(… κι εγώ σκεφτόμουν μια φευγαλέα μορφή που μου ’χε γνέψει
Δεν ξέρω αν σ’ ένα χαμένο μου όνειρο
ή στα παιδικά μου χρόνια…)
Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
(… αγόρια και κορίτσια κοντά στην ακρογιαλιά
και σμίγαν τ’ άσπρα βότσαλα με τις επιθυμίες…)
Περπατούσαμε κι έλεγε η καλή μου φίλη στο πλευρό μου
Ξέρεις με δέρνει σκληρά η νοσταλγία του παλιού
καιρού
Αγρυπνώ τις κατάλευκες βραδιές και θυμούμαι…
θυμούμαι
Οι ματιές της γυάλιζαν γιατί η φίλη θυμούνταν
Κι η φωνή της ηδονίζονταν γιατί η φίλη αναπολούσε
Είν’ η νοσταλγία κάτι τ’ αναπόφευκτο απάντησα
Νοσταλγούμε για πευκοβέλονα για λικνιστικά βαδίσματα
Για χέρια αβρά για ηλιαχτίδες…
Περπατούσαμε κι ανοίγαμε θαρρετά το δρόμο με τ’
άρβυλά μας
Κάνοντας τα στάχυα να σφαδάζουν
Μερικά πιο τολμηρά
μας χάιδευαν το πρόσωπο
Κι ο ήλιος ασωτεύονταν σε ταλαντέματα σπασμένης
ζυγαριάς
Μικρή παιδούλα είχα κοτσίδες
Και τις έστριβα σφιχτά και
κοκκίνιζαν τα μάγουλα
Κι είχα ένα πλεχτό φουστάνι που το καλοκαίρι τ’
άλλαζα μ’ ένα θαλασσί
Κι ήμασταν αγόρια και κορίτσια κοντά στην ακρογιαλιά
Και σμίγαν τ’ άσπρα βότσαλα με τις επιθυμίες μας
Χασμουριόμασταν στην πανσέληνο γιατί ακόμα δεν μας
είχε μιλήσει
Μονάχα οι πιο μεγάλοι αποτραβιόντανε για να
ρεμβάσουν
Πράγματα που δεν πολυκαταλαβαίναμε
Σιγοτραγουδούσα
Αγαπώ μια γυναίκα…
Κι ο σκοπός πνίγονταν στο κελάδημα της γειτονικής
φωνής
Τα βράδια κοιμούμασταν όλοι μαζί
Και γελούσαμε στο σκάσιμο της μέρας
Κι η μεγάλη αδελφή
ήταν τόσο μελαγχολική
Ανοίξαμε το συρτάρι της και νεμηθήκαμε τα γράμματά
της
Ανήσυχος ύπνος ατροφικά όνειρα Ιούλιος Αύγουστος
Παρθένα αμμουδιά
κι οι κρωγμοί των γλάρων
Κι ένα βράδυ ξαγρύπνησε ο καλός ξάδελφος
Με τη ματιά βυθισμένη στο ρολόι
Και με ξύπνησε την αυγή για ψάρεμα
Κάποτε ήταν παιδούλα
ήμασταν όλοι παιδιά
Τι σημασία
Πλάι μου τώρα πορεύονταν μια τέλεια γυναίκα
Με ρυθμικούς κυματισμούς
Κι εγώ εξακολουθούσα να τραυματίζω τον ίδιο σκοπό
Αγαπώ μια γυν…
[ΚΟΥΡΙ από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής 1949 εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση:
ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ Εν όλω
ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943 – 1997, εκδόσεις ΑΓΡΑ]
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, το πρώτο ποίημα που έδωσε και τον τίτλο
στην εν λόγω συλλογή (σελ.11)
Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμες
Απόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονές
Η νύχτα καταθλιπτικά γέρνει επάνω στις ψυχές μας
Κι εμείς του
κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπή
Μονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη του χειμώνα
Ζητούμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτες
Χάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτια
Ψάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες που έχουν στερέψει
Όλα μας άφησαν γοργά – τα πεύκα οι αμμουδιές
Του ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια
οι επάλξεις
Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού να ξημερώσει
Θα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν
ΑΝΑΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ από την ίδια συλλογή τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ:
ΜΟΝΩΣΗ,
Αλίμονο το ξέρουμε πια πως δε θα γυρίσει…
ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ,
Η ώριμη στιγμή του χωρισμού…
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ ΛΙΓΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΙΓΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ
ΛΙΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ…
ΠΑΛΜΟΙ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ, Γυμνάζαμε τα μάτια μας στ’ αστέρια…
ΤΟΠΙΟ, Ο
παιδιάστικος ήλιος που έπαιζε κρυφτό στη φυλλωσιά των δένδρων…
ΠΡΟΣΜΟΝΗ,
Όταν προσμέναμε σε δωμάτια φορτωμένα καπνούς κι απαντοχή…
ΜΕΡΕΣ ΔΥΣΚΙΝΗΤΕΣ,
Εκείνο το ενταφιασμένο πρωινό που μοίραζε υποσχέσεις…
ΑΛΛΟΙΩΣΗ,
Ιδού εμείς νέοι κι όμως τόσο παράφωνα γερασμένοι και
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, Στην
κορφή του ήρεμου βουνού όπου σταυρώθηκαν
οι τριάντα μας πόθοι…
ΜΟΝΩΣΗ
(από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
Αλίμονο
Το ξέρουμε πια πως δε θα
γυρίσει
Εκείνη που θρυμμάτισε τα
σπάνια ιδανικά μας
Και που μας άφησε στητούς
Κοντά στ’ ακροθαλάσσι
Αγνάντια στ’ απροσμέτρητο
το πέλαο να τηράμε
Μήπως φανεί λευκό πανί
Το ξέρουμε πως μάταια κι
ανώφελα
Προσμένουμε ένα γυρισμό
που δε θα τελεστεί
Γι’ αυτό σκληραίναμε τις
θύμησες
Και κάψαμε τις γέφυρες
Και σπάσαμε τους
αισθηματισμούς
Ξέρετε γυρισμό δεν έχει
πια
Μας έλεγε τ’ αγέρι που
βόγκαε στο σκοτάδι
Σαλπίσαμε τη νίκη μας
Και τυλιχθήκαμε
απελπισμένα στην απόφασή μας
Χαράζοντας με υπολογισμό
καινούργιες αυταπάτες
Με το διαβήτη της
λησμονιάς
Και ασωτεύαμε τις μέρες
μας
(Η μικρή αλυσίδα των
Καρμελιτών
Έσφιγγε δυνατά το λαιμό
μας)
Όμως πολλές φορές σκεφτόμαστε
Στις ώρες τις μικρές
Πως τάχατες δεν έσπασαν οι
γέφυρες
Κι υπάρχει δρόμος ανοικτός
Στα περασμένα
(Οι παλιές γαζίες
μοσχοβολούν ακόμα)
ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ (σελ. 14)
Η ώριμη στιγμή του
χωρισμού
Μας πρόφτασε βιαστικά
Φορέσαμε κι οι δυο από ένα
χαμόγελο
Ελέγχαμε τις χειρονομίες
μας
Και ξεφυλλίζαμε Τις μέρες που θα’ ρθουν
Βέβαια
Ήταν άσχημο να το
συλλογιστώ
Πως τα χέρια μου Δεν θα τύλιγαν πια
Τις γραμμές του κορμιού
της
Άνοιξε την τσάντα
Και μου επέστρεψε δυο
βιβλία
‘Ένα κίτρινο πουκάμισο
Και μιαν αλυσίδα
Λοιπόν
Τώρα δεν έχω πια τίποτα
δικό σου
Κι εσύ νομίζω δεν έχεις
τίποτα δικό μου
Δεν απάντησα
Μου έσφιξε τα χέρια
Κι απομακρύνθηκε
Δεν έχεις πια τίποτα δικό
μου
Κι όμως
Τη θύμησή της Τη δίπλωσα προσεκτικά
Και την κρατώ ακόμα
(από τη
συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΖΗΤΟΥΣΕ ΛΙΓΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
ΛΙΓΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ
(από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
Μια μέρα θα μας κλάψουν οι
αγριοδαμασκηνιές
Και τα κορίτσια που
ποθήσαμε
Σεμνά θα μας θρηνήσουν
Υπήρξαμε παράφοροι κι
εμείς εραστές
Και δείχναμε στις άγουρες
κοπέλες
Το ανήλιαγο τρικύμισμα της
σάρκας
Στους όμορφους ίσκιους της
οδού Ελιμίας
Βαδίζαμε χεραγκαλία
Τα μαλλιά μας μπλεγμένα
θανάσιμα
Και τα χείλια της τ’ άλικα
Στέλναν μηνύματα ριγηλά
Στις ομοιόμορφες οικοδομές
και πάνω στις στέγες
Ήταν ψηλή
Και σειούνταν σαν τη λεύκα
Και μίλαγε με τον άνεμο
Κι εμείς ολόμαυροι σαν τη
νύχτα
Στεγάζαμε και πνίγαμε τους
πόθους της
Αποδήμησε
(Σκεφτήκατε
ποτέ σας τι θα πει απαντοχή)
Ξενιτεύτηκε
(Συλλογιστήκατε
πως η μνήμη μας είναι τόσο ευαίσθητη)
Κάτω από τοίχους στρωμένους
χιλιόμορφη γνώση
Ξεφλουδίζαμε κορμιά
τυλιγμένα σε απέριττα ρούχα
Και γευόμασταν τους κρυφούς
τους καρπούς
Τώρα νοιώθουμε τις παλάμες
μας αδειανές
Και χτενίζουμε τις οδυνηρές
μας ρυτίδες
Αντικρίζοντας θλιμμένα τ’
ωχρό μας πρόσωπο στον καθρέφτη
Στη σκληράδα της φετινής
άνοιξης
Προτάσσουμε μια δέσμη
νοσταλγίας
Και κάτι θαμπές
αναζητήσεις
Μια μέρα θα μας κλάψουν οι
αγριοδαμασκηνιές
Κι αυτή που μας αρνήθηκε
Αργά θα σαλέψει στον άνεμο
Λίγο φεγγάρι και λίγη
θάλασσα και λίγη μουσική
Μες στην καρδιά
Και γύρω σου οι ομορφιές
πληθαίνουν
Κι είναι τόσο σκληρή η
έκφραση
Κι η οδός Ελιμίας
καταποντίστηκε στο παρελθόν
ΠΑΛΜΟΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ (σελ. 20)
Γυμνάζαμε τα μάτια μας στ’
αστέρια
Όταν η μέρα πετούσε το
τελευταίο της ρούχο
Σου’ λεγα:
Τούτο τον καιρό με
δυναστεύουν τ’ αστέρια.
Όπως και τότε
Και σου ’δειχνα τον
αμφίβολο Αλκόρ πλάι στο Μιζάρ
Πιο πέρα
Ο Αλντεμπαράν σημάδευε το
βλέμμα μας
Με φωτερές δεσμίδες
(Σου εξήγησα πως στα
ελληνικά Λέγεται Λαμπαδίας)
…
Κάποτε
Δυο
κοριτσίστικα πόδια
Χάραζαν
κύκλους γύρω μας
Σαν
τον διαβήτη
Και
τα ξέφτια της νύχτας
Δρασκελούσαν
τους οριζόντιούς μας έρωτες
Κι
οι παλμοί τ’ ουρανού
Την
ψυχή μας ταρακουνούσαν
Σου ’λεγα για τ’ αστέρια
Πώς λαξεύουν τα ωχρά μας ομοιώματα
Σ’ ένα κομμάτι γυαλί
Κι εσύ αναλογιζόσουν
Έναν αράπη
Να ταξιδεύει με τρένο για
το Κεντάκυ
Και να γνέφει στο διάβα
του
Ένα μικρό αγίνωτο αγόρι
(από τη
συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
ΤΟΠΙΟ
(από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
Ο παιδιάστικος ήλιος που
έπαιζε κρυφτό στη φυλλωσιά των δένδρων
Το γόνιμο γρασίδι που
ανάδευε κουρασμένη προσπάθεια
Το κορίτσι που ολημέρα
έτρεχε στους ήλιους
Κι έριξε το κορμί του με
συνέπεια στο πλευρό μας
Οι μπούκλες που μας
εξαφάνισαν
Η γρανιτένια σιγή
Η σαγήνη
Θυμίζαν σονέτο
ΠΡΟΣΜΟΝΗ σελ. 23
Όταν προσμέναμε σε δωμάτια
φορτωμένα καπνούς κι απαντοχή
Κοιτάζοντας ανήσυχα από το
παράθυρο
Όταν βηματίζαμε σε υγρές
δενδροστοιχίες
Κουτσαίνοντας από έρωτα
Όταν καρφώναμε το μάτι στο
σκάκι του λιθόστρωτου
Δαγκώνοντας μ’ απόγνωση τα
νύχια
Όταν νομίζαμε πως
χτυπούσαν την πόρτα
Όταν οι δείχτες
αγκομαχούσαν
Και οι άνθρωποι μας βλέπαν
λοξά και περίεργα
Όταν ψάχναμε τα χαμένα
χειρόγραφα στο δάσος
Όταν ακόμη ελπίζαμε
Οι γυναίκες όλες είχαν
λιποτακτήσει πια
Η μία μετά την άλλη
(από τη
συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
ΜΕΡΕΣ ΔΥΣΚΙΝΗΤΕΣ
(από τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
Εκείνο το ενταφιασμένο
πρωινό που μοίραζε υποσχέσεις
Οι ευκίνητες μέρες που
τυλίγαν το μέτωπό μας
Οι αλύγιστες ορειβασίες
στον ήλιο
Ποιος να θυμάται
Η πρόσκαιρη οδύνη των
μαθημάτων είχε τελειώσει
Ακριβώς στο ξεκίνημα επάνω
Η στιλπνή πανοπλία μας άστραφτε
Οι δάσκαλοι μας προβόδισαν
στο κατώφλι
Ήματί κεν τριτάτω Φθίην
ερίβωλον ίκοιο μας είπαν
Διάβηκε τόσος καιρός
Που η τρίτη μέρα λησμόνησε
ως και την ανάμνησή της
Πέρα στο λιμάνι τα βαπόρια
καπνίζαν
Ένας άνθρωπος μας κοίταξε
με κατανόηση
Και μουρμούρισε κάτι σε
μια ξένη γλώσσα
Έμοιαζε πολύ με τους άμοιρους Πολωνούς εμιγκρέδες
Αλήθεια είχε αρχίσει κι ο πόλεμος
Ραγδαία γεγονότα φωνάζαν
τα έκτακτα παρατήματα
Γύρω μας πλήθος οι
συνωμοσίες
Ο ουρανός σκυθρωπός
Κατόπι μας λεηλάτησαν
χαμένα τα πάντα
Τότε γνωρίσαμε τη θλίψη της
πέτρας
Τα βράδια υψώναμε αντένες
ευαίσθητες
Όμως τα κύματα
προσπερνούσαν αδιάφορα
Συχνά δεν είχαμε ρούχα να
ντύσουμε τα επίσημα όνειρα
Κάμποσοι φύγαν για
Θεσσαλίες μ’ έναν τρόπο δικό τους
Θεέ μου φυτέψαμε τόση
πολλή θύμηση
Μας κυβερνάει αναπόφευκτα
μια χαλύβδινη νοσταλγία
Ο ύπουλος χρόνος
υπονομεύει τον άνεμο
Που ξύνει τα λέπια της αποσύνθεσης
από τις αλέες
Κι όμως μας τυραννάει
ακόμα ένα καλοκαίρι που δεν εννοεί να πεθάνει
Οι φράχτες της καρπερής
τούτης χώρας είναι ψηλοί
Κι αδιαπέραστοι
Απλώνουμε χέρια στη νύχτα
Βοήθεια
ΑΛΛΟΙΩΣΗ σελ.26
Ιδού εμείς
Νέοι κι όμως τόσο παράφωνα γερασμένοι
Με το λιοπύρι των
εικοσιτεσσάρων χρόνων
Να ξεθυμαίνει στις ανοιχτές
μας παλάμες
Μα λένε
Είναι που οι κοπέλες
πάντοτε σας πρόσφεραν έρωτες παράταιρους
Τρομαχτικούς
Είναι που ζείτε μιαν άγονη
εγκατάλειψη
Είναι που ακούσατε το εφιαλτικό
εμβατήριο του αίματος
Είναι που λύθηκαν οι
επίδεσμοι
Και κακοφόρμισαν οι
αιχμάλωτες πληγές σας
Ποιος ξέρει
Αλλοτινές παραστάσεις
Πρόσωπα και σχήματα που
χάθηκαν στις πτυχές της μνήμης
Μορφές που διασχίζαν τη
βρεγμένη άσφαλτο
Σελίδες σημαδεμένες με το
νύχι
Κλειστά δωμάτια
Χρυσές φωταψίες
Ηδονικές συσπάσεις
Πού ταξιδεύετε
Πάνω μας πάντα ο ίδιος ουρανός
Σκεφτείτε
Μια μέρα που ίδρωναν οι
μασχάλες της γης
Κηδέψαμε τον πανώριο νεκρό
Σιμά στους πυράκανθους
Και στολίσαμε το ανύπαρκτο
πτώμα του
Με λευκές συνοδείες κατάφωτων
καραβιών
Που έκλεβαν κάποτε τ’
ατίθασα όνειρά μας
Και σήμερα στυγνοί θεατές
Σκύβουμε και θρηνούμε τον
ωραίο ξανθό έφηβο
Που ως χθες ακόμη
Δυνάστευε την ύπαρξή μας
(από τη
συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ 1949)
ΣΤΗΝ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΗΡΕΜΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΑΝ ΟΙ ΤΡΙΑΝΤΑ ΜΑΣ ΠΟΘΟΙ
(… κι ολονυχτίς υφαίναμε το σάλαγο της φλύαρής μας μνήμης… )
Το
τέλος ενός ταξιδιού μοιάζει πάντοτε με προδοσία Μοιάζει με τις φυλακισμένες αναμνήσεις Πως ήμασταν κάποτε νέοι Και πιάναμε το σφυγμό της γης Και γέρναμε απρόσεχτα στα κάγκελα της
νύχτας Μια σύντομη εναλλαγή Κάθε φορά και νέες γνωριμίες Ξεχνιούνται γρήγορα σαν τις παλιές
κινηματογραφικές ταινίες Τα ξενοδοχεία
σου γνέφουν ερεθιστικά Και φωτίζονται
τη νύχτα με υποσχέσεις Ανηφορίζεις την
ανησυχία σου Και φτάνεις στα τελευταία
περίπου σπίτια μιας επαρχιακής πολιτείας
Εκεί ανάβεις την προσδοκία σου
Και ταλαντεύεσαι ανάμεσα στις τρεις αδελφές Τρεις αδελφές τριπλή χαρά συλλαβίζεις με θλίψη Σου εξηγούν πως το χιόνι θα στρώσει Μα οι ματιές αφήνουν αυλάκια πύρινα το
κατόπι τους Νιώθεις απύθμενα ρίγη καθώς
το τζάκι γελάει Σκέφτεσαι την αυγή θα
’σαι φευγάτος Κάθε άνθρωπος έστω και ο
πιο άσημος θα προδοθεί κάποια μέρα Πολύ
πριν απ’ το σπασμό Ύστερα από την
προσφορά του κυκλάμινου Κάποιος φίλος
ψιθύριζε κλεφτά Πως κάποτε ένα
σούρουπο Έκλαψε ασυλλόγιστα μες στο
μουσείο Μπροστά στον πίνακα ενός
ανώνυμου του 14ου αιώνα Δεν
ξαφνιαστήκαμε Θρηνήσαμε κι εμείς
χειρότερα Για ακατάληπτα σχήματα Για μουσικές αγίνωτες Για έρωτες που εκπληρώθηκαν και
για έρωτες που δεν θα ξαναρθούν
Ένα ταξίδι τελείωσε Τώρα Στην κορφή του ήρεμου βουνού Σταυρωθήκαν οι τριάντα μας πόθοι Κι ολονυχτίς υφαίνουμε τον σάλαγο της
φλύαρής μας μνήμης!.. [ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ από
τη συλλογή του Κλείτου Κύρου ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής 1949,
από τη συγκεντρωτική έκδοση: ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΕΝ ΟΛΩ – ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ 1943 – 1997, ΑΓΡΑ]
Παρασκευή, 3 Μαΐου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου