Κυριακή 26 Μαΐου 2024

ΜΕ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΓΩΝΙΕΣ ΤΟΥ…

 (… παλεύοντας αμέτρητα χρόνια…

με φωτεινά παράθυρα συνομιλώντας)

Κάθετο  σίδερο από τον ουρανό προς τη γη

τρέμει  με την ελάχιστη περαστική πνοή·

 

με τον έρωτα της Ποίησης και τις αγωνίες του

παλεύοντας αμέτρητα χρόνια·  απορώντας κυρίως

με το λησμονημένο ήθος και τους πολλαπλούς α-

γριους θανάτους έξω από το μάρμαρο της πόρτας

 

-κάπου μακριά      στην άκρη του τραπεζιού

χαίρεται τους άλλους φίλους πίνοντας κρασί

(με φωτεινά παράθυρα συνομιλώντας) -   ΑΠΟΓΡΑΦΗ σελ. 61   

 

ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΡΑΣΙ ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΟ   (σελ. 60)

Φλογισμένο κρασί κλήμα ζωής

χώμα και σύννεφο βροχής ψηλά

πανέτοιμη κόκκινη κλάρα ψηλά για το μεθύσι

και το ταξίδι περίπου όνειρο πρίσμα

πολύπτυχο στην πολιτεία των ουρανών

και των ανέμων·  ριπές μαχαίρια επί

δικαίων  και αδίκων κόκκινο κρασί·

και τα μαχαίρια της αγάπης – φυλάξου

αν γίνεται

 

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΑΥΜΑ  (σελ. 54)

Την Ποίηση έχουν ανάγκη  και  η μέρα και η νύχτα

 

Σαλεύουν τα φύλλα στο αεράκι   όπως

μικρό γιαβρί ζητάει τρέμοντας   τροφή από τη μάνα

 

αλίμονο   πόσον άραγε κρατάει το νήπιο ευτυχία;

 

-Καλότυχος εσύ   που αντάμωσες το θαύμα!..

 

Ο ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ σελ. 59

Όλα τα περάσματα κλειστά μαύρα τ’ αδιέξοδα·

λησμόνησε δρόμους πόρτες χαραμάδες

μήτε μπρος  μήτε πίσω - ακίνητο νεκρό σημείο

 

ωσάν στερνή χάρη

ένα βήμα ακόμη   ένα βήμα!..

 

Ό,τι απομένει μνήμη αλησμόνητη καθώς

βυζαίνουν τα δένδρα το γαλάκτωμα της ομίχλης

κι η πάχνη διαμάντι αγαπάει τον κότσυφα  και  το χορτάρι.  

 

Από την άλλη μεριά  τ’ αντίπερα

τραγουδώ το κόκκινο τραγούδι

μην τάχα περάσει τον μαύρο ποταμό

και σ’ ανταμώσει!..  (ΤΟ ΛΙΓΟΤΕΡΟ σελ. 70)

 

και ΠΙΚΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ  (σελ. 71)

Του δρόμου τραγούδια λησμονημένα

στον τάφο του Θανάση  μέρα Λαμπρής

έξω απ’ το χωριό  -  χάρηκα κι εγώ

γιατί κανείς δεν πήρε χαμπάρι

τα κυπαρίσσια μόνο  και  τα χαμηλά κέδρα μάρτυρες

μοναδικοί που γνωρίζει η γλώσσα τους να σιωπά

θροΐζοντας!..

 

Κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του  Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ*, εκδόσεις Κίχλη 2015  εφημερεύουν σήμερα στο ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ μου

 


*ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ:  Τίτλος που με μια έννοια παραπέμπει στην αφετηρία της πολύχρονης σχολικής μας αγωγής. Φαίνεται πως πρόθεση του ποιητή είναι ν’ αρχίσει εκ νέου τη διερεύνηση και γνώση του γύρω του κόσμου θητεύοντας στην αυτογνωσία, στον εντοπισμό και σχολιασμό των στοιχειωδών συστατικών της ζωής, υπό το πρίσμα των ολοένα μεταβαλλόμενων συνθηκών!.. 

Ο Μάρκος Μέσκος, κουβαλά βέβαια ένα βαρύ φορτίο από μνήμες και γεγονότα.  Έχει όμως την ευφυΐα να απαλύνει τις καταστάσεις που περιγράφει προσφεύγοντας στον ανοιχτό ορίζοντα, στα πουλιά, στα δένδρα, στο χώμα και τα άνθη!..   Σχηματίζει ψηφίδα – ψηφίδα μια τοιχογραφία με σκοτάδι και φως, με πόνο κι ελπίδα…

 

ΣΗΜΕΡΑ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 

(από τη σελ. 55  στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015)

Σε άγνωστον δρόμο γυρίζει

ομίχλης δένδρα ψίθυροι στην αφώτιστη κοιλάδα περνούν

 

-Νύχτα    Νύχτα    Νύχτα!...

 

Γόνατα τσακισμένα σαν προσευχή το σύθαμπο

αν είναι δροσιά μαύρες οι στάλες φτερούγα μαύρη

 

-Νύχτα    Νύχτα    Νύχτα!..

 

Πίσω από κείνο το βουνό τα φώτα

αστέρι μισό λόγος μισοτελειωμένος δεν έχει εδώ

ανθούς μήτε κοκκινα κεράσια χάθηκαν ζητώντας όταν

ίσκιος φυλλωσιάς πατάει κι αυτός τη ζωή που χαίρεται σκλαβωμένη·

 

-Νερό αέρι φωνή τύμπανο στα βάθη του ουρανού

σε άγνωστον δρόμο επιστρέφει λίγα βήματα α

κόμη χαράζουν σκοτεινά τις γραφές μου είπε

 

μια ψυχή θα πάρεις στο τέλος

ζητάει συγγνώμη λευτερωμένος

και κλαίει

 

Η ΦΛΑΜΟΥΡΙΑ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ ΔΑΣΟΣ

Μια βδομάδα όχι περισσότερο κράτησε η δωρεά σου

πανηγύρι ευωδιάς χάδι κι ελπίδα και ανάσταση τάχα

-γεννημένος αλλού  - αλλού ξενιτεμένος

 

Να ’ναι πρωί αυγούλα του ήλιου που μαλακώνει τ’ απροσκύνητα βουνά  

χαράδρες σκοτωμένων να μην υπάρχουν

μήτε το μίσος που οπλίζει τη σκανδάλη του καταραμένου χρυσού

μήτε το κατάμαυρο σκοτάδι

χωρίς  προμηνύματα  και  αστέρια  και  ανατολές!..

 

Μονάχα ένας αετός περήφανος

σηκώνοντας την αιθρία τ’ ουρανού

με τις μεγάλες φτερούγες του

στο απέραντο βασίλειο της ζωής

 

μη χάνεσαι – ακούς – στιγμή από τα πονεμένα μάτια

-οι πύρινες κραυγές της άγριας ροδιάς στο δάσος!..

[από τη σελ. 57 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015]

 

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ  

(από τη σελ. 58 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015)

Αλλού

φυλλορροούσεν ο ανθός το δένδρο χιόνιζε πρώτη του Απρίλη

άφυλλη ακόμα η φλαμουριά τα δάκρυά της ασήμι·

 

κλειστός  και  γκρίζος ο ουρανός ρώτησε

τη διπλανή γκορτσιά πώς ανθίζει τέτοιον καιρό

 

απάντησεν εκείνη:

Αιτία το θολό νερό που το ’πιε η τρυγόνα –

έχω κι εγώ τη βιάση της αμυγδαλιάς

μήπως φανεί από το Μαύρο Δάσος

αναστημένο ταίρι  και  με γνωρίσει παρηγορώντας με

μαζί  και  τα παιδιά των παιδιών της  τα ερωτευμένα!..

………………………………………………….

Τότε σαν όνειρο

μια παρέα αρχαγγελικά περιστέρια

φτερούγισαν χαράματα με τσαλιμάκια στον αέρα

 

Πολλά τα ψέματα οι αλήθειες λίγες!..

 

Ο ΓΑΛΑΞΙΑΣ

Πέρασαν πολλά  πέρασαν πολλοί

στον ίδιο τόπο  το ίδιο ακρογιάλι·

 

ψηλό κυπαρίσσι ομίχλες και χιόνια

το αέρι κατόπιν το άσπρο φως της Ανοίξεως όταν

σε λίγο καταφθάνουν τα καλούδια του θέρους

φρούτα  περίκαλλα   λωτοί τάχα λησμονημένοι =

πάλι αστραπόβροντα  με  νέφη φορτωμένα

 

Πέρασαν πουλιά

ψηλά ο πάνσοφος ήλιος κατά το κέφι του

πάντοτε παρών με την ερωτική σελήνη πλάι

και τον Γαλαξία των ωραίων ανθρώπων

 

-κάποτε ρωτούσε τώρα γνωρίζει

όταν χάνονται πού πάνε…

[από τη σελ. 63 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015]

 

ΜΕ ΜΙΣΗ ΨΥΧΗ 

(από τη σελ. 64 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015)  

Εκεί που ακροζυγιάζονται

το έρεβος  και  η μνήμη του φωτός

 

μεσάνυχτα κυλάνε τα μαύρα νερά

στον ανήσυχον ύπνο που συλλογάται

τ’ αντίπερα μονοπάτια

 

δόρατα κι ασπίδες ονείρων

πανάκριβη αλήθεια

εφιάλτες

τραγούδια παλιά

ωσάν ανύπαρκτη λήθη

 

τίποτα δεν χάνεται φωνάζει ο Κόσμος!..

 

 

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ  ΙΙ

Βήμα το βήμα διαδοχικές οι στάσεις·

το γάλα της μάνας – αγώνες – δάκρυα όχι

χαράς – πίκρα – χολή – κόκκινο κρασί

(ζωή – θάνατος – ζωή)

 

Στο κλήμα ακόμη τα σταφύλια ετοιμάζουν

το κρασί του φθινοπώρου·  κοκκινωπό  και  μαύρο

και λευκό για το μεθύσι των ανθρώπων όταν

επίμονα χαμένοι ζητούν τη λησμονια.

 

Κι εσύ που κράτησες το μέτρο θα χαθείς

άλλο καλοκαίρι δεν θα ζήσεις·  με κείνους να ’σαι

που απελπισμένοι το σούρουπο ρουφάνε το κρασί

μέχρι την τελευταία σταγόνα.

 

Πλαγιές ολάκερες στην ξέρα του βουνού

κοντά στη λίμνη του Οστρόβου  - νέκταρ σχεδόν

μοίρασέ το στα μικρά ξύλινα βαρέλια

κι ανέβασέ το  με τη βοήθεια των αλόγων για τους

μερακλήδες πάνω στο χωρίο·  ακόμα υπάρχει εκεί

η διπλή Ευθυμία  ο ανώνυμος Σπύρος  και η μνήμη

του ξενιτεμένου Μάρκου  που χάθηκε στη βροχή

και δεν πρόλαβε να πατήσει το νοσταλγημένο χιόνι

στο κατώφλι της αυγής του!..

[από τη σελ. 65 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015]

 

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ – ΞΟΡΞΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ

(από τη σελ. 66  στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015)  

Προτού ξημερώσει ζητωκραυγάζει το φως του Θανάτου

υπόγειο βουητό σεισμός τυμπάνων  ή  μήπως

όνειρο ήταν  -  όνειρο είναι;

 

Πομπές ανθρώπων με τα πανέρια στα χέρια

φρούτα λωτοί κεράσια μήλα από τον ποτισμένιν άρ-

γιλο του Οστρόβου σταφύλια γλυκά – λωτοί

του κάτω Κόσμου…

Ένας ξανθός Απρίλης νεκρός και αμίλητος

από το χέρι ο Μάης προσπαθεί να τον σηκώσει…

 

Κόκκινος ήλιος ανατέλλει ματωμένος

(από Ασβεστοχώρι ο Τάσος αναληπτόμενος

έχει φτερά μια πόρτα σπασμένη στα δύο

κάλπης ο Επιτάφιος μαύρες οι παπαρούνες σήμερα καθώς

μόνον η μάνα τρίχα – τρίχα ξεριζώνει

τ’ άσπρα της μαλλιά γονατισμένη)

 

ΤΟ ΣΜΗΝΟΣ

(… πιάσε τον χορό πιάσε κόκκινο μαντίλι)  

Ρωτούσες κάποτε για τους άγραφους δρόμους της μέλισσας

παμπάλαιο αίνιγμα  πώς ξεκινούν   πού ανθίζουν τα δένδρα

πόσο μέλι συλλέγουν μυστικά φορτώνοντας τις κερήθρες

ήρεμες πλαγιές  απόκρημνα όρη  εκεί που η άρκτος

τρελαίνεται  οσμίζοντας το.

 

Σήμερα τέσσερις του Ιούνη ενός αγνώστου χρόνου

η φλαμουριά βουίζει στα μυστήρια της μέλισσας

τουλάχιστον πώς κλέβει την παρθενία των ανθών της

πώς ζουζουνίζει επιλέγοντας από τα χέρια ενός πα-

νάγαθου δένδρου που απλώνει χωρίς ταμία την ευωδιά του

στον επάνω μεγάλον Κόσμου – ανόητε!..

 

Για σένα μιλώ·

μην προσπαθείς να εννοήσεις την παντομίμα της μοναξιάς

-την ώρα αυτήν μοσκοβολάει η Ζωή!..

[από τη σελ. 67 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015]


 

ΑΜΝΗΣΙΑ

(από τη σελ. 68  στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015)  

Φυτεύοντας μικρές προσδοκίες βάδιζε

μην τάχα συμβεί τίποτε

εξόν από την τιμωρία του θανάτου.

 

Μάτια τυφλά δεν βλέπουν λήθη σιωπής ενώ

χλιμιντρίζουν νερά κάποιο φτερούγισμα φωνές μακρινές·

 

τίποτε δεν γνωρίζει της Μνήμης ίχνη

δάση ρημαγμένα  κύματα ανώνυμα

σπάζουν λυσσώντας στην άκρη της Γης

άγνωστη Χώρα χωρίς όνομα  πεδιάδες δίχως καρπούς

σαν κατάρα – τι πέρασε από δω

και τα θανάτωσε όλα;

 

(Μαλάματα  ζαφείρια  χρυσαφικά  -  χώμα!..) 


ΤΑ ΠΑΝΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Όσο κρατούσε η ζωή ακόμη

άγρια χαρά  άγριο πουλί  άγρια ερωτήματα·

 

ρώτησαν κάποτε  πού μένει  τώρα πώς χάθηκε

ποιος ύπνος τον σκεπάζει·  μήνυμα δεν έφτανε

λέξη δεν ακουόνταν από κει.

 

Ξάφνου ακούστηκε μα φωνή

ανέβαιναν τα δάκρυα  νερό πονεμένο  πλημμύριζαν

αυλές  δρόμους περάσματα – ποιας μουσικής από-

ηχος  ποιο τραγούδι λησμπνημένο;

 

Χωρίς ελπίδα στριφογύριζε από τη μια πλευρά στην άλλη

μάταια προσπαθώντας να κλείσει οριστικά

τα νερά  της  Κρήνης  Μνήμης·

 

λευκή μετόπη  μάτια  χείλια   χέρια γερά   στήθος

Έρωτας κρυφός  όρθια πόδια  κάλυκες   πέταλα   γύρη

οπλές  τροπ – τροπ   άνεμος χαίτης

 

όλα

ένα κροτάλισμα πελαργού  στη φωλιά του

μια συγγνώμη  για όλα τα απελπισμένα

περήφανα στον αέρα στο χώμα στο νερό

[από τη σελ. 69 στη συλλογή του Μάρκου Μέσκου ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, Κίχλη 2015]

 

ΥΣΤΕΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ  και  ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΙΙ

(… να ’ναι στα μάτια σου πάντα ο ουρανός ανοιχτός!.. 

Στο Κολιμπρί της Φλαμουριάς…   σελ. 72 - 73)

Νάματα  ιάματα  θαύματα   σωτήρια καταφυγή του νου  και  ψευδαισθήσεις έστω πικρές του Χειμώνα εύγεστο πορτοκάλι μακρινό κεράσι στον ουρανίσκο του Καλοκαιριού   Στο ματαξύ   ανείπωτο πουλιού έπος  και  τραγούδι   κάτω από το χώμα στα σκοτεινά τσαλιά   σαν ταξίδι σπάνιου τσαλαπετεινού   (ελάχιστο μέγιστο ωδικό της Γης)   ίχνος πλέον κόκκος άμμου  κόκκινεςς στέρνες  σπίθες  -  τυφλοί στον αιώνα.   Στο μεταξύ σύννεφα βροχής νεροποντές ποτάμια   και λίμνες  και  θαλάσσια ρεύματα των Ωκεανών  πάντα  και     ΕΠΙΛΛΟΓΟΣ ΙΙ   Το ’ξερες φίλε   βιαστικός ο Απρίλης   κόκκινες μέρες ακολουθούν·  στον ουρανό ψηλά η Ελευθερία  και οι κραυγές   των ταπεινών κουρνιασμένες στα δένδρα – νοσταλγικό   χελιδόνι φέρνει το μήνυμα κεράσια σκουλαρίκια   ωραίοι άνθρωποι που στο νερό δροσίζουν   τη γλώσσα τους κατάκορφα της ψυχής.   Μαυρίζει πάλι ο καιρός   είναι καιρό   πάρε ψυχή μου το δρόμο της ανηφόρας από την αρχή   εκεί θάλασσα λευκή ανθηρό κουράγιο   στα πρώτα σκαλιά κεράσια λάμπουν  και  γελούν εκεί   πάρε τον δρόμο όσον κρατάει ακόμα   η στερνή βουή στο στήθος.   Τέλος του Ιούνη όλα τα κουσρεμένα κλαριά   στο κίτρινο θέρος αλληλέγγυα υπάρχουν   άνθη τελειωμένα  και  φύλλα σιωπηλά σαν   όνειρα της επόμενης χρονιάς  -  ποιον θ’ αγκαλιάσουν γνωρίζεις;   Κατεβαίνεις αποχαιρετώντας τον Κόσμο   καθώς γυρίζουν οι αιώνες πίσω.   Λοιπόν φίλε   χαιρέτησε τη Σελήνη   το φεγγάρι που ενώνει τον κόσμο ησυχάζοντάς τον!.   [επιλογές από τη συλλογή του Μάρκου Μέσκου  ΑΛΦΑ  ΒΗΤΑ, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2015]

Δευτέρα, 27 Μαΐου 2024

Πέμπτη 23 Μαΐου 2024

ΒΡΗΚΑ ΤΙΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΚΟΛΛΗΤΕΣ ΚΙ ΑΣΑΛΕΥΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΜΙΑ ΧΑΡΑΜΑΔΑ

 (… υπερασπίζοντας το ανείπωτο στην Ποίηση  ή  γράφοντας ποιήματα ως δοκίμια αυτογνωσίας…)


Οι άλλοι νεκροί με το πρόσωπο στραμμένο κατά το πέλαγος

παραμιλούσαν βότσαλα και ξόρκια

κουνιόταν και κροτούσε η ακρογιαλιά σαν τεχνητή μασέλα

και στην ταβέρνα της ακτής

παλιά σκαριά  σκυμμένες πλώρες   κουρασμένες άγκυρες

λίγος μεζές  λίγο κρασί   ένα βαμμένο γέλιο που φωνάζει βοήθεια

και τα πόδια των γυναικών μπλεγμένα στα δικά σου

κάτω απ’ τα τραπέζια σαν ουρές ψαριών…

Φτηνή βουή ζωής

 

-Γέρε τρελέ, θα φας και θα πιεις απόψε πάλι

με βρομερές άπληστες ρίζες

κορμί που φυλλορροείς τα κύτταρά σου

ελπίζοντας ακόμα ελπίζοντας μες στη θαμπή σου λάμψη

με κόπο συγκρατώντας στη ματιά σου ένα σκόρπιο βασίλειο

καθώς σηκώνεις την τρίαινα να καρφώσεις μες το πιάτο ένα καβούρι

κι αυτό σαλεύει μεγαλώνει μπήγεται στα μάτια σου απλώνεται στα σωθικά σου…

Φτηνή βουή ζωής ανάξιος τρόμος

 

Συνδέοντας λέξεις με λέξεις στον ερειπωμένο λόγο φώναξα: λογαριασμό

ανάβοντας τσιγάρο μες στο φονικό σκοτάδι φώναξα:

λογαριασμό

χτυπώντας τα κομμένα χέρια μου στα κυματένια αλώνια φώναξα:

λογαριασμό

 

Ώρα λοιπόν, ναι, ώρα

ώρα όχι για την πληρωμή    μα για τα ρέστα

Να τα διεκδικήσω;

Να αναστατώσω προοπτικές

ν’ ανατρέψω νομοτέλειες και οιωνούς

ή να τα παρατήσω;

Τεράστιο το ποσό

μεγάλο υπόλοιπο από μπακίρι κι από καλοκαίρι…

Μεσόκοπος –πληρώνοντας με το ένα μισό μου

και το άλλο μη έχοντας τι να το κάνω…

Καταχνιά στις φλέβες

και το ποτάμι δεν κυλάει πια τα νερά του

και δεν υπάρχει νοσταλγία ανάμεσα σε λήθη και σε μνήμη

κανένα μεσοδιάστημα ανάμεσα σε αρχή και τέλος

και δεν υπάρχει σούρουπο ανάμεσα σε μέρα και σε νύχτα

 

-βρήκα τις συμπληγάδες κολλητές και ασάλευτες χωρίς μια χαραμάδα

[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972  -  κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]




 

Η ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΣ ΣΚΕΠΑΣΕ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

(δεύτερο μέρος από τη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ του Βύρωνα Λεοντάρη 1972 )

μείνε όπως είσαι πρόσωπο που ταξιδεύεις στον καθρέφτη

με δάχτυλα απαλά θα λάμνω κυκλικά

στις άκρες των χειλιών  και  των ματιών

μη ρυτιδώσουν  τα χλωμά νερά

θ’ απλώσω διάφανες σκιές στ’ αγρυπνισμένα βλέφαρα

θα σου σκουπίσω όλο το χθεσινό εφιάλτη

σκεπάζοντας σημάδια  και  ραγισματιές

πάρε μυρωδικά λάδι χελώνας  και  χυμούς καρπών για το μακρύ ταξίδι σου

σκόνη της σκόνης για να σε φυλάει απ’ τη μεγάλη σκόνη

θυμήσου συνταγές και φυλαχτά

ξόρκια και λέξεις μαγικές ηλεκτρικούς δαίμονες που μορφάζουν στις βιτρίνες

μείνε όπως είσαι πρόσωπο που ταξιδεύεις στον καθρέφτη

 

Η μέρα σαν υδράργυρος σκέπασε το παράθυρο

και ποιος να μου παρασταθεί

σ’ αυτούς τους πρωινούς αποχαιρετισμούς

σ’ αυτό το καθημερινό σαλπάρισμα της όψης μου στο χάος…

Φόρεσε πια κι εσύ ένα πρόσωπο να μη φοβάσαι

φόρεσε και συ ένα πρόσωπο

δέξου να υπάρξεις

 

Κράτησα αυτή την πίκρα μες στα χέρια μου

τόσα και τόσα πρόσωπα – δικά μου κι άλλα

άδεια κοχύλια στην παραλία της αυγής γραμμές στην άμμο

κράτησα αυτές τις μνήμες σαν χρυσές στραβωμένες προσωπίδες

με δάχτυλα παράφορα πασχίζοντας να τις ισιώσω…

Ήτανε μια παρηγοριά – τι άλλο μένει;

 

«-Το πρόσωπο πάντα μια τυραννία για τους άλλους»,  λες,  «το πρόσωπο μια Μέδουσα…»

κι αρνιέσαι  -  αρνιέσαι αδιάκοπα να πάρεις ένα πρόσωπο

αρνιέσαι να υπάρξεις

κι είσαι αγωνία χωρίς περίγραμμα

καημός χυμένος μέσα στη ζωή μου

και σ’ ανασέρνω από αναφιλητά χειρονομίες φύκια της νύχτας

σ’ αγκαλιάζω σαν τρελή σε λέω αγάπη μου

και συ τρίβεσαι  και σκορπάς κάθε στιγμή

σαν όνειρο στα βλέφαρα μόλις το δει η μέρα

Κράτησε αυτή την πίκρα μες στα χέρια μου

τόσα και τόσα πρόσωπα – δικά μου κι άλλα

πώς να κρατήσω τώρα αυτή τη θάλασσα που πάνω μου στεγνώνει;

 

 ΦΥΓΕ  ΠΙΑ ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ  

(… πάρε από πάνω μου τα γηρατειά σου…)

ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες

γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…

ιδρωμένα κορμιά καλλυντικές γυναίκες

γέμισε κοκκινάδια και μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους  μασάει καλαμπόκια

παίρνει το παγωτό της στις πλατείες

η Αθήνα ρουφάει το ουρανό με καλαμάκι

 

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών Α.Ε.  Μια δήλωση ατυχήματος   μια δήλωση ημερομηνία  ώρα  τόπος – τόπος γεννήσεως  έτος γεννήσεως όνομα  αριθμός – αριθμός τηλεφώνου  ώρα παρευρεθέντα πρόσωπα  όνομα  όνομα…

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια  μες στους δρόμους

Σ.Α.Β  το όνομα δεν υπάρχει στο βιβλίο

αν δεν υπάρχει στο βιβλίο δεν υπάρχει

αν δεν είναι στα συμβάντα δεν συνέβη

αποτανθείτε Υπηρεσίαν Αναζητήσεων

Υπηρεσίαν Καταζητήσεων Ε.Ε.Σ

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών  Α.Ε. όροφος 3

γραφείον 50 όροφος 6 γραφείον 118

γραφείον 3  γραφείον 50  γραφεόπν 6

γραφείον 118  όροφος 3  όροφος 50

όροφος 6  όροφος 118

 

Πενταμελές  Επταμελές  Οκταμελές… Η δίκη συνεχίζεται

η δίκη αναβάλλεται   η δίκη διακόπτεται

 

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια μες στους δρόμους μασάει καλαμπόκι

-ένας μεσόκοπος αγοράζει βρομόνερο για ελιξίριο στην Ομόνοια

ένα ασανσέρ πνίγεται στο πηγάδι του

μια κοπέλα τσαλακώνει τα μάτια της  και τα πετάει σαν γράμμα που επιστρέφεται

ένας υπαίθριος αργυραμοιβός αγοράζει βέρες και χρυσά δόντια

 

αυτόματοι ανθρωποζυγοί στους δρόμους

παίζουν το βάρος μιας ζωής με το ωροσκόπιο

 

Πενταμελές  Επταμελές  Οκταμελές… Η απόφασις συνεχίζεται  η απόφασις αναβάλλεται  η απόφασις διακόπτεται

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών  Α.Ε…  ο δρόμος διαμελίστηκε  εξετινάχθη απ’ τους τροχούς  απ’ τους φανούς  απ’ τις φωνές πενήντα αιώνες πίσω…

Σ.Α.Β.  όνομα ημερομηνία  ώρα τόπος  οι σιερήνες ξεκολλάνε  το δέρμα  οι επίδεσμοι ξεκολλάνε  το δέρμα  όνομα πρόσωπο – ποιο πρόσωπο  γυαλιά στο πρόσωπο  καρφιά στο πρόσωπο

 

Μέγαρον Γενικών Ασφαλειών Α.Ε.  μια δήλωση ατυχήματος  μια δήλωση  μια δήλωση

 

Πενταμελές  Επταμελές  Οκταμελές… Πεντάκις  επτάκις  οκτάκις.

 

Η Αθήνα μασάει σουβλάκια  μες στους δρόμους

μασάει καλαμπόκια

κατεβαίνει στη θάλασσα με ψαροτούφεκα

ιδρωμένα κορμιά  καλλυντικές γυναίκες

-ένα κύμα ξεβρασμένο στην ακτή σαν ψόφιο κήτος

ένα δύτης γυμνός κρεμασμένος ανάποδα στα υπόγεια του νερού…

 

Η Αθήνα ρουφάει τον ουρανό με καλαμάκι

-μια πόρτα βιάστηκε

ένα παράθυρο αυτοκτόνησε

ο παπαγάλος σκότωσε τον ποιητή στου Λουμίδη

γέμισε κοκκινάδια  και  μπλεγμένα άσπρα μαλλιά η ψυχή μου…

 

Φύγε πια λυσσασμένο καλοκαίρι

[ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ  1972

 

ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΩ

(… μες στο μυαλό μου ανεβοκατεβαίνουν  οι πνιγμένοι  και  το σκοτάδι ατέλειωτο…)

… μπρος στον καθρέφτη κάθε βράδυ βγάζει τα μαλλιά της

ξεκολλάει τις βλεφαρίδες

βγάζει τα δόντια  και  τα βάζει στο ποτήρι

βγάζει τα μάτια της και τ’ ακουμπάει  στο κρύσταλλο

-ένα χάος που κοιτάζει το χάος…

 

Je pense a cette aube artificielle sur mon visage

aux cris aux gestes eperdus vers la lumiere descendante

τώρα που χειμωνιάζει ν’ αγοράσουμε κι εμείς καινούρια πρόσωπα

ας μην είναι κα δερμάτινα

πουλάνε κάτι πλαστικά φτηνά όταν φορεθούν στρώνουν και δεν πληγώνουν…

και γάντια – τρύπησαν πια αυτά  και φαίνονται τα φοβερά μας νύχια…

Όλα τ’ άλλα είναι ποίηση.  Μ’ ακούς, μ’ ακούς  εσύ που χάνεσαι στις κάμαρες

εσύ που κάνεις να χτυπούν οι πόρτες  και να σκίζουν τα έπιπλα

 

Blocus sentimental…  Όχι, δεν τηλεφώνησε κανείς

-υποκριτή,  να επιστρέψεις αμέσως όλους τους κλεμμένους στίχους.

 

Τη νύχτα βγαίνουν  και σεργιανούν στο δέρμα μας

τα ζώα και τα ερπετά που έχουμε μέσα μας

ο σκίουρος  το τσακάλι   η οχιά

ο λυκοπόταμος  ο βατραχόμοιρος   ο λαγοπόδαρος

-πουλιά, βέβαια,, δεν υπάρχουν.

 

Πονάει  πονάει το δόλιο μου κρανίο

ζαλίζομαι σαν περιστρεφόμενη πόρτα.

 

… στη βυθισμένη κάμαρη άνοιγαν πολύχρωμα φτερά

τινάζονταν παράλογα ριπίδια

απίστευτο που βρέθηκε τόσο αίμα –

μες στα ποτήρια μας μες στ’ ανθοδοχεία,  στα μαξιλάρια,

στις κουρτίνες, ακόμα και μες στα παπούτσια του…

 

Κανένας μύθος πια  κανένας μύθος.

Ο κύκλος έσπασε κι οι δυο άκρες του δεν σμίγουν

ο σπόρος δε γυρίζει πια στη ρίζα

και το γεφύρι προχωράει χωρίς να βρίσκει απέναντι όχθη

Αντίο στροφές,  αντιστροφές,   ανακυκλήσεις.

Όσο και να λυγίζω αυτή τη ζωή

δεν μπορώ πια να συνδέσω αρχή με τέλο.

 [ΤΕΤΑΡΤΟ  ΜΕΡΟΣ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ  1972]


ΙΩΣΗΦ,  ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972)

Ι

Συμφόρηση κυκλοφορίας…

Στους διαδρόμους της Αθήνας

μες στη βροχή δαιμονισμένα

όλα μαζί κορνάρουν τα φορεία

 

Σταμάτα τους καθαριστήρες.

Ψάχνεις για τύψεις  ή  για ίχνη;

Τίποτε δεν ξεκαθαρίζει

όλοι είμαστε θαμποί από μέσα

 

Δεν έχω ακόμα συνηθίσει

με τις καινούργιες διευθύνσεις

Απ’ τα παλιά τηλέφωνα πηδάνε

ξένες φωνές και με δαγκώνουν

 

Τώρα στη Νικοδήμου parking

γραφεία στο μέγαρο Λινάρδου

-Ιωσήφ, βουλευτής Αριμαθαίας

Παρακαλώ, τον κύριο Πιλάτο…

 

ΙΙΙ

-Φίλε μου, έρχεσαι σαν «ώρα δίχως όνομα…».  Ο χρόνος δε σε μίσησε· φαίνεται, ούτε εσύ τον πείραξες, αντίθετα με μένα που τον ζόρισα να γίνει ιστορία

Κράτησες την πολυτέλεια της τέχνης σου,  την πίστη σου σε απροσδιόριστα οράματα  και  απρόσιτες επαγγελίες,  πάντα κομψός  μέσα στην ιδεολογία σου…  Όσο για την δική μου τέχνη,  πανάρχαια όσο και η δική σου, έγινε σκέτη τεχνική.  Σήμερα δεν υπάρχουν τα παλιά ταλέντα – με τις γοργόνες και τους δαίμονες στα μπράτσα, φυλαχτά στον κόρφο, γονυκλισίες  και  καντήλια… Κι όμως αυτοί ίσως να ’ξεραν –

Υπάρχει κρίση χώρου στην ψυχή, γέμισε μηχανές,  δεν παίρνει θύμησες και τύψεις.  Μονάχα όταν καμιά φορά χαλάει το ασανσέρ, στις σκάλες πνίγομαι -  ο ωκεανός που τόσο επόθησα παιδί  και τα χαλκά μαλλιά μιας γυναίκας που με μίσησε θανάσιμα… Κι όμως αυτοί ίσως να ’ξεραν –

Γιατί ν’ αντέχει το κορμί, να υπομένει το μαρτύριο;  Γιατί αποδέχεται αυτή την αναμέτρηση  και  δεν χυμάει αμέσως στο λαιμό του δήμιου να τον ξεσκίσει  ή  ν’ αφανιστεί μια και καλή, γιατί αποδέχεται αυτή τη σκοτεινή αβυσσαλέα σχέση;  Γιατί η φύση να γίνεται ιστορία;

Δωσ’ μου λοιπόν εσύ μια εξήγηση.  Ή μήπως με την ποίηση δεν κάνεις κι εσύ την ίδια δουλειά με μένα… Δεν μακελεύεις σωθικά, δήμιε ψυχών;  Ας είναι.  Κάθισε τώρα να πιούμε ένα ποτήρι, να δεις τη δισκοθήκη μου και τα βιβλία.  Κι ύστερα πες μου τι ζητάς – αν ξέρεις κι εσύ ο ίδιος  κι αν έχει καμία σημασία… Αλήθεια –

Άδεια ταφής  ή  ανάστασης γυρεύεις;

 

ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ σου λέω

Τόσα φιλιά – μα δίχως χείλη

τόσες αφές – μα δίχως χέρια

τόσοι φρουροί – μα δίχως πύλη

τόσες ειδήσεις – δίχως περιστέρια

 

Τόσοι  αγώνες – δίχως μάχη

τόσες μαγείες – δίχως θάμα

Κρυφά θα φύγει δίχως να ’χει

αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας.

 

-Άλισον, Τζέφρυ, Ουίλλιαμ, Σάντυ…

Τους ήξερες ποτέ;  Άγνωστά μας

ονόματα στην αλισάχνη

τώρα που βούλιαξαν πια τα δικά μας

 

Έρωτας – δίχως ν’ αγαπάμε

Ζωή – χωρίς ποτέ να ζούμε

Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε

να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε

 

Τι μπέρδεμα η ζωή μας, τι ιστορία…

-Σάμπως να υπάρχει πια Ιστορία

δική σου ή άλλη… - Τι σκαλίζεις

τα σπλάχνα του ραδιοφώνου;

 

Ήμασταν θάλασσα κι έχουμε γίνει

σάπια βροχή και τιποτένια

Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,

το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου

 

-Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,

ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε

λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου

να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…

[τέταρτο απόσπασμα από το ποίημα ΙΩΣΗΦ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972]

 

ΠΕΡΑΣΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ

(… τα πάντα ούρλιαζαν: παράβαση,  παράβαση…)

Έλεγξαν το αίμα μου  και  τα χαρτιά μου   Ήμουνα πράγματι εγώ ο ίδιος το έγκλημα μου   Με βάραιναν κατηγορίες συντριπτικές   Κατέθεσαν εις βάρος μου σπασμένες εποχές   Ρούφηξα το αίμα των αθώων γονιών μου   Έκανα αιμομιξίες στο όνειρό μου   Κάθε αυγή μια σκάλα θεοσκότεινη   Ανέβαινα   και  γύρω μου σφαγμένοι πετεινοί   Αγνόησα τις σηματοδοτήσεις   Του Εγκεφάλου της Τροχαίας και της Ποίησης   Δεν συμπληρώνω το δελτίο του ΠΡΟ-ΠΟ   Δεν δέχθηκα ποτέ μου να φορέσω πρόσωπο   Έλαβα μέρος στην εξέγερση του Μάη   Ακόμα η μαντάμ Ρουβιέ με βλαστημάει   Κάνω ξενύχτια με μια τράπουλα tarot   έπαιξα τάβλι στο Θησείο με τον Μινώταυρο   «Στο περιγιάλι το κρυφό…κλο»  η ψυχή μου   Είναι παλίμψηστη ολόκληρη η ζωή μου   Χρωστάω τα χαμένα μου στοιχήματα   Πάει καιρός που πια δεν γράφω ωραία ποιήματα   Έκανα την αγάπη μου κομμάτια   Την κρέμασα ύστερα σε κάδρα στα δωμάτια   Δεν αναφέρω τα στοιχεία ταυτότητος   Προβάλλω επίμονα την ένσταση ακυρότητος   Του εαυού μου  και  της εποχής μου   Δεν ξέρω ούτε την τελευταία θέλησή μου… _ Α, να τελειώνουν, να τελειώνουν όλα αυτά   Αηδόνια  και  τηλέφωνα  και  περιπολικά   Πίσω από μάτια  από σφυγμούς  και  πόρτες   Πυροβολούν επάνω μου οι σηματοδότες!..  [δεύτερο μέρος από το ποίημα ΙΩΣΗΦ, ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ 1972 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Παρασκευή, 24 Μαΐου 2024

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ