Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΕΥΘΕΙΑ

 

(… που το χάος της είναι η λέξη   ΕΚΤΟΤΕ.…)

Δεν γίνεται να μην ειπώ για τον ίσκιο μου   (κι ας έπρεπε)

Στεκάμενον τον βρήκανε σε χαρακιές 

ανοιχτά του νου οι ενενήντα ήλιοι και του ρίχτηκαν,

αν πισώπλατα δεν επιμένω.

Εμάκραινεν  ο τετραόμματος όπως η κάμπια

που αν χρησμός η Ποτίδαια βρεθεί στο δρόμο της

στήνεται πουλάρι

όπως εστήθηκεν  κι ελόγου του απόκαυκος

καταμεσί  μιας τέτοιας κοσμοχαλασιάς.

Λογιάζονταν με τους Αγγελοδούκες κι ας μην είχε

σχέση και μάλιστα βυζαντινή με καστρινούς 

 

Σαν πήρανε με πέρπερα να τον μαυλίζουνε

και με ολκάδες οι ευνούχοι

πιο πολύ εκείνο το   δ ρ ο υ γ γ α ρ ι ο ς

μ’ έβαλε σε  πειρασμό να τον ονοματίσω

γίδι παραφύσιν  ή  ορίζοντα μεθύοντα,

τέτοια εχύθηκε αντιπαραβολή κατά τα μέρη

των Σαλώνων τέτοια καταύγαση 

που έγινε ντέφι  και ιώδιο  ή  φρενίτις.

Ποιος τότε ν’ αναδιπλωθεί;  ποιος να δει το σχήμα του

που όλο πληγές  οι λόγιοι κώνοι τον εβρήκανε

τ’ ανάσκελα σαν φιλιατρό στην ξεραϊλα;

Ω αιώνια,  πώς παίρνοντας ξοπίσω τα τροχόσπιτα

εμίσευες σκυφτός για τις ομίχλες; 

Σπέρμα  του κροταλία έσχιζε τις συκιές,

ο χρόνος άλαλος μες τις κερήθρες

η σιωπή συνέχιζε με τ΄ άλλα!.. 

 

Ξάφνου εγύρισαν τα πάνω κάτω

η λέξη εύβοια αποκολλήθηκε απ’ τη θολούρα της 

για άλλη μια φορά το κιτρινόχωμα έφεγγε 

όπως μέσα στον όρθρο χρυσαφένια καταλάμπει 

η διακόρευση παιδίσκης. 

Ευαγγελίζου τον βουβώνα μου λοιπόν  ω Ιλαρίωνα

ανερμήνευτε,  δεν θα πούνε τα τηλέτυπα ποτέ

το δρόμο πετεινό  ή  πυγμάχο!.. 

 

Ως εκ τούτου αναφερόμαστε στην ευθεία

που το χάος της είναι η λέξη  έ κ τ ο τ ε!..

[ΑΠΟΙΚΙΑ ΧΑΛΚΙΔΕΩΝ  από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978: 

 


Κι άλλα ποιήματα από την ΟΔΟ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 εκδόσεις ΑΓΡΑ:

ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΑΓΕΡΑ ΛΕΩ ΑΓΕΡΑ ,  Από τα χρώματα α θες να ξέρεις μόνο το νερό…

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΑΜΦΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΣΩΜΑΤΑ,  Τώρα που ’ναι στη βράση του το σίδερο…

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ,   Υπάρχει ένας διαλογισμός μέσα στο χέρι μου… 

ΠΡΟΛΥΤΗΣ,  Μετά που έλυσε το αίνιγμά γυμνώθηκε…

ΔΙΑΠΛΑΤΥΝΣΗ ΦΑΣΜΑΤΟΣ, Ήτανε μέρα Τρίτη κάτι πιο λίγο της φλεβός…

ΚΑΤΑΨΗΛΑ ΣΤΑ ΤΟΞΑ,   Νύχτα σημαίνει ώθηση με τον νεολιθικόν αντίχειρα…

ΜΑΝΟΥΗΛ   Υπνοβάτης άκρη – άκρη στους αναβαθμούς…

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΑΡΜΙΕΝΤΕ ΓΚΑΜΠΟΛ,  Δεν αποθανατίζει πια το απομεσήμερο στην Αλεξάνδρεια…

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΛΥΣΗ ΣΕ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ,  Μην το παίρνετε για διαμρτυρία… και 

ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΥ,   Έτσι που με το πρώτο σύννεφο μόνα τους στις ερημιές τ’ αθάνατα χάνεσαι σύψυχος…

 

ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΑΓΕΡΑ ΛΕΩ ΑΓΕΡΑ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Από τα χρώματα α θες να ξέρεις  μόνο το νερό

κι η ζέστη της μασχάλης σου μπορούνε πια

να ισχυρογνωμονούνε.

Τώρα κι απ’ τον ασβέστη πιότερο μακρινή

είναι η πόρτα μας που αρνιότανε την άλλη σημασία της

κι έμνησκε μόνο σανίδι νυχτόβιο.

Το κρανίο μου είναι σπίτι που ερειπώθηκε

φύγανε όλοι.

Τις νύχτες μόνο απ’ το υπόγειο αναθρώσκει

ο Ιωάννης σιδερένιος,

ο ένας μαστός του είναι κορνέτα  ο άλλος φρύγανο.

Σηκώνοντας ψηλά το αντιμήνσιον λέει φρυγικά απαρέμφατα

ύστερα χάνεται κόκκινος όπως αντίδωρο

ή άλιωτος με τους δωδέκατους φυσάει ως απηλιώτης.

Τότε η Σκύλα η Χάρυβδη πνίγουν τα πράγματα,

πέφτουνε πάνω του θεόγυμνες όπως γεωμετρίες

αφρισμένες, ο χώρος κατρακυλάει όπως γκρανκάσα.

Έξω λοιπόν η Δαμασκός απ’ τον προορισμό μας

και η οπλασκία της και του Ιωσήφ τω Ρωγών

το άμφιο κι η μεσαία κερκίδα.

Το μυαλό μου εμένα είναι αγόρι των αλαλαγμών

πίσω σερνάμενοι πάνε οι πέντε άνεμοι της Τροίας

το αίμα τους λέρωνε την αμμοδόχο.

Τελευταίο χώμα ένα σταμνί ρίχτηκε ξο-

πίσω του στη μεσαυλή και ετζακίστη.

 

Άραγε πώς

από ποιο λάθος να ’ρχεσαι με ποιο σε χάνω

και φεύγεις κι όλα μου τα θέρισες τα όστρακα

τις εφτά ψυχές μου τη φωτιά

τα χέρια μου ξεσέρνοντας αιθάλες;

 

Ω να ΄ξερες

γιατί ονοματίζω εξαρχής τα πράγματα

και λέω εγκρεμό το κάθε που εβουβάθη

και λέω ταξίδι το ινιακό του Διοκλή

που τελευτώντας η αστροφεγγιά  εσχίστη

κι έχασα τ’ αγιάρι μου

και μόνο τον αγέρα λέω αγέρα

γιατί μόνο ελόγου του μπορεί να είναι ο μύθος του

καταπώς είναι σκάφος η λέξη αλισάχνη

και να γιατί μέσα στην πέτρα

πέτρα πάλι ονοματίζω την ευαισθησία μου

ότι χαμόγελο δεινοθηρίου ήτανε κάποτε

ο νυν Βαβύλας.

 

Ο ΤΟΙΧΟΣ ΑΜΦΙΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΑΣΩΜΑΤΑ

Τώρα που είναι στη βράση του το σίδερο

ζητάμε από την πυρκαγιά βροχή

απ’ την γελοία θειά μας τον έρωτα

από τον παπα-Σεραφείμ τα έκθετα της τριετίας

την αυπνία και τον Υψηλάντη της.

Αμ τι νομίσατε πως θα ’ναι πια μιαν άνοιξη

«ανάκουστος κιλαηδισμός και λιγοθυμισμένος»;

ή τάχαμ μεσημέρι δώδεκα ο κάποιος άναψε κερί

και πάει ψάχνοντας δηλαδή ο σφυγμός σου

κι η καρδιά σου ωραία κόρη του Κραβασαρά

και τέτοια;

 

Το πράγμα είναι τώρα δύσκολο

κι από παράθυρο ανοιγμένο στην οσφύ μου.

Τώρα ο  Αμφίων το ψηλό καπέλο κι η κιθάρα του

ποδηλασία μες τη χλωροφύλλη,

η στραβοτιμονιά του οδηγού

το τραμ που ανατράπηκε κι η ψυχή μας

από κάτω λιώμα είναι στριγγιά,

που μ’ έκανε άσπρο τοίχο ατέλιεωτο.

 

Εσύ λοιπόν βυζαίνεις το αυτί το μέσα  μου

το μόνο μου ακροκέραμον.

 

Γλιστρούν επάνω μου τα χέρια σου

όπως ξέρουν μόνο να πεινούν οι πέτρες.

 

Το κορμί σου πλάι μου είναι μια θάλασσα τριώροφη

κι είμαι νοτιάς και κληρωτός

ή ένας των Ανδεγαυών στοιχειό του πύργου

που μιλάει με τα κόκαλά του όπως με κλαρίνα

κι έτσι που το κεφάλι μου είναι διψήφιο

όπως ρολόι του τοίχου ενώ ως τα χθές

ήτανε σκεύος παλιγγενεσίας

με το σήμερα και το αύριο θα μιλήσει

καταγής ασώματο

καταυγάζοντας στεριές και θάλασσες

όπως η εντελέχεια τις κλειτορίδες

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]


 

ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟδΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Υπάρχει ένας διαλογισμός μέσα στο χέρι μου

είναι ο κελευστής Παρμενίων.

Η αχρωμάτιστή του πιθανότητα κατάλοιπο ναυπηγείου

ανάγεται στα εύφλεκτα

καταπώς η μάνητα του Αχιλλέα μπολιάζει τις οξιές.

Το αντικείμενο αυτό  διχάζεται , η ζάλη του

είναι κλείδωση του αγέρα

όταν ξεσέρνει πίσω του τις μπαμπακιές

κι η αφαίρεση οξύνεται στα έσχατα.

Τότες, μόνο το θάμπος μπορεί να ισορροπεί

κι ας ονομάζει ο καθένας τύχη όλα τα ύδατα

κι ας μετάγινε αντηλιά το χέρι μου αποξαρχής

κι ας κακοφόρμισε ύστερα που κατάπεσε αλάτι

κι ας ξεράθηκε.

 

Σ’ αυτές τις γειτονιές άγιοι δίχως σαντάλια

ψέλνανε το credere εκαίγονταν στις φρυκτωρίες

όπως αστραφτερά ποδήλατα που ανηφορίζουνε

τις ειδούς του Μάρτη.

 

Πώς το σκοτάδι τότες μ’ ένα μόνο κύτταρο

αντιδρούσε σ’ όλες τις αντινομίες;  

Η κίνηση αυτή ξανέκαθεν είναι ο ιδεατός Μπράουν

που αναπτύσσεται με ιδιόμελα με στιχηρά κι άλλα

τέτοια ησυχάρια καταπώς χειρομάντης τις,

Σωτήρης το επίκλην, χρίεται προκαρδινάλιος

καθότι αρσενοκοίτης∙

 

ώρα πολλή με δαύτον κοιταζόμαστε στα μάτια

ώσπου από τη μασχάλη του βγαίνει κουρνιαχτός

σαν από φουρνέλο

σπρώχνει την ψυχοπερίπτωσή του καταπάνω μου

αισθάνομαι που το μεσονύχτι μου γίνεται χίλιες

μικρές αράχνες,

 

τότες πια θαρρετά καταμεσί της aula

σαν από γεωτρύπανο

ο ανατατικός στυλίτης Ισαάκιος δηλώνει ότι ποτές

δεν παραδέχεται να υπάρχει η νήσος Αστυπάλαια,

 

εξόν ο διχασμός της.

 

ΠΡΟΛΥΤΗΣ

Μετά που έλυσε το αίνιγμα γυμνώθηκε.

Ερεθισμένος πήδησε το μυαλό του

ύστερα βγήκε στο μπαλκόνι.

Ανεβασμένη στο κοντάρι άσπρη

τρίβονταν πάνω στον άνεμο η φωνή του.

Βαθιά του ορίζοντα οι καπνοί σήκωναν τα κωδωνοστάσια,

ένιωσε που η ηδονή του

ένδοξη πια βούλιαζε στον Γαλαξία

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΔΙΑΠΛΑΤΥΝΣΗ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Ήτανε μέρα Τρίτη κάτι πιο λίγο της φλεβός.

Ανοιχτά των Κούναξων εφώναζες:  Ιδού ανηφόρι

βγάλτε το άχτι σας,

με συνεπήρε αλαζονεία ποταμού

η νύχτα ριγμένη μπρούμυτα έμπαινε στον εαυτό της

(η νύχτα είναι αυγό όπως η μονάδα είναι καμπύλη

δίνεται στους γορίλες

ό,τι ξοπίσω της ακούς ή σέρνεται, ίσκιοι

θρήνος πέταλα είναι των λιθαριών)

 

Τόνισε ο ουρανός πήρε να γέρνει μια ιδέα

προς το γρέγο

το άχτι μου άνοιγε δρόμο μεσ’ από νερά

έχανα το ανηφόρι.

Στο εξής όταν θα λέμε:  παρεκτός ο Κλαύδιος

ετούτο μόνο θα εννοείς:

που φεύγω.

 

 

ΚΑΤΑΨΗΛΑ ΣΤΑ ΤΟΞΑ

 Νύχτα σημαίνει ώθηση με τον νεολιθικόν αντίχειρα

του Οδυσσέα Ανδρούτσου

με μαγνήτες και άλλα μηρυκαστικά:  νευρώνες

νησιά που στενεύουν

ή που κόκαλα του Τζάνε Κοντεφέρου

της ποτέ καντζελαρίας Κιμώλου

ξάφνου βρεθήκανε  σε στρώματα βασαλτικά.

 

Το ανωτέρω έντομον είναι μάλλον μύγα

η πέμπτη λέξη ήταν νερό

η τρίτη υπνοβάτης

χώρια που οι άλλες στο πίσω οικόπεδο

δόθηκαν σε βιαστές

κι άλλες που ασκήθηκαν ίσα μόνο

ν’ αλυχτούνε τ’ όνομά μου

το ακόντιον.

 

Ω να ’βλεπες που τίποτα δεν εκινήθη

όταν κατάψηλα στα εννέα τόξα

στο χείλος πέτρινου θεού επεριδιάβαζεν

η μοναξιά μου.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΜΑΝΟΥΗΛ

Υπνοβάτης άκρη – άκρη στους αναβαθμούς

και τόσο αμίλητος του Μυστρός

τρέχοντας σε γιατρούς να γίνει ωοτόκος

δεν αντιδρούσε πια στα χρώματα η προσευχή του

ούτε καν στο ιώδες

ούτε και στο εράσμιο αλάτι.

 

Έμπαινε σηκωτός στο μεσαίο κλίτος

όπως μεταφέρουν έπιπλο βαρύ

σκοντάφτοντας στους τοίχους

σπάζοντας τις γωνιές

 

παράξενος,

ιστορισμένος πια στο περιστύλιο

ή κάπου στον προνάρθηκα

με το μουστάκι του βαμμένο

το μεσαίο δάχτυλο σηκωμένο άπρεπα

να σκανταλίζει τις αρχόντισσες των εσπερινών

κι όμως αμίλητος στις ανηφόρες του Μυστρός,

ο Μανουήλ.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΑΡΜΙΕΝΤΕ ΓΚΑΜΠΟΛ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Δεν αποθανατίζει πια το απομεσήμερο στην Αλεξάνδρεια∙

σε κάτι βαθύφωνο όσο ποτέ Ρόδιος γεωμέυτης

δεν ματαστράφηκε στο πεπρωμένο του.

Χορτασμένος δρόμο παράβγαινα τη λέξη   ύαλος

τον άνεμό  της

μίλια μέσα μου ο Ιωάννης ομίχλη πάτμιος

κι ας χτυπούσαν τις ασπίδες οι Θηβαίοι

χυμώντας μ’ επικεφαλής τον Βαγιαζήτ.

Το μύχιο του Χαλανταρίου πεταλίδα πάνω μου

με τα λιθάρια της να πετροβολά η Εγνατία

πώς θα ’βγαινα απ’ τ’ αγιάζι μου;

 

Η πρώτη μου συνουσία διαστολή του άσπρου

στήθηκε να θαυμάζει το δούκα Σανούδου

που θα περνούσε λέει η φαντασία

υφαντό ανείπωτο λαιμός κάτασπρος.

Να πώς εβγήκε τον καιρό πάνω στο σάπισμα

κι επέρασε ο σκυλόφραγκος απείραγος,

 

μα εσύ, τι έχεις με του Σαρμιέντε Γκαμπόκ

την αιωνιότητα, του εξωλέστατου

και σε χτυπά το ρεύμα κάθε που κοιτάς

τη θάλασσα;

 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΛΥΣΗ ΣΕ ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

Μην το παίρνετε για διαμαρτυρία

κοιτάξτε μόνο το σκυλί που βαθιά το

βούλιαξε το ακρωτήρι

που αρπάζει τις χειρονομίες μου   τις γλείφει

ζητάει το κόκαλο  το μεδούλι

μου τις δίνει πίσω

μυρίζει τα γόνατα του ύπνου μου

φεύγει νηστικό ξαναγυρίζει κλαίει

διπλώνεται στα τέσσερα μπαίνει στο συρτάρι

γίνεται μεσονύχτι  κι  ο βοσκός του

κι ύστερα χάνεται σε χώρους ακατοίκητους

όπου ο καθείς  μπορεί  να πει αδίστακτα

ιδού ο Ερμόλαος

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΝΕΦΟ…

(…άφησες μόνα τους στις ερημιές τ’ αθάνατα   χάνεσαι σύψυχος…)

Έκτοτε και σαστισμένος    που σε σκιάχθηκαν  και  κλειδωθήκανε όλοι τους   κάνεις να χωθείς από τις γρίλιες   όπως τα δίπτερα.  Μισή μόνο στροφή ο νοτιάς κι έπεσε πάνω μας   όπως μαμούθ το ουράνιο τόξο   λιώμα ο έβδομος ο νυοστός   ο που είδε τα μυαλά του    (μη το χώμα δεν αποσβολώνει  όταν τ’ αγγίζεις;  )   Η φωνή σου έπεσε  σαν που πέφτει απότομα ο άνεμος   ο τόπος χάνει τον αθέρα του   όπου να ’ναι θ’ ακουστεί η λέξη ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ!..   Μετά που ο κατακλυσμός εκόπασε   μονάχα το χέρι σου φαινόταν που εξείχε   απ’ την αμμούδα μόνον αυτό   μέσα στην τόση ερημία  άσε που όπως ο Αινείας ήτανε πια κουπί,   όλα τα άλλα παραχώθηκαν,   η εραλδική γραβάτα είναι τώρα δρόμος    περνάει μέσα από θέματα  autostrada del sole    τη συνοδεύει ρόγχος καροκομόων   η ξέρα είναι κατσίκα   βελάζει σπαράγματα του Ηράκλειτου   τα βυζιά της πέσανε         [ΑΓΓΙΓΜΑ ΤΟΥ ΧΩΜΑΤΟΥ  από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..  Σου φωνάζω: σ’ όλα τα στερνά κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Παρασκευή, 26 Ιουλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ