Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

«Όσο και αν μένουν ανεκτέλεστα τα έργα,

όσο και αν είναι πλήρης η σιγή (η σφύζουσα εν τούτοις)

και το μηδέν αν διαγράφεται στρογγύλον,

ως άφωνον στόμα ανοικτόν,

 πάντα, μα πάντα, η σιγή και τα ανεκτέλεστα όλα,

θα περιέχουν έν μέγα μυστήριον γιομάτο,

ένα μυστήριον υπερπλήρες,

χωρίς κενά και δίχως απουσίαν, έν μέγα μυστήριον

(ως το μυστήριον της ζωής εν τάφω) –

το φανερόν, το τηλαυγές,

το πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής,

Άλφα - Ωμέγα.»

 [Η ΣΙΩΠΗ από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ, ΙΚΑΡΟΣ εκδοτική εταρία 1980]

 

Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται:

Ο ΕΥΦΡΑΤΗΣ,  είναι αληθές ότι η πλήρης μοναξιά είναι βαρεία…

ΑΙ ΛΕΞΕΙΣ,   όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους…   

Ο ΔΡΟΜΟΣ,  Θαμπός ο δρόμος την αυγήν, χωρίς σκιές·  λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιον…  

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ, Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν παντού τα επίθετα…  

με ΕΠΙΜΥΘΙΟ…

ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣ  

ως πτώσεις αγγέλων εις βάραθρα ουρανών,

 ως κεραυνοί ή ως πλήγματα επάλληλα ραγδαίως πίπτοντα της Μοίρας,

 έπιπταν επί των πτώσεων αι πτώσεις

 και έτσι ανάβλυσαν (μοιραίως) στα χείλη των Ελλήνων,

με καθαράν και πλήρη προφοράν,

με ακατάσχετον ορμήν,

ως πάθους φλογερού εκσπερματώσεις, αι λέξεις:

επίπτωσις και επιπτώσεις.

 


Η ΣΙΩΠΗ, ΙΔΑΝΙΚΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΣΤΟΧΑΣΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΡΙΚΟΥ

Η ΣΙΩΠΗ είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής Ανδρέα Εμπειρίκου  ΟΚΤΑΝΑ και λειτουργεί ως ιδανικός πρόλογος των φιλοσοφικών στοχασμών που μας προσφέρει ο ποιητής  μέσα από την επιλογή των 31 ποιημάτων που συνέθεσε από το 1942 έως το 1965.

Ο Εμπειρίκος  αναφέρεται εδώ στην περίοδο αδράνειας, στην περίοδο απραξίας που κατά διαστήματα προκύπτει στη ζωή των ανθρώπων και η οποία, όσο κι αν δίνει την εντύπωση μιας νεκρής περιόδου, δεν είναι παρά μια αναγκαία ανάπαυλα που επιτρέπει την εσωτερική ωρίμανση και την προετοιμασία για ένα νέο ξεκίνημα. Είναι το διάστημα αποχής από τη δράση που απαιτεί κάθε μετάβαση είτε αυτή αφορά την προσωπική ζωή ενός ανθρώπου είτε τη συλλογική πορεία μιας κοινωνίας…

Την ύψιστη δύναμη της ζωής, η οποία συνεχίζει το έργο της αδιάκοπα είτε με εξωτερικές εκφάνσεις είτε υπό τη μορφή εσωτερικών διεργασιών, ενισχύει ο ποιητής με μια θρησκευτική αναφορά στον ενταφιασμό του Κυρίου. Το μυστήριον της ζωής εν τάφω, που αναφέρει παρενθετικά ο ποιητής, μας παραπέμπει στα Εγκώμια του Επιτάφιου θρήνου… Ο ενταφιασμός του Χριστού, ο ενταφιασμός της ίδιας της ζωής - μιας κι ο Χριστός κυριαρχεί επί του θανάτου - είναι μια επιπλέον ένδειξη πως ακόμη και στην πλήρη σιγή η ζωή συνεχίζει να υπάρχει, όπως άλλωστε απέδειξε η ανάσταση του Κυρίου.

Ο τρόπος μάλιστα που επιλέγει ο ποιητής να κλείσει το ποίημα, με τα γράμματα Άλφα-Ωμέγα, υποδηλώνουν την πληρότητα της ζωής, τη σκέψη δηλαδή του ποιητή πως σε κάθε περίπτωση η ζωή έχει μια αδιάκοπη συνέχεια, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε πλήρη σιγή…

 (συνέχεια ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΥ  από τον Κωνσταντίνο Μάντη στον επίλογο αυτής της ανάρτησης)

 

 

Ο ΕΥΦΡΑΤΗΣ 

(από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ 1980)

Είναι αληθές ότι η πλήρης μοναξιά είναι βαρεία και ότι η έρημος είναι αυχμηρά και ταλανίζει.

Αλλά, αλλά, ου μην αλλά….  (όπως του Ισλάμ το Ιλ Αλλα,  των χριστιανών το Έχει ο Θεός  και των αθέων αι υψηλαί αι σκέψεις…)

κανείς ιδρώς, καμία δίψα, δεν εξαντλούν τον μυστικόν Ευφράτην,

που και εν τη ερήμω ακόμη, και εντός και πέραν της σιγής,

ποτίζει τα πάντα, πάντοτε, χωρίς να φαίνεται η πηγή του,

όπως το μέγα φως, το άκτιστον, φωτίζει τα πάντα εις τον αιώνα,

χωρίς να φαίνεται η εστία, τα πάντα, τα πάντα,

ακόμη και τα πιο μικρά, όσον και το εκστατικόν,

το ανέσπερον, το μέγα παφλάζον Σύμπαν

 

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ (στον Νάνο Βαλαωρίτη)

Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιο φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων –των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων – ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρήσιμοι, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και το μέλλον, αι λέξεις «Ελελεύ», «Σε αγαπώ», και «Δόξα εν υψίστοις», και, αιφνιδίως ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων και αι λέξεις «Chardon-Lagache», «Den-fertRochereau», «Danton», «Odeon», «Vauban»  και  «Gloria, Gloria in excelsis». 

 

Ο ΔΡΟΜΟΣ 

(από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ 1980)

Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές, λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Τα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.

Αμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.

Οι διαβάται αμέτρητοι. Ανάμεσα σε άγνωστους ποιητάς κι αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντας σε κάτι, σε κάτι πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Μοίρα) άλλοι πεζοί κι άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μες στη βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Καντιλλάκ, με βέσπες και με κάρρα.

Ο δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά – Αθήνα, Μόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, τη Σιέρρα Μάντρε Οριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσα από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και τη Δωδώνη, μέσα από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Αλαμάνας, καθώς και απ’ άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.

Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Καμιά φορά φωνές ακούονται την νύχτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν ή άλλες φορές, άλλες φωνές εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: «Στον τόπο!» που μέγαν τρόμον έσπερνε μες στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμον αυτόν, μοίρα κακή τους έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζουνε του Οδυσσέα Ανδρούτσου, σαν να ’ταν ο τόπος το Χάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Κιοσέ Μεχμέτ ή του Ομέρ Βρυώνη –έτσι καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσα απ’ την Νταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Ινγκλιτέρας που στην Ελλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντας τους (ω Εδουάρδε Χέρμπερτ! ω Βάινερ, ντε Μπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φτάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλιά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (ω Αρβανιτάκη Τάκο! ω Αρβανιτάκη Χρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Καταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.

Και ο δρόμος εξακολουθεί με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Κάνυον, Μακροτάνταλον, Ακροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Κόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Αμούρ και από τις όχθες του Ζαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μεσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Εστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου κι αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: «Τέρμα εδώ. Ετοιμασθείτε. Ο ποταμός Αχέρων».

Την ίδια στιγμή, όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο κι αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Βενετιά μ’ ένα Κανάλε Γκράντε –όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός- μια τελευταία Βενετιά στις αποβάθρες της οποίας γόνδολες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: «Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Τούτη είναι η βάρκα σας. Εμπάτε». Και οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές, κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουστούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γόνδολες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.

Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο κι αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Αγίων Πάντων.


ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ 

Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους, τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος έπιπτε ως σπέρμα. Μα τότε, ω τότε δικαιολογούνται –τι λέγω, ευλογούνται όλου του κόσμου οι θυμοί. Οι εκριζωταί, τότε, δεν είναι (ω άνδρες ασυμόρφωτοι, ω άνδρες και γυναίκες) απλώς ίππων οπλαί ή εκσκαφείς ή παίδες ρινοκέρων, δεν είναι μόνον νοσταλγοί της παμπαλαίας γης της Αττικής ή Βοιωτίας, μα έφηβοι στεφανηφόροι, έφηβοι σπερματικοί και εις το γήρας των ακόμη, θεμελιωταί, και όταν ακόμη δεν το ξέρουν, των νέων Θηβών ή Αθηνών. Φθάνει να μη γελασθούν, από τη σφίγγα των τελμάτων ή από τους εις εξώστας ή βουλάς λαλούντας σοφιστάς και λαοπλάνους, που σφίγγουν δήθεν στοργικά και πνίγουν, επάνω στα στήθη των τα πέτρινα, μέσα στο φέγγος της καθημερινής μα τραγωδίας (Αλλοί, αλλοί και τρισαλλοί! – Ακούστε, ακούστε, ωα άνδρες Βοιωτοί, ω άνδρες Αθηναίοι!) τους παλαιούς και νέους βλαστούς.

[από τη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΟΚΤΑΝΑ, εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1989]

 

Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΕ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΟΚΤΑΝΑ…

 (… επιχειρεί μια καίρια σύγκρουση με την απαισιοδοξία…)

Ο ποιητής αναγνωρίζει σαφώς τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής, εντούτοις πιστεύει πως το ανέβασμα σε μια κατάσταση πληρέστερης βίωσης είναι εφικτό, αρκεί ο άνθρωπος να φτάσει σε κάποιες βασικές παραδοχές για τον εαυτό του. Μια πρώτη παραδοχή είναι η δύναμη κινητοποίησης που μπορεί να αντληθεί απ’ τον έρωτα.   Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ενοχικά και σχεδόν με φόβο τη σεξουαλικότητά τους, ο ποιητής τους καλεί να αφεθούν στην απόλαυση του έρωτα, μιας κι έτσι θα κερδίσουν όχι μόνο μια πολύτιμη εσωτερική εξισορρόπηση, αλλά κι ένα ισχυρότατο κίνητρο δημιουργικότητας. Η καταπίεση της ερωτικής επιθυμίας και η αυτόβουλη άρνηση της ενεργούς βίωσης του έρωτα, δεν επιφέρουν μόνο τη διάψευση μιας σωματικής και ψυχικής ανάγκης, λειτουργούν πολύ περισσότερο ως ένας συνεχής ανασταλτικός παράγοντας προς κάθε επιθυμία, με σημαντικότερη αυτών την επιθυμία για ζωή.   Εύλογα, λοιπόν, ο ποιητής υμνεί τον έρωτα, το σωματικό πόθο και την ηδονή, ως πηγή δύναμης και ως το προαπαιτούμενο εκείνο που θα φέρει τον άνθρωπο στην αναγκαία κατάσταση ψυχικής γαλήνης και ηρεμίας, ώστε να είναι έτοιμος να επιδοθεί στον απαιτητικό αγώνα της ζωής.   Βασική, άλλωστε, παραδοχή αποτελεί και η επίγνωση πως τίποτε δεν μπορεί να κατακτηθεί, αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να παλέψει και να αγωνιστεί για όσα επιθυμεί. Η ευδαιμονία στη ζωή δε χαρίζεται άκοπα, αλλά κατακτάται με συνεχή προσπάθεια.   Ο ποιητής σέβεται τους εσωτερικούς ρυθμούς των ανθρώπων∙ τους ρυθμούς που άλλοτε οδηγούν σε εντατική και επίπονη δράση και άλλοτε σε μια παρεξηγήσιμη αδράνεια, καθώς γνωρίζει πως μόνο όποιος υπακούει στα κελεύσματα της φύσης του μπορεί να επιτύχει το μέγιστο των δυνατοτήτων του…  Με κάθε ποίημα της συλλογής ο Εμπειρίκος προσθέτει και μιαν ακόμη φιλοσοφική διαπίστωση, ένα ακόμη καίριο πόρισμα, συνθέτοντας σταδιακά έναν πλήρη οδηγό για την επίτευξη του περάσματος σε μια νέα «πολιτεία», σ’ έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι έχοντας αποδεχτεί πλήρως τη φύση τους θα μπορούν να διεκδικήσουν μια ιδανικότερη διαβίωση.    [Κωνσταντίνος Μάντης, αποσπάσματα από την παρουσίαση της ΟΚΤΑΝΑΣ στην Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη]

Παρασκευή, 19 Ιουλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ