Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

ΠΩΣ ΠΕΣΑΜΕ, ΣΥΝΤΡΟΦΕ, ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΛΑΓΟΥΜΙ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ…

 

(… ιστορισμένα παραμύθια στην καρδιά μας

σαν ασημένια σκούνα μπρος στο τέμπλο

μιας άλλης εκκλησιάς,  Ιούλιο στο νησί…)


Η μορφή της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού

γύροι των άστρων  κι ο άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη,

γερόντισσες με γιατροσόφια ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν

και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς ολόγυμνα στην αυλή.

 

Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας μαυρομαντιλούσας

χαμόγελο ανεξήγητο  και  βλέφαρα χαμηλωμένα  και  στήθος άσπρο σαν το γάλα

κι η πόρτα που άνοιξε  κι  ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος

πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο  σκουφί του.

 

Αυτά τα πρόσωπα  κι  αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθούσαν

καθώς ξετύλιγες το νήμα στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα

κι όταν ακόμη αρμενίζοντας δευτερόπριμα κοίταζες το λάκκο των κυμάτων·

 σ’ όλες τις θάλασσες,  σ’ όλους τους κόρφους

ήταν μαζί σου  κι ήταν η δύσκολη ζωή  κι ήταν η χαρά.

 

Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω,

γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες,  γιατί σε τρύπησαν με τη λόγχη,

γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από τη γυναίκα

που κοίταζε στυλώνοντας τα μάτια  και δεν ήξερε καθόλου να μιλήσει,

γιατί σου στέρησαν το φως  το πέλαγο   το ψωμί.

 

Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου;

Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της δικής μου τα γραμμένα,

ποτές μας δεν πουλήσαμε  μήτε αγοράσαμε τέτοια πραμάτεια·

ποιος είναι εκείνος που προστάζει  και  σκοτώνει πίσω από μας;

 

 Άφησε μη ρωτάς·  τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνι

γυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα  κι  έχουν τα μάτια δεμένα,

άφησε μη ρωτάς, περίμενε·  το αίμα, το αίμα

ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Αι-Γιάννη το καβαλάρη

για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.

 [Η ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β  Πρώτη έκδοση 1944




 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:   Τα ποιήματα που περιέχονται στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  και Β   συνιστούν ένα

«παγερό προαίσθημα νέου παράλογου αιματοκυλίσματος, σε καιρούς που μια αμείλικτη μηχανή ξεκίνησε κάπου στην Ευρώπη και ενώ στην Ελλάδα κυβερνούν άνθρωποι μέτριοι» (M. Vitti).

«Ο κακός χειρισμός των ελληνικών υποθέσεων την περίοδο αυτή, οι δυσκολίες της δουλειάς του, ο καημός του εξόριστου και η αγωνία για την Ελλάδα χρωματίζουν τις αντιδράσεις του και τον κάνουν πιο ανυπόμονο με το περιβάλλον του, είτε πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα είτε για τις χώρες στις οποίες βρίσκεται» (Κ. Κρίκου-Davis).

Σ' αυτά τα θέματα αναφέρονται τα ποιήματα της συλλογής  «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'»,  μιας συλλογής στην οποία αποτυπώνεται, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη, η ευαισθησία του μεγάλου μας νομπελίστα ποιητή. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

Από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β αποδελτιώνονται  εδώ τα ποιήματα:

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ ’41,  Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια…

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ,  Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα  και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια… 

KERK STR. OOST, PRETORIA, TRANSVAAL,  Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας…

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ,  Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υακίνθους…

ΤΡΙΖΟΝΙΑ,  Το σπίτι γέμισε τριζόνια…   και

ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ,  Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωράμε…  (καθώς…)  είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια  γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανια…

 

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ ’41

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Β  1944)

Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια

κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του

κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου

μες στο σκοτάδι της καρδιάς – τρεις φίλοι

 

Ποιος θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;

Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας

με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια

σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·

πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο

,ε το παλιό·  με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας

λαβωμένο·  το ήρεμο νησί,  το δυνατό νησί,  το αθώο.

Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά

και σαν ξεριζωμένες ρίζες.

                                           Η δίψα μας

ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος

στη σκοτεινή πόρτα του Ηλιου

δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε:  φυλάγευαι

ξενιτεμένη εδώ τριγύρω

κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα

και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.

 

Κύριε, όχι μ’ αυτούς.  Γνώρισα

τη φωνή των παιδιών την αυγή

πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας

χαρούμενα σαν μέλισσες  και  σαν

τις πεταλούδες, με τόσα χρώματα.

Κύριε,  όχι μ’ αυτούς, η φωνή τους

δε βγαίνει  καν από το στόμα τους.

Στέκεται εκεί κολλημένη σε κίτρινα δόντια.

 

Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας

μ’ ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα.

Κύριε, δεν ξέρουνε πως είμαστε

ό,τι μπορούμε να είμαστε

γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα

που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές,

όχι άλλες,  τούτες τις πλαγιές κοντά μας·

πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν’ ανασάνουμε

με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί

που βρίσκει τ’ ακρογιάλι ταξιδεύοντας

στα χάσματα της μνήμης –

 

Κύριε, όχι μ’ αυτούς.  Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου!..

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β  1944]

 

KERK STR. OOST, PRETORIA, TRANSVAAL

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Β  1944)

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας

ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.

Αδιάφορο όλα τ’ άλλα,  κι  αυτό

το Βενουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς

του πύργους  και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια

ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο.

Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας

γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια.

Στο τέλος του δρόμου μας περίμενε

δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του

ο ασημένιος φασιανός της Κίνας

ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος,  όπως τον λένε!..

 

Και να σκεφτείς πως ξεκινήσαμε αποχαιρετώντας

με την καρδιά γεμάτη σκάγια

τον Ονοκρόταλο  τον Πελεκάνο – αυτόν

που είχε ένα ύφος τσαλαπατημένου πρωθυπουργού

στο ζωολογικό κήπο του Καϊρου.

 

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ 

(… το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η ΑΓΑΠΗ  έπειτα έρχεται το αίμα  κι η δίψα για το αίμα…)  

Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·

πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους.

Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών·

γι’ αυτό σωπαίνουν

ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν

παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων.

 

Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω

κι α φωνάξω —

Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή

σηκώνοντας ένα χεράκι μαβιού μωρού της Αραβίας

ή ακόμη τα πατήματα μιας χήνας στον αέρα.

 

Είναι βαρύ και δύσκολο, δε μου φτάνουν οι ζωντανοί·

πρώτα γιατί δε μιλούν, κι ύστερα

γιατί πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς

για να μπορέσω να προχωρήσω παρακάτω.

Αλλιώς δε γίνεται, μόλις με πάρει ο ύπνος

οι σύντροφοι κόβουνε τους ασημένιους σπάγκους

και το φλασκί των ανέμων αδειάζει.

Το γεμίζω κι αδειάζει, το γεμίζω κι αδειάζει·

ξυπνώ

σαν το χρυσόψαρο κολυμπώντας

μέσα στα χάσματα της αστραπής,

κι ο αγέρας κι ο κατακλυσμός και τ’ ανθρώπινα σώματα,

κι οι αγάπανθοι καρφωμένοι σαν τις σαΐτες της μοίρας

στην αξεδίψαστη γης

συγκλονισμένοι από σπασμωδικά νοήματα,

θα ’λεγες είναι φορτωμένοι σ’ ένα παμπάλαιο κάρο

κατρακυλώντας σε χαλασμένους δρόμους, σε παλιά καλντερίμια,

οι αγάπανθοι τ’ ασφοδίλια των νέγρων:

Πώς να τη μάθω ετούτη τη θρησκεία;

 

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι η αγάπη

έπειτα έρχεται το αίμα

κι η δίψα για το αίμα

που την κεντρίζει

το σπέρμα του κορμιού καθώς τ’ αλάτι.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο θεός είναι το μακρινό ταξίδι·

εκείνο το σπίτι περιμένει

μ’ ένα γαλάζιο καπνό

μ’ ένα σκυλί γερασμένο

περιμένοντας για να ξεψυχήσει το γυρισμό.

Μα πρέπει να μ’ αρμηνέψουν οι πεθαμένοι·

είναι οι αγάπανθοι που τους κρατούν αμίλητους,

όπως τα βάθη της θάλασσας ή το νερό μες στο ποτήρι.

Κι οι σύντροφοι μένουν στα παλάτια της Κίρκης·

ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπήνωρ!

Ή, δεν τους βλέπεις;

—«Βοηθήστε μας!»—

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.

 [από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β  1944]

 

ΤΡΙΖΟΝΙΑ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Β  1944)

Το σπίτι γέμισε τριζόνια

χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια

λαχανιασμένα.  Και τα χρόνια

 

που ζούμε σαν αυτά χτυπούν

καθώς οι δίκαιοι σιωπούν

σα να μην είχαν τι να πουν.

 

Κάποτε τ’ άκουσα στο Πήλιο

να σκάβουνε γοργά ένα σπήλαιο

μέσα στη νύχτα.  Αλλά το φύλλο

 

της μοίρας τώρα να γυρίσουμε

και μας γνωρίσατε  και  σας γνωρίσαμε

από τους υπερβόρειους ίσαμε

 

τους νέγρους του ισημερινού

που έχουνε σώμα χωρίς νου

και που φωνάζουν σαν πονούν.

 

Κι εγώ πονώ  κι  εσείς πονείτε

μα δε φωνάζουμε  και  μήτε

καν ψιθυρίζουμε,  γιατί

 

η μηχανή είναι βιαστική

στη φρίκη και στην καταφρόνια

στο θάνατο  και στη ζωή,

 

το σπίτι γέμισε τριζόνια!..

 

ΚΙ ΟΜΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΜΕ ΠΩΣ ΠΡΟΣΩΡΟΥΜΕ

(… κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά…)

Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι   μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,   όταν ο λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά    Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε  κατά πού προχωρούμε,   όχι καθώς ο πόνος μας  το θέλει  και  τα πεινασμένα παιδιά μας   και  το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό·   μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,   το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι·   αλλά με κάποιον άλλο τρόπο,  μπορεί να θέλω να πω καθώς   το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική  και  ήτανε κάποτε θεός  κι  έπειτα γένηκε δρόμος  και  δωρητής  και  δικαστής  και  δέλτα·   που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,   κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα,  το ίδιο στρώμα  και το ίδιο Σημείο,   ο ίδιος προσανατολισμός.   Δε θέλω τίποτα άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.   Γιατί  και το τραγούδι το φορτώσαμε  με τόσες μουσικές  που σιγά – σιγά βουλιάζει  και  την τέχνη μας την στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της   και  είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά!..   Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος  δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε   γι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ,  τούτες τις μέρες,  το μεγάλο ποτάμι   αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα  και  σε χόρτα   και ζωντανά που βόσκουν  και  ξεδιψούν  κι  ανθρώπους  που σπέρνουν  και  που θερίζουν   και σε μεγάλους τάφους ακόμη  και μικρές κατοικίες των νεκρών.   Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του  και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων   κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια – πέρα  χωρίς το φόβο μες την καρδιά τους,   χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα  ή  έστω και για τα μεγάλα·   όταν κοιτάζουν  ίσια – πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα,   όχι όπως εμείς,  την άλλη μέρα,  κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,   πίσω από τα καφασωτά,  το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα,  να μεγαλώνει  και να μικραίνει·   αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε,  κι  εμείς,  το σχήμα του πόθου μας  και  της καρδιάς μας,   στη στάλα του μεσημεριού,  εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει  και  που μας πλάθει,   πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή  κι έγινε σκόνη  και  βούλιαξε μέσα στην άμμο   αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο  το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς!..     [ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β  πρώτη έκδοση 1944]

Κυριακή, 23 Ιουνίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ