Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Η ΜΝΗΜΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΖΕΙ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΑ

 (… τεχνολογία πρωτόγονα σοφή  που αυτόματα  λιχνίζει κάθε περιττό των οφθαλμών…)


Δε λένε ψέματα οι παλιές φωτογραφίες.

Ψεύτικος είναι ο πακτωλός τόσων χρωμάτων

Σήμερα

Που επί χάρτου υποδύονται μοιραίες διαφορές

Και τονικότητες   Για τους εύπιστους.

Το ουσιώδες το συνέλαβε η πρωτόγονα σοφή

Τεχνολογία του επέκεινα:

Μαύρο, λευκό  και  γκρι αρκούν

Με ακρίβεια

Να μεταφράσουν της ευφράδεια μιας   στιγμής.

 

Μαύρο πυκνό

(Δεν υπαινίσσεται απλώς –

Μπορεί μονότονα   Μα καθαρά να λέει το μάθημά του)

Γκρι αρκετό

(Σε όλα πάντα περισσεύει    ο δισταγμός, το ξέρουμε)

Και μόνο λίγες αστραπές του άσπρου

Ως να φωτίζεται

Μέσα σε δάση νοσταγίας η ατραπός

Που αργά  ή  γρήγορα  Κι εσύ  Θα περπατήσεις.

 

Τεχνολογία πρωτόγονα σοφή.  Που αυτόματα

Λιχνίζει κάθε περιττό των οφθαλμιών

Και ακέραιη

Φωτογραφίζει πριν ακόμα γεννηθεί

Τη μνήμη

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη 2008] 

 

 


 

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΚΕΨΗΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη  ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Τρεις ώρες τώρα προσπαθώ να κοιμηθώ.

Ζέστη Αυγούστου

Και ιδρώτας του μυαλού που ολόγυρα

Σαν τα κουνούπια οι σκέψεις    Το λογχίζουν.

Τι έπαθα;  Στο φως της μέρας

Σπάνια μ’ επισκέπτονται.  Και νιώθω βέβαια ευτυχής.

Ή για να γίνω πιο ακριβής:

Απαγορεύω τέτοιες επισκέψεις.  Αφού λαθραία

Έτσι και τύχει και τρυπώσει σκέψη, αργότερα

Η μια την άλλη προκαλεί,  ότι τάχαμου

Για λίγο μόνο, μια μικρή φιλοξενία – τα ξέρετε –

Οπότε ιδού,  μπουκάρουν καραβάνια ολόκληρα

Με βλέψεις μόνιμης μετοικεσίας

Οι συνειρμοί.  Να λείπει.

 

Κλείνω λοιπόν ερμητικά τα σύνορα – και τέρμα.

 

Γιατί δεν είμαι εγώ Αμερική.  Ούτε τα εδάφη μου

Μπορούν να θρέψουν τόσους μετανάστες.

 

 ΚΟΙΝΟΣ  ΚΑΙ  ΑΝΩΦΕΛΗΣ

Τρεις ώρες τώρα προσπαθώ να κοιμηθώ.

Ζέστη Αυγούστου

Μα επιπλέον σαν έμμονη   σκέψη ανώφελα κοινή

Μες στ’ αυτί στριγγλίζοντας

Ένα κουνούπι

Ανωφελές;   Κοινό;   Δεν γνωρίζω.

Επίμονο -  μην πω εμμανές.

Τι να ’κανα… Το ’διωξα οχτώ, δέκα φορές

Στο τέλος πλέον τω κρούοντι

Και τω αιτούντι   (αλίμονο· 

πώς αβαντάρει τους θρασείς   ως κι η θρησκεία της φύσης)

Είπα να ενδώσω.  Ελπίζοντας

Μ’ εθελουσία  αιμοδοσία πως θα εξαργύρωνα

Ρανίδες ύπνου.

Αφέθηκα.

 

Προσεδαφίστηκε απαλά

Στο ελικοδρόμιο του λοβού.  Κι όταν σηκώθηκε

Θα πρέπει να ’τανε

Τουλάχιστον μισό από το βάρος του

Δικό μου αίμα.

Ωραία εξαλλαγή:

Εγώ,  μισο εγώ ενός κώνωπα!..

 

Σχεδόν το διασκέδαζα.  Και πώς να κοιμηθώ

Κατόπιν τούτου.  Αφού το αίμα μου

Πρώτη φορά που απέκτησε φτερά

Και πάει σφυρίζοντας

Στα δυσθεώρητα ιλίγγου που αναντίρρητα

Τον είχε στερηθεί.  Σαν πούπουλο

Θα φύγει μεσ’ από τις γρίλιες για χιλιόμετρα

Όλη την πόλη να ρουφήξει απ’ τα ψηλά

Ως το ξημέρωμα.

 

Ως το ξημέρωμα

Τον είχα ολότελα ξεχάσει.  Μου τον θύμισε

Η αμελητέα φιγούρα του πλάι στο κρεβάτι:

Κοκαλωμένος ορειβάτης που έμεινε

Στο χιονισμένο απόκρημνο ενός τοίχου.

 

Ώστε αυτό ήτανε λοιπό,.

Τόσος αγώνας, τόσο αίμα

Τόση ένταση

Για να πετάξει μισό μέτρο παρακεί!..

 

Ανωφελής εντέλει  και  κοινότατος!..

 

Όχι μισός

Μα ολόκληρος εγώ, σας λέω!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003]  

 

 

Η ΜΥΓΑ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ  2003)

Μια μύγα πάνω στο χαρτί

Με τα φτερά κλειστά

Τώρα που γράφω.  Ανίδεη

Στη λέξη μύγα σα να καθρεφτίζεται.

Κοιτάει, μα πού να φανταστεί

Τι να ’ναι μύγα.  Μόνο ανησυχεί.

Τρίβει τις δυο κεραίες αμήχανα

Κάνει τρεκλίζοντας

Γελοίους βηματισμούς.

 

Δεν έχω δει ποτέ μου άλμπατρος

Όμως φαντάζομαι

Μεσ’ απ’ τη λέξη άλμπατρος

Πώς να ’ναι.

 

Και δεν τολμάω

Καραμπόλα παρομοιώσεων.

 

Ούτε υπαινίσσομαι

Ακραίους συσχετισμούς!.

 

 

Ο ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ

Αλήθεια λέει.

                                        

Ακούει στον ύπνο του υλακές

Προβάτων.  Και άλλοτε

Βλέπει το σκύλο του

Να ξημερώνει λύκος.

(Φτηνούς  αναγραμματισμούς

Σκαρφίζεται   Ο φόβος).

 

Λοιπόν,  φωνάζει.  Αλίμονο

Ποιος άλλος δε θα φώναζε

Αν συκοφάντης μύθος

Του έσφιγγε θηλιά;

 

Αλήθεια λέει.

 

Μην τον πιστεύετε!..

[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003]  

 

 

 

ΣΑΡΚΟΒΟΡΑ ΔΩΜΑΤΙΟΥ 

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Απ’ την αυλή   Ακούω το γάβγισμα

Του λύκου

Στα μαλακά του καναπέ

Την τίγρη

Γουργουρίζοντας.

Κι όπως βραδιάζει γρήγορα

Σαύρες κροκόδειλοι

Ως το ταβάνι αναρριχώνται

Σαμιαμίδια.

 

Γι’ αυτό χτυπάει

Συναγερμό

Στο στήθος   Το ταμ – ταμ:

Να θυμηθώ   Πως κάποτε

Τ’ αρχαίο τους αίμα

Μ’ ένα νέο βρυχηθμό

Θα μας ξεσκίσει.

 

Κούτσουρα έχει.  Ασ’ τη να καίει

Την τηλεόραση ως αργά

 

Και πριν προλάβουν

Να μας βρουν

Πάμε τρεχάτοι

Να κρυφτούμε

Στη σπηλιά   των σκεπασμάτων!..

 

ΣΤΟΜΑ ΣΤΟ ΜΑΣΤΟ

Λευκό σγουρό σκοτάδι όλο βελάσματα

Πίσω και πίσω από ραχούλες γενεών

Τυφλό το    στόμα στο μαστό

(Που ανάστροφα   Με πλημμυρίδα  ή  άμπωτη

Το ίδιο πάλι:   στο – μα – στο – μα – στο)

Αλλά ο μύθος θα δηλοί την αθωότητα

Καθώς το ρύγχος του θηρίου όπως φωτίζεται

Κόκκινο πάντα μες το βούρκο

Ασάλευτο

Εκεί θα υπήρχε απ’ την αρχή.

Έτσι φαντάζονται. 

 

Ο αμνός πώς να ’ξερε  αν είναι σαρκοβόρο;

 

Για το χορτάρι ωστόσο σαρκοβόρο είναι.

Ανήλεο λιανίζει κόκαλα δροσιάς

Και αμέριμνο

Αναχαράζοντας τις πράσινες κραυγές 

Του μακελειού του.

 

Α, το χορτάρι.  Το άχραντο.

Με κολλημένο το μικρό δικό του  στόμα στο μαστό

Κοίτα το μπήγει ρίζες νύχια

Όλο στραγγίζοντας

Και στραγγαλίζοντας πατάει   Επί χωμάτων.

 

Μην πας πιο κάτω.

Μα όσο αν πήγαινες

Γοερά – τι θύμα   τι νεογνό –

Θα τ’ άκουγες:

Στο στήθος κιόλας

Κρεμασμένα στο μαστό

Με θηλασμό

Αποστηθίζουνε   Τον φόνο.

 [από τη  συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003 ]

 

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΝΕΟΣ 

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Σαφώς μικρότερός μου  αλλά σεβάσμιος

Αφού το μέλλον που ατενίζει

Με το μάτι γελαστό

Ήδη το έζησα εν μέρει.  Το ανάλωσα

Μαζί μ’ εκείνον και τον τρόμο του επικείμενου

Να μπαινοβγαίνει ως κατοικίδιο

Στο σκοτάδι.

 

Πόσα μπορεί να οσμιστεί

Μια νεαρή φωτογραφία που ναρκισσεύεται;

Σας λέω ελάχιστα. Ούτε τη μύτη της δεν βλέπει

Όχι ένα ποίημα

Που να δακρύζει απάνω της

Σ’ εξήντα χρόνια δρόμο.

(Αλλά  σκεφτείτε το:

Αν είναι αλήθεια δυνατόν

Εξήντα χρόνια αργότερα να υπάρχουνε

Ακόμη δάκρυα  και  ποιήματα!..  Ε όχι)

Φωτογραφία στιγμής,  πώς επωμίσθηκε

Δεκαετίες ολόκληρες βλεμμάτων,  Κι αν διασώθηκε

Το γελαστό δικό του βλέμμα μιας στιγμής

Γιατί να υπέθετα

Πως ήταν σίγουρα για μένα;   Υπεκφυγή

Κι αμηχανία μπρος στη φάκα του φακού

Πιο σίγουρα   Στη φάκα   του φακόυ!..

 

Σαν ποίημα·

Που όλο γλιστράει

Στην άκρη των δακρύων.

 

 

ΜΟΡΣΙΜΟΝ

Όλο ευκρινέστερος   Όλο πυκνότερος

Ακούω τους χτύπους.

Κροτάλισμα μυδράλιου ψηλά οι αφύλαχτες

Στροφές του ύπνου  ή  άλλοτε

Ψιλο τακούνι βιαστικό

Πάνω στις πλάκες:

 

Τηλέγραφος

Που δε σηκώνει αντίρρηση.

Αυτό που λέει δεν το ξελέει.

Τελεία   Και   Παύλα!..

 

Με ροκανίζει ωστόσο η περιέργεια.

 

Τόσο ακριβή χτυπήματα

Σήματα μορς

Και τόσο επίμονα

Τι μήνυμα κρυφό

Να μεταφέρουν.

 

Σήματα, ναι!..  Αλλά  μ ο ρ ς;

 

Δεν ξέρω σήματα καθόλου.

Μόνο ελάχιστα  -  κι αυτά λειψά –

Λατινικά.

 

Που αχρείαστα…

 [από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003]

 

 

ΑΚΕΦΑΛΟ  και ΦΡΕΝΙΑΣΜΕΝΟ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ

(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003)

Να φτερουγάει το αίμα του

Πάνω στις πέτρες.

 

Ήμουν μικρός δεν ήξερα

Χωρίς τον ήχο πώς ακούγεται η οιμωγή

Χωρίς την όραση

Πώς καταργείται ακέραιο

Το σκοτάδι.

 

Πώς κικιρίκου

Εφιάλτης σε ξυπνάει μιαν αυγή

Χωρίς κεφάλι.

 

 

ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΠΕΤΟΥΝ   ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΜΕΝΟΥΝ

(…πτερόεντα είναι,  αφελή,  τι να σκεφτούν…)

Ο αναμάρτητος πρώτος βαλέτω.  Αυτός   Που δεν πέρασε ποτέ απ’ το νου   Πως τα πτερόεντα πετούν κουρνιάζουνε   Σαν τρομαγμένα πάνω στα γραπτά   Μήπως και βρούνε τρόπο κάπου να τρυπώσουνε   Να μείνουν όπως μένουν τα αιώνια όλα:  Στον αιώνα!..  Πτερόεντα είναι, αφελή, τι να σκεφτούν…  Όμως ετούτα εδώ τα αιώνια,   Δεν ξέρουνε   Για πόσο θάλλει μια αιωνιότης;   Και αγάλλονται   Τ’ ονοματάκι τους  χαράζοντας βαθιά   Στην πιο πολύτιμη   Άπεφθη   Λυδία των πάντων   Λήθη!..  Χτες διάβασα ξανά τα ποιήματά μου   Κι έμεινα   Πραγματικά ενεός!..  Κυρίως με κλόνισε   Η πλησμονή του έρωτα – Που απουσιάζει ολότελα.   Εγώ είμαι αυτός;   Που αν με ρωτούσαν, θα ΄λεγα   Πως θα ’πρεπε  λιγότερο προσωπικά να ’χα μιλήσει.   Ποια αισχυντηλή  Λογοκρισία χωρίς ντροπή αποφάσιζε   Μ’ άλλα φορέματα κάθε φορά   Να ντύνει τα γεγυμνωμένα  και  άλλαζε   Τον ρουν στην κοίτη;   Έμεινα!,,  Πραγματικά ενεός!..  Δεν ξέρω τι θ’ αποφανθούν  (αν,  όποτε…)  Οι αυθέντες  οι αυθεντικοί ετάζοντες   Καρδίες  και  όργανα λοιπά·  Ίσως προσάψουν ερεβώδη σαρκασμό   Τη μεταμφίεση του ελεγείου σε σάτιρα   Τη λέξη που διστάζει αμφίσημη   Σε σκοινί τρόμου – Ανάρμοστο   Να υποθέσω εδώ τι ενδέχεται  Να υποθέσουν άλλοι.   Το μόνο που με ανησυχεί  (καθόλου δε με ανησυχεί, αστειεύομαι)   Είναι που απ’ όσα έγραψα   Από εκεί μονάχα θα με νιώσουν.   Στίχος γνωστός, καβαφικός.   Και αξίωμα!..  Μα περισσότερο αντικλείδι για ν’ ανοίγουνε   Τα πιο ανοιχτά συρτάρια εξιχνιάζοντας   Φέρνοντας άνετα στο φως οι κρίνοντες   Τα φανερά.   Συνθήκες βίου προσωπικού,  Τους περιβάλλοντος,  της εποχής.   Πράξεις  και  Λόγια που έφυγαν   Μένουν για πάντα, ως φαίνεται·  να μας θυμίζουν.   Ποιες πράξεις απ’ τις τόσες άραγε.  ποια λόγια;   Το μόνο που μ’ ανησυχεί!..  Αλλά ίσως δεν αξίζει να καταβληθεί   Τόση φροντίς  και  τόσος κόπος να με μάθουν.   Δεν αστειεύομαι!..    [κι άλλες επιλογές  από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΛΗΘΗ 2003 συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ]

Παρασκευή, 28 Ιουνίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ