Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

 

(… το όνομά μου είναι ουρανός   ψυχή από χώμα

το όνομα μου είναι φωτιά  

μέσα σε όλες τις μουσικές  μέσα στις ζωγραφιές

και τα νυχτερινά ποιήματα

το όνομά μου είναι απουσία 

και  δεν προφέρεται στις ξένες γλώσσες αυτού του κόσμου…):

ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου

από προγόνους και μνήμες σκοτεινές

λάμψεις της αστραπής που σχηματίζουν λέξεις

ταξίδια μυστικά σε χώρες που ποτέ δεν γνώρισα

ένα ποτάμι στοιχειωμένο είναι το αίμα μου

μια μουσική

ένα μελλοντικό καράβι   πλησίστιο που περιπλανιέται

σε κατακόμβες φωτεινές του γαλαξία 

 

κάτι από μέσα μου   που είναι  και  δεν είναι εγώ

κάτι ελεύθερο

ταυτόχρονα απέραντο  και οδυνηρά συμπυκνωμένο

συνθέτει όνειρα

και μου κρατάει στην άβυσσο το χέρι

μου δίνει λέξεις

κι επιμένει να μιλήσω

για το απρόσιτο  και  το ανέκφραστο

 

ό,τι μπορούμε στο ελάχιστο να φανταστούμε

κάπου  στις πλήρεις διαστάσεις του υπάρχει

και είναι φως 

 

προφέρετε τις λέξεις απαλά

σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως

και  σταθερά

σαν μια μπουκιά ψωμί στα δόντια

ύστερα αφήστε τις να περιπλανηθούν στην ερημιά

για λίγο σ’ άγριες γειτονιές

κι εκεί που ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά στο χώμα

προφέρετε τις λέξεις απαλά

με τις δικές τους μουσικές  και  εικόνες

σαν να κρατάτε με τα χείλη μιαν αχτίδα φως

ή την ψυχή του ναυαγού

όταν μοναχική επιστρέφει στην πατρίδα

[ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ,  ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ  ΚΑΙ  ΟΔΥΝΗΡΑ ΣΥΜΠΥΚΩΜΕΝΟ  και  ΣΑΝ ΝΑ ΚΡΑΤΑΜΕ ΜΕ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΑΣ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ ΦΩΣ, τρία ποιήματα  από τη  συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998.

Τίτλος κι υπότιτλος  ανάρτησης  οι στίχοι από το ομότιτλο ποίημα:  ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

 κι άλλες επιλογές  από την ίδια συλλογή έτσι όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ, Επιλεγμένα Ποιήματα 1966-2017, εκδόσεις Ρώμη]

 

 


ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΕΞΑΙΣΙΟ ΑΡΩΜΑ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998)

γράφουμε για να μάθουμε

τη μουσική, το όνομα της τίγρης

το μυστικό εξαίσιο άρωμα

γράφουμε για να ζωγραφίσουμε

με λέξεις την ψυχή μας

να ανασύρουμε  ένα – ένα

τα αλλεπάλληλα καλύμματα

και κάποτε να φτάσουμε εκεί

όπου όλα τα ποιήματα του κόσμου

είναι πριν από την αρχή γραμμένα

κάποτε έκθαμβοι να οδηγηθούμε

στον λόγο που μας έδωσε πνοή

 

ΒΥΘΙΣΜΕΝΟΙ ΣΕ ΑΧΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΚΑΙ ΦΩΣ

μέσα σε πολύχρωμα αδιάβροχα  και  ζεστούς σκούφους

φορώντας τις μαγικές τους μπότες

βυθισμένοι σε αχνά χαμόγελα και φως

κάθε πρωί εισπνέουν στο νηπιαγωγείο της γειτονιάς

οι άγγελοι που δεν γνωρίσαμε

σαν μπόλιες απ’ τις τσέπες τους

στο χώμα απλώνουν όλα τα’ αστέρια τ’ ουρανού

μας δείχνουν τον θεό που δεν πιστέψαμε

σκορπίζουν στον αέρα θαύματα που δεν αξίζουμε

με μιαν ανάσα τους στηρίζουν την ετοιμόρροπη ζωή μας

 

ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ ΣΤΑ ΧΟΡΤΑ

την ώρα που ένιωθα ασφαλής

στην πέτρινη σιγή του κόσμου

άνοιξαν ξαφνικά οι μυστικοί κρουνοί το απομεσήμερο

και η αυλή πλημμύρισε κίτρινες πεταλούδες

γιορταστικά πολύφωτα

ιπτάμενα ίχνη του απρόσιτου που ενεδρεύει

την ώρα που ένιωθα ασφαλής

με ξύπνησε το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα

κι είδα μέσα στο φως να ξεπροβάλλει η τίγρη

 [από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998]

 

ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΜΟΥ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998)

αργά τη νύχτα γλίστρησε

από τις χαραμάδες των ματιών μου

και κάθισε κοντά μου το θηρίο

με πέλματα ένα σκοτεινό βελούδο

ήρθα για να σε πάρω,  μου ψιθύρισε.

και μη φοβάσαι το αίμα σου στα νύχια μου

και τη δική σου μυρωδιά στο χνώτο μου

μαζί θα ταξιδέψουμε πίσω από τον καθρέφτη

στη χώρα που δεν γνώρισαν οι λέξεις

μαζί σαν αντανάκλαση θα ξαναγεννηθούμε

 

ΝΟΣΤΑΛΓΗΣΑ ΤΟ ΑΠΡΟΣΙΤΟ

νοστάλγησα το πριν και το μετά

όσα ποτέ δεν γνώρισα

κι όσα ποτέ μου δεν ελπίζω να γνωρίσω

νοστάλγησα το απρόσιτο

αυτό που ξέρω ότι κάπου υπάρχει

αυτό που μέσα μου μονάζει  κι  ανασαίνει

θλιμμένα  και  χαρούμενα

και αντηχεί λυτρωτικά

νυχτερινή προφυλακή

εκείνου του δικού μου κόσμου

του άλλου

 

ΥΠΑΡΞΗ

ο θεατής είναι θεατής

το μάτι από την όχθη που παρατηρεί

ξέρει καλά,  κλαριά  και χώματα

δεν ξέρει το ποτάμι

το μάτι από την όχθη που παρατηρεί

δεν είναι το ποτάμι

από το άγνωστο στο άγνωστο

προορισμένος είναι ο άγνωστος να κατευθύνεται

στη χώρα που δεν έχει μονοπάτι

έως ότου το μάτι κάποτε

γίνει γερό.  κλαριά  και  χώματα

και στρόβιλος για τον βυθό

ακούσια, μυστικά  και  αναπόφευκτα

έως ότου γίνει κάποτε ποτάμι ο θεατής

 [από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998]

 

ΛΟΥΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ ΟΠΩΣ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ

(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998)

λουσμένη στα δεκαοχτώ σου χρόνια θα σε περιμένω

λουσμένη στην ομίχλη όπως το σαββατόβραδο

ένα όνειρο του φανοστάτη πάνω από τη θάλασσα

εκεί που ο δρόμος μόλις άρχισε

εκεί που κάνει η δίψα το αδύνατο ν’ ανθίσει

εκεί που η προσμονή θαμπά φωτίζει

χιλιάδες μυστικά  και  θαύματα

 

ΜΙΑ ΦΡΑΣΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΜΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ

τα φύλλα από το τίποτα όταν πρασινίζουν

ένα γέλιο που αστράφτει ξαφνικά σαν παρουσία

εκείνη η παλιά φωτογραφία που ξεθώριασε

να μας θυμάσαι

κάποια αποτύπωμα αχνό στη δεξιά σελίδα

μια φράση καθημερινή με τ’ όνομά σου

ένα κόκκινο μπαλόνι που ξεφεύγει και υψώνεται

να μας θυμάσαι

στους τοίχους μάταιες οι επικλήσεις

κι οι δρόμοι που οδηγούν,  που τέμνονται

με τις σκιές,  τα δένδρα τους,  τα τραπεζάκια στη γωνία

στο χώμα οι δρόμοι  στη φωτιά,   στον ουρανό

να μας θυμάσαι

 

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΧΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ, 1

σε είδα μεσημέρι στο όνειρό μου

μέσα στην άχνα από το βάθος της πλατείας

ν’ απλώνεις ρούχα σε ψηλό μπαλκόνι

κι έγειρα να σ’ αγγίξω όπως το φως

εκείνο το γαλάζιο φως στα μάτια σου

και ξαφνικά θυμήθηκα

πως δεν απλώνουν ρούχα στην πλατεία

και ξαφνικά θυμήθηκα

πως το μπαλκόνι αυτό πια δεν υπάρχει

κι είδα να εκτείνεται μπροστά μου ανεξερεύνητη

η χώρα όπου πηγάζει αυτό το φως

το φως από την απουσία που μας ενώνει

με μια υπόσχεση εκθαμβωτική

πέρα από το χρόνο  και  το θάνατο

μητέρα

 

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΧΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ, 2

σε είδα μεσημέρι στο όνειρό μου

μέσα στην άχνα από το βάθος της πλατείας

να ξεπροβάλλεις με το σκεφτικό σου βήμα

στα δάχτυλά σου αβέβαια κρατώντας τα παιδικά μου χρόνια

κι ήταν το μέτωπό σου μια σταγόνα φως

κι από τις άκρες των χειλιών σου

το χάδι σου με τύλιξε

όπως σε κείνη την παλιά φωτογραφία που χαμογελούσε

με θλίψη μακρινή  και  ανεπαίσθητη

ένας μακρόσυρτος σκοπός της Ιωνίας

για όσα χάθηκαν

και μας ορίζουν αμετάκλητα

πατέρα

 

ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΡΠΙΣΕ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ

 (… ποιος σκηνοθέτησε αυτή την αποτρόπαια κωμωδία…)

ποιος είναι πρωταγωνιστής και υποβολέας

ποιος χρονομέτρης

που παρακολουθεί με παγωμένα μάτια

τις λέξεις μας να εξοστρακίζονται στους τοίχους

ποιος σκόρπισε τον πόνο και τα θαύματα

και κρύβεται μεσα στο φως

από το τίποτα ποιος είναι ο ξένος

που ζητάει πίσω την ψυχή μου

 [από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998]

 

ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΑΝΑΔΥΕΤΑΙ ΤΟ ΦΩΣ

(…  και στον πυρήνα εγγράφεται του κόσμου  

ο απρόσιτος εκείνος κωδικός  

τις διαστάσεις που εμπεριέχει του χωροχρόνου… )

κανείς δεν γνώρισε τον ποταμό όταν κοχλάζει   φιδοσέρνεται και βραχνά σφυρίζει   σαν ατμομηχανή του κάτω κόσμου   κανείς δεν γνώρισε την έκρηξη   τα μυαλά σκορπισμένα στον νυχτερινό άνεμο   τα μάτια μου αερόστατα στον ουρανό   δαχτυλικά αποτυπώματα στην άσφαλτο   την ψυχή μου να δραπετεύει στη δική της διάσταση   κι αφού κανένας δεν με γνώρισε   και οι καθρέφτες το είδωλό μου παραμόρφωσαν   ίσως ποτέ να μη υπήρξα   κι  έτσι κανένας δεν μπορεί να με ξεχάσει   και  με τα λόγια αυτά   δεν χαιρετίζω  ούτε αποχαιρετώ κανένα   γράφω μονάχα από το τίποτα στο τίποτα   ένα τίποτα που είναι αδύνατον να διαβαστεί…   σαν ιχνογράφημα με συμπαθητική μελάνη   από το τίποτα συντίθεται και πάλι η γειτονιά   μεθυστικό φουντώνει το αγιόκλημα στους τοίχους   το ακέραιο χώμα διαρρηγνύει την άσφαλτο    και  εμφανίζονται αυλές και σπίτια,  το βήμα σου ακούγεται στις σκάλες αδιάψευστο, πατέρα  και  αχνοφέγγει το χαμόγελό σου   ενώ μας καταυγάζουν οι απίστευτοι, μητέρα   γαλαζοπράσινοι φεγγίτες των ματιών σου   όλα και πάλι από το  τίποτα αρχίζουν   σαν μην είχανε ποτέ τελειώσει   σαν να ’ταν πάντοτε αριστοτεχνικά κρυμμένα   μπροστά στα θαμπωμένα μάτια μας…   όταν το κάτι αυτό   το οτιδήποτε   για μένα θα τελειώσει   και πάλι εγώ στο τίποτα θα υπάρχω   θα είμαι εκείνο που τα μάτια σας θαμπώνει   το ύψιλον στα μυστικά,  στη νύχτα,  στην ψυχή   η απαλή καμπύλη στο αύριο   το χι στο χάδι  ή  στο χώμα της πατρίδας σας   όταν το κάτι αυτό   το μάταιο οτιδήποτε τελειώσει   στο τίποτα η αγάπη ξεχασμένη θα υπάρχει   θα σας αγγίζει απαλά   θα σας ζητάει χαμογελώντας το αδύνατο!.. [ΙΣΩΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΗΡΞΑ,  ex nihilo   ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΕΓΩ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΩ, τρία ποιήματα από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΧΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ 1998 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ επιλεγμένα ποιήματα 1966 – 2017]

Δευτέρα, 3 Ιουνίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΡΑΩ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΙΣΚΩ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ

  (… ο κάτοικος του υπογείου βλέπει κήπους και γελάει...)          Το μελαχρινό σου πρόσωπο ακουμπάει στο χώμα. Ο ουρανός πολλές φορές ε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ