Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΣΑΡΚΟΣ ΠΟΘΟΣ ΚΙ ΟΜΟΡΦΙΑ…

 

(… καθώς ο άνδρας πάει και χώνεται σφαδάζοντας από χαρά μες τη γυναίκα 

σαν πιο βαθιά μες στον θάνατο…)

Πώς έρχονται τα κύματα

του άλλου κόσμου αναλαμπές  κι  ανέγγιχτες υπάρξεις·

αστράφτουνε για μια στιγμή,  χρόνια ψηλά στα εφημερα  όρη της τρικυμίας, 

κι ύστερα πάλι χάνονται  - άσπρες οφθαλμαπάτες. 

Και πώς εσύ, ο Ανύπαρκτος, 

έτσι να κατευθύνεις με προσταγές αμείλικτες

για λίγο να καλπάζουν,  να πλαταγίζουν

τρομεροί, αμόλυντοι χιτώνες

κι ευθύς να εξαφανίζονται  -  τι άγγελμα κομίζουν

κι όλος αυτός ο ρεμβασμός που μ’ έχει συνεπάρει

μοιάζει με το αγνάντεμα μιας υπερκόσμιας μέθης;

 

Πότε επιτέλους θα φανείς έτσι όπως είσαι αλήθεια

 -δάσος που νύχτα έχει δοθεί σε πυρκαγιά για ζόφο

κι εμείς το βλέπουμε απ’ αντίκρυ να πορεύεται,

τα πάντα να τυλίγει  κι  όλο να προχωρά

κάθε ομορφιά αφανίζοντας  αλλά  και δόξα. 

 

Απέραντο κορμί που θρέφει τ’ ολοκαύτωμα

ποια σάρκα είναι αυτή που πήγε ν’ αγναντέψει

το έργο σου το εξαγνιστικό  κι απόμεινε μια στήλη απ’ αλάτι· 

αφού εσένα μόνο σαν διαβάτη μπορεί κανείς να σε δεχτεί

μέσ’ από τ’ άγονα βουνά  των κοπαδιών

πάντοτε  μ’ ένα μήνυμα,  σχεδόν απατηλό,

που είναι ικανό ν’ αφήσει πίσω του σποδό  και  πέτρα!..

 

Μα τώρα μ’ αποστρέφεσαι  γι’ αυτό και οι ώρες

κι οι στιγμές πέφτουν στη γη πιο μαύρες·

ποια μέρα τρόμου εγκυμονείς,  ποια στυγερή   κατάνυξη

κι έτσι αποσύρεται από παντού   η μορφή σου,

όπως μια ένδοξη εποχή

που εγκαταλείπει αργόσυρτα  κι  αιματηρά  

την  οικουμένη!..

 

Όλα τοπία είναι της φρίκης  κι αργοσαπίζουν βυθισμένα σε προαιώνιο μαρασμό,

ενώ εσύ περνάς πατώντας πάνω στο άρρωστο  και  το σαθρό

κι αφήνεις χνάρια από χρυσάφι – έλα λοιπόν με μορφή μελιχρού νεανία

και στην όχθη του βορβόρου αυτού καθισμένος

δείξε επιτέλους τι σημαίνει άσαρκος πόθος κι ομορφιά

εσύ, που με σκληρότητα ομοίωσες την καλοσύνη

κι έτσι εκδικείσαι ό,τι αγαπάς  κι  ό,τι μισείς λατρεύεις

-έλα λοιπόν, ώστε κατάστικτος απ’ το βασίλεμα του αιώνα

να λάμψει ο βάλτος ο αιμόφυρτος  που ρέει προς τη συντέλεια

και να ’ρθει η ώρα η έσχατη

όπου θα πέσει ο άνθρωπος για να θαφτεί ολότελα μες στον πηλό

καθώς ο άνδρας πάει και χώνεται σφαδάζοντας από χαρά μες τη γυναίκα

σαν πιο βαθιά μες στον θάνατο.

 

Των ουρανών, παράταιρο μ’ ότι το χθόνιο, αερικό,

κι όμως στη γη πάντα θεόσταλτο  κι ειρηνοφόρο,

του κάθε κτίσματος σκιά,

κάθε ψυχής ο δέκτης,  μέθεξη Χάρου  και  πνοής,

και τόσο βέβηλο για κάθε ανθρώπινη αξία

κάλλος.

 [κι άλλα αποσπάσματα  από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996

αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο]

 

 


ΤΙ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ  ΠΟΥ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΠΕΘΑΝΕΙ…

(…κι είδε τα πάθη του να φλέγονται απ’ τα πάθη 

και  να γίνονται στάχτη…)

αυτός που φίλησε σε μια στιγμή απόγνωσης τα φυλλώματα της ιτιάς,

ψάχνοντας μάταια μες στη φύση  για κάτι που δεν είναι φύση·

τι κι αν απόσταξε τον εαυτό του απ’ τα αισθήματα,

ένιωσε κάποτε στα μάγουλά του να ρέουν δάκρυα

όμοια σταγόνες που κυλούν στην επιφάνεια ποτηριού

χαράζοντας μικρούς κρυστάλλινους καταρράκτες,

κλάματα του κενού,  νύξεις μιας ανεκδήλωτης παρουσίας,

όπως εσύ, όταν διάσπαρτος επισείεις  κάπου εγγύς

ταπεινά ένα μήνυμα δόξας,

κι εγώ δεν έχω ίχνος υπόσταση,  έξω απ’ αυτήν

που με ορίζει τώρα ίδιο σάστισμα αστραπής.

 

Σάρκα απαλλάξου  απ’ την ψυχή  και  ρίζωσε  και  μείνε

μες στου κενού την απλωσιά,

στου Τίποτα την πλάση  και  γίνε άγαλμα τραχύ·

κι έλα μετά,  ω θύελλα,  που μίσος πιότερο παρά φιλί θυμίζεις,

και χτύπα την απάθεια

ώσπου κι αυτή να ουρλιάξει·

Άχραντε, πόσο ηδονικό της δίκης σου το χέρι

μα στης αγάπης σου πικρή η νικηφόρα φλόγα

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη  ΜΙΧΑΛ 1996]

 

ΚΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΚΑΘΡΕΦΤΙΣΜΑ ΤΟΣΩΝ ΚΑΚΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ…

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη  ΜΙΧΑΗΛ 1996)

Την ώρα τούτη όπου κανείς δεν γέρνει πια να κοιμηθεί σ’ άδοξο μαξιλάρι…

εσύ,  που τέρατα ποδηγετείς  και  πανούργους εξολοθρεύεις,

στην πόρτα μου,  σ’ εκλιπαρώ,  απόψε να οδηγήσεις

μιαν απερίγραπτη ομορφιά  με ανοιχτές φτερούγες

να μου μιλήσει τείνοντας το χέρι σαν λουλούδι

και να μου πει ότι ξέπεσαν όλα του κόσμου τα Βιβλία

κι ότι είναι ανάγκη όσο ποτέ  να ακούει πια κανείς

τους πιο εξαίσιους ήχους…

 

Είναι  η βροχή ολοφυρμός  κι  ούτε σημάδι από δροσιά στα διψασμένα φύλλα,

δάκρυα πέφτουνε ζεστά που μονομιάς στεγνώνουν,

κι αποστραγγίζουνε οι ψυχές  κι  εσύ αναγαλλιάζεις,

γιατί απ’ τ’ άγονο  ζητάς μ’ αναβλαστήσει ο πόθος,

κι ό,τι ξερό ν’ αναδειχτεί

προσάναμμα που συνεργεί στο παρανάλωμά σου

ώστε να βγει απ’ τη στάχτη του,  στην άνοιξη των κεραυνών,

ένα φλεγόμενο πτηνό,

η άλλη φύση.

 

Όπως,  καθώς κοιτάζουμε προς τον ορίζοντα που φράζει

ως τα μισά ένας κάβος, 

κι έρχονται κύματα στοχαστικά με φορά λαχτάρας,

φαίνονται  αργά πάνω απ’ τα βράχια τα πανιά,  κατάλευκα,

ύστερα η πλώρη  και  τέλος το σκαρί ολόκληρο

δίνοντας νόημα καταλυτικό στη λέξη εμφάνιση,

έτσι κι εδώ – ανώφελα – το γήινο αντίστοιχό σου περιμένω

μπροστά μου να φανερωθεί,

καθώς η νύχτα πέφτει  και  ο ορίζοντας γυρνά σιγά – σιγά

ολότελα στο κυανό

με πτυχές βαθυκόκκινες,  τους χιτώνες θυμίζοντας

που ίσως να σε σκεπάζουν

 

ΣΕ ΟΥΡΑΝΟ ΑΠΟ ΜΑΛΑΜΑ ΕΙΔΑ ΛΙΩΜΕΝΟ ΑΣΗΜΙ ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ ΑΝΗΛΕΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΟΡΙΑ…

(… κι ήσουν εσύ ω πρίγκιπα της κάθε μου οπτασίας…)

κάποια στιγμή που έγερνε παντοτινά στη δύση

ο κόσμους,  κι ως τα τρίσβαθα η γη ψυχορραγούσε

μα εσύ επέμενες να ταξιδεύεις παρότι έσβηνα του διαστήματος οι δρόμοι

κι ο ήλιος είχε τυλιχθεί σε νεκρικό μαντήλι

και είχε γίνει ένας κρατήρας αιμάτινου αναβρασμού

το κοσμικό ναυάγιο σαν κάτι ονειρώδες,

κι εσύ ’χες φτάσει πια να φέγγεις -  ενώ εγώ σ’ έψαχνα ακόμα

ίδια τυφλός που ψηλαφεί

τις παρυφές του σκότους -  ένα Σημείο ασύλληπτο.

 

Παράσυρέ με, ρυπαρό της ανθρωπιάς ποτάμι, εκεί ως πέρα στις κρυφές κι άγνωστες ανομίες,

μαύροι καπνοί  κι η παγωνιά το δρόμο ν’ ασημώνει – εδώ είναι τόποι της ψυχής

και γύρω η πλάση ολόκληρη μέσα στη θλίψη θάλλει,

και μονάχα σ’ ένα στενό,

καθώς θα στρίβω ψάχνοντας  χώμα να γονατίσω,

δένδρα θα βρω, χαλάσματα  κι εσύ να ενεδρεύεις,

ο πιο Παράνομος της γης  κι  ο πιο έξω απ’ τον κόσμο.

 

Απίστευτο, με τόση ομορφιά πώς έμεινες σεμνός

και τώρα εμάς που κολαστήκαμε άδηλα συντροφεύεις

σαν ένας άνθρωπος τυχαίος μέσα στο δρόμο πλάι μας

περνώντας έτσι απλά,

πιο μακρινός,  πιο άγνωστος

κι απ’ το σπουργίτι που πετά σε μιας αυλής της πλάκες.

[κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη  ΜΙΧΑΛ 1996]


ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΆ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΩ…

(… όνειρο ακατανόητο, προκατακλυσμιαίο,

στα πρόθυρα μιας πάναγνης ακολασίας…)

…  εκεί όπου ο κόσμος πια δεν έχει ειρμό,  αλλ’ έχει δόγμα,

σβήσε απ’ τα χέρια μου το αίμα  και  ρίξε τα δυο μάτια μου να βαφτιστούν στη λάμψη,

κάνε τη φρίκη μου αγρό  και  σπείρε τη ν’ ανθίσει

κι άνοιξε μπρος μου της καρδιάς τη δημοσιά

για να διαβώ σα θάλασσα, τώρα

που χάνω ό,τι ζητώ -  να ’μαι  ο Αφορεσμένος.

 

Σαν δράμα μέσα στη νύχτα,

φώτα και υδρατμοί,  εκεί όπου οι δύσβατοι κλωθογυρίζουν πόθοι

κάτω απ’ τις διαρκείς δενδροστοιχίες,

τα λάθη μου όλα μονομιάς είχαν δικαιωθεί,

στους άγριους δρόμους.

 

Σε μια έκταση ανοιχτή όπου το πλήθος, ομοιόμορφο, κινείται

είδα ψηλά τα σύννεφα να ’ναι από φως απ’ άκρη σ’ άκρη

δώμα ναού που το σκεπάζουνε μωσαϊκά

μες στους ατμούς καμένου λιβανιού  απόμακρα  και θολωμένα.

κι είπα:

«Εικόνα περιπλάνησης, όταν θ’ αφανιστούνε στο άπειρο κάποιας ζωής άλλης  πέρ’ απ’ την ύλη,

πόσο φαντάζεις αισθητή

εδώ που βρίσκουν οι άνθρωποι το μέτρο της Ανωνυμίας»!..

 

Δίχως ούτ’ ένα δέλεαρ στο σύμπαν αστρικό

σ’ είδα σαν μένος ποταμού κάτω από τις αψίδες

κι όπως αγκάλιαζε σκιές της νύχτας η απαλότητα

τον όρμο αντίκρισα των ψευδαισθήσεων,  κι εσένα – γη της ομορφιάς – να ’σαι μια  terra incognita

μπρος μου αναπάντεχα μοναστική

εκεί που σφύζοντας από χαρά κατέβαινε ο δρόμος

προς την κοιλάδα του οδυρμού – ω λίμνη των δακρύων,

παντού σπαρμένη αναλαμπές ουρανού ορειχάλκινου.  

 

ΔΥΣΗ,  Ω ΔΥΣΗ ΕΚΣΤΑΤΙΚΗ…

(… βαθιά μες την ομίχλη που χρύσιζε ανυπέρβλητα  κι  ήταν μακριά η στέρηση της κάθε μου ελπίδας…)

καθώς προστάτευες αλλιώς την ξένη τούτη πόλη –

να βλέπω ολόκληρη απλωσιά να ’ναι ένας θρίαμβος φωτός

και πάχνη ερειπωμένη που σκέπαζε μυστήρια,

ενώ εκεί   στο δειλινό,   σημείο ύψιστο εκβολής,  μα και αφετηρία,

ο ήλιος κάρφωνε το δράκοντα στο χώμα,

και παραμόνευε παντού,  στα γοτθικά συστήματα των γυμνωμένων δένδρων,

ένας κρυφός  Εσπερινός,   που απ’ τη γη ερχότανε την πατρογονική μου

κι έπαιρνε αρχέτυπη μορφή,

έτσι ώστε τίποτα να μη θυμίζει το ηλιοβασίλεμα,  ειρηνικό,

αλλά του άρχοντα του σκοταδιού εδώ να είναι η ήττα,

εδώ  και  η δικαίωση του πύρινου έρωτά σου

 

Ω ΝΥΧΤΑ, ΝΥΧΤΑ,  ΝΥΧΤΑ   ΧΩΡΙΣ ΣΗΜΑΔΙ ΑΝΕΣΠΕΡΟ…

(… τι λαμπρά ναυαγεί την ώρα τούτη ο ήλιος στις ακτές του ΙΔΑΝΙΚΟΥ…)

… βλέπω το άπειρο μιας οπτασίας σκοταδιού,   βλέπω μονάχα ότι είμαι ανίκανος να δω,   όλα είναι μαύρα εδώ – τότε τι να ’ναι η άβυσσος   πέρα απ’ τα διαστήματα   και  πέρα απ’ τις εκτάσεις   τι να ’ναι η γη του κολασμού,  τι να ’ναι ο ζόφος -  σε τούτη την αναίρεση όπου με φέρνει η σκέψη,   σ’ αυτή την κρύφια ύλη,  σ’ αυτά  τα πέπλα του κενού,   ω άπιαστα ηνία ενός άρματος   για πάντα μες στα βάραθρα του σκότους γκρεμισμένου,  ενώ δυο μάτια έκπληκτα  κι  ολότελα τυφλά   καρφώνουν την ανυπαρξία.   Ω νύχτα, νύχτα, νύχτα,  όλο σημάδια ανέσπερα·   βλέπω το άπειρο μιας οπτασίας αστρατπώ,   βλέπω μονάχα ό,τι είμαι ανίκανος να δω,   όλα είναι άστρα εδώ – τότε τι να ’ναι η Εδέμ   πέρ’ απ’ τα διαστήματα  και  πέρα απ’ τις εκτάσεις   τι να ’ναι η γη της έκστασης,  τι να ’ναι ο γνόφος -  σε τούτη την αφαίρεση όπου με φέρνει η σκέψη,   σ’ αυτή την κρύφια πύλη, σ’ αυτά τα φώτα του ουρανού,   ω στίγματα ανεξίτηλα ενός ωκεανού   για πάντα ω του ασύλληπτου τα βάθη απλωμένου   ενώ δυο μάτια ανέκφραστα  κι  ολότελα θαμπά   κοιτάζουν ν’ αναδύεται  ένα περίλαμπρο Σώμα…  [αποσπάσματα από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΜΙΧΑΗΛ 1996, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ, Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003]

Δευτέρα, 10 Ιουνίου 2024


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ