(… με το ράμφος σας σκάψτε μου πιο βαθιά την πληγή να βλαστήσει το Ποίημα…)
Ήρθε και δήλωσε ηλιοβάτης κι έβαλε μπρος τις μηχανές του
τηλεσκοπώντας και
πληκτρολογώντας
απ’ όρθρου
μέχρι μελανίας
πλανητικές σκιές σαν ήχους
Σκίστηκε τότε ο θόλος του κρανίου
μου
σαν καταπέτασμα ναού
με τις δυο κόγχες φωτεινές,
εκπέμποντας
μηνύματα άλλου κόσμου στις οθόνες σας
Στη θέση μου ένας σκελετός που
αναβοσβήνει
παίρνοντας φως από πλανητική
γεννήτρια
Δεν ήρθα απ’ αρχαγγελική σκάλα στο
φως
Απ’ τη σχισμή μιας αστραπής ο
εμβρυουλκός
μ’ έσυρε δίχως αμυχές στα χέρια σας
ο χειρουργός με τ’ άσπρα του χεράκια
στα χέρια και τη γειτονιά σας που
ματώθηκα
Άνοιξε τα θυρόφυλλα να περάσω
είμαι ο κοσμικός άνεμος και σφυρίζω
σ’ όλες τις κοιλότητες του είναι σου
στις τρέμουσες σχισμές του κορμιού
σου να μελωδήσω
Σαν άρπα πολύχορδη σ’ έχω στα χέρια
μου και
σε παίζω
Χρόνια και χώρος σε τρελές διακοπές
Θυμήσου τρέλα μου τα θερινά
ψυχόλουτρα και μέσα απ’ τους ατμούς
τις άναρθρες κραυγές σαν τις ουρές
των δελφινιών τα σαρκικά τινάγματα
μα η καθημερινή γεννήτρα είν’ αλλού
αλλού ο σπινθήρας κι η βαθύκολπη
σπορά
Εκεί ο χώρος σ’ ανοιχτή διαστολή
κι ο χρόνος γενετήσιος κι
ακάθεκτος σαν εμβολέας
Μην ανάβεις το φως… Η σάρκα σου
όπου να ’ναι θα λάμψει σαν δάδα
να φωσφορίσει ο ζόφος μου των θυρών κεκλεισμένων
Τι θυροκροτείτε ω γείτονες
κι εσείς νηστευτές τι ταράζεστε
η θυσία τελέστηκε στ’ άδυτα των θυρών κεκλεισμένων
Ήσουν ένα μετάλλευμα εαυτέ μου
σαν μια μορφή ορυκτή που έβγαζε
σπίθες
ζωή
φλεγόμενη που φώτιζε, και τώρα
τώρα το σώμα σου βαρύ σαν πέτρα
Να ’σπαζε η μαρμαρόπετρα και να
’βλεπα
αν γαλαζώνει η φλέβα στην καρδιά σου
αν όπως άλλοτε η καρδιά σου
φωσφορίζει
Λύστε μου τα σχοινιά
τους τελευταίους σπασμούς των πόθων
απ’ τις γλυκιές αρπάγες του κρεβατιού,
στην κλαβανή τ’ ουρανού τα κρεμασμένα μωρά
και κάτω τα γονικά τρεμοσβήνοντα σκέλεθρα
ν’ ανοίξει η χωμάτινη σκήτη του στήθους σου
ν’ απλώσει τα χέρια να μ’ αγκαλιάσει
ο απ’ αιώνων εξόριστος
περιφερόμενος στο διάστημα
σιαμαίος μετεωρίτης
Φωνή που απ’ τα σπλάχνα τινάζεται
περνάς απνευστί τα τοιχώματα
κι όπως ανηφορίζεις στον λάρυγγα
πάλι σε σφίγγω στα δόντια
γιατί έξω μαζεύονται φύλακες
κρυφοί φανεροί
με κλομπ και με κνούτα
«Ανάνηψον»!..
Ελάτε φτερωτά όνειρα… Με το ράμφος
σας σκάψτε μου
πιο βαθιά την πληγή να βλαστήσει το ποίημα
Ο αμπελώνας μου ωρίμασε Είμαι έτοιμος για το πατητήρι
Είναι το χέρι κι η τρεμόεσσα καρδιά
μου
πιασμένη ακόμη μες στη σιδερή λαβίδα
ενός τεκτονικού σεισμού διαρκείας
(Όταν ξυπνώ φρενήρης της νυκτός και
γράφω)
Η Γη ρουφήχτρα του όντος
είναι μια αχόρταγη μήτρα
κι εγώ ο αόρατος σπόρος
θα εκτιναχθώ –
δεν θα κυλήσω σαν χείμαρρος
να σας περιλούσω με γονιμότητα
θα εκτιναχθώ σαν αστροπελέκι
που σχίζει τη νύχτα για να φανεί
ο πυρήνας της γης φαλλοβόλος
με μια οσμή καμένης γης
μια ευωδιά ζωογόνου θανάτου
Αποκριά στο γύρισμα του αιώνα
Σαν τους υποκριτές!.. Έτσι κι εσύ κατέβασες
απ’ το Ιντερνέτ ανέραστε τη φάτσα σου
και μια ζωή μ’ αυτήν μαϊμουδίζεις
(Μια χιλιοφορεμένη προσωπίδα)
Πάλι συσπειρωμένος μ’ όλα τα ένστικτα
γύρω μου
να γίνονται αστραπές και βροντές του
κρανίου μου
άλλα εξημερωμένα κι άλλα άγρια
ξυπνημένα
εκείνα σαν ζώδια των αέρων κι εγώ
εν μέσω λεόντων και καννιβάλων
κυκλοτερής πολυγωνικός πολυόμματος
σαν μάγος να τα ξορκίζω
Να κι ένας που τραβά για τα ορεινά
της τέχνης και μονολογεί
«…λαξεύω ένα κομμάτι πέτρα και δεν
βλέπω ποια μορφή μέσα της κρύβεται
δουλεύω το νταμάρι και δεν ξέρω τι θα
βγει;
Ο Αντρέας Εμπειρίκος ή ο
Ανδρέας Κάλβος;»
[ήταν το ποίημα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ από την
ομότιτλη συλλογή του Γιάννη Δάλλα 2004
ΣΥΝΕΧΕΙΑ μ’ άλλα ποιήματα από την τρίτη ενότητα:
ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΗΛΩΝ – Τις πιο μικρές
μας εκδρομές τις κάναμε σταυροφορίες
Αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο
συγκεντρωτικό τόμο:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013,
εκδόσεις Νεφέλη]
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
(…χιονίζει απ’ το πρωί σ’ όλα τα μέτωπα
δεν είναι αυτή η σινδόνη των ονείρων μας
το χιόνι είναι ο επίδεσμος της ιστορίας…)
Ξαναπήρα τους άπλετους δρόμους ιπτάμενος
ξυστά περνώντας τα διόδια της μέρας
τους τριγμούς του άμβωνα και της κλίνης
γλιστρώντας πέρα απ’ την τριβή της ασφάλτου
στάθηκα στη βουή των τριόδων κι απόρεσα
ποιος ιερουργεί σ’ αυτά τα χρηματιστήρια
ποιος συναλλάσσεται σ’ αυτά τα ιερουργεία;
ποιος σάρκα μου εξιλαστήρια,
κι εσύ που κερματίζεσαι μέχρις εσπέρας
ψυχή μου δεν άκουσες που έρχεται ο άγνωστος
ανάμεσα στο χθες και την άγραφη επιούσα
έρχεται ο ονειροκτόνος
κι όλα τ’ αποτελειώνει;
Όλα τα βάφει μαβιά και κόκκινα
όπως τη δεκάτη ενάτη Μπρυμαίρ βάψαμε με το αίμα
του σφαγιασμένου αμνού τους χιονάνθρωπους
αυτούς τους μεγαλιθικούς των επαναστάσεων
ασάλευτους τροχονόμους
στοιχειωμένους στις μεγάλες πρωτεύουσες
Πριν απ’ την κίνηση πέρα απ’ την ιστορία…
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004 / Τρίτη ενότητα ΟΙ ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΗΛΩΝ]
ΣΚΗΝΕΣ ΤΟΥ 73
Διημερεύοντος του αγίου Γουτεμβεργίου
όλη η ροή των γεγονότων σε
φορεία
Στη Σόλωνος και στις παρόδους
της
τροχοί και πόδια ένας πολτός
και στα περίπτερα οι στήλες των εφημερίδων σαν σφαγεία
με τα κομπιούτερ και τους σιγαστήρες τους
-
επί σκοπόν –
(ακόμα ένας Κρόνος φαγωμένος
απ’ τα δισέγγονά του τρωκτικά)
Οι λεωφόροι κάτω ποταμοί πολύστροφοι
παντού ελιγμοί… Και στους τροχούς ανάμεσα
γυναίκες στρουθοκάμηλοι κι
ανδρείκελα
οι οσφυοκάμπτες κι
άλλοι αναρριχώμενοι
του βίου και της εξουσίας
Μα απ’ τις παρόδους ξάφνου οι
νέοι αίλουροι
από το πλήθος μέσα αναδυόμενοι
σκαρφαλωμένοι στα πιο
απόκρημνα συνθήματα
στα κάγκελα της Νομικής να
ωρύονται
Και γύρω – γύρω οι εκδότες
άναυδοι
τα έργα τους χυμένα απ’ τις
βιτρίνες
Τα γράμματα έξω από τις μήτρες
τους
η εικόνα επάνω απ’ τη γραφή
και κάτω – κάτω η ζωντανή
λαλιά
το λάλον ύδωρ και το
μήνιν άειδε
-Το άειδε που καταπλακώθηκε
ειπ’ ένας ποιητής και πρώην
σπουδαστής
-Πού δεκατίστηκε η φοινικική
λαλιά
ρωτούσε η ωραία κόρη που είχε
γίνει Μούσα του
[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη
Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]
ΜΝΗΜΗ ΑΝΕΞΑΡΓΥΡΩΤΗ
(από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004)
Όταν ο βυρσοδέψης ξεκολλά το δέρμα από τα
κόκκαλα
θυμάται τις ρομφαίες κι ύστερα από χρόνια μέρες
μετακομιδής
τα οστά πλυμένα με ροδόσταμα από μάνες
μαυρομαντιλούσες
και μες τους λάκκους τα παιδιά χαρολογώντας
χαροπαίζοντας
ανάμεσα σε ζωντανούς και σε νεκρούς δίκαια
μεγαλωμένα
Και από τους άμβωνες επάνω οι μνημολόγοι,
κήνσορες
ΚΡΑΤΗΘΗΤΕ…
Πόσοι κρυφά σακατεμένοι μες
στους σιδερένιους δρόμους της πρωτεύουσας
ένας τους συγκολλά κι
άλλος τους ράβει όπως – όπως για πεντέξι χρόνια
Και πόσοι ανίατοι χυμένοι στο
μπετόν αλλάζοντας πλευρό μες στα θεμέλια
Και μόνον οι νεκροί μας
σύντροφοι, ακεραιωμένα αγάλματα
πετώντας γύρω – γύρω σαν τα
χελιδόνια του θανάτου
μ’ ένα μήνυμα στο ράμφος τους
«Κρατηθήτε…»
[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή
του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]
ΜΕ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΣΤΟ ΖΥΓΙ
(από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ
2004)
Μ’ όλο το Ιόνιο κάτω απ’ το κελλί
κι έναν φεγγίτη φινιστρίνι τ’ ουρανού
τι αρμένισμα η ζωή ενός απόμαχου!
Μετά από τόσες εξορίες και σφαγές
ο κρεμασμένος
σάλταρε απ’ το σχοινί του γι’ άλλη παγανιά
(τουλάχιστον το φάντασμά του να χαρεί)
Θάμπωμα των μοιχών και των αγίων
Έπαψε κάτω να κοστίζει ο θάνατος
και το φεγγάρι να γυρίζει γειτονιά τη γειτονιά
μ’ ένα δισκάρι
και να ’ναι η
πλάστιγγα του γείτονα
με την ψυχή στο ζύγι
Και το κλινάρι,
κλίτος
ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΑΙΜΑ ΣΤΑΖΟΝΤΑΣ
Αυτή η αδέσποτη νεροποντή
πάνω απ’ τη Ρώμη
κι ό,τι ακολούθησε
πώς ένοιαζε
με ξαφνική και βίαιη διαδήλωση
αστραποβρόντησε το σύνθημα
κι ύστερα απ’ όλες τις γωνιές
καραμπινιέροι
με τις λόγχες τους
το πλήθος ζώνοντας τυφλώνοντας
βροχή και αίμα στάζοντας
απ’ τις περόνες του άτεγκτου
καθολικού τους ήλιου
ΕΙΠΕ Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ
Εδώ χρειάζεται ένας τρομοκράτης είπε ο
τρομοκράτης
γι’ αυτά τ’ ανδρείκελα τ’ ανεβασμένα εκεί στις
έδρες
τα νυσταλέα πετεινάρια
βραχνά κι αγουροξυπνημένα και βαλκάνια
που να τους πάρει το λειρί μαζί με τα κεφάλια
Για τους τηβεννοφόυς ένας τυφεκιογόρος
Να μπαίνει αθόρυβα σε μια διακοπή της δίκης
και να κρατά από την κλεινή ληστοκρατία
με το εμπροσθογεμές του μέσα σε γλαδιόλες
ενώ εκείνοι οι βαυαρίσκοι της ρουτίνας
με τους φακέλους – προς εκτέλεση – υπό μάλης
σαν τα σπαράγγια θερισμένοι στην αράδα
να πέφτουν ένας – ένας απ’ τις έδρες τους
Σαν τα σπαράγγια λιπασμένα από το κόπρισμά τους
που να γενεί χαλές νομοχαλές η αίθουσα
και ούτε το αίμα τους να μην μπορεί να την ξεπλύνει!..
[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή
του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]
ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ
(από την Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004)
Στην πόλη τούτη πώς βρέθηκα
στην παλιά εργατούπολη
και πιο παλιά χριστεπώνυμη
κι ύστερα βαμμένη στο αίμα
με τα νώτα και τα κάστρα της έκθετα
στο έλεος των κομιτατζήδων
και πάλι αναστημένη και κόκκινη
κόντρα στα ντόπια γεράκια
Βρέθηκα να καπνίζω την πίκρα της
που απ’ το Ιμαρέτ ως τη θάλασσα κάτω
σ’ όλα τα σικέ καπνομάγαζα τώρα
γιεγιέδες κουνιούνται κι οπίσθια ανιστόρητα
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΣΧΙΣΜΕΝΑ ΚΡΑΤΗ
(… μετά το πέρασμα του παγοθραυστικου…)
Φύσηξε αέρας από τα παλιά Βαλκάνια
πετροδολάρια από τη Βεσσαραβία
κι αγγελικά κορμιά στα καμπαρέ της Σόφιας
(Κορμιά φιδίσια από χειμέρια νάρκη, βγαίνοντας
απ’ το αίμα ενός παγόβουνου που κύλησε – ψηλά
Ψηλά από της Ρωσίας τα χιόνια…)
ΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ ΚΑΙ ΒΑΓΔΑΤΗ
Το Μπεογραντ
τριάντα νύχτες τώρα να σφυροκοπείται αλύπητα
και είναι, για μας, σαν να γκρεμίζονται
ντουβάρια από το πάνω πάτωμα
Σε κάθε παραμύθι της Ανατολής υπάρχει κι ένας
δράκοντας
κέρβερος, λένε, των πηγών του πετρελαίου,
καθώς επάνω από τη Βαγδάτη τώρα τα γεράκια
περιφέρονται του Πενταγώνου
ΕΥΝΟΣΤΟΙ ΦΙΛΟΙ
Τι θαλπωρή και νοσταλγία στις μικρές λέξεις
οικίσκος
δρομίσκος πολίχνη
ναϊδριον.
Κι εκεί πολύ κοντά, το αλσύλλιον
όπου κατάκειται το τέμενος του Έρωτος!..
Κι όπου περνά ο αέρας ριμαδόρος
μέσα από τα φυλλώματα σφυρίζοντας
ειδύλλιον
ειδύλλιον.
Τι νοσταλγία
και τι προδοσία που τις
αρνηθήκαμε
Φωνές
φωνούλες
που είναι σαν τις καπνοδόχους της φυλετικής μας
προσφυγιάς
Τώρα που πέσανε τα οράματα
ας πάμε να τις κατοικήσουμε
εύνοστοι φίλοι
στα εξήντα στα
εβδομήντα στα εβδομήντα εννιά
να βλέπω μέρα – νύχτα από ψηλά
το θέαμα σ’ αέναη ανακύκληση
ο σκηνοθέτης ήλιος ν’ αποσύρεται
και ν’ αρχινά των άστρων η φυλλορροή
στα εξήντα στα
εβδομήντα στα εβδομήντα εννιά
σ’ εκατομμύρια έτη φωτός και βάλε
να πέφτουμε απ’ τ’ ακρόκλωνα ένας – ένας
σαν μαύρες τρύπες
και σαν ώριμοι καρποί
στα χέρια αντιφρονούντων
κι άλλων μισθοφόρων…
ΑΝΑΡΡΙΧΗΤΗΣ
Μια ολόκληρη ζωή αναρριχητής
μ’ άλλους μαζί
ως το ταβάνι
στα εξήντα στα
εβδομήντα στα εβδομήντα εννιά
να βλέπω μέρα – νύχτα από ψηλά
το θέαμα σ’ αέναη ανακύκληση
ο σκηνοθέτης ήλιος ν’ αποσύρεται
και ν’ αρχινά των άστρων η φυλλορροή
κι εμείς πιασμένοι απ’ τις γρέντιες του χρόνου
-εμείς οι θεατές κι
εμείς το θέαμα-
στα εξήντα στα
εβδομήντα στα εβδομήντα εννιά
σ’ εκατομμύρια έτη φωτός και βάλε
να πέφτουμε απ’ τ’ ακρόκλωνα ένας – ένας
σαν μαύρες τρύπες
και σαν ώριμοι καρποί
στα χέρια αντιφρονούντων
κι άλλων μισθοφόρων
[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή
του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]
Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004)
Ακόμα βογγά μεσ’ στ’ αντηχεία της μνήμης μου
κάτω από το σεντόνι της παλιάς λεωφόρου
ανάμεσα από δυο τραμ και
μια σφαίρα που σίγησε
το σφαχτάρι της στοιχειωμένης
ΟΙ ΤΡΥΦΗΛΟΙ ΒΟΕΣ
Αυτούς
δεν θα τους βρεις
στα μαυσωλεία
ή σε μουσεία
Φυσικής προϊστορίας
με τ’ άλλα συντηρητικά μες
στη φορμόλη
Όταν εσύ κοιμάσαι
βγαίνουν απ’ τις λόχμες τους
κι
ανακλαδίζονται στα φιλιατρά της λίμνης,
όπου ανεβαίνουν
και τυλίγονται στις σπείρες τους
με στεναγμούς
και με σπασμούς εξαίσιους
οι κόρες των βυθών
οι βιασμένες
κι ενώ γλιστρούν δυο – δυο
ξανά στις κρύπτες τους
η λίμνη του Ζηρού
γυαλίζει κόκκινη
σκάζουν αυγά
κι από αυγά πετάγονται
τέρατα κι άλλοι σαλτιμπάγκοι του εμφυλίου
(Κοντά στην πόλη Φ. όπου γεννήθηκα)
ΚΑΤΑΒΑΣΗ
Όταν κατέβηκα απ’
το σκάφος δεν με περίμενε το όχημα παρά τ’ αλογάκι των παιδικών μου χρόνων που εκείνη μου χάρισε κι εγώ τ’ ανέβηκα κι έφτασα
με μιαν ανάσα καλπάζοντας στην αράχνη κατοικία της – Γιάννη γιατί με
παράτησες; άκουσα τη φωνή της - Μάνα δε σε παράτησα, είπα -
Μ’ άφησες στα χέρια της δύστυχης στρίγκλας παιδί μου - Δεν
σ’ άφησα παρά από κείνη την ώρα
παράγγειλα σ’ όλα τα διαστημόπλοια και τ’ άλλα πετούμενα κι ο ίδιος περιφέρομαι τρία χρόνια στους ουρανούς
μην τύχει και δω την ψυχούλα σου Και
τώρα που σε ξαναβρίσκω έλα να σε πάρω μαζί μου
Και τ’ αλογάκι να γονατίζει και με τα σπασμένα του πόδια να
χλιμιτρά και να σκάβει το χώμα. Και τότε ακούστηκε βοή κι αντιβοή μέσα απ’ τα μνήματα κι η ραγισμένη φωνή της που ολόλυζε – Δεν είπα να μη με σκεπάσετε με πλάκα από
πάνω, ολόλυζε Και τώρα πού να βρω τη χαμένη φωνή μου να την
τρυπήσω Και έλα συ να ξαναμπείς και
κουρνιάσεις στη μήτρα σου να μη
ρεκάζεις και τρέμουν
τα καταχθόνια γιε μου
[από την τρίτη ενότητα στη συλλογή
του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]
ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΡΕΙ ΦΩΣ
(ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ:
συσκευή δι’ ης μεταβάλλεται η μηχανική ενέργεια εις ηλεκτρικήν παροχής
φωτός – ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΛΕΞΙΚΑ)
Μια ολόκληρη ζωή ο ποιητής τονίζοντας
μια ελεγεία για το φως Κι η Μούσα του υποταχτική να τον διακονεί. Κι ύστερα με το γύρισμα του αιώνα οι ρόλοι
ανεπαισθήτως ν’ αντιστρέφονται Εκείνη
ν’ αποσύρεται αθέατη κι απ’ τα άδυτα του διαστήματος να εγκαρτερεί και να
κανοναρχεί Σαν τη ρουφήχτρα και τη θύρα
ενός ναού που ανοιγοκλείνει αοόρυβα Κι
ο ποιητής να πλησιάζει διαρκώς
κυρτώνοντας και φτάνοντας στην εμπατή να γονατίζει βλέποντας στο βάθος
να τελούνται και χωρίς εκείνον τα μυστήρια
Είναι η μεγάλη Μητρική θεά που ιερουργεί
κι αυτός ένας πιστός εκτός εκκλησιάσματος, με τις ηλεκτρικές γεννήτριες της νεότητας σαν μια σειρά από σβησμένα
ηφαίστεια πίσω του Έτοιμος πάλι να
στραφεί, να πάρει και να ξαναπάρεί φως και μουσική από την κβαντομηχανή του σύμπαντος [ΟΙ ΟΙ
ΤΥΠΟΙ ΤΩΒΝ ΗΛΩΝ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004,
εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ
ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου