις μανταρίνι κι άψινθο Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Στο παγκάκι του φάρου το καταμεσήμερο Να φυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
Από λόγο σε λόφο
συνεννοούνται Ακόμα οι μακρινοί
μας συγγενείς Που κρατούν τον αέρα σαν
αφάλματα Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ
χρονώ Με τον άσπρο γιακά και την
κορδέλα Να μπεις απ’ το παράθυρο στη
Σμύρνη Να μου αντιγράψεις τις
αντιφεγγιές στην οροφή Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Για να σε κοιμηθώ παράνομα Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά μου Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες
μεσ’ τη θάλασσα έμαθα γραφή κι
ανάγνωση Ωστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο
βάθος πίσω τις γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο Να κοιτάζω Και
μπροστά πάλι το ίδιο: το βαθύ σκούρο
μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το
πλάι επάνω στον ασβέστη Να γεμίζει
κρασί της Παναγίας, το μισό το σώμα
της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ τον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους
ήλιους [ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ και Η
ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ και η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΟΜΟΡΦΙΑ, Ίκαρος 1971
Παρασκευή, 30 Αυγούστου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου