(… τρέχοντας και φωνάζοντας δυνατά τ’ όνομά σου - και φωτίζεται ο τόπος από τις τύψεις σου...)
Πολλά λέγονται για την ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ.
Αλλά θα είναι μια στιγμή που σκύβεις να με σηκώσεις χώμα από το δρόμο. Ήδη, ακούγεται ο χρόνος – ο χρόνος σιδερένια
βέργα στην πλάτη. Ένας εργάτης τρώει
στην αυλή του εργοστασίου. Ο καπνός του
σκουραίνει λίγο το προφίλ – πρέπει να είναι μεσημέρι - Τότε η απέναντι πολυκατοικία θα γίνει
σκόνη. Όπως τρέχουμε, σπάμε τις καλαμιές
– αν υπήρχαν - Μια μουσική ερπετών, μια
κίτρινη μουσική μας σκεπάζει. Σαν
καρπούζι θα σπάσει ο ουρανός στη γη
και οι μαύροι σπόροι (οι άγγελοι)
θα χυθούν πάνω μας με χάλκινες φωνές, με γυμνά χέρια.
Το σενάριο τελειώνει όπως σε όλες τις ερωτικές ιστορίες: τρέχοντας
και φωνάζοντας με καμένο πρόσωπο
– το μακιγιάζ είναι πειστικό – σε ψάχνω.
Ο σκηνοθέτης δίνει τις τελευταίες οδηγίες και σε
καδράρει πάνω σ’ ένα κύμα ή ράχη αμφίβιου ζώου. Με βλέπεις.
Η τελευταία κραυγή και τέλος.
ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ ΘΑΝΑΤΟΥ
Γράφοντας μ’ αυτό το στυλό διαρκείας, μακρύ ποίημα, ίδιο πουκάμισο φιδιού
που μένει μες τις πέτρες και
ξεραίνεται. Το ζωντανό σώμα τινάζεται
στον ουρανό, παίρνοντας και λίγο χόρτο μαζί. Έτσι,
και τα ρούχα σου άδεια κάνουν προσπάθειες να περπατήσουν, να
μιλήσουν και μένουν ένας μικρός λόφος στο πάτωμα. Γύρω και πάνω μαζεύεται σκόνη και λόγια. Την άλλη μέρα τα τινάζεις, τα φοράς και βγαίνεις έξω. Κάτι μένει στο
δέρμα – μ’ ένα μπάνιο θα φύγουν τα υπολείμματα - Τα παπούτσια, που όλοι τα θέλουν σιωπηλά, τα
δικά σου παπούτσια νούμερο σαράντα δύο γαβγίζουν τους περαστικούς και
δαγκώνουν από μέσα τα πόδια σου.
Όμως περπατάς – έστω με δυσκολία -
περπατάς τη ζωή μήκους δύο μέτρα και κάτι. Εκεί μέσα είναι όλα. Κινηματογράφος, ένα θέατρο τσέπης και
μια μονότονη μουσική – τη φαντάζεσαι μαγική και
κάθε φορά διαφορετική - Ακόμα
φαντάζεσαι ένα πυκνό δάσος ή μια θάλασσα μαγνήτη· σε τραβάει
και χαλάει ο μηχανισμός και
παραπατάς. Πιάνεσαι απ’ όπου
βρεις: σύρματα, σύννεφα, ανθρώπους,
χώματα, καλώδια, τηλέφωνα – και πέφτεις, πέφτεις φαρδιά πλατιά στον εαυτό
σου. Στην αρχή τρομάζεις, μετά
συνηθίζεις. Το μόνο που θυμάσαι τ’ όνομά
σου. Φωνάζεις τ’ όνομά σου δυνατά και
φωτίζεται ο τόπος από τις τύψεις σου.
Φωνάζεις με το μικρό σου όνομα τον Οκτώβριο.
[Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ και ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, από τη συλλογή του
Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ με Σκοτεινό
Θάλαμο, Επόπτη Εργασίας,
Τα Παπούτσια ή Χριστουγεννιάτικο διήγημα,
Το Φαρμακείο,
Το ξύρισμα είναι πέντε απλές
κινήσεις,
Το Τιμώμενο Πρόσωπο, η
Καρυδιά,
Ο Ηλεκτρολόγο του Ποιήματος,
Άνδρας με βιολί, με τιράντες, με
κίτρινο σκύλο,
Γυναίκα με φακίδες, με μαλλιά, με
σιδερένια χτένα,
Οι φύλακες των αρχαιολογικών χώρων,
Στην Πράγα, Ψυχοσάββατο
και ΕΠΙΜΥΘΙΟ, πιο πίσω εκεί στα χαμηλά
ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΑΛΛΑ Η ΣΧΑΡΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΑ ΣΥΓΚΡΑΤΕΙ!..
Όλα αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΘΑΛΑΜΟΣ
(κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Είμαι σε τυφλό
διάδρομο. Μπροστά τρέχει ένα αρνί (τι άλλο θα δούμε σ’ αυτήν τη ζωή). Ψάχνω το δωμάτιο μου. Ξαφνικά ανοίγει μια
πόρτα. Ένα χέρι με αρπάζει και με
τραβάει μέσα στα θερμά σκοτάδια. Όπου
θάμνοι, όπου μουσική – σαν να ακονίζουνε
μαχαίρι πάνω σε πέτρα και μια φωνή στο βάθος να βγάζει σπίθες - Το στόρι χαλασμένο. Από τα ανοίγματα μπαίνει η περασμένη
Παρασκευή, λάσπες και χώματα.
Λοιπόν, το χέρι με τραβάει εκεί
που σας έλεγα. Έπλεκες ένα κασκόλ. Κάθισα σε μια γωνιά και
προσπαθούσα να εμφανίσω παλιές φωτογραφίες και
συζητήσεις. Λοιπόν, θα ζήσουμε
όλα τα χρόνια σ’ αυτό το εξοχικό δωμάτιο – τα χώματα έξω θα σκεπάζουν το σπίτι
–
με γλάστρες με πουλιά χωρίς
μιλιά
Χρόνια πολλά!..
Ο ΕΠΟΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
«Έβλεπα και
ήμουνα στο δωμάτιο. Μια μεγάλη τζαμαρία στραπατσαρισμένη. Τα ανοίγματα μπουκωμένα με εφημερίδες. Έκανε
κρύο. Στην πόρτα ένας κύριος σαν
πλούσιος με τα δυο παιδάκια του μας χαμογελούσε. Εμείς στο κρεβάτι φιλιόμαστε. Ο ζωγράφος ήθελε να μπει από τη σκεπή. Προσπαθούσα να σου βγάλω το μπλε
σορτσάκι. Μάλλον έβρεχε μέσα» Μ’ ένα ελαφρό σκούντημα ο επόπτης εργασίας
μου έδειξε την πρέσα της πόλης που είχε μαγκώσει το χέρι μου. Το τράβηξα εγκαίρως. Έδεσα το μπλε μαντίλι στο λαιμό για την
περίπτωση του ιδρώτα και συνέχισα αμίλητος την εργασία. Έξω το ίδιο εργοτάξιο δούλευε πυρετωδώς.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ή
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Δένεις τα κορδόνια –
έχεις αποσυνδέσει προηγουμένως τον ύπνο
και λες: είμαι στην πραγματικότητα -
Κάνεις ένα διασκελισμό πάνω από τη χθεσινή μέρα και
είσαι στο σήμερα. Περπατάς
τυλιγμένος στο δέρμα και τις φλέβες σου. Απωθείς τον αέρα, κλωτσάς τα κομμάτια της
ζωής σου (να δούμε στο τέλος τι θα σου μείνει)
φεύγεις για τα ίδια μέρη. Χάνεσαι μέσα στους καπνούς. Τώρα κατεβαίνεις την ξύλινη σκάλα σαν
κουτσός. Κοιτάς τα καινούργια σου
παπούτσια και σκέπτεσαι τα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του
Παπαδιαμάντη. Σε υπακούουν
καλογυμνασμένοι πάνθηρες και πας όπου θέλεις. Φαντάσου να τρελαθούν, να πετάξουν τα
τακούνια, τις σόλες, να σπάσουν τα κορδόνια, να τινάξουν τα νύχια τους και να
σε πάνε μαζί με τ’ άλλα αγρίμια. Δε θα
συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Θα παλιώσουν
σιγά – σιγά με το πέλμα σου. Με την
τριβή θα αναπτυχθεί μεγάλη αγάπη. Στο
τέλος, θα τα πατήσεις στο πίσω μέρος και θα σέρνονται μαζί σου στο σπίτι.
ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΙΟ
Είμαι ευτυχισμένος
όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο με τις
πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως.
Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων
και λέξεων – εκτελώ πολλές φορές
ανύπαρκτες συνταγές – όμως δουλεύω με συνέπεια
και υπομονή υποδειγματική. Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς. Περιμένω ν’ ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το
κουδουνάκι, να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την
είσοδο και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως
ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές – προηγούμενες κι επόμενες - και
χάνω για λίγο την ισορροπία μου.
Τη βρίσκω αμέσως. Αρχίζω να
παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω!.. Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΤΟ ΞΥΡΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΝΤΕ
ΑΠΛΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Χρειάζεται λίγη
προσπάθεια να κοιτάξεις τον καθρέφτη στα μάτια.
Ή αν θέλεις γίνεται κοιτώντας τον
τοίχο – έχεις συνηθίσει πια - και
ακούγοντας τα βήματα των πλαϊνών, που πηγαίνουν από την κουζίνα στο σαλόνι και
μέχρι την πόρτα. Η πρώτη ξυραφιά
στο αριστερό μάγουλο να φύγουν τα ξένα λόγια
και το χώμα από το χθεσινό
ύπνο. Η δεύτερη στο δεξιό πνίγοντας
στους αφρούς την παιδική σου ηλικία. Η Τρίτη
στο υποτιθέμενο μουστάκι (με προσοχή μην κόψεις την αναπνοή). Η τέταρτη γύρω στο πηγούνι, εκεί συνήθως σκαλώνουν τα αυγά των
φιλιών και θέλει καλό ξύρισμα. Αν μείνει τίποτα, θυμάσαι χρόνια ένα
συγκεκριμένο πρόσωπο και ξεχνάς τη ζωή
και το σκύλο σου. Η πέμπτη και κυριότερη στην περιοχή του
λαιμού (ναρκοθετημένη περιοχή) με σκιές
δένδρων, σημάδια, λίμνες,
υδρόβια ζωή, πουλιά - πολλά πουλιά χωρίς όνομα – τουφεκιές. Φτερά πέφτουν αργά σους ώμους. Το φανελάκι χιονισμένο. Θέλω να κόψω το λαιμό μου – θέλω να κόψω το
λαιμό μου!.. Με μια καλοζυγισμένη κίνηση τα σβήνεις όλα. Με το που τελειώνεις αρχίζουν να φυτρώνουν τα
ίδια πάλι – δυνατά και αγέρωχα!..
ΤΟ ΤΙΜΩΜΕΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Όταν γλιστράει το
πόδι σου στη σαγιονάρα με ιδρώτα, με χώμα
και λέω: τώρα θα πέσω στη μέση
του καλοκαιριού και θα γίνω ρεζίλι των σκυλιών που με
παραμονεύουν. Δε ξεχνάω, είμαι στον πόλεμο, άοπλος, μόνο με τα τσιγάρα μου. Τότε θυμάμαι το πρόσωπο που έβλεπα παιδάκι
πίσω από την ντουλάπα ή σε παλιές
φωτογραφίες στο βάθος να κοιτάζει τον έξω κόσμο ή αυτό που λέμε τον άγγελό μας. Πίνοντας νερό
και περνώντας χρόνια γέμισα ελιές
και σημάδια. Γνώρισα το λευκό
χαρτί, τα λευκά σεντόνια, τα βράχια του μαξιλαριού σου, την άμμο του κλειστού
δωματίου. Όμως πηγαίνοντας πάλι στους ανθρώπους με χαλασμένο ρολόι – η θερμοκρασία
του περιβάλλοντος εκρηκτική καθώς τα πολιτικά στοιχήματα δίνουν και παίρνουν –
τον βλέπω με μαύρο κουστούμι και αλλάζοντας πρόσωπα να βγάζει τα φτερά και τα
παπούτσια του, δίνοντάς τα σ’ έναν άγνωστο.
Τον δείχνω με κομμένο χέρι και βραδιάζει!..
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
Η ΚΑΡΥΔΙΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Απέναντι θεόρατη η
καρυδιά μυρίζει τον αέρα. Καμπουριάζει
στον ουρανό, κοιμάται, ξυπνάει. Τινάζει
αυτιά, τινάζει μάτια και με παρακολουθεί, τάχα αδιάφορη (σαν φυτό). Έχει όμως την
πραγματικότητα ενός ζεστού μαμούθ που θέλει να φύγει, μα δεν μπορεί. Μου κρύβει
βέβαια τον ορίζοντα και με κρατάει κλεισμένο σπίτι. Η απόσταση που μας
χωρίζει ελάχιστη. Με ένα νεύμα είναι
έτοιμη να πηδήξει μέσα. Μου λες: «να αγαπάς τις μεγάλες αποστάσεις, τα
χιλιόμετρα του έρωτα». Δε λέω όχι. Αλλά δε με θέλουν τα μακρινά, τα
επίφοβα. Έτσι μένω εδώ με τη μαύρη
καρυδιά, χωρίς έπιπλα και σκεύη , μόνο με κάτι σκεπάσματα καπνισμένα. Ακούω τις
οπλές των αλόγων – θα ’ναι οι εποχές και τα γεγονότα που δεν έζησα -. Μετακινούμαι με χίλιες προφυλάξεις – αν και
με κρύβει ο πέτρινός τοίχος - Τρώω στα
κλεφτά. Κοιμάμαι όταν κοιμάται. Παρ’ όλα
αυτά, κάθε μέρα κάτι χάνεται από το σπίτι. Τη μια τα ξυριστικά μου είδη. Την άλλη τα παπούτσια μου. Την τρίτη μολύβια, χαρτιά, μελάνι. Μερικές φορές
κάθονται πουλιά πάνω της βουβά, γιατί κελαηδάει μ’ ένα παράπονο που σου σκίζει
την καρδιά. Πέρασε το απόγευμα, ήρθε το βράδυ. Εκείνο το βράδυ άκουγα ίσκιους
και μουσικές. Άκουγα καπνούς από τα
περασμένα (νόμιζα θα βρέξει). Ανοίγω το
παράθυρο, τη βλέπω να ’χει αναμμένα όλα τα φώτα της, κλεισμένα τα μάτια, να
πλέει στο σκοτάδι με πολλούς κρεμασμένους στα κλαδιά της. Έμεινα άφωνος.
Έπιασα το λαιμό μου, έπιασα τα χρόνια μου και κουλουριάστηκα στο χώμα
ξεχασμένος.
Την άλλη μέρα και
μετά την έβλεπα σαν ένα κανονικό δένδρο φυλλοβόλο και
έφευγα!..
Ο ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Βρέχει στο τηλέφωνο
και δε σ’ ακούω καλά. Βήχει ο καιρός στ’
αυτί μου. Σήμερα μιλούσες γαλλικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα!.. Είτε γαλλικά όμως, είτε ελληνικά, τα φρούτα
σάπισαν, η μουσική ξεράθηκε όπως την ξετύλιγες από το στόμα!.. Την άκρη της
μουσικής κρατούσες, την τριχιά. Προχωρούσες, χανόσουνα στον κόσμο. Έκανες
κόμπους, έβαζες σημάδια – για να με θυμάσαι –
Έσπαγες το φεγγάρι – αυγό, έκανες
ομελέτα: «τα τηγανητά πειράζουν το στομάχι»!.. Εδώ φάγαμε όλα τα σίδερα της
ζωής και για ένα φεγγάρι – ομελέτα θα
βαρυστομαχιάσουμε; Ο άλλος εαυτός μου (ο
τυφλός) σκοντάφτει στο σιέλ χρώμα, στο
όνομα Άννα!.. Αυτά σκέφτομαι και
δεν αντιλαμβάνομαι τον κλέφτη με τα λαστιχένια παπούτσια, τον
ηλεκτρολόγο που μπαίνει στην
ιστορία και γίνεται βραχυκύκλωμα!.. Καίγονται οι
ασφάλειες… Ένα τσαφ ακούστηκε, μύρισε
κάτι καμένο, έπεσε το ατσάλι της νύχτας.
Ψάχνω για κερί, ψηλαφώ τους τοίχους να
βρω ένα πρόσωπο – έστω ένα ομοίωμα – να μοιάζει
με άνθρωπο, να μιλήσουμε, να περάσει η νύχτα!.. Αν ποτέ περάσει αυτή η
νύχτα με τα μεγάλα λευκά ποντίκια…
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΑΝΔΡΑΣ ΜΕ ΒΙΟΛΙ, ΜΕ ΤΙΡΑΝΤΕΣ,
ΜΕ ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΚΥΛΟ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Αυτός φαντάζεται μια
ερημιά. Κάνει τις κινήσεις του βιολιστή.
Άηχος τόπος, κοίλος, ξερός, με πέτρες γύρω. Έχει ρυτίδες στη γλώσσα – δε φαίνονται -. Όταν μιλάει, μερικές λέξεις και
γράμματα πετάγονται σπασμένα στο πλήθος.
Είναι, δεν είναι εκατό χρονών. Είναι μια μονάδα. Τώρα θα βάλει το βιολί στα
γόνατα, τα χέρια στα μάγουλα, τα μάτια στους αρχαιολογικούς χώρους. Την πλάτη
θα ακουμπήσει σε παλιά φωτογραφία.
Γλιστράει σ’ άλλα χρόνια. Το αρνητικό
χρώμα τον σκεπάζει. Φωνάζει στο σκύλο να
φύγει από τη φωτογραφία, να γλιτώσει!..
ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΦΑΚΙΔΕΣ, ΜΕ ΜΑΛΛΙΑ,
ΜΕ ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΧΤΕΝΑ
Αυτή, μπροστά σε
χαλασμένο αυτοκίνητο, προσπαθεί να ξεχάσει τους δρόμους και τα
σήματα της Τροχαίας. Πάνω της πέφτει όλο το βράδυ ψηλή λήθη και τη φτάνει ως το
κόκαλο. Κοιτάζει με το φακό τα σχισμένα
λάστιχα. Σκέπτεται τα λερωμένα της σεντόνια,
το βουλωμένο νεροχύτη, την καμένη λάμπα του χολ, τα σκουπίδια. Προσπαθεί να δει
παραπέρα την άλλη μέρα. Ύστερα είναι και
ηθοποιός και όλο ξεχνάει τους ρόλους της. Παιδεύει τα φορέματα, τις κρέμες. Γενικά της ξεφεύγουν
οι ήρωες. Ανοίγει πόρτα, μετά άλλη
και άλλη και
πάντα βρίσκεται μπροστά σ’ έναν τοίχο.
Κάτι άνθρωποι της γνέφουν, με καπέλα, με ρολόγια, αλλά αυτές οι
πόρτες μια ανοίγουν μια κλείνουν και
όλο σκοτεινιάζει. Γνωρίζει χιλιάδες φωνές, μόνο τη δικιά της δεν άκουσε
ποτέ. Μια φορά φώναξε δυνατά
(ούρλιαξε) όταν εκείνος που την
αγάπησε της έλεγε ότι: «αυτές οι φακίδες είναι πέπλο γύρω στο σώμα σου». Και τραβούσε το δέρμα (το πέπλο) να το βγάλει και πονούσε πολύ. Τώρα χαμένη,
πρέπει να βρει την άκρη της νύχτας και να μπει στον κόσμο ή έστω σε κάνα δυο ανθρώπους ή στον
εαυτό της. Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι
την ξέχασαν τα προσωπικά της αντικείμενα.
Η τσάντα, η καρέκλα, η ζακέτα.
Εκείνο όμως που την τρομάζει, είναι η σιδερένια της χτένα. Κάνει να χτενιστεί
και γίνεται μαχαίρι κοφτερό. Όλο
κοιτάζει δίπλα, την άλλη σελίδα. Θέλει
το σκύλο να πάρει αγκαλιά, να ζεσταθεί, να κοιμηθεί…
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Υφαίνουν σαν αράχνες τις
διηγήσεις για το περιφραγμένο μέρος. Τα δένδρα γύρω ανάβουν, ξεραίνονται με τις
εποχές. Αυτοί κοιτάζουν το μάρμαρο, τον πωρόλιθο να κυματίζουν. Τις σβησμένες
φωνές των χρωμάτων ακούνε και πετάγονται στον ύπνο. Πλαγιάζουν με τις γυναίκες τους,
κάνουν παιδιά – μικρούς χωριάτες – Τα χωράφια τους χαλάσανε. Μόνο το άλογο
ποτίζουν. Τα χέρια τους μουσκεμένα από το παρελθόν δεν μπορούν να πιάσουν ούτε
το ψωμί. Κιτρινίζουν, μαραγκιάζουν. Μέρα τη μέρα γυρίζουν πίσω. Σε μέρη
ομιχλώδη και χειμωνιάτικα, όπως η Μακεδονία, φυλάνε τάφους βασιλικούς ζωγραφισμένους
μέσα στη γη. Όπου το χόρτο τινάζει κραυγή
και κάθονται μαγεμένοι μες στο
σκοτάδι περιμένοντας τους τυμβωρύχους
και φοβούνται πολύ και κλαίνε. Τη
γλώσσα την αρχαία δεν ξέρουν. Βουβοί συνεννοούνται με τις τοιχογραφίες και τις
μεγάλες μαρμάρινες πόρτες. Ξαναμμένοι τρέχουν από τάφο σε τάφο με το μηχανάκι τους,
βρίζοντας τον πολιτισμό. Βρέχει, χιονίζει στο πόστο τους, σπάνε το χρόνο με
ηρεμία. Είναι όμως κάτι νύχτες που αποκάμουν. Κλεφτά φοράνε την περικεφαλαία
του Νίκανδρου και στην είσοδο του μεγάλου τάφου αυνανίζονται κοιτώντας τη
σελήνη και τα χωράφια.
ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΑ
Αυτές τις μέρες θα
μαζέψω τα υπάρχοντά μου (δηλαδή τα γυαλιά μυωπίας) και θα πάω στο σπίτι του
Κάφκα. Είναι εδώ στην Αθήνα. Το έχω
εντοπίσει από χρόνια. Τώρα λειτουργεί ως χαρτοπαιχτική λέσχη. Γλιστράω μέσα με
μαύρα ρούχα, για να μη διακρίνομαι. Κατευθύνομαι στα τραπέζια με τη χωρίστρα
μου βαθιά μαχαιριά. Προσποιούμαι ότι
παρακολουθώ το παιχνίδι, με τα χέρια κάτω από τις μασχάλες μουγκά. Δε με
προσέχει κανείς. Κάποιος σκοντάφτει στο
μέρος που στεκόμουνα. Έχω προχωρήσει μέσα στις σκιές, ψάχνω το καμαράκι του
Κάφκα. Βαδίζω στα τυφλά, γιατί έχει γίνει διακοπή ρεύματος. Επιτέλους, διακρίνω
το ποτήρι με το γάλα του. Να καίει κερί,
να ακούγεται προσευχή. Εκείνη τη στιγμή που ο καπνός του ονείρου έπαιρνε το
μυαλό, σπάσαν τα γυαλιά μου. Μένω
μετέωρος και στο ίδιο σπίτι – στο ίδιο ποίημα – πετάγεσαι εσύ πίσω από την
πόρτα, πίσω από τα φυλλώματα. Με δαγκώνεις,
με φιλάς, μου τραβάς τα ρούχα και βγαίνουν οι ξέρες του δέρματος από το
νερό. Το σκληρό δέρμα μαλακώνει, βγάζει
χορταράκι του Θεού, αγαπιέται: «ήρθα με το τρένο σήμερα». Έκλαιγες και τα μαλλιά σου γεμάτα χώματα από
τον τελευταίο θάνατο. Έβλεπα τις φλέβες να αστράφτουν στο σκοτάδι, το σώμα να
βρέχεται από παντού. Μετά μέρες έβρεχε, οι άλλοι παίζανε χαρτιά, τα βρύα ζώσανε το
σπίτι. Άρχισε να τρίζει. Χρόνια μετά, έσκυψα σήκωσα το ποτήρι, το
έβαλα στη θέση του.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985]
ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ
(από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985)
Τι ψυχή θα
παραδώσεις, έλεγε το τραγούδι. Έσφιγγες τα χέρια, με τύλιγε κουκούλι πέτρα.
Βελούδο η νύχτα ακουμπούσε στην κοιλιά. Ξέχασα να μιλώ. Έμεινα ακίνητος –
νόμιζα ότι έτρεχα – Δεν έγινε καμία κοινωνική επανάσταση, μόνο τα φρούτα γίναν άσπρα
– όποιος πρόλαβε τα είδε - Χαμηλά
φώτα και το μυθιστόρημα της φωνής σου.
Μπήκα στο δάσος. Ξύπνησα γέρος. Λίγα
μαλλιά, το κεφάλι ριγμένο στο ικρίωμα του κρεβατιού. Το μάτι μια σχισμή, θαμπό.
Από το στόμα έτρεχαν σάλια και φωνήεντα και ήθελα να σε θυμάμαι.
(Έπεφτε το τελευταίο χιόνι και ο σκύλος πλάι έσμιγε τα φρύδια του, όλο απορία)
ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ ΤΑ
ΧΡΟΝΙΑ
(… αλλά η σχάρα του σώματος τα συγκρατεί…)
Εξέχει το χέρι του ύπνου και σ’
ακούει. Έρχεσαι με λόγια θόλους με
μονόλογους καμένα κυπαρίσσια. Χθες
άνθρωποι γαντζωμένοι μες στις καμπαρντίνες τους περίμεναν βροχή και
ήτανε από γευμα προς βράδυ
και έβγαινε συνέχεια ο ήλιος (λες και είχε κολλήσει ο δίσκος). Ήθελαν να χαθούν πίσω από υδρατμούς, αλλά ξεράθηκαν στην πραγματικότητα. Κάνω τον αδιάφορο, ότι δεν ανήκω σ’ αυτούς, ότι θα πάω ταξίδι. Κρύβω με επιμέλεια την καμπαρντίνα στο
υπόγειο. Βγαίνω με κοντομάνικα. Υποδύομαι ότι είναι τρεις η ώρα
μεσημέρι, καλοκαίρι, και ιδρώνω
και πάω στη θάλασσα. Φυτρώνει η αγωνία στην πόλη, ξεβάφουν τα κτίρια, γίνονται μονόχρωμα. Ο κόσμος τρέχει στην πλατεία να δει. Κάποιος κινηματογραφεί τις σκηνές του πλήθους. Πιο πίσω – εκεί στα χαμηλά – ψιλοβρέχει η
ομιλία σου!.. [κι άλλες επιλογές από τη
συλλογή του Γιάννη Κοντού ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 1985 – Συγκεντρωτικός τόμος:
Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου