Κυριακή 16 Ιουνίου 2024

ΓΥΡΙΖΑ ΕΞΑΛΛΟΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

 (… με πράσινο  εξαγωνομετρικό  κεφάλι ποιητή…)


Έκοψα το κεφάλι μου

το ’βαλα σ’ ένα πιάτο  και  το πήγα στο γιατρό μου!..

 

-Δεν έχει τίποτε,  μου είπε,

είναι απλώς πυρακτωμένο

ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε!.. 

 

το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους

τότε είναι που χάλασε τον κόσμο

άρχισε κάτι περίεργα τραγούδια

να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει 

 

το πήρα  και  το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου

 

γύριζα έξαλλος στους δρόμους

 

με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή!..

 

Αυτά τα μαύρα ανοιξιάτικα λουλούδια

που μου φύτεψαν μέσα στο κεφάλι

δεν είναι μνήματα   είναι μηνύματα

που όταν ήρθαν

δεν μπόρεσα να συλλάβω    το χρησμό τους

κι έτσι ρίχνουνε τώρα μέσα στο σώμα μου

τα οριστικά τους τα μελάνια

με σχεδιάζουν με τις αρτηρίες μου

σαν κάτι πολύχρωμες διαφημίσεις

ξένων φαρμακευτικών εταιριών

της  PFIZER  ή της  GEIGY     της  ABBOTT    ή της  BAYER

 

Στριφογυρίζει ο ποιητής επάνω στον τροχό του

στριφογυρίζει ο ποιητής δαιμονισμένα

ένα κεφάλι αλόγου σπασμένο μες στα πόδια του

μια γυναίκα ανοίγει τ’ άσπρο στόμα να δαγκάσει

φίδια φαρμακερά τον τριγυρίζουν

χάμω κυλάνε κέρματα

καύκαλα τσακισμένα ριγμένα μεσ’ στη λάσπη του

και στρογγυλά χαλύβδινα λουλούδια να σφυρίζουν

 

καθώς στριφογυρνάει ο ποιητής

αρχίζει ν’ ανεβαίνει

όπως γυρίζει φρενιασμένα

κι όπως γυρίζει φρενικά

αρχίζει ν’ ανεβαίνει

 

το ένα χέρι είναι σβηστό

στο άλλο να κρατάει ένα αναμμένο κάρβουνο

 

 

[ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ,   ΤΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ   και  ΤΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ  τρία  ποιήματα από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971] 

 

ΣΧΟΛΙΟ για τον παράλογο  και  εφιαλτικό κόσμο του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη: «…Ο άγριος κόσμος που υπάρχει στα θέματά του είναι η εποχή του που όπως λέει ο ίδιος, την έζησε στιγμή - στιγμή και εξ επαφής…»

«Οι στίχοι του ανατέλλουν σαν άστρα στη σφιγμένη καρδιά μας και καταυγάζουν το γλυκό φως ενός άλλου κόσμου στις μικρές στιγμές του καθημερινού βίου,  ένα φως που φωτίζει όλη μας την ασημαντότητα… Κι όλα τα πολύ «σημαντικά» ανθρώπινα σμικρύνονται απελπιστικά και σβήνουν, ενώ κάτω από ένα άλλο φως ή ένα άλλο χρώμα μεγεθύνονται τα απλούστατα σ’ ένα μέγεθος απροσδόκητης σημασίας, λες και το μάτι που τα επισημαίνει καθορίζει την πλατιά έκτασή τους και τα καθαγιάζει, σύμβολα της πτωχής ζωής μας, μέσα σ’ όλα τα απίθανα μεγέθη που μας περιστοιχίζουν και μας συντρίβουν…»  (Νόρα Αναγνωστάκη)

 

Κι Ο ΜΟΤΣΑΡΤ, στη συλλογή ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ του Μίλτου Σαχτούρη:

Ο Μότσαρτ μ’ ένα μαύρο σκύλο τριγυρίζει τα καμένα σπίτια·

ψάχνει κει μέσα στην καφτή τέφρα  και  την καρβουνίλα.

Σε μερικές γωνιές δεν έχουν ακόμη σβήσει οι φωτιές… 

 

-ΠΑΡΑΞΕΝΟ  - λέει -  ΠΟΥΘΕΝΑ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΠΙΑ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥ…

  

ΣΥΝΕΧΕΙΑ με άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΜΙΛΤΟΥ  ΣΑΧΤΟΥΡΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945 – 1971, εκδόσεις Κέδρος



 

ΦΡΕΚΕΝ ΤΖΟΥΛΙ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Έρχεται έρημος με φωτιά ο Ιούλιος

να κάψει τις μοναχικές ψυχές μέσα στην πόλη

όλοι οι δολοφόνοι φύγαν για τις εξοχές

έμειναν τα ποδήλατα  οι ψύλλοι  και  οι σκύλοι

έμεινε η νονά μου

έμειναν τα ψωριάρικα ρολόγια  τα βρώμικα ποτήρια

τα τέρατα

 

εγώ με το αόρατο δροσερό ραβδί μου

ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ με το τριαντάφυλλο!..

 

 

Ο ΖΑΚΧΑΙΟΣ

Καλά σε φώναζαν:  Ζακχαίο!..

είπε ψηλά πέφτοντας από το δένδρο

κρατώντας μια κίτρινη σημαία:

 

ο μοτοσυκλετοποδηλατιστής

ο αιματοσυκλοποδηλατιστής

ο μοτοσυλλεκταποδοχοπωλητής

ο ματοκλαδοσκοπιστής

ο αιματοκλαδοκλειδοσκοπιστής

ο μοτοσυκλετοποδηλατοσκοπευτης

 

ο ληστής

 

ο αιμάσσων

 

ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Όταν ταξίδεψα στον Ουρανό

ποτέ μου δε συνάντησα τον αστροναύτη

συνάντησα όμως το Θεό

με τους χρωματιστούς αγγέλους

 

Το αστροναύτη πάντα τον πληρώνουν

ποτέ τους δεν πληρώνουν το Θεό

ούτε τους χρωματιστούς αγγέλους

 

κι όταν κι εγώ  στέλνω τον πανούργο   εισπράκτορά μου

 

πάντα γυρίζει άπρακτος

 [από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΥΕΟΣ 1971]

 

ΙΣΑΑΚ ΜΠΡΑΪΤΟΝ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη  ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Ανάλαφρα θροούσε  και ψιθύριζε

ο σκελετός  του Ισαάκ Μπράιτον

ήταν μια αμμουδιά γεμάτη αρμυρίκια

νάρκες και μηχανήματα εκρηκτικά·

ψηλά πάνω στους βράχους

πελώριοι αιωνόβιοι αετοί παραμιλούσαν

κι από την άλλη τη μεριά η θάλασσα

μ’ ένα μαύρο καράβι κομμένο στα δυο…

ξέχασα τον ασύρματο

τρυφερά τον δούλευε

ο Ισαάκ Μπράιτον   ο ασυρματιστής!..

 

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΑΠΟΓΕΜΑ

Εκείνο το πράσινο απόγεμα

ο θάνατος είχε βάλει στόχο την αυλή μου

απ’ το νεκρό μου το παράθυρο

με το βελούδινό μου μάτι

τον έβλεπα να τριγυρνάει

γύριζε και παράσταινε τον κουλουρτζή

γύριζε και παράσταινε τον λαχειοπώλη

και τα παιδιά τίποτα δεν υποπτεύονταν

έπαιζαν μα πιστόλια  και  τσιρίζαν

αυτός πάλι γύριζε  και πλησίαζε

και πάλι μάκραινε  και  έφευγε

ύστερα ξαναρχόταν

στο τέλος αγριεύτηκε    άρχισε να ουρλιάζει

έβαψε τα μάτια  και  τα νύχια του

φούσκωσε τα βυζιά του

άρχισε να μιλάει με ψιλή φωνή

έκανε σα γυναίκα…

 

τότε είναι που έφυγε οριστικά   ψιθρίζοντας:

 

-Δεν είχα τύχη σήμερα   αύριο θα ξανάρθω!..

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]

 

ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη  ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Καθόμουνα στο καφενείο  και  κοίταζα από τη βιτρίνα

μια γυναίκα δίχως χέρια προσπαθούσε

να κρύψει ένα τηλέφωνο στο στόμα της

το χοντρό κόκκινο πουλί που πάντοτε με καταδιώκει

πέταξε  γύρω – γύρω μου τρεις φορές

ύστερα στάθηκε στην πόρτα του καφενείου  και  μου φώναξε:

-Είσαι αφελής,  δεν ξέρεις τίποτε,   θα σε σκοτώσω!..

εγώ τότε βάλθηκα να τραγουδάω

για την άσπρη ζαχαρένια γυναίκα που πέθανε με τις καλογριές

 

ήτανε όλα τόσο άσχημα,  φριχτά

που άρχισα να γελάω

να γελάω   να γελάω

 

είδα και τον εαυτό μου να περνάει   έξω από τη βιτρίνα

 

ήταν απέραντα θλιμμένος  και  σκεφτικός!..

 

ΚΥΡΙΕ

-Κύριε,  είναι μεσημέρι  κι  ακόμα δεν ξυπνήσατε

-Κύριε,  δεν πήρατε το πρωινό σας

-Κύριε,  ήπιατε πολλούς καφέδες

-Κύριε,  ο ήλιος λάμπει,  αστράφτει  βρέχει  και  χιονίζει

-Κύριε,  ένα κόκκινο πουλί έχει κολλήσει στο παράθυρό σας

-Κύριε, μια μαύρη πεταλούδα φάνηκε πάνω στο στήθος σας

-Κύριε,  πώς τρέχετε με το ποδήλατο!..

-Κύριε,  είστε παγωμένος

-Κύριε,  έχετε πυρετό

 

-Κύριε,  είσαστε νεκρός;

 

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΜΟΥ

Δε σας γνωρίζω εφέτος

καημένα χελιδόνια μου

πετάτε άραγε όπως άλλοτε

ή μήπως σε ρόδες πάνω να κυλάτε

 

όμως το μάτι σας γιατί έτσι μεγάλωσε

τεράστιο

τεράστιο  και  πορφυρό

 

μονάχα ο ουρανός σας έχει απομείνει

μα να ’ναι για σας τώρα Ουρανός;

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]

 

ΕΜΕΙΝΕ

(από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη  ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)

Έμεινε

ξεκομμένος   στον Ουρανό

σ’ αυτή την τόσο μακρινή

πολυχρωμία

μ’ ένα μικρό ασπρόμαυρο γατάκι

σαν πουλί

και μια μαγάλη μαύρη πεταλούδα

σαν ομπρέλα

«Οι μεγάλοι σιδερένιοι δρόμοι

κάτω

τόσο πολύ πίκρα μας πότισαν

-κάθε τόσο τους άκουγαν να λένε –

τόσο πολύ πίκρα μας πότισαν

τόσο πολύ πίκρα μας πότισαν»

 

 Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Το μυαλό μου κουρασμένο

 

πώς έπεσα  και  τσακίστηκα

 

τώρα

με δεκανίκια

χρυσά τρίγωνα  χρυσά τετράγωνα

γύρω κρεμνάω

 

τώρα η άσπρη φίλη μου,   μαύρο φάντασμα

τώρα η μαύρη φίλη μου,  άσπρο φάντασμα

 

κι εκείνη που χάθηκε με τ’ ασημένιο καρφί   στον ποταμό

δεν ξέρω ποιος;   ο ήλιος  ή  το χιόνι;

 

δεν ξέρω ποια;   τα χελιδόνια  ή τα σπουργίτια

 

μετράω ολοένα μετράω

η μητέρα μου ολοένα κλαίει

μετράει η μητέρα μου ολοένα μετράει

[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]

 

ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΛΥΠΗΘΗΚΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝΕ ΠΑΙΔΙ

(… θα ’πρεπε να ’ταν σύννεφο  σαν κι αυτά που μέσα τους κρύβονται τα πουλιά  όταν φοβούνται…)

 Πάνω σο στρώμα το σώμα του περνούσε από φάσεις τρομαχτικές. Το ένα του πόδι λέπταινε σαν κλωστή,  ενώ το άλλο χόντραινε σαν κορμός δένδρου!..  Ένιωθε όμως την πυγμή του τρομερή  και  καθώς το κρεβάτι του ήταν πλάι στον τοίχο,  θα ’θελε μ’ ένα χτύπημα να τρυπήσει τον τοίχο  και  το χέρι του να περάσει στο διαμέρισμα το διπλανό!..  Πολλές φορές στο δρόμο,  καθώς περπατούσε,  αισθανόταν ξαφνικά να πυρακτώνεται όλο του το κορμί  και  στο τέλος θα τιναζότανε προς τα επάνω,  σα βολίδα.  (Και το ’θελε πολύ αυτό)   Όμως στο καφενείο καθόταν ήσυχος παίζοντας το κομπολόι  του,  έπινε τον καφέ του…   Νομίζω τον λέγαν Τζιάκο  ή  ΤΖακόπουλο  ή  κάτι τέτοιο…  [ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ Ι  και ΙΙ   από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ  1971 αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945 – 1971, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ]

Δευτέρα, 17 Ιουνίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ