Κυριακή 23 Ιουνίου 2024

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΧΕΙ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΓΝΕΦΟ ΦΩΝΗ…

 

(… τάχα τις νύχτες τι κάνουν τα πουλιά…  Παύλος  ή  τα πουλιά…)

Παρήχηση του λάμδα  και  του πι.  Τα κύτταρα τους 5  ή  6. 

Όχι μονάχα που περνούσε απ’ το πλευρό του Παύλου μια φτερούγα πόνου 

και  βογκούσε  κι ονομάτιζε με την ανάσταση των ημερών του

πείνα τα πουλιά,  με την ηχώ των καθαρών  κι αγαπημένων του πραγμάτων: 

πέτρα,  χέρι,  χόρτο  και νερό.

Αλλά προπάντων που ύστερα εισχωρούσε πιο βαθιά στην αίσθηση,  αλαφρύς, 

εκεί που το όνειρο έχει μάτια  και  το σύγνεφο φωνή, 

που καλαηδάει ως το πρωί το δένδρο, 

ή  το μικρό γαλάζιο ψάρι ανακλαδίζεται ήσυχο στα δροσερά σεντόνια, 

δίχως πυρετό  και  παραισθήσεις.

 

Εν τέλει  τι είναι τα πουλιά; 

 

Ρωτούσε.  Και θυμόταν μια αναδίπλωση του μαύρου σε λευκό,

τη βούληση του ανείδωτου θεού να πλουτίσει τα δωμάτια των δένδρων  με κάτι ακόμα που δεν θάτανε καρποί.

Γιατί όλα τα πουλιά δεν είναι πράσινο,

 γεννούνε,  αλλάζουν θέση  ή  μεταφέρουν τη ζωή με τα μικρά τους όργανα σ’ άλλον τομέα

κι η φωνή τους μια σειρά σταλαματιές μες στην ακοή.

 

Μλι, τίου –τιού, τιρ –λιρ, τιρ.

Τάχα τις νύχτες τι κάνουν τα πουλιά;

 

Διπλώνουν τα φτερούγια τους στο μάτι,

γιατί οσμίζονται έναν κίντυνο που υπάρχει πριν να κοιμηθούν,

κι όταν ξυπνήσουν,  να ο ψηλός προστάτης ο ήλιος,

έτσι βγαίνοντας από τα σπάραχνα του απέναντι βουνού. 

 

Σγόρτσαρα – σγόρτσαρα.

Και τι στολίδι, θεέ μου!..

Εγώ τυφλός και  μάτια μου έχω τα πουλιά.

 

Του το είπα!..  Παύλε, μην αγγίζεις με τα χέρια σου την κόψη της φτερούγας – πού ν’ ακούσει!.. 

Παύλε, στα μάτια η λάμψη του κακού, παραμονεύοντας μες  απ’ τα στίφη των κλαδιών,

ωστόσο μίλησέ τους,

πέτρα  χέρι  χόρτο  και  νερό,

θα κυματίσει  ως τη φωλιά τους η φωνή,

πουλιά  και  Παύλος μέσα στην ηχώ,

θα σκύψουν  θα συγκατανέψουν,  μα την άνοιξη πάλι θα γεννηθούν,

εκεί που ο θάνατος ταιριάζει σ’ όποιον σπέρνει δόκανα στο δάσος.

Παύλε, που κοιμάσαι ανάσκελα μέσα σε πύρινα βουνά,

πόσο είσαι διάφανος,  όταν ξυπνάς με μια ζεστή καταχνιά πουλιών στη τσέπη σου

και πορεύεσαι γυρεύοντας ολοένα ποτάμια,

 να δροσίσεις το πόδι σου,  καμένο στον πόλεμο.

 

Παύλε,  γητευτή των πουλιών.

Παρήχηση του λάμδα  και  του πι!..

 

 [ΠΑΥΛΟ  ή  ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ   από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 – 1980

και άλλες επιλογές με αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965 – 1980  εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997] 

 

 


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΥΛΙ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Πίσω απ’ τον γήινο φράχτη, ανήσυχο βραδιάζει ένα βαθύ μάτι γυναίκας.  Και μέσα εκεί ουρανός,  φεγγάρι,  φύλλο,  μισοφέγγαρο,  καίγοντας με χρυσάφι μια άυπνη παρέα κλαδιά.

 

Αλλού σε μισοσκότεινη αίθουσα, η γυναίκα η άγνωστη στην αίσθηση,  κρατώντας την ομπρέλα μαύρη  για να προστατέψει το πουλί,  μνήμη και μάτι μυοσοτίδας.

 

Πουλί γλυκό. Να το πιστέψεις σ’ ό,τι σου λαλεί μέρα και νύχτα, Φιλομήλα κι ουρανό.  Λοιπόν γλυκιά γυναίκα, αρράγιστη,  κι όταν ακόμα σου φωνάζει απ’ το σκοτάδι του νερού, με το γαλάζιο του λαρύγγι μλι.

 

Ξάφνου σκιρτάει, ανέρχεται, χτενίζει με το ράμφος τα φτερά.

 

Και πάλι μάτια,  μάτια,  μάτια.   Μες στην ανάμνηση, στον ύπνο και ψηλά.  Καμπύλη σύμφωνη της ομορφιάς που νύχτσε κάπου κρυφά  και βιάζεται να φύγει.

 

Μονάχη!..

 

Η άγνωστη στην αίσθηση, φωνή και μάτι μυοσοτίδας.

 

Πουλιά,  πουλιά,  πουλιά!..  Περιστέρες  και  τρυγόνες.   Σπουργίτια  και κορυδαλλοί.   Κοτσύφια,  μπεγκανότα,  ορτύκια  και  φραγκόκοττες.  Και τρυποφράχτες.  Κι άλλα.

 

Ψηλά απ’ το γήινο φράχτη, ο άγραφος, μ’ ένα σγουρό της άνοιξης,  φεγγάρι,  φύλλο,  μισοφέγγαρο,  κλαδί,  ουρανός.  Κι απάνου η Φιλομήλα.

 

Νύχτα, στη γη του Πάσχα κείτομαι  και  με σκεπάζουν για να κοιμηθώ  φτερούγες  όνειρα  ή  πουλιά!..

 

Η ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Εκείνα τα λουλούδια σου   που είπες

θ’ ανθίσουν κάποτε

θα βγούνε από τους άμμους.

Οι μέρες τώρα λάμπουν ακίνητες

Οι ένδοξες μέρες λάμπουν

Σωροί από κόκαλα   σωροί αλυσίδες

Είναι ένα φως   μαύρο χορτάρι πάνω από τη θάλασσα

Μαύρα πουλιά μετακομίζουνε τον ουρανό

Οι αρμοί του τρίζουν

Αυτό το ακόντιο στο παράθυρο   η ματωμένη ασπίδα

Λάμπει ο παλιός καιρός

Οι ένδοξες μέρες λάμπουν

κι εσύ   γοργόνα ζωντανή

που βάφει τα νύχια της από κούραση κόκκινα.

 

ΣΟΥΝΙΟ, ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1965

Η θάλασσα στον ήλιο της

Πάνω ψηλά πάνω στις πέτρες

Η θάλασσα γεμάτη ελάσματα

Στεφανωμένη φως υπέρτερη

Δόξα πολέμων και νεκρών

Η θάλασσα στο φοβερό μισόφωτο

Μαύρη μες στα μνημεία.

 

ΙΣΤΟΡΙΑ, 1951

Τη φιλούσα στο πρόσωπο παραμιλώντας

Απορούσα που δεν είχε φτερά

Θάρθει ο ήλιος σε λίγο της έλεγα

Με τον ήλιο θαρθούνε πουλιά

Μια Πέμπτη πολύ πρωί

Την άκουγα που κρύωνε

Σ’ εκείνο το παραθαλάσσιο καφενείο

Φωνές απ’ την επίγεια κίνηση – η ζωή

Αυτό το ανυπολόγιστο μηδέν

Θα φύγουμε – όλοι φεύγουν της έλεγα

Χελιδόνια του αέρα γυρισμένα σε τύψεις

Κι είναι ακόμη Πέμπτη πρωί

Τη φιλούσα στα χέρια

Τη φιλούσα στο πρόσωπο παραμιλώντας

Ο ίσκιος μου χανόταν στον ίσκιο της

Η θάλασσα κατάπινε όλο το τοπίο.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

ΨΙΧΟΥΛΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Νυχτώνει η νύχτα κάθεται στο κάθισμα

Και στ’ άλλο κάθισμα η Μαρία

Θάρθουν οι φίλοι σου απ’ τη φυλακή

Θάρθει ο φαντάρος απ’ το γήπεδο

Θα ψάχνει να σε βρει φωνάζοντα

Σκοτάδι το κορμί που σούλαχε

Το πρόσωπο σκοτάδι

Η νύχτα νύχτωσε παντού

Ο Γιάννης είναι αμίλητος

Ο Πέτρος είναι αμίλητος

Μονάχη περπατάς στην κάμαρα

Φέτος ο χρόνος είναι κάτασπρος

Το χιόνι έθαψε τα Χριστούγεννα

Στο τέλος ήρθε ένα χαρτί

που ο Γιάννης εσκοτώθηκε

που ο Πέτρος τον εσκότωσαν

Η νύχτα  -  νύχτα  η κάμαρη   το κάθισμα

Μήτε ο φαντάρος απ’ το γήπεδο

Μονάχη περπατάς στον ουρανό

μαύρη Μαρία.

 

ΜΙΚΡΟ ΦΟΡΤΗΓΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ

Μια μέρα ο ξάδερφός μου ο Γιάννης φωτογράφος τότε που πολέμαγα Κοζάνη – Λάρισα δεν έλεγε να σταματήσει μήνες η βροχή  και  στο ξενοδοχείο όπως ανέβηκα τη σκάλα τρίζοντας

 

μέσα απ’ τα χόρτα της αυλής

εβγήκε με τα νυχτικά του αξούριστος

ο ξάδερφός μου ο Γιάννης

 

ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝ

Ο χρόνος είχε φάει το μισό από μένα.  Ο άλλος μισός ετοιμαζόμουν να χωθώ στο λάκκο μου,  όταν άνοιξες με δύναμη την πόρτα.  Φύγε, σου φώναξα,  δεν έφυγες.  Και το κακό ξανάρχισε ανάμεσα στους τενεκέδες  και τα σκουπίδια της νύχτας,

 

Έτσι ανεβήκαμε σκαλί – σκαλί τον ουρανό, λαμπερή και μαύρη όπως ήσουν.  Πολλές φορές κιντύνεψα  να γκρεμιστώ μα μούριχνες ένα σκοινί λο ερχόσουν ύστερα να μου σφουγγίσεις ματωμένο το πρόσωπο.  Στο μεταξύ κοιμόμουν κι ωστόσο καταλάβαινα   η φωτιά από τις άλλες εποχές σιγά – σιγά με ροκάνιζε.

 

Την άλλη μέρα ήμουν νεκρός  ή  έτσι ονειρευόμουν.  Εσύ μιλούσες ήσυχα, μα το εσωτερικό της κάμαρας κι απάνω η στέγη είχε γιομίσει  αέρα  κι από τα φώτα των περιστεριών – αναρίθμητα φτερουγίσματα.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

 

ΤΟ ΦΤΕΡΟ  

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 - 1980)

Νύχτα συναντηθήκαμε στη γέφυρα του παγωμένου ποταμιού,  κι  αέρας το κορμί της έτρεμε,  νόμιζες τώρα θα πετάξει.

 

Είπανε να ιδωθούν την άλλη μέρα,  όμως εκείνος δε θυμόταν πια το μέρος που θα την περίμενε,  στη μισοφώτιστη εκκλησιά  ή  στο ξέφωτο,  στο δάσος.

 

Μες το μυαλό του μοναχά συλλογιζόταν ένα σκουπιδότοπο.  τ’ απόγευμα ψιλόβρεχε καθώς περπάταγε αποφεύγοντας τα ξύλα  και  τα σύρματα που ξεχαστήκανε απ’ τον πόλεμο.

 

Τώρα κοιμόταν.

Και είδε, πως εκείνο το οικόπεδο δεν υπήρχε πια, όλα είχανε μεταμορφωθεί, χτίστηκαν σπίτια με κήπους τριγύρω,  το πράσινο,  το μπλε,  τ’ άσπρο  και  το μενεξελί τρεμόσβηναν από τη σιγανή βροχή  κι  ήταν ο τόπος που είχε γεννηθεί  κι απ’ το παράθυρο ένας άνθρωπος με πολύ κόκκινο πουκάμισο.  δια χειρός του έδειχνε,  πέρα μακριά στη γέφυρα,  γειτονεύοντας με τον αέρα, ένα μικρό μαύρο φτερό,  ένα μικρό μαύρο σημάδι.

 

Κι εκεί, είπε,  θα ήταν ο θάνατός του !..

 

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΝΟΥ

Κάθε νύχτα αφήνω τη Μαρία να κοιμηθεί νωρίτερα από μένα.

Ύστερα το ζωντανό της κορμί, τόνα μέρος μισοφωτισμένο απ’ το φεγγάρι,

καταποντίζεται στις σκιές που αφήνει το κορμί μου,

μπαίνοντας ανάμεσα στα όνειρά της και το φεγγάρι.

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960]

 

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, ΘΑΝΑΙ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΝΕΡΑ,  ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΠΟΤΑΜΙ…

(… έτσι είπε ο Φίλιππος…)

Είχε ένα πρόσωπο γεμάτο από χαραματιές.   Οι πέτρες στην κάτω μεριά λοξά βουλιαγμένες,  φύτρωνε λίγο χορτάρι.   Εκείνο το απομεσήμερο ανεβήκαμε στη μάντρα.   Σκύβοντας απ’ το χαμηλό μπαλκόνι η Φωτεινή η ξαδέρφη μου,   κοίταζε τ’ άσπρα πόδια μου,   έλεγε στο Φίλιππο,   κοίταξε τα πουλιά μου,   στη Ρωξάνη.   Ήτανε πολλά περιστέρια πετρωμένα στον τοίχο του σπιτιού.   Τι κάνει ο κόπος σου;   είπε στον άγνωστο ο πατέρας.   Τι κάνει ο κόπος σου Ρωξάνη,  στο ποτάμι;   Ο ήλιος εχρύσωσε το σκούρο ποτάμι.   Ακούστε,  είπε ο Φίλιππος,  ενύχτωσε,  δε θα προλάβουμε τη γιορτή.   Το μονοπάτι σέρνονταν αθέατο ανάμεσα στις φτέρες.   Κάτω στην όχθη φορτώνανε το φορτηγό με τα πυροτεχνήματα,   λαχάνιαζε η μηχανή του στους άμμους.   Η νύχτα ελόξευε  κι έφευγε το ποτάμι   καθαρό   μακρινό   διπλωμένο τη σκοτεινιά   του μεγάλου θεού!..  [ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΔΡΟΜΟΔΕΙΧΤΕΣ 1960 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ  1965 – 1980, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1997 ]

Κυριακή, 23 Ιουνίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ