Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΕΛΕΓΕ…

 (… πως γνωρίζει ένα ποίημα που γνωρίζει το Μήτσο.…)

Λοιπόν γύριζε δήθεν άσκοπα του ποιήματός μου ο ήρωας

φοιτητής επί δικτατορίας ας υποθέσουμε,

τότε αντιστασιακός οργανωμένος έστω,

σαραντάρης σήμερα με φαλακρίτσα χτένιζε την Ομόνοια

σε σαφάρι  και  δεν είχα τι να τόνε κάνω!..

Όμως εκείνος ήτανε μέσα στο μυαλό μου 

κι  ήξερε καλά όλους τους ήρωες ποιημάτων

που με συγκινούν,   γι’ αυτό -  κι όχι μονάχα –

το θυμήθηκε το πατριωτάκι του τον Μήτσο

σαν τον είδε απέναντι στο σουβλατζίδικο,

τον «Μήτσο τον επιλοχία», 

τον έρμο  και  το σκοτεινό βασανιστή,

ξέμπαρκο  και  που χάζευε πικρά στου Γ.Μ. το ποίημα·

θυμήθηκε όμως και το ξύλο  και  τις μελανιές 

αλλά ιδίως το πώς τον είχε ο Μήτσος,

δαγκώνοντας τη γόπα του σαν μπράτσο,  κοιτάξει τότε,

καθώς έβγαινε από την Ασφάλεια Μπουμπουλίνας,

μα κι ο δικός μου πώς ότι τάχα δεν κατάλαβε… 

όμως τώρα,  ήταν το θάρρος του πρώην θύματος,

ήταν  το επάνω χέρι του δημοκράτη  νικητή,

θες το  gay movement,  

θες κι οι ενοχές του Μήτσου που προεξόφλησε αστραπιαία,

«Ρε συ, δεν είσαι ο Μήτσος»,  φώναξε,

μα εκείνος έκανε και δεν είδε  και  δεν άκουσε,

χάθηκε βλάχος σκοτεινός

κασκέτο ντροπιασμένο της στοάς

μέσα σε υδρόγεια σύννεφα ντονέρ!..

 

«Κρίμα που δεν μπορούμε να τα βρούμε ούτε στα ποιήματα, 

κατέβασε τα μάτια ο ήρωας μου·

ταμείο   και  κόβοντας ένα ουρητήριο

«Καυτή σάρκα» σινέ-Σταρ,

έτοιμος πάλι για πολύ πιο προσγειωμένες περιπέτειες,

«Άσε τους ποιητές, αναλογίστηκε,  να πληρώνουνε πάντα τα σπασμένα»!..

[κι άλλες επιλογές   από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991 –

αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]

 

 



ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Κι αφού μ’ εξέτασε, ο κουράντες μου γιατρός πήρε στα χέρια του εκείνο το περίεργο φαναράκι και είπε·

 

Ας δούμε λίγο και το βυθό του ματιού σας.

 

Κοιτάξτε επάνω:  Βλέπω κάτι πουλιά  κι από ψηλά κάποιον

να τρίβει φρυγανιές με αργό ρυθμό.

Εσείς νομίζετε πως βρέχει   μα τα πουλιά

ανοίγουνε τα μάτια και ταράζεστε.

Μην ταράζεστε.  Δεν πρόκειται για δακρυσμένο μάτι.

Ξέρουνε τα πουλιά να περιμένουν το κολλύριο του Θεού.

 

Τώρα δεξιά:  Εδώ είσαστε στο Ζάλογγο προτελευταία.

Στην πτώση σας μόλις που προλαβαίνετε να δείτε

την τελευταία Σουλιώτισσα·

το σκάει προς το χωριό.

 

Αριστερά, αγαπητέ μου, τώρα:

Εδώ με τα’ αυτοκίνητό σας νύχτα στο Λονδίνο

Ρώμη  Νέα Υόρκη   Σύδνεϋ   Λάρισα

τρέχετε σαν δαιμονισμένος περνώντας μ’ όλα τα κίτρινα του κόσμου.

Σ’ ένα απ’ αυτά οτοστόπ μια ωραία

σταματάτε κι ανεβαίνει.

Μοιάζει πολύ με τη Σουλιώτισσα της προηγουμένης παραγράφου.

Στο μεταξύ, πρώτη φορά έχει ανάψει κόκκινο  αλλά  μη φοβάστε.

Έχει ελαφρώς ερεθιστεί από την εξέταση.

 

Και τώρα κάτω:   Εδώ βλέπω σφουγγάρια σε πυθμένα,

ατέλειωτες σειρές βαριά σφουγγάρια.

Θέλει λιγάκι προσοχή το θέμα αυτό·

μην τρίβετε τα μάτια σας ποτέ,

γιατί από τα σφουγγάρια μπορεί κάποτε να στάξουν ναυαγοί·

είπε,  και χάθηκε η φωνή του κι ο ίδιος ο γιατρός μου.

Καρφώνει τώρα όλους τους δράκοντες με το φανάρι.

Γι αυτό κι εγώ τους προσέχω σαν τα μάτια μου!..

 

Γιατί εκεί που βρίσκεται

αν βουρκώσω

δάκρυ θ’ ανέβει η υπόκωφη φωνή

του πνιγμένου!..

 

ΚΡΑΝΙΟ ΦΟΡΤΙΟ ΜΕ ΜΑΡΜΑΡΑ

Μύριζαν χέρια απόψε τα χιλιάρικα καθώς τα είχαν νοτίσει οι πρώτες στάλες στην πλατεία τσέπη αλλάζοντας.

Φορτίο χοντρό τα μάρμαρα κι ο θηριώδης  Ηρακλής πάτησε μίζα και τον  ξύπνησε τον ιπποπόταμό του  - Scania Vabis!..

Ντεπόζιτο φουλαρισμένο, προορισμός Αθήνα.

 

Ας πάρω αυτά τα δυο φανάρια μέχρι Άρτα.

Να ’σαι καλά πατριώτη,  καλό δρόμο,  παίρνει δρόμο αφήνει,

πώς γλυκαίνει το αίμα του πριν φτάσει Αγρίνιο.

Διανυκτερεύει το ουζερί κι εκείνο τα ξανθό, το «νταλικιέρικο»

που λέμε στο σινάφι μας, διανυκτερεύει.

Πατώντας το κουμπί  «Μπαμπά μην τρέχεις»,

τελευταία εικόνα η Βάσω του,  πριν πέσει πίσω όλο το κάθισμα

και κήποι, λευκοί κήποι όλο το μάρμαρο

κορμάκι το Μαράκι στις χερούκλες του, το μαρμαράκι.

 

Τρυφερά τώρα γδύνει το σάντουιτς της Βασούλας

και δαγκώνει  και  γκαζάρει  και χορεύουνε τα μάρμαρα

κι Αντίρριο – Ρίο  και Πόλυ Πάνου  Αίγιο  και Γαβαλάς Ισθμός,

παλιά Εθνική  κασέτες  και  κορδέλες

κι ας ανοίξω το ραδιόφωνο…

 

… που εγώ προσκαλεσμένος σου διαβάζω ποιήματα για τους ξενυχτισμένους

και λέμε καλαμπούρια απ’ το Σταθμό,

μας παίρνουνε τηλέφωνα ρωτάνε,

λίγη μουσική  και  πάλι ποιήματα,

κι εκείνο το  «Κρανίο φορτίο με μάρμαρα»

μέσα στην υγρασία στη σκάλα των FM   και στη δική σου νύστα  

την Κακιά τη Σκάλα με πρωτάκουσες ,  βρε τι μαλακίες είπες,

πήγες να γυρίσεις το κουμπί,

μη φεύγεις Ηρακλή, για σένα γράφτηκε

μη φεύγεις  και καρφώνεσαι στ’ αλατισμένα βράχια

μ’ ένα κομμάτι μάρμαρο ερτζιανό στο σβέρκο

και το κεφάλι σου μπηγμένο μες στο ράδιο

ένα κρανίο αίματα και ποιήματα…

 

(Το ποίημα το έμαθα την άλλη μέρα απ’ τις εφημερίδες)

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

 

ΣΤΟΜΑΤΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Στάματα γεμάτα δόντια πολύ λευκά

δε μιλάτε γεμάτα

λυσσάτε  α  να δαγκώνατε

σκληρό του κουταλιού

γλώσσες αλήθειες κυκλικές

ξεγεννάτε κομματάκια ψέματα

τρυγία σφηνώνεται

τερηδόνα εχέμυθη.

Αλλά τι σιδεράκια χαμόγελα

δραπετεύουν τα ψέματα ούλα

ντυμένα αίματα

μόνο μένουνε χνότα

να μυρίζουν φιλιά

από σάλια μιας γλώσσας

που έτρεχε πάνω σε χείλια

με χίλια

σε χίλια δυο στόματα.

Στόματα χρυσά μυστικά εφτασφράγιστα

τροχισμένα σφραγίσματα κούφια

γερές γέφυρες λέγανε

που όμως ράγισαν  κι  αφήσαν

πρώην δόντια να πέσουν

στο πάτωμα πτώματα λόγια

και  τώρα

μασελάκια γεμάτα λευκά

ουρλιαχτά μπουκωμένα πανέτοιμα

σ’ ένα αχ να δαγκώσουνε πάλι.

 

Κι όμως πάλι σκληροί

όλο νεύρα  και  αίματα

και για πέντε λεπτά

χωρίς σώματα

όρθια  στα  όρθια

μ’ εμπιστοσύνη

μες στα ίδια αυτά στόματα.

 

ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΛΩΝΑΚΙΟΥ

Οι τρεις κύριοι βγήκαν από το κτίριο της  Νομικής Σχολής

και πέρασαν πολύ – πολύ προσεκτικά,  κωμικά σχεδόν,

στο απέναντι πεζοδρόμιο της Σόλωνος.

Πίσω απ’ τα σκληρά τους κολάρα,  οι φοιτητικές αφίσες άρχισαν

να  ξαναβρίσκουν τη χρωματική τους ισορροπία.

Στην πλευρά των βιβλιοπωλείων κοντοστέκονται,

ο ένας σπρώχνει την πόρτα δειλά.

Πλησιάζει στους πάγκους,  διαλέγει και κατευθύνεται προς το ταμείο.

Μικροδιαπληκτισμός·  ο κύριος βγαίνει χωρίς το βιβλίο.

 

Οδός Σκουφά.  Σχόλια των δυο προς τον τρίτο –

σαν αθώα πειράγματα.

Κίνηση, φωνές, τύποι περίεργοι,  κουβέντες αλλόκοτες

και κορίτσια στο ζαχαροπλαστείο κορίτσια.

Καφέδες.  Λένε να καθίσουν, διστάζουν.

Τους σπρώχνουν.  Το γκαρσόνι περνώντας μα κάνουν πιο πέρα.

Προτιμούν να μπουν ση διπλανή εκκλησία για ένα κερί.

 

Βιτρίνες βίντεο γκολ  βιτρίνες κι αυτοκίνητα τους κορνάρουν συνέχεια.

Ιδέτε, οδός Αναγνωστοπούλου, λέει ο ένας.  Τσακάλωφ.

Εδώ εγώ, προλαβαίνει ο δεύτερος  και  στήνεται στην ουρά.

Ανάμεσα σε μηχανές ξυστά, επιστρέφει με τοστ·

άφησε, λέει, αντίτιμο το ρολόι του με την καδένα.

Τρώνε αδέξια, λεκιάζονται λίγο,  μπαίνοντας ήδη στην Ξάνθου:

εκεί ο τρίτος σαν να προσπαθεί να τους ξεναγήσει.

 

Να τοι πια στην πλατεία.   Πανδαιμόνιο, κόντεψαν και να χαθούνε.

Η αλήθεια πως ο νεότερος μισοσταμάτησε σε κάτι

γυμνές κι άλλα κρεμαστά του περίπτερου.

Πιάνονται απ’ το χέρι,  περνάνε.  Αμίλητοι τώρα σε παγκάκι.

Στο διπλανό  δυο καπνίζουν -  νυστάζουν;

Πιο κει ένα χέρι σε στήθος.

Κι αυτοί να κοιτάζουν ταμπέλες  Πλατεία Φιλικής Εταιρείας,

Βρετανικό Συμβούλιο,  Ιντεραμέρικαν.

Χαμηλωμένοι, ο ένας κουνάει το κεφάλι,  οι άλλοι ούτε καν.

 

Ένα αγοράκι τριών ή τεσσάρων πλησιάζει.

Μαμά μου, πού είναι η μαμά μου,  και κλαίει.

Ο ένας δακρύζει.   Ο άλλος το παίρνει αγκαλιά,  το ησυχάζει.

Να και η μαμά του.

Ευχαριστώ κύριοι,  το μαλώνει ενώ φεύγουν.

Σηκώνεται πρώτος.  Ας πηγαίνουμε, ψιθυρίζει βουρκωμένος κι ο Σκουφάς.

 

Χάθηκαν προς την Κανάρη, συζητώντας και πάλι

τους καλύτερους τρόπους προετοιμασίας του Αγώνα!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

 

ΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΣΕ ΑΠΟΔΡΟΜΗ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Το πένθος έχει νόημα όταν ακόμα

ο άλλος ζει για τα καλά.

Όσο γερνάς

τόσο υψώνω τις κακίες σε ακακίες

κι η τρυφερότητά μου τεμπελόσκυλο που λιάζεται

κουνώντας την ουρά του

 

Μοίραζα χρόνια

στου γάμου σου τη μνήμη ναφθαλίνες

δρέπω σκώρους.

Έπαιρνα τις ρυτίδες για χαμόγελα

άφηνα το τσιγάρο στο τασάκι να προσεύχεται για σένα

έδινα τόπο στην οργή

θάρρος στη λύπη.

Βρομοχωριαταρέοι

επάνω στο κρεβάτι μου ανεβήκαν όλα.

 

Θέλω να κοιμηθώ

το βράδυ είναι δικαίωμα

Θέλω να κοιμηθώ

δικαίωμα μου πια να με ποντάρω

στη ρώσικη ρουλέτα του ύπνου.

 

Παράτα με λοιπόν.  Και πέθανε.

Αν θες.  Ή  μην πεθάνεις.  Ό,τι θες!..

Μακροημερεύεις όπως όταν

έχουνε κουραστεί οι οικοδεσπότες

δεν προφταίνω·

πρέπει σιγά – σιγά και να φροντίσω

τα του πένθους μου!..

 

Αν το κατάλαβες:

θέλω να γίνεις μια πετρούλα

που την κλοτσάει κανείς  στο δρόμο αφηρημένα

σαν να φταίει.

 

CORRECTEUR

Υπάρχει ένας διορθωτικός ασβέστης σ’ ένα μπουκαλάκι

που όταν ξεραθεί επάνω στο μελάνι

μπορείς να γράψεις πάλι στο χαρτί.

 

Έξω από τ’ άλλα είπα πως θα ’ναι χρήσιμος

και στο καρνέ των τηλεφώνων:

έτσι άρχισα να σβήνω ονόματα περαστικών γνωστών

να τιμωρώ πρώην φίλους που ψυχρανθήκαμε·

αφήνω τι χώρο κέρδιζα

ιδίως σε φορτωμένα γράμματα

στο  άλφα  στο σίγμα    στο μι.

 

Όμως μια μέρα που άνοιξα στο κάπα

ψάχνοντας ένα νούμερο για να συλλυπηθώ

νούμερο που την προηγουμένη

μ’ αυτό το σύστημα είχα γράψει

δε  διέκρινα παρά

μια δυσανάγνωστη μουντζούρα

μια ολονύχτια πάλη των σημείων

με τα δυο νούμερα στριφτή αγκαλιά

με τα δυο ονόματα στραμπουλιγμένα

το ένα μέσα στο άλλο

με τα παλιά και νέα μελάνια να ’χουνε ξεράσει

κόκκινο στα περιθώρια.

 

Πέταξα το καρνέ στο πάτωμα·

είχα δηλαδή σβήσει

όνομα και τηλέφωνο νεκρού

καταδικάζοντας τον σε μια λήθη αβάσταχτη

κι είχα εξωθήσει την απελπισία του ως το έγκλημα

για να χωρέσει ο άλλος

από κείνη τη στιγμή

ήδη υποψήφιος πεθαμένος!..

 [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991]

 

ΣΧΕΔΙΟ ΥΠΝΟΥ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991)

Τελευταία νυστάζω.

Στάζω τον ύπνο σε ό,τι κάνω·

εγώ που δε γνωρίζω στο λεκανοπέδιο άλλον

ευφυέστερο από μένα

θέλω να κοιμηθώ!..

Νύσταζα να καταλαβαίνω

το καταλαβαίνω.  Δεν έχω άδικο·

λοιπόν καλώς νυστάζω.

Αλλά δεν έχω ύπνο.

Κι έτσι δεν κάνω άλλο

απ’ το να περιφέρω μια υπνηλία

στις συναναστροφές

μια κατανόηση από κόπωση

και μια γλυκιά παραίτηση

που μοιάζει απαίτηση

να με κατανοούν.

Έτσι, χρόνια στην ίδια αυτή υπνηλία

δεν θα καταλάβω  αν κατανόησαν

κι αν νύσταζα  ή δε νύσταζα

σαν θα με πάρει ο ύπνος.

 

ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ

(… αυτές οι νότες  που σας στέλνω με την άνωση δεν έχουν

πια  κανένα μα κανένα μουσικό ενδιαφέρον…)

Απ’ τον καιρό του ναυαγίου     που αργά μας σώριασε τους δυο   ως κάτω στο βυθό    σαν βάρος έκπληκτο   το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ   έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος   μια υπόκωφη επίπλωση βυθού   ένα λουλούδι εξωτικό  ή  ένα τεράστιο όστρακο   φωλιά ιπποκάμπων   διάδρομος ψαριών που όλο απορούν   μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη   του παπιγιον των πλήκτρων του κολάρου.   Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας   διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια   τρεις  πέντε   δέκα  φυσαλίδες   σαν  ντο  και  σολ  και  μι   μη φανταστείτε μουσική·   είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται  πιέζει  κι  ανεβαίνει.   Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε.   Το πιάνο μου κι εγώ   είμαστε εδώ πολύ καλά   εκπνέοντας ίσως πότε – πότε νότες άσχετες   αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου   και  ιδίως  μακριά επιτέλους   από κάθε προοπτική πνιγμού!..   [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη ΠΙΑΝΟ ΒΥΘΟΥ 1991, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α  1975 – 1996, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ] 

Δευτέρα , 15 Ιουλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ