Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΦΩΝΙΑ…

 

(… μάγοι μετά δώρων φτάνουν στο χωριό…)

Μάτια πεθαμένων φέγγουν στα κλαδιά 

Δυο νεκροί φαντάροι ψάχνουν για πορνεία

Μια γυναίκα – η Θέκλα – σέρνει τα κλειδιά!..

 

Γέμισε η πλατεία φρύγανα  και  τσόφλια

Μεθυσμένους τύπους που παραμιλούν

Μια γριά σκουπίζει τα λερά κατώφλια

και χλωμά παιδάκια παίζουν και γελούν

 

Το μωρό γεννιέται κάτω απ’ το κρεβάτι

Τρέχουν στην αλάνα κίτρινα νερά

Γλείφει το μυαλό μου γάτα μ’ ένα μάτι

Με τσεκάρει ο Χάρος  και  με προσπερνά 

 

Ο τυφλός ανοίγει το χοντρό βιβλίο

Μια σκιά χορεύει στο καμπαναριό

Μπαίνει το φεγγάρι στο νεκροτομείο

Μάγοι  μετά δώρων φτάνουν στο χωριό!..

 

ΝΑ ΣΚΑΨΕΤΕ…    ΝΑ ΣΚΑΨΕΤΕ ΒΑΘΙΑ

Κάθε στιγμή το σώμα μας γυμνώνει

Κάθε στιγμή απομένουμε πιο μόνοι

Στο άγνωστο αυτό νησί με τα κλουβιά

 

Να σκάψετε… να σκάψετε βαθιά

Χέρια λευκά σαλεύουν στο περβάζι

Πάλι σταγόνες αίμα η βρύση στάζει

Πάλι σφραγίζει η Μάρθα τα κουτιά

 

Να σκάψετε…  να θάψετε βαθιά

Το ματωμένο   νυφικό στο χώμα

Στον ουρανό το φεγγοβόλο σώμα

Στο ρείθρο σκουλαρίκια και κλειδιά

 

(Μια μαριονέτα  ανάβει το κερί

Στρώθηκε στο κρεβάτι μας το χιόνι

Μ’ ένα υπερούσιο φως μας στεφανώνει

Το χέρι που μας άπλωσε η νεκρή)

 

Κι ο μαραγκός που γνέφει από μακριά

Κι ο δάσκαλος που κλείνει το βιβλίο

Κι ο γέρος που ’γινε άγαλμα στο κρύο

Μας τραγουδούν   Να σκάψετε βαθιά!..

 

[ΕΦΙΑΛΤΗΣ  και  Η ΕΠΩΔΟΣ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000   

Κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή

 αντιγραφή και επικόλληση   από το συγκεντρωτικό τόμο

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]

 

 


ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)

Φυσάει στον ύπνο μου φυσάει

Σαν απ’ τα μέρη του θανάτου

Κρύβομαι στ’ όνειρο από κάτου

Μια Σκλώπα πάλι μου γελάει

 

Φυσάει στον κήπο μου φυσάει

Κι ο κηπουρός με πυροφάνι

πλέκει ένα κόκκινο στεφάνι

που στο κατώφλι μου κρεμάει

 

Φυσάει στο διάδρομο φυσάει

και να η Μυρτώ στο καροτσάκι

κρατώντας άσπρο σημαιάκι

λευκά τριαντάφυλλα σκορπάει

 

Φυσάει στην κάμαρα φυσάει

Μπαίνει ο γιατρός με δεκανίκια

Μου βγάζει βότσαλα και φύκια

κι άσπρο χιτώνα μου φοράει

 

Φυσάει στο σώμα μου φυσάει

Με λούζουν με νερό και ξίδι

Σαν ένα μαγικό ταξίδι

μοιάζει η πομπή που ξεκινάει!..

 

ΔΙΧΡΩΜΙΑ

Χειμώνας μέσα στο όνειρό μου

Πέφτει το χιόνι με σκεπάζει

Μια Σκλώπα πάλι με κοιτάζει

πάνω απ’ το φράχτη του άδειου δρόμου

 

Νύχτα ακατοίκητη  και  ξένη

θανάσιμα λευκό τοπίο

ρούχο που  ντύνομαι το κρύο

με ξεγελά  και  με ζεσταίνει

 

Ξάφνου προβάλλεις στην οθόνη

με το άσπρο πέπλο στο κεφάλι

χαμογελάς μα νιώθω πάλι

πως η κακιά στιγμή ζυγώνει

 

Σκύλοι – φαντάσματα γαβγίζουν

μεσ’ απ’ τα σύδενδρα του δάσους

Χύνονται κύμα τα μαλλιά σου

κι όλο το χώρο πλημμυρίζουν

 

Μάταια πασχίζω να διακρίνω

μες στα σκοτάδια τη μορφή σου

μ’ έχει τυφλώσει της αβύσσου

το αστραφτερό  και  μαύρο κρίνο

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΣ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)

Ο ποιητής υποφέρει   Ο ποιητής υποφέρει

γιατί έχει χάσει το δρόμο  και  πού πηγαίνει δεν ξέρει

και περπατά δίχως μνήμη σ’ αυτή τη χώρα του νότου

ενώ ένα μαύρο ποτάμι μπαίνει συχνά στο όνειρό του

 

Ο ποιητής δεν γνωρίζει μόνο αγρυπνά και δακρύζει

σαν να τον κράζουν οι ρίζες υπόγειους κήπους σκαλίζει

και μέρα νύχτα τα ερείπια της ύπαρξής του ανασκάβει

κι ένα σκυλί σκοτωμένο μέσα στα τρόχαλα θάβει

 

Κι άλλοτε πάλι μονάχος κωπηλατεί σε μια λίμνη

και λυπημένος κοιτάζει την άδεια θέση στην πρύμνη

Κι ενώ απ’ τα βάθη των χρόνων ένα παιδί τον φωνάζει

νιώθει που η βάρκα του γέρνει κι αγάλι – αγάλι βουλιάζει

 

Κι ακούει μια μάνα να λέει την ίδια πάντα ιστορία

Κρυμμένη πίσω από ράφια  και  σκονισμένα βιβλία

Κι όπως η νύχτα ζυγώνει  και  το σκοτάδι πυκνώνει

Βλέπει – απ’ αλλού –το κορμί του να το σκεπάζει το χιόνι

 

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ

Είμαι εγώ κι η σκιά μου και πάμε

μας γαβγίζει ένα μαύρο σκυλί

Πρέπει να ’χω γεράσει πολύ

Με καλούν οι φωνές που θυμάμαι

 

Κι ούτε ξέρω ποιος κλέβει τα χρόνια

ποιος ανάβει ολ’ αυτά τα κεριά

μένω βλέπετε τόσο μακριά

μας χωρίζουν ομίχλη και χιόνια

 

Σε μιαν άγνωστη χώρα βαδίζω

σε μιαν άλλη εποχή κατοικώ

Ψάχνω να βρω το ωραίο μυστικό

μα ξυπνώ σ’ ένα θάλαμο γκρίζο

 

Κάποιος φύλακας κλείνει την πόρτα

κάποιος άρρωστος σβήνει το φως

Με φωνάζει ο νεκρός μου αδελφός

ξαπλωμένος στα νιόκοπα χόρτα

 

Μια γυναίκα μου γνέφει απ’ το βάθος

ενός μέλλοντος πάντα θαμπού

Ξεπερνώ προσευχές και ταμπού

και πηδώ στο μεγάλο μου λάθος

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]

 

Ο ΘΕΡΑΠΩΝ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)

Ξαναβρήκα το δάκρυ

το πανάρχαιο νερό

Σε κοιτώ κι απορώ

στου καθρέφτη την άκρη

 

Γύρω η θάλασσα μοιάζει

με μεγάλη εκκλησιά

και στο βάθος νησιά

που ο καπνός τα σκεπάζει

 

Κάποιος ρίχνει απ’ τα χάη

το ασημένιο σκοινί

μια γυναίκα γυμνή

σερπαντίνες πετάει

 

Τότε ξάφνου στενάζουν

οι γνωστοί μας νεκροί

παρελθόντες καιροί

το ναυάγιο ξεβράζουν

 

Μια πρωτόγνωρη θλίψη

λιγοστεύει το φως

Ο θεράπων στυφός

έχει επάνω μου σκύψει

 

ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ

Το σώμα σου είναι από κερί

τα μάτια σου σβηστά καντήλια

φοράς στεφάνι από ασφοδίλια

κι είσαι ανεξήγητα νεκρή

 

Σ΄ αναζητώ στις προσευχές

στα πρόσωπα τα ραγισμένα

Τη νύχτα κάρφωναν κι εμένα

δυο μασκοφόρες μοναχές

 

Σε σκοτεινές καταπακτές

μάτια πνιγμένων βλεφαρίζουν

ανάπηροι άγγελοι ποτίζουν

περιδεείς προσκυνητές

 

Κι εγώ σαν να ’χω προδοθεί

γυμνός σε πέτρινο κρεβάτι

και με φωνάζει το άδειο μάτι

που από παιδί μ’ ακολουθεί

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]

 

NOTTURNO

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)

Κάποιος έχει φύγει από το σπίτι

Κάποιος άλλος περπατάει στο δώμα

Νύχτα και δεν φάνηκαν ακόμα

το παιδί που μπαίνει απ’ το φεγγίτη

 

Εμπνοές σαλεύουν τις κουρτίνες

Όνειρα κι αράχνες με μουδιάζουν

Τα φεγγάρια ασίγαστα κοάζουν

Γέμισε το δέρμα μου λειχήνες

 

Ίσκιοι του ανυπόστατου επιστρέφουν

Κύλησαν νομίσματα στο χώμα

Νούφαρα σου σκέπασαν το σώμα

Δυο τρελοί απ’ το ξέφωτο  μου γνέφουν

 

Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι

Σαν ν’ αναγνωρίζω τα σημάδια

Προχωρώ στ’ αδιάλυτα σκοτάδια

μ’ ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι!,,

 

ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ

Επάνω μου η νύχτα παγώνει

σαν σώμα γυναίκας νεκρό

Βαθιά στον αιώνα θωρώ

ν’ απλώνεται χιόνι

 

Γαλάζια βεντάλια φωτίζει

το χώρο με φως ιλαρό

Κορίτσι με μαύρο νερό

τη στάμνα γεμίζει

 

Πουλιά ξεψυχούν στα χορτάρια

Μια μάνα μοιράζει ψωμί

Στις πλάκες επάνω γραμμή

νεκρά παλικάρια

 

Λευκό χελιδόνι σφυρίζει

δεν ξέρω για ποιον ερχομό

Στο δώμα το αγόρι χλομό

με στόμα που αφρίζει

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]

 

Η ΕΡΗΜΟΣ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)

Πυκνό σκοτάδι με κυκλώνει

και με σκεπάζει με σιγή

Κρύβομαι κάτω απ’ το σεντόνι

να ονειρευτώ μιαν άλλη αυγή

 

Σαν σαλιγκάρι που γλιστρά

κάτι κολλάει στα μάγουλά μου

Πίσω απ’ τον τοίχο του θαλάμου

μου γνέφουν δυο παιδιά νεκρά

 

Μια μάνα με κρατά απ’ το χέρι

και με πηγαίνει στο Θεό

Φτύνω με δύναμη τ’ αστέρι

που μου ’χε φράξει το λαιμό

 

Κι όπως η έρημος ανθεί

κι ακούω τα κρόταλα της άμμου

βουερά κυλούν τα δάκρυα μου

σαν να ’χω πάλι αθωωθεί

 

Η ΜΑΓΙΣΣΑ

Ν’ ακούς το ανάκουστο μου λέει

καθώς σωπαίνουν τα νερά

νεκρό παιδί να σιγοκλαίει

κόρη να ντύνεται φτερά

σαν άσπρη ντάλια που επιπλέει

 

Ν’ ανθούν στο στήθος σου τ’ αστέρια

στο ανάβλεμμα σου οι πασχαλιές

και δυο κορμιά γεμάτα χέρια

να σμίγουν σ’ άγριες αγκαλιές

κι αιματοπότιστα νυχτέρια

 

Να φέγγει ολόφωτο το χώμα

κι όλος ο λάκκος ανοιχτός

και να ’ρχεται  απ’ το ξένο σώμα

το μαύρο αγέρι της νυχτός

Σαν ρούχο που σκεπάζει πτώμα

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]

 

Η ΤΕΛΕΤΗ

Ω Κύριε – Κύριε  ποιος βαφτίζει

το σώμα μου στον ουρανό;

Είμαι ένα πλάσμα ταπεινό

που στο σκοτάδι ρουθουνίζει

 

Ω Κύριε – Κύριε δεν αντέχω

τέτοια μακάβρια τελετή

σκύλος που τρέμει τη βροντή

φορώ το δέρμα μου και τρέχω

 

Κύριε που ντύνεσαι το γκρίζο

κι έχεις το λάκκο μου ανοιχτό

δε βρίσκω τρύπα να κρυφτώ

γι’ αυτό θυμώνω και γαβγίζω

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]

 

Ο ΑΛΛΟΣ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)

Αυτός που βγαίνει από παλιό ρημάδι

που σκουλαρίκια χάλκινα πουλά

που σας ρωτάει αν έχετε ψιλά

και χάνεται γελώντας στο σκοτάδι

 

Αυτός που προχωρεί στον άδειο δρόμο

σαν να μην νιώθει νύχτα και βροχή

που ακούει μακριά ένα τύμπανό να ηχεί

που ένα νεκρό σκυλί κρατάει στον ώμο

 

Αυτός που σκάβει σε γυμνό τοπίο

χωρίς χορτάρι δένδρο και νερό

ψάχνοντας έναν πέτρινο σταυρό

κι ένα γυμνό στι ρίζα του κρανίο

 

Αυτός που ξημερώνει  στ’ άδειο σπίτι

και βλέπει με τα μάτια του κλειστά

μια μαύρη πεταλούδα να πετά

κι ένα σκοινί να πέφτει απ’ το φεγγίτη

 

Αυτός που γράφει γράμματα σε φίλο

που όμως δεν έχει ακόμα γεννηθεί

που μια τυφλή μητέρα ακολουθεί

που γίνεται παιδί κι αλλάζει φύλο

 

Αυτός που περιμένει στη γωνία

να σας ρωτήσει αν θέλετε γιατρό

ή παριστάνει προσφιλή νεκρό

και σας καλεί να πάτε στην κηδεία


ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ

Μια ντίβα κι ένα νέγρος εραστής

Μια δαχτυλήθρα κι ένα πορτοκάλι

Μια ξύλινη κρεμάστρα κι ένα σάλι

Μια βρύση κι ένας άγιος ασκητής

 

Το ανάπηρο κουνέλι κι ο τρελός

Η μαξιλάρα κι η γυμνή κοπέλα

Μια μηχανή ραψίματος κι η ομπρέλα

Μια μάσκα κι ένας κέρινος φαλλός

 

Το δέρμα του φιδιού και τα φτερά

Μια στάμνα κι ένα πήλινο λυχνάρι

Το ψάθινο πανέρι και το ψάρι

Το γράμμα ψι κι η κόρη του ψαρά

 

Μια σκάφη κι ένας γέρος κηπουρός

Ο νιοσκαμμένος λάκκος και το φτυάρι

Δυο μάτια κι ένα πέτρινο φεγγάρι

Το σιωπηλό ποτάμι κι ο νεκρός

 

Το παλικάρι   Το ξανθό ψάρι

Πέντε τσουβάλια στάρι  κι  ένας μύλος

Η κόκκινη φωτιά  κι  ο μαύρος σκύλος

Κι ο Αμίλητος που ψάχνει να μας βρει

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000]

 

ΡΑΠ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ 2000)

Είμαι μια μνήμη που δαγκάνει

το μέλλον που έχει πια πεθάνει

μια στέγη που σκοτάδι στάζει

μια σαλαμάντρα στο περβάζι

 

Είμαι ο τυφλός με το λυχνάρι

μια γάτα πάνω στο φεγγάρι

μια κουκουβάγια που με βλέπει

των ορφανών η ουράνια σκέπη

 

Είμαι ένα δένδρο που κρυώνει

το μαύρο ρούχο στ’ άσπρο χιόνι

το άδειο μπουκάλι στ’ ακρογιάλι

μια στάλα φως που σβήνει πάλι

 

Το σπίτι που ήρεμα βουλιάζει

το μαξιλάρι που στεναζει

μια οικεία μορφή  που μοιάζει ξένη

το άδειο που αθόρυβα πληθαίνει

 

Είμαι ένα βλέμμα δίχως σώμα

Είμαι ο νεκρός που φέγγει ακόμα

Μια φρούδη φαντασμαγορία

Μια παύλα πίσω απ’ την τελεία

 

ΣΑΝ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΣΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟ ΕΧΕΙ ΧΑΘΕΙ  ή   ΣΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΚΛΕΙΔΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΕΠΟΧΗ!..

(εμπνευσμένη  λυρική παρομοίωση και άλλα  52 έμμετρα   ΣΑΝ  του Ορέστη Αλεξάκη που αφήνουν μετέωρο το Υποκείμενο της αφήγησης:

Ποιος  ή τι είναι ΣΑΝ τον Ποιητή; )

Σαν το τραγούδι της τρελής στην ακροποταμιά   Σαν το σαλό που ανάλαμψε και τώρα φέγγει ως πέρα   Σαν άλογο που υψώθηκε με φλόγες στον αγέρα   Σαν τη σιωπή που γέμισε σταυρούς την ερημιά   Σαν το κερί που τρέμισε χλομό στο μεσοφρύδι   Σαν άστρα που στραφτάλισαν στη νύχτα των ματιών   Σαν τις ψυχές που αδημονούν στα υπόγεια των σπιτιών   Σαν σπήλαιο που σε προσκαλεί στο πιο βαθύ ταξίδι   Σαν ποιητής που στο δικό του κόσμο έχει χαθεί   Σαν παραγιός που παίζοντας το φέρετρο καρφώνει   Σαν νύφη που μαρμάρωσε στο πετρωμένο χιόνι   Σαν τον προφήτη που έλιωσε προτού ν’ αναληφθεί   Σαν γέρος που αφουγκράζεται τη μνήμη του να λέει   Σαν κόρη που αναρίγησε στη μέλουσα ενοχή   Σαν άμαξα παλιοκαιρινή που τη χτυπά η βροχή   Σαν ένας σκούφος ναυτικός που στον αφρό επιπλέει   Σαν την καλύβα του ψαρά που πάει με τα νερά   Σαν πεταλούδα που έσβησε του αρρώστου το καντήλι   Σαν το ανεπαίσθητο άρωμα που βγάζει το ασφοδίλι   Σαν άγγελος που γδύθηκε τα κάτασπρα φτερά   Σαν ταξιδιώτης που έφτασε στο μακρινό παρόν του   Σαν δύτης που ξεχάστηκε στους κήπους των βυθών   Σαν πόλη που προσάραξε στο αέναο παρελθόν   Σαν επισκέπτης που έμεινε στη χώρα των νεκρών του   Σαν μια γυναίκα - φάντασμα στο τρίποδο του μπαρ   Σαν φλόγα που στο ρόδινο ποτήρι μέσα λάμπει   Σαν το παιδί που αποζητά στο παραμύθι να ’μπει   Σαν όνειρο που ζέστανε τον ύπνο του κλοσάρ   Σαν πόρνη που νοστάλγησε το παιδικό κρεβάτι   Σαν τη νεκρή που ζύμωνε τα Σάββατα ψωμί   Σαν τον τυφλό που ακολουθεί την ίδια διαδρομή   Σαν το λυχνάρι που έφεξε το δρόμο του υπνοβάτη   Σαν σήμαντρο που ακούγεται βαθιά στην προσευχή   Σαν οδοιπόρος που έχασε το σώμα του στο δρόμο   Σαν ένα χέρι αόρατο που σε χτυπά στον ώμο   Σαν κάποιος που κλειδώθηκε σε μια παλιά εποχή   Σαν τη γριά που φόρεσε το νυφικό της πέπλο   Σαν τον καθρέφτη που έδειξε στο φόντο το σταυρό   Σαν αστραπή που φώτισε το απρόσβατο ιερό   Σαν τον Χριστό που απρόσμενα κατέβηκε απ’ το τέμπλο   Σαν αίγαγρος που απ’ τον γκρεμό τον ωκεανό κοιτάζει   Σαν φίδι που υποτάχτηκε κι αγάπησε τη γη   Σαν τρένο που απ’ τη σήραγγα δεν έχει ξαναβγεί   Σαν βάρκα που πετάει ψηλά κι απ’ την καρένα στάζει   Σαν ό,τι στέκει αντίγνωμο στη μοίρα του κενού   Σαν ό,τι κλείνει τις ρωγμές στο ρημαγμένο σπίτι   Σαν ένα φέγγος διάχυτο στη νύχτα του ερημίτη   Σαν οδοδείχτης που οδηγεί στο δρόμο τ’ ουρανού   Σαν να ’ναι ο κόσμος εύ-μορφος κι ο χρόνος αδερφός   Σαν να μην κλείνουν πίσω σου για πάντα οι τόσες θύρες   Σαν να μη σκύβουν πάνω στις πληγές σου οι ψυχοθήρες   Σαν να μην έχουν σύνορα τα μάτια και το φως   [ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΙΣ λοιπόν από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ, Καστανιώτης 2000 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης]

Παρασκευή, 12 Ιουλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ