Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024

ΕΤΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΠΟΤΕ

 (… Ω, μέγα, τόσο πυκνοκατοικημένο το Μηδέν από νεκρούς αγέννητους

Δώδεκα παρά πέντε.  Έκρηξη.

Δίνη από ψυχές λάθρα γλιστρά βουίζοντας στο ρήγμα…)

(Το όνειρο) 

 

Μαύρο τυφλό,  χωρίς σφυγμό.

Enter

 

Σπινθήρας νου.

 

Υδρόβιο.  Πουλί.  Θηλαστικό.

Μεγάλο,  τρομαγμένο τρωκτικό του χρόνου.

Save.  

 

Εγκατάσταση συγκάτοικου.

Όλων των προγραμμάτων.

Data

 

Έτος του Ποντικού.

Νύχτα

Άθροισμα των νυχτών απ’ την αρχή του χρόνου, 

Άπατη.

Χάος.

Και ψύχος συμπαγές

Κρεμάμενο απ’ το κέρας της σελήνης. 

 

Ωδίνες σχήμα θόλου, πορφυρό περίνεο,

Ω, μέγα, τόσο πυκνοκατοικημένο το Μηδέν

Από νεκρούς αγέννητους

Και διαρρηγνύεται.

 

Δώδεκα παρά πέντε.  Έκρηξη.

Δίνη από ψυχές λάθρα γλιστρά βουίζοντας στο ρήγμα.

 

Κι αίφνης,  σε μιλιρέμ μετρήσιμη,

Μια φοβερή αντίληψη,  το εγώ,  ενανθρωπίζομαι.   

 

(η ερμηνεία)

 

Είναι κακό,  είπε η θεία Αθανασία.

Τη σύλληψή σου είδες

Από την ίδια εσένα – Αμαρτία. 

 

Γι’ αυτό

Το επιτίμιο της ακοινωνησίας επισύρεις: 

 

Τηρώντας τα αρχαία έθιμα

Στον ίδιο τόπο μένεις,

Σε χαμηλό κάθισμα πένθους,

Μ’ ελάχιστη τροφή

Σώμα κειμένου,

Αρκούμενο και μόνο στα φαινόμενα. 

 

(το σχέδιο) 

 

(Ξέρω την αμαρτία μου,  η άνθρωπος:

Έτεκα   Ποίημα   Κάποτε

 

-Τόσο απλό, τόσο απλό το ανέφικτο –

Και δεν ηλικιώνεται για να πεθάνει 

 

Να ενσωματωθεί ξανά στο φως)

[24, ΤΡΙΤΗ ΣΥΜΕΩΝ ΘΑΥΜΑΤΟΣΤΟΡΕΙΤΟΥ, είναι το εισαγωγικό ποίημα στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 2005 και αμέσως μετά

 10, ΣΑΒΒΑΤΟ  ΜΗΝΑ ΚΑΛΛΙΚΕΛΑΔΟΥ, ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ… λοιπόν, θυμήθηκα,  ήτανε κι ο Θεός ένας από τους νεκρούς μου

31,  ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΤΑΧΥΟΣ,  ΑΠΕΛΛΟΥ… στον ύπνο μελετούσα τα κληροδοτημένα αρχεία, τ’ αδιάθετα: Τάφους ανέμων, θάλασσες αθησαύριστες  μ’ όλα τα λήμματα της λύπης… και

 6 ΠΕΜΠΤΗ  ΘΩΜΑ, ΕΡΩΤΗΙΔΟΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ… Κήπος νυχτερινός περνούσε,  αναδυόταν απ’ τα ύφαλα της μνήμης

Αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: 

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ  ΤΙΜΑΛΦΗ,  Μικρό Ανθολόγιο, εκδόσεις ΡΟΕΣ 2007]

 


10, ΣΑΒΒΑΤΟ  ΜΗΝΑ ΚΑΛΛΙΚΕΛΑΔΟΥ,  ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ

( από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 2005)

(το όνειρο)

 

(Ανάσκελα στον τάφο οι δικοί μου

μαζί με τις σκυτάλες τους.

Ανεπίδοτοι όλοι,  κλειστοί.

Με χαιρετούσε ο τελευταίος από το υποδιάστημα

Ψηφιακό σήμα

Επίμονο,

Που απομακρυνόταν  και  δυνάμωνε.

 

Λοιπόν,  θυμήθηκα,

Ήτανε κι ο Θεός ένας απ’ τους νεκρούς μου!..

 

Τότε, στο χάρτη φάνηκε στίγμα μαύρο

Μικρόβιο ποίημα

Ταράζοντας πάλι αχώρητη χώρα

Σιωπή,  την πλατυτέρα.

 

Κι είδα το γιο που δεν έχω

Χαρούμενο να παίζει με τον πατέρα που είχα.

Τα ποτέ χεράκια μέσα στα κάποτε χέρια.

Να τρέχουν κι οι δυο χωρίς πόδια.

Άηχα γέλια.

Το μη σώμα να ξεφεύγει από το σώμα που υπήρξε,

Και να συστρέφεται σε φθόγγους ο αέρας

Κι η άμμος να πτυχώνεται σε σκέψεις.

 

Μετά, σαν μπάλα,

Να τινάζεται ο πλανήτης και να χάνεται

Στη μαύρη τρύπα.

 

(η ερμηνεία)

 

Είναι αργά,  είπε ο Φύλακας,

Χτύπησε δώδεκα

Εδώ και τόσα χρόνια.

Έχεις κλειστεί απ’ έξω

Κι από μέσα.

Μπορείς να διαφύγεις μόνο προς τα κάτω.

Οι αποσκευές σου

Έχουν ήδη ταξιδέψει

Ασυνόδευτες.

Μακριά.

 

Τώρα, κι αυτές στ’ απολεσθέντα!..

 

(το σχέδιο)

 

Διαφεύγω προς τα πάνω, η πείσμων.

Μ’ άλλες αποσκευές,  πουλιών.

Δύναμαι εγώ γιατί,

Ολοκάθαρα θυμάμαι την προέλευσή μου:

Εγώ,

Βύζαξα σύννεφο

Άκουσα παραμύθια

Από μια γιαγιά αστροφεγγιά

Άνεμος με προστάτεψε.

Καπνός με διαπαιδαγωγεί ακόμα!..

 

31,  ΔΕΥΤΕΡΑ  ΣΤΑΧΥΟΣ,  ΑΠΕΛΛΟΥ

(το όνειρο)

 

(Αναδιφώντας

Πεύκα αρχαία με παραπομπές στο μύθο,

Περπατούσα

Στον ελαιώνα που δεν ήταν πια εδώ

Και, πάμφωτος, ανήκε ήδη στη γαλήνη του.

 

Στον ύπνο μελετούσα

Τα κληροδοτημένα αρχεία,  τ’ αδιάθετα:

Τόμους ανέμων,

Θάλασσες αθησαύριστες

Μ’ όλα τα λήμματα της λύπης.

 

Αιώνες έμεινα ως το πρωί,

Καθηλωμένη.

Επιτύμβια κι εγώ,

Ολόγλυφη

Από τον αμερόληπτο μαΐστρο,

Που ξεσήκωνε

Μια ταραχή εφήμερη

Εννοιών  και  συνωνύμων).

 

(Η ερμηνεία)

 

Βαθύς καημός που σε βαθαίνει,

Αναλφάβητη,

Είπε  ο Αρχειοθέτης.

Θαρρείς στα σκοτεινά πως μελετάς,

Δε συλλαμβάνεις τίποτα.

 

Σπατάλη λέξεων που σου δόθηκε –

 

Παραπλανήθηκες,

Ακολουθώντας τη ζωή σου

Που διέφευγε

Σε παρελθόντα άλλων,

 

Καθώς εσύ

Αλλού   Στο μέλλον κοίταζες·

Κι ανύποπτη,

Έκαιγες χρόνια.

 

(Το σχόλιο)

 

(Σε χρόνο άλλο καταφεύγω,

Το αδέσποτο,

Διωγμένο από παντού,

 

Ιχνηλατώντας μάταια,

Επιμένοντας.

 

Τι μου ξεφεύγει ολοένα

Άναρχο,  ατελεύτητο,

Στην πανταχού παρούσα

Μνήμη των απόντων)

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 2005   εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΑΛΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ ΤΙΜΑΛΦΗ, Μικρό Ανθολόγιο, εκδόσεις ΡΟΕΣ 2007]

 

6, ΠΕΜΠΤΗ  ΘΩΜΑ,  ΕΡΩΤΗΙΔΟΣ ΜΑΡΤΥΡΟΣ

( από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΔΙΠΛΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 2005)

(το όνειρο)

 

Κήπος νυχτερινός περνούσε,

Αναδυόταν απ’ τα ύφαλα της μνήμης.

 

Δύναμη ήθελα,  χρειαζόμουν οπαδούς.

 

Ε, σεις στο περιβόλι, είπα,

Ομήλικοι,

Συκιά βασιλική, μυρτιά στο ρέμα

Με το μαύρο σου κοτσύφι·

Άκληρε φοίνικα,  ευκάλυπτε με τη σιωπή

Ροδιά,  γαζία,  έφηβα κορίτσια,

Αιθεροβάμον,  ονειροπαρμένο  γιασεμάκι.

Ε,  συ πορτοκαλιά που απορροφάς το φως μου,

Αγιόκλημα που προχωράς τυλίγοντας το φράχτη

Εν αρώματι αγιότητος…

 

Στάθηκαν,  μου ξαναδόθηκαν.

 

Συντελεσμένη ομορφιά

Ως το χαμό της.

 

(η ερμηνεία)

 

Είμαι εσύ,  είπε ο Κύριος.

Τα γραφτά σου,  τα γραμμένα σου.

 

Καλλιεργείσαι

Εδώδιμη  και  φαρμακευτική

Σε όλη την ατονική

Κίτρινη κλίμακα της λύπης.

 

Παράγεις άνθη ανίδεα

Του ανείδωτου λευκού

Καρπούς μελίσαρκους

Κι άλλους στυφούς,  μελανοπύρηνες

 

Σκιές που κρύβουν τη δική σου μεγαλώνεις

Κι άφθονο πράσινο

Να επιστεγάσει τα έργα σου.

 

(Το σχόλιο)

 

Ο κήπος πάνω μου, είπα, η για πάντα θάλασσα.

Το ξέρω  κι  υπομένω

Καθώς ακρίδες,  σαλιγκάρια,  θρίπες,

Μελίγκρα ερμαφρόδιτη

Με νέμονται!..

 

και κάποια ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΣΑ Παυλίνας Παμπούδη

(… από μια συνέντευξη που δίνει η ποιήτρια στον εαυτό της…)

«Τότε, Παρασκευή ίσως  Μ’ έκοψαν πάλι,   Πρόχειρα, παιδί από χρόνο∙   Φιόγκο από μυαλό  Φόρεμα άλλο μέγεθος (…) Χεράκια παγωμένα με μολύβι  Έπρεπε γρήγορα να μεγαλώσω πάλι Δε χωρούσα στο χαρτί μου.  Έπρεπε να γυρίσω το χαρτί  Πίσω στο δέντρο (…) Έπρεπε   Ζωντανό  Να μοιραστώ στα φύλλα».   «Άρχισα, όπως και όλοι οι λαοί στην αυγή της ιστορίας τους με προφορική ποίηση (…) Μετά, τα πράγματα ακολούθησαν τη φυσική τους εξέλιξη. Ανακάλυψα τη φωτιά και κάηκα, μετά τον τροχό κι έπεσα από το ποδήλατο, μετά τη ζωγραφική και λερώθηκα, μετά τη μουσική και με έδειραν και, τέλος, τη γραφή και την ανάγνωση στις οποίες μπόρεσα να παραμείνω πιστή μέχρι σήμερα – εφόσον αυτές είναι οι μόνες μοναχικές ενασχολήσεις που ούτε κάνουν θόρυβο ούτε λερώνουν».

Παρασκευή, 7 Ιουνίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ