(…έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα που σαν φαντάσματα
τριγύριζαν στον κήπο…)
Πίσω απ’ τους
μουντούς μπερντέδες των δένδρων
-κάτι στο χώμα
ανάμεσα στη βίαιη γονιμότητα και στο σάπιο
κρέας – κόκκινο
το φεγγάρι ανεβαίνει σαν φόβος πια και μόνο.
Ο σκύλος, με το
στομάχι του βαρύ απ’ όλη την τρυφερότητα
της άσπορης
καρδιάς μου, αδειάζει τα σωθικά του στο
μαύρο χώμα.
Το σπίτι μουγκό,
φιμωμένο με γάζες – ενοχές, γάζες – μνήμες!..
ξανθές γυναίκες
χαμογελούν και χάνονται κάτω από πεσμένους
σοβάδες. Άνδρες γυμνοί μελαγχολούν στο άδειο της νύχτας.
Όλα ανασαίνουν
βαριά σαν να ’χαν καταπιεί το κώνειο
κι η παραλυσία
να προχωρούσε αργά, όπως το ασημένιο φως
στης πλάκες.
Ξαφνικά σαν
μπουντρούμι φαίνεται η ζωή
κι η κάθε εποχή
ν’ αρχίζει μια νέα, τη δικιά της καταστροφή.
Μεσ’ απ’ τον
άλογο πόνο του ζώου, τρεμουλιαστή ανέβαινε η ώρα·
σπάνια είχε ποτέ
κανείς τόσο μικρή ελπίδα.
Μύρισαν δάκρυα
τα χόρτα κι όπως έμπαινε μια άνοιξη
κάπου… από κάπου,
το πεύκο, στο σκοτεινό του μέλλον
βυθισμένο,
ελάχιστα από τους κίτρινους ανθούς θελγόταν.
Κάποιος άνεμος
σηκώθηκε βάρβαρος
σαν βιαστικός
εραστής χωρίς φαντασία
κι όλα τα
ποιήματα που είχα ακούσει στη ζωή μου
ξανάρχονταν από
μακριά να με κηδέψουν.
Κι ήταν σαν να
ταξίδευα με τρένο
ν’ άφηνα πίσω
μου τη γη κάποιου κεφιού
και να ’μπαινε
το σώμα μου σε μελανό δρυμό·
Έφταιγε ο σκύλος που υπόφερε, έφταιγαν κι εκείνα τα ποιήματα
που σαν
φαντάσματα τριγύριζαν στον κήπο·
αλλιώς τα ήξερα,
όταν ένας άγγελος, που θα ’χει κιτρινίσει πια
τα σκέπαζε με
δάχτυλα μακριά κι έχυνε
μιαν άλιωτη
μυρουδιά στα πρόσκαιρα στιχάκια.
Τώρα μοιάζει με
παραίσθηση πως πράγματα αιώνια
σαν τις πέτρες, στις ρομαντικές σκηνές της ζωής μας
καταδέχθηκαν να
παίξουν έναν ρόλο. Ανάτειλε ο φόβος
μια κόκκινη
σήψη. Λες: Έχει προχωρήσει
κι εσύ έχεις κλείσει
τα μάτια.
[ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΑΓΓΑΡΙ από τη
συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΑΕΡΑΣ 1990
κι ακολουθούν ΕΠΙΛΟΓΕΣ από την ενότητα Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ / Απόπειρα
Αυτοβιογραφίας τα ποιήματα:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ, Απόψε μου μαράθηκε το στόμα…
Η ΟΥΛΗ, Αντί για αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω απ’ τη
γέννησή μου…
ΟΔΟΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ,
Έζησα και πήγα σχολείο
Η ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΔΡΟΜΗ,
Μες στην βαριά ανία της τάξης…
ΑΙΓΙΝΑ Ι,
Γυρνώντας απ’ τη θάλασσα με τη μάνα μου…
ΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙ, Θα πας μακριά αν το μικρό γουρουνάκι δε σ φάει στο δρόμο…
ΤΟ ΜΑΓΚΑΝΙ, Κατεβαίνω σαν την Ιφιγένεια στο λιμάνι…
ΕΦΗΒΕΙΑ Ι, Με την
εφηβεία ο εαυτός σου χωρίζεται στα δύο…
ΕΦΗΒΕΙΑ ΙΙ, Άγρια
εγωπάθεια, θυμάμαι μια μεγάλη στιγμή…
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ, Ο
αέρας σηκώνει τα κρίματά μας ψηλά… και
Ο ΓΑΜΟΣ, ξεπηδά
απ’ της νιότης τα νερά τα ολόδροσα…
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη
Η ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ -
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
(πρώτη ενότητα στη συλλογή της Κατεςρίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Απόψε μου μαράθηκε το στόμα
την ώρα που έπλεα λάμνοντας μες στους
ύπνους
κλειδωμένη
στον σαρκοφάγο φόβο.
Τα άμοιρα τα χείλια μου τα πετσόκοψε το κοφτερό σκοτάδι
τριφτήκανε κι
ανοίξανε σαν κάτι παλιές
βελούδινες κουρτίνες.
Κατάλαβα ότι λίγο – λίγο έλιωνε η
πολύτιμη σάρκα τους
και τέλειωνε εδώ η περιπέτεια τους.
Το πρωί ίσως τίποτα να μη
φαίνεται από το θάνατό τους
όμως εγώ θα ξέρω πως μόλις
διάβηκαν
τα δυο σφιχτά αγκαλιασμένα
το τελευταίο σύδενδρο μιας πορφυρής
ζωής
αφήνοντας κληρονομιά στ’ αγέννητα μωρά
κείνη τη μοναδική της υγρασίας
λάμψη!..
Η ΟΥΛΗ
Αντί γι’ αστέρι μια ουλή έλαμπε πάνω
σπ’ τη γέννησή μου·
οι πόνοι που δοκίμαζα στο άπηχτό μου
σώμα
πίσω
με σπρώχναν στο σκοτάδι της αρχής
μπουσούλαγα στο τίποτα, τα δάχτυλα
μικρούτσικα
κρατάγανε το θάνατο, μαύρο γυαλιστερό παιχνίδι.
Δε θυμάμαι πώς έγινε κι άνθισα σε
πληγή
πώς έμαθα να ισορροπώ ανάμεσα στο
πύο και
στ’ ανοιχτά μου μάτια
μα εκεί που η μάνα μου λογάριαζε πως
σαν το φύλλο στο νερό
θα μ’ έπαιρνε αταξίδευτη το ρέμα του
θανάτου
με είδε αναπάντεχα να βγαίνω απ’ τα
σκοτάδια.
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι
ανταλλαγές έγιναν
τι
έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα
τι υποσχέθηκα και με
κράτησε για υπηρέτριά της η ζωή…
Ήτα εκβιασμός, συμφωνία,
απειλή
να ’μαι ευγνώμων θα ’πρεπε για το πετσοκομμένο δώρο
της ύπαρξης ή εκδικητική;
Να κοιτάω ψηλά
με είχανε διατάξει ή
χαμηλά στη ρίζα της συγγνώμης;
Ποιας συγγνώμης, γιατί;
Ποιο ήταν το βάρος
το τόσο ασήκωτο που πριν
καν ξεκινήσω
με είχε εξουθενώσει ή
μήπως άλλο φορτίο ανάλαβα
και κούτσα – κούτσα θα το πήγαινα ως
το τέλος;
Έζησα
κι άρχισα να παίζω.
Μ’ εμπιστοσύνη στηριζόμουνα στο
μηχάνημα κι ανέβαινα της σκάλες.
Στο πατάρι έστησα το βασίλειο των
ονείρων μου
στα κομμένα φιγουρίνια· Φλωρεντία την έλεγα
τη μαγική μου πόλη, κυρίες λεπτεπίλεπτες και κύριοι με καπέλο.
Στην πορτούλα δίπλα ήταν το καζανάκι
του μπάνιου
που ξέσπαγε πού
και πού σαν κεραυνός
πάνω απ’ τις άυλες συνήθειες των ηρώων
μου.
Από κάτω ανέβαινε η ζέστα του κόσμου
τούτου
η
κουζίνα ολόκληρη με μυρωδιές,
θορύβους γνωστούς
σπιτικές φωνές: «Τι ώρα είναι; Καθάρισες πατάτες;»
Η κουζίνα και η χάρτινή μου φαντασία –
τόσο νωρίς λοιπόν χαράζονται οι πόλοι;
ΟΔΟΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Έζησα και πήγα σχολείο.
Μες στον Οκτώβρη τα παιδιά σαν έντομα
μπλε κι άσπρα
ζουζούνιζαν, βάζαν τα κλάματα κι άστραφτε η μύξα τους στο φως.
Τα γράμματα μοιάζανε μέσα τους στην
αρχή
λεπτά,
λευκά, κάθονταν στον μαύρο πίνακα
ένα – ένα ελεύθερα πριν τα παγιδέψει η
λέξη.
Τα θαύμαζα και τα βαριόμουνα μαζί
προτιμούσα να χαζεύω απ’ το παράθυρο έξω
στον αέρα, όπου πουλιών στροφές έφτιαχνα άλλες φράσεις.
Στο δρόμο μετά από το σχολείο στο
σπίτι
σημάδευα τις διαφορές από χθες, στον παπουτσή
στο ανθοπωλείο, στο ψιλικατζίδικο με τις χαλκομανίες
άγγελοι με μπρατσάκια στρογγυλά πίσω
απ’ το σκονισμένο τζάμι.
Σταματούσα πάντα έξω απ’ το Γραφείο
Κηδειών·
στο θυρόφυλλο κλουβί με καναρίνι
κι ο Σωκράτης μακάβρια ταχτικός να
ξεσκονίζει κάσες
ή στο κατώφλι ν’ αναπαύεται· δύο καρέκλες, μία για τα πόδια
στο σβέρκο δύο ζάρες, η μια πιο βαθιά
κι ο Γιώργης μες στους ασβέστες να ’ρχεται
για καφέ
από τη μάντρα δίπλα.
Συχνά, γυαλιστερά μοβ υφάσματα
γιόμιζαν το χαλάκι
ο Σωκράτης πολυάσχολος και μια κυρά να
κλαίει.
Γινόταν τότε η καρδιά μου κι από τη
σάκα μου
ακόμη πιο βαριά, έτρεχα στο περίπτερο
για το
«Θησαυρό των Παιδιών», τα μαύρα
να ξεχάσω.
Το σπίτι μου σαν άνθρωπος με περίμενε
στη γωνιά
το μπαλκόνι μας με την άσπρη κουρτίνα
στην κάμαρη της μαμάς
σαν να μου κούναγε το χέρι
κι εγώ πότε ένιωθα μια γλύκα στο
στομάχι γι’ αυτή τη σιγουριά
και πότε καθόμουνα στις σκάλες ώρα
πολλή
βαριεστημένη από την επανάληψη, ολότελα μισώντας τη ζωή μου!..
Να φύγω, έλεγα,
να ’μαι μια άγνωστη
να ξαναρχίσω απ’ την αρχή με άλλο όνομα.
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]
Η
ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΑΕΡΑΣ 1990)
Μες τη βαριά ανία της τάξης
όταν φέρναν δάκρυα τ’ ανούσια
δευτερόλεπτα
μόνο η ιδέα της εκδρομής άνοιγε την καρδιά
μου·
τα πούλμαν σαν να τα ’βλεπα έξω από
την πόρτα της αυλής
κι όπου να ’ναι , σαν να ’χανε φτερά
θα ’παιρναν το δρόμο του βουνού ή της
θάλασσας.
Ένα σύννεφο – όνειρο τύλιγε τη μακρινή
ημερομηνία
που έλαμπε όλο κι από πιο κοντά
περνώντας οι εβδομάδες.
Και αχ, η ανυπομονησία αποβραδίς, το
καλαθάκι με τα σάντουιτς
το καινούργιο παντελόνι κι η
βελονιά της τελευταίας στιγμής…
Όταν πια - λες στον παράδεισο – στρωνόμαστε να φάμε
όλες οι μικροπεριπέτειες της καρδιάς
ανέβαιναν στα χείλια
ανταλλάσσαμε φρούτα, μπισκότα, κι
ήταν σαν ξαφνικά
οι φανταστικές σκηνές του νου να
παίζονταν στ’ αλήθεια.
Εξομολογήσεις στη φιλενάδα
που αν και δίπλα σου πάντα στο ίδιο
θρανίο
εδώ στο γρήγορο φως περαστικών τοπίων
λάμπει κεχριμπαρένια μες στο εκδρομικό
της το μπλουζάκι.
Ονόματα που τ’ άγιαζε ο ψίθυρος
χάρτινα παιχνίδια με αρχικά: «Α!.. σου ’πεσε το Μ
ποιος να ’ναι;» Πρώτο τσιγάρο πίσω από το θάμνο.
«Προσοχή!.. Οι καθηγητές περνάνε».
Και μετά η επιστροφή σαν θάνατος
όπως η λίγη νύχτα μπερδεύει τα
τελευταία δένδρα της εξοχής
με τα πρώτα σπίτια της πόλης και
μερικοί έχουν πια αποκοιμηθεί
ενώ άλλοι σε υπερένταση τραγουδούν
ακόμη.
Μαθαίνω ν’ αντιστρέφω το κλάσμα της πρωινής
χαράς
με το δάχτυλο στο κουδούνι του
σπιτιού.
Τελείωσε, λέω· η μέρα αυτή
που στον ορίζοντα του μέλλοντος
γυάλιζε κάποτε
πλησίασε, μεγάλωσε, ήρθε, τελείωσε.
Έτσι θα ’ναι και με τη ζωή…
Πώς πέρασες; Τι έγινε,
πού είναι το πετσετάκι;
Το ’χασες; η μάνα μου ρωτάει.
Αυτό ήταν… πάει!..
ΑΙΓΙΝΑ Ι
Γυρνώντας από τη θάλασσα με τη μάνα
μου
καθόμαστε να ξαποστάσουμε κάτω από την
ίδια πάντα ελιά.
Μου διηγιόταν τότε την ιστορία του
μέρμηγκα και του τζίτζικα
πρώτα μαθήματα εγκράτειας, σωφροσύνης
μα πάνω απ’ το κεφάλι μας ξεφώνιζε
ο ποιητής με πάθος στο λιοπύρι
Ε, μάνα, για ποιο χειμώνα μου μιλάς,
τι δυστυχίες, τι πάγους
και ποια πείνα;
Τούτο είναι το θαύμα εδώ, αρχίζει με
την κάψα
τελειώνει μόλις στα σκούρα μπει η μέρα·
τα σπόρια ζώνονται από παντού, τα
βρίσκει το μυρμήγκι
ενώ ο γκρίζος ασυλλόγιστος βουβαίνεται
παγώνει.
Αχ, μάνα μου κακότυχη, που γέννησες μια τζίτζικα
δεν ξέρει να μαζώνει!..
Μόλις ξημέρωνε, το ’σκαγα απ’ το
κρεβάτι
τη νυχτικιά μου έσερνα σε χόρτα,
ποτιστάδες
ο κήπος μου φαινότανε απέραντη εξουσία
κι οι κότες μου πρόσωπα σημαντικά,
προσηλωμένα να τσιμπάνε…
Δεν ήξερα ώρες μες στο θέρος·
αιωνιότητα το χωράφι, το μαγκάνι
γύριζε στον άπειρο χρόνο
βουτούσα στα σανά, χωνόμουνα, κυλιόμουνα
ανάμεσα στα πόδια του αλόγου· όλες οι χαρές
τελείωναν στη θάλασσα κι εκεί άρχιζαν άλλες.
Είχα από τότε φτιάξει δύο εαυτούς· ο ένας
γαλήνιος
κούρνιαζε, αγάπαγε τα γύρω του καλά
διατεθειμένος
τον άλλο τον ερέθιζε ο γλυκός κίνδυνος
που κρύβει άγνωστο σώμα.
Ονόμαζα γαλήνη το χειμώνα, την τρέλα καλοκαίρι
και μεταμορφωνόμουνα σε άγγελο
χειμερινό, σε σατανά της ζέστης.
Η μάνα μου ετρόμαζε μ’ αυτές τις δύο
μου φύσεις.
Θα φταίνε, έλεγε οι δυο κόσμοι, η
πολυκατοικία και το νησί
μα όπου να ’ναι χειμωνιάζει
πού θα πάει κι αυτή… θα μαζευτεί!..
ΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙ
«Θα πας μακριά, αν το μικρό γουρουνάκι
δε σε φάει στο δρόμο»· την παλιά αυτή γαλλική παροιμία
μου ’λεγε συχνά η μαμά κι
είχα πάντα την εικόνα του στο νου μου
σαν να με είχε πάρει απόκοντα στ’ αλήθεια
γρύλιζε κι έτρεχε πίσω μου γλείφοντας
τα χοιρινά του χείλια…
Στο πετσί του πάνω ραμμένα κομμάτι –
κομμάτι
όλα μου τα ελαττώματα· το πιο μεγάλο
μπάλωμα
στη ράχη του το πάθος μου για σένα.
Τα πόδια του αλλόκοτα, χοντρά και
πονεμένα
πάταγαν πάνω στις χαμένες μου στιγμές
που βούλιαζαν στα μάτια σου, θεία καταραμένα.
Πότε – πότε η ζωή μού χάριζε
συγκέντρωση, ουσία
το χαμηλό τετράποδο έχανε τότε το
βήμα.
Σ’ έφαγα, έλεγα δυνατά κι η μάνα μου φαινότανε
ψηλά, να περνάει από πάνω μου σαν το
πουλί
σαν να ’ταν συννεφάκι.
Μα γρήγορα το γουρούνι δάγκωνε τη
φτέρνα μου και πάλι
χανόταν η παρήγορη μητέρα μου
μαζί και η καρέκλα της, μαζί και το πλεχτό της
μ’ έπαιρνε η νύχτα που θρέφεται μονάχα
από τύψεις,
θριάμβευε ξανά το παρδαλό χοιρίδιο
κι οι δυο παρά αχώριστη τραβάγαμε για
κάτω.
ΤΟ ΜΑΓΚΑΝΙ
Κατεβαίνω σαν την Ιφιγένεια στο λιμάνι
στα ρούχα, στα μαλλιά,
μια καθαρότητα εξωτερική
και μέσα όλα θολά, σαν να μου είχαν διηγηθεί μισή
την υπόθεση ενός έργου και
μετέωρη να περιμένω το τέλος.
Η νύχτα, ανέραστη βοσκοπούλα, ηδονίζεται
με τις μυτερές των βουνών κορφές
ερωτομανής ο καφετζής περίπαθα
σερβίρει χταποδάκι.
Η θάλασσα μελάνιασε, βογκάει και
λαχταράει
να μου γλείψει πόδια, χείλια…
Πενθώ και χαίρομαι
μαζί σαν νήπιο. Ποιος θα ’ρθει με το μαύρο πλοίο
στο άσπρο δέρμα να κολλήσει άνθη;
Τ’ άλλο πρωί στο μαγέρικο του Προίκα.
Υπάρχω μπρος στην κρύα μακαρονάδα
μου, στο χλιαρό κρασί.
Βυθίζομαι· οι ανταύγειες των πιάτων χορεύουν στο ταβάνι.
Ακτινοβολεί και το πλαστικό καλαθάκι
όπου ο Προίκας σβέλτος βάζει ψωμί και
σερβίτσιο.
Όλα είναι τέλεια μέσα στην ακατάπαυστη
νιότη τους
όπως τότε, μικρή, στο μαγκάνι του γείτονα.
Οι ντενεκέδες καρφωμένοι στον τροχό
σηκώνουν το υγρό βάρος στάλα – στάλα
κι αδειάζουν το ίδιο νερό στην άλλη
μεριά του κύκλου.
Να λοιπόν που τίποτα δεν είχα
καταλάβει
για το πώς μετακινείται το σταθερό:
απ’ έξω καμιά αλλαγή, αλλά μέσα, καβάλα
σ’ αόρατα μόρια, περνώντας από μυστικά
χρώματα
επέρχεται τελικά το φεγγοβόλο μαύρο.
Στο γαλάζιο θυρόφυλλο του Προίκα
φάνηκαν ζωγραφισμένες Παναγιές
ή μήπως ήταν οι δέσποινες αρρώστιες
-επισκέπτριες περαστικές ή
χρόνιες –
που κρατώντας σφιχτά το κουτί με τα
γλυκά βάσανα
διστάζουν ακόμη λίγο πριν περάσουν
μέσα;
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]
ΕΦΗΒΕΙΑ
Ι
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΑΕΡΑΣ 1990)
Με την εφηβεία ο εαυτός σου
χωρίζεται σε δύο·
ο ένας παιδεύεται κι ο άλλος
συμπονάει.
Ο ανθοπώλης χρόνος σε τυλίγει μ’
αόρατο χαρτί
η περιποίηση αυτή μόνο την άνθησή σου
αφορά
μα δεν το ξέρεις, το παίρνεις δική σου
υπόθεση προσωπική.
Χειμωνιάτικη Αθήνα του 53
οι πλάκες στο πεζοδρόμιο κολυμπούν στη
λάσπη
τα κόκκινα φώτα του ΟΡΦΕΑ διακωμωδούν
το ασχημάτιστο σώμα.
Νοσταλγείς το μέλλον σου σαν να ’ταν
παρελθόν·
βγαίνοντας απ’ τον Κουν ο καστανάς στη
γωνιά
η μαμά με το καινούργιο της παλτό
όλα μου φέρναν δάκρυα· απαρηγόρητη η Μπλανς Νυιμπουά
μ’ ακολουθεί ως τα Εξάρχεια·
οι κίτρινες πατημένες γλαδιόλες στη
βροχή
πικρά με συμβολίζουν.
Η ανήλικη λαγνεία μου λατρεύει τον
ηθοποιό
που εισάγει τα κύρια θέματα της ζωής
μου
πόθος θάνατος
αποσύρεται μετά εκείνος και συνεχίζω εγώ
τις υπόλοιπες πράξεις στη στενόχωρη
σκηνή μέσα μου·
ως την πόρτα του σπιτιού έχω τραγικά
ανέβει στα μάτια μου·
τι μου λείπει και κλαίω;
Βρέχει και θα ’μαι πάντα μόνη,
ανέραστη νυφίτσα μες στο κρύο.
ΕΦΗΝΕΙΑ ΙΙ
Άγια εγωπάθεια, θυμάμαι μια μεγάλη
στιγμή
πλάι στη θάλασσα με το ποδήλατό μου σαν
μαύρη γάτα
να γλιστράει κατά τη δύση του ήλιου.
Σταμάτησα· σαν ζάλη με συνεπήρε η ύπαρξη
οι διαστάσεις της μ’ έσφιγγαν όλο
ακρίβεια κι ασάφεια.
Η ζωή μου είναι ατέλειωτη όσο να
πεθάνω, είπα φωναχτά.
Έχωσα το κεφάλι μου στα φύκια, τα μάσαγα
τα κατάπινα, με κλάματα μαζί, μεγάλα λόγια
λαμπάδιαζαν μες το μυαλό μου, ενέργεια
αξεδιάλυτη
βόμβιζε γύρω μου. Οδύνη κι αγαλλίαση ένα·
δεν είχα να διαλέξω, ήμουνα μέσα
και προχωρούσα όλο και πιο βαθιά στη
μοίρα μου.
Μου φάνηκε τότε πως έσπρωξα μια
σανιδόπορτα
και χώθηκαν τα μάτια μου στην αποθήκη
του μέλλοντός μου.
Έμπαινε μόνο μια αχτίδα φως
κι εκεί γυμνός ένας άνδρας
σαπουνιζόταν.
Είχε μεγάλα φτερά που έσταζαν νερά
κέρατα που τραβούσανε σαν να ’ταν
καμωμένα από μαγνήτη.
Ήταν ξανθός με μάτια στο χρώμα τ’
ουρανού
το σούρουπο σαν πέφτει, χείλια μαύρα, γυαλιστερά.
Γύρισε, χαμογέλασε
και δεν ήξερα αν με καλούσε
η συφορά ή αν ένας
παράδεισος ανοίγονταν μπροστά μου.
Ευώδιαζε νυχτολούλουδα το σώμα του ορθό
κι οι πυγολαμπίδες που παίζαν στο μαλλιαρό του στήθος
τον έκαναν και
σπίθιζε σαν σιδερένιο αμόνι.
‘Αφωνη, αχόρταγη.
μισώντας κι αγαπώντας
κοίταζα πως όλο πλήθαινε το φως
ώσπου κατάπιε στο τέλος την εικόνα.
Βρέθηκα πάλι στην έρημη ακτή, σ’
ασήκωτο σκοτάδι·
τα βουνά από το μοβ μπαίναν στη νύχτα·
ό,τι γνώριζα ήταν παρελθόν κι ό,τι ήθελα να μάθω
ήξερα πια με τι τρόπο πονάει.
Φόρεσα πάλι τον κοριτσίστικο εαυτό
σήκωσα το ποδήλατο, με περίμεναν σπίτι
για φαγητό.
Είχα αργήσει.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ
Ο αέρας σηκώνει τα κρίματα΄μας ψηλά
τα στροβιλίζει για λίγο μακριά
απ’ τις κουτές σκευωρίες μας
και τ’ αφήνει να πέσουν πάλι στη γη·
εκεί ν’ ανθίσουν.
Νωπές ακόμη παίρνει τις λεξούλες
να,
εκεί έλα
τις ακουμπάει στις κορφές
των αισιόδοξων δένδρων
και τις καθίζει μετά στο χώμα
σαν αναμνηστικά ξεραμένα τίποτα.
Ο αέρας σηκώνει τα σχισμένα φύλλα
της μικρής νουβέλας
κι όπως ανεβαίνουν, γίνεται
ευανάγνωστη
η σελίδα της ζωής μας, για να
διαβαστεί κάποτε στη νηνεμία
σαν ένα νόημα που μα δόθηκε ακέραιο.
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΕΡΑΣ 1990]
Ο ΓΑΜΟΣ… ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΚΟΥΡΝΙΑΖΕΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤΩ ΕΚΕΙ ΑΠ’
ΟΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΦΛΟΓΕΡΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΠΟΡΦΥΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ…
(… για μιαν αψεγάδιαστη άχρονη στιγμή ο γάμος λάμπει…)
Ο γάμος
ξεπηδά μεσ’ απ’ της νιότης τα νερά τα
ολόδροσα, παραμερίζοντας φύλλα του
χρόνου· ελάφι ανεμοπόδαρο μυρίζει τον
αέρα ή
σαν βροχή ποτιστική υη βαριά μελαγχολία της φύσης ελαφρώνει. Είναι μπάτης, που την αγκαλιά της καυτερής ημέρας
δροσερεύει στεφάνι από αίματα κι ιδέες
καμωμένο. Ο γάμος σιωπή και
τεντωμένο της ψυχής τ’ αυτί στα
μέσα ψιθυρίσματα, στις μέσα
τελετές· ο γάμος θησαυροφύλακας των
παιδικών δακρύων ορκισμένος της ερημιάς
εχθρός και της υπεροψίας. Ο Γάμος
οι περίπατοι… Ο γάμος πατά μαλακά
και σ’ αγκαλιάζει από πίσω· σου κρύβεςι
τα μάτια με τα χέρια και ρωτάει:
Ποιος είμαι; Ο γάμος της ζωής με
ό,τι πέρα απ’ τη ζωή Ο γάμος της ζωής
με την εξήγησή της Ο γάμος η δόξα του
φθαρτού Ο γάμος η νίκη του
εύθραυστου Ο γάμος η αιωνιότητα του
λίγου σαν ελπίδα έρχεται του αγαθού
συναισθήματος… Αχ, μακάρι να κουρνιάζει
πάντα κάτω εκεί απ’ όπου βγαίνουν φλογερά πουλιά και
πορφυρά λουλούδια!.. Βασίλειο του
γάμου η κοιλιά με τον αφαλό – ιερό στη μέση.
Εδώ κυκλοφορεί και σκέφτεται
και κλαίει και
θρέφεται και μεγαλώνει ο γάμος. Εδώ ξεχνάει την τελετή εδώ σπουδάζει, μελετά της σάρκας τα βιβλία τους βίους των αγίων παντρεμένων τα έγγραφα με τις επίσημες βούλες - δαγκωματιές φιλιά - του έρωτα τα τόσα τελεσίγραφα με θύματα
κι ομήρους!.. Ο γάμος ας ξέραμε πώς ήρθε, από πού
πώς πάντα μες στα σπίτια μας ριζώνει
και θεριεύει· είχε βωμούς παλιά και
μυστικές φωτιές παραπατάει τώρα
μέσα στην κίνηση των δρόμων ζαλισμένος.
Ο γάμος, ποιος τον έφερε γιατί
και τα κορμιά τόσο που τον
κρατούν σφιχτά ανάμεσα στο στήθος και
στο στήθος… Ο άνδρας εξαγνίζεται
μπροστά του και δακρύζει κι η γυναίκα όλες τις σκοτεινές της μοίρας της
γωνιές ξεχνά όλες τις αγωνίες στρογγυλή ισάξια του «για πάντα» αγγίζει με την απαλάμη της το σβέρκο του ανδρός προς τα μωρά πηγαίνουν κάτω απ’ τη σκέπη του όρκου της γνώσης την προσφορά ουσίας τη διεκδίκηση χαράς τη συντριπτική ήττα της θλίψης για μιαν αψεγάδιαστη άχρονη στιγμή ο γάμος λάμπει!.. [Ο ΓΑΜΟΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΑΕΡΑΣ 1990 – συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ
ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
Δευτέρα, 8 Ιουλίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου