Κυριακή 28 Απριλίου 2024

ΓΙΑ Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΣΟΥ ΠΟΥ ΜΑΧΑΙΡΩΣΑΝΕ ΣΤΟ ΥΠΟΓΑΣΤΡΙΟ ρωτώ…

 (… τα πελώρια μάτια του,  το χώμα μούσκεμα στα ευθύφωνα

ρωτώ γι’ αυτά και τ’ άλλα που αποσιωπήθηκαν

για την πληγή μας   που έμεινε ακατοίκητη.…)





Απ’ την καταπακτή ξεμύτισε το σιαμαμίθι

η νύχτα  το σκοινί της

το λεπίδι γλείφει τ’ αχείλι του  κόψε  και  κόψε

ολημερίς λαιμούς

ποιος κυνηγά το σφάχτη του;

 

η αιωνιότητα σέρνει πάλι το ξυλένιο της ποδάρι

κρότος

εδώ ξέρα

τριγύρω πέλαγο στεγνό  κι  ο ουρανός

άδειο κασόνι από ρέγγες,

τυμπανιστή τι τα ’κανες τα κόκαλά σου;

 

Αδειάζομε τις τσέπες μας από εχτρό  και ψίχουλα

η νοσταλγία το μπότζι της,  ρωτώ το μαύρο

το κίτρινο το χρυσαφί μην είναι αυτά που θάψανε

το μόνο μου φωνήεν;

[ΑΙΜΟΛΥΣΗ, από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978: 

Ω αυτές οι   ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ  καραμπινιερίες…]

 

Μονόκερως   με τσιμέντο μέσα σε ονείρωξη

τάχα ξανοίγει ο διανοητικός τενεκές

το πένθος του παθητικού αόριστου

ή τη στύση των φαλλών,  ο ανώμαλος

μες στου Καϊμακτσαλάν τις πάχνες…

 

Κι άλλα ποιήματα από την ΟΔΟ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 εκδόσεις ΑΓΡΑ:

ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΟΥΣ,  Ιησού, ταξίδι μου σε κουπέ της τρίτης…

ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΜΕΤΑΛΛΩΝ,  Κάποτε όπως η καπιτάνα παγιδεύτηκες  κι όφειλες λέει να βυθιστείς να σύρεις τον πείρο…

ΑΦΙΣΣΑ,  Το μεσημέρι είναι περίστροφο γεμάτο αγόρια μολυβένια…

ΤΟ ΑΛΦΑ ΩΣ ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ,  Τη διάβαση με κόκκινο!.. Ούρλιαζαν που πήγαινες να βρεις το πρόσωπό σου…

ΣΙΔΕΡΟ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ,  Να πώς έγιναν τα γεγονότα….

ΠΟΛΤΟΣ  ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟΥ, Σε πήρανε γι’ ανάκριση,  ποιος είδε σιωπή να ξηλώνει τους ρεζέδες;

ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΙΕΣ,  Ω αυτές οι μετά Χριστόν καραμπινιερίες…

ΚΟΡΝΕΤΑ,  Τώρα υπέρτιμος της εξαρχίας Ουρβανός ο άλλοτε του εσναφίου Ιγνάτιος…

ΟΡΤΥΚΙ,  Μέσα στη μνήμη πήγαινε, ερχότανε ένα χτυπημένο ορτύκι…

ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ ΠΥΡΠΟΛΙΚΟΥ,  Η Σαμοθράκη, φώναξα, ο τράχηλος των εφήβων

ΚΑΜΠΑΝΑ,  Έξω φωνές, σέρνουν νεκρό τον αχαιό Αλλιέντε…

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ,  Ανεβαίνουναεροστατικώς  μ’ άλλους χαρταετούς…

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ,  Μένω εδώ βυθός της ασβεστόπετρας  ή  ελατόριζα  και περιμένω… το ΕΠΙΜΥΘΙΟ

ΚΩΝΙΚΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ,  Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση…  Χαμένες καταπάνω του οι σφήκες σύννεφο…

 

 

ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΟΥΣ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Ιησού, ταξίδι μου σε κουπέ της τρίτης.

Ταγαράκι τρίχινο κλουβί ε καναρίνι

κάμπια στη φούχτα σου το ροκανίδι από κεδρόξυλο

ζάχαρη στα τσίνορα η Γαλικαία, κάντιο·

σαν φτάσαμε στο Λιανοκλάδι

και συ με τους χαζούς στο θάμασμα

αρκούδα  γύφτος  ντέφι,  εγώ αλλού

περιστέρι ατέλειωτο να ψάχνω στο πλευρό μου

την πληγή σου.

 

Χριστέ μου οι δυο μας το ίδιο πετσί

χράμι  κουβέρτα   αντίσκηνο,

χώσ’ το καλά στο νου σου,

τις νύχτες σταυροπόδι καπνίζουμε στριφτό

γυμνάζουμε γυναίκες στα μιντέρια

ακούμε γύφτισσες να μελετούν τη μοίρα μας

δρόμοι της φούχτας πέρα ως τα δάχτυλα

γραμμές του ανέμου  αγρύπνια,

με κλεφτοφάναρο ο εκκωφαντικός χαφιές

έψαχνε τ’ όνειρό σου Μονεμβασιά απόμακρη

αγδίκιωτο φραγκόσυκο γυμνό ίδιο λιοπύρι,

στην Αίγινα δεν πήγες,

το μπόι σου ίσαμ’ ένα δένδρο  ούτε που το μέτρησες

τους ευσεβείς δεν τους χαστούκισες

ήταν δικοί σου·

όλη τη νύχτα ψάχνω το πλευρό μου

τι να ’γινε η πληγή σου εκείνη της δικαιοσύνης.

 

ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΜΑΤΑΛΛΩΝ

Κάποτε όπως η καπιτάνα παγιδεύτηκες

κι όφειλες να βυθιστείς να σύρεις τον πείρο

το πλήρωμα εις προσοχήν ασάλευτο

η φανφάρα κατάπλωρα να παιανίζει

να κατεβαίνεις λέει τα νερά έτσι που η άβυσσο

ν’ ανοίγει σαστισμένη,

 

σου δόθηκε να γίνεις δέλτος  (της ιστορίας ας πούμε)

παρά που ως τρίτο κέρατο  και  φωνακλάς

εστηνόσουν ν’ αρνιέσαι.

Σε σύρανε λοιπόν ψηλά των ισταμένων

κι ακούγεσαι ξυλόφωνο στις παραφυλακές

ή σύνθημα για βλάκες·

εμείς η κάτω τάση προς έμετο.

 

Κάποτες μαζί μας φίλευες το κρύο

στη χλαίνη σου, το συρματόπλεγμα ούρλιαζε:

ποιος είσαι, η φωνή σου τσάκιζε το κράνος σου

το μυαλό πετάριζε κορυδαλλός ’σαπέρα

να παγιδεύεσαι μες τα μπουγάζια

που τα δέρνει το ιγμόρειο, εσύ

γενιά πισσουρανίτη;

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΑΦΙΣΣΑ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟδΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Το μεσημέρι είναι περίστροφο γεμάτο αγόρια

μολυβένια, χτυπάει με βίτσες τα ρολά

πετροβολά τις γάτες

πιο πολύ τη σεσημασμένη των αισιοδόξων

 

το μεσημέρι έιναι έντεκα χρονώ

ο Ιησούς του ναού το περνάει ένα χρόνο,

μπροστά στο πραιτόριο γίνεται πάπια

και το μπότζι της, κόβει βόλτες

 

πιο πέρα κατουρά τις πόρτες των αστών

μετράει τα παράθυρά τους εχεφρόνως

σφυρίζει Κάλβο.

 

Αργά στο Γαλάτσι μια φούχτα λιόσποροι

βρακί που σκίστηκε

θερινό σινεμά  και  πιστολίδι.

 

ΤΟ ΑΛΦΑ ΩΣ ΤΥΡΑΝΝΟΚΤΟΝΟΣ

Τη διάβαση με κόκκινο.

Ούρλιαζαν που πήγαινες να βρεις το πρόσωπό σου

τάχατες άσε καταμέρος τ’ ακρωτήρια.

Ήτανε λέει της γραφής που κατάματα σε κοίταζε   το φίδι

ή που το ταβάνι πήρε να πέφτει καταπάνω σου.

Ο τόπος ηλετραρνητικός με υπογένειο

γέμιζε σκουριά  συφοριασμένες λέξεις

ο Θουκυδίδης άσαρκος όπως η μετάληψη

περιστρεφότανε με τ’ άλλα τιμαλφή ως άπρακτος

ή ως φέγγος των αλόγων,

το γεγονός θεωρήθηκε ηλιοστάσιον.

 

Τρεις η ώρα του μεσονυχτιού σταματήσανε όλα.

Μόνον ο μαύρος κόκορας

που τονε μακελέψαμε σαν ρίχναμε θεμέλια

ζητούσε πίσω το κεφάλι του.

Τότες δείχνοντας κατά τα Ζαγόρια

ξέσπασες σε λυγμούς.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΣΙΔΕΡΟ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Να πώς έγιναν τα γεγονότα: προεκτάθηκε,

ξάφνου μπήκε στην ευθεία

ίσα την επάνω ρούγα κόβει αριστερά

η νερατζιά ξεχείλισε απ’ τη μάντρα

πηδάει μέσα, φωνές στο εικονοστάσι

το θαυματουργό της κόνισμα εσχίστη

τίναζα τον ύπνο από τις χούφτες μου

λίγο ακόμα πιάνονταν αιχμάλωτος.

Ένας νευροπαθής, γάντια πυγμαχίας,

έσωζε λέει τον τόπο ο κανάγιας

βλέφαρα χακί,  επωμίδες χάλκινές  και  στάχυα

που σαλεύανε κάτω από το κράνος.

 

Πηδώντας από φορτηγό σε φορτηγό

προφταίνω την ψυχή μου πριν λιποτακτήσει

φέγγιζε πίσω τις αγκαθερές ο άνεμος

στήνανε πολυβόλα

σειρήτι κόκκινο ο θάνατος σε λαιμό βοδιού

που σέρναν να το μακελέψουνε οι χασάπηδες

έσταζε από τα μάτια του κάτι πηχτό

βερυκοκί σαν μεσημέρι όχι δάκρυ,

ω δυτικά παράλια του νου μου  βράχια απλησίαστα

ψυχομαχάει  το σχήμα μας στην άσφαλτο

γύρω σαγόνια σαρκοβόρου

νύχτα ραμμένα στόματα ψέλνομε το εμπρός

σηκωθείτε αδέλφια.

 

ΠΟΛΤΟΣ ΑΡΡΕΝΑΓΩΓΕΙΟΥ

Σε πήρανε γι’ ανάκριση,  ποιος είδε σιωπή

να ξηλώνει τους ρεζέδες;

Σκουτάρι  και  μπαλτάς του Οστρογότθου

ώσπου τον σκέβρωσες  και  τούτον τον μαρκονιστή

τανάλια αλλοίθωρη δόντι από ναυτία.

Ρωτάνε τα στοιχεία σου, η σιωπή δουλεύει

στους ρεζέδες,  βάζουν μπροστά τον καθετήρα.

Σχήμα προσώπου;   οχτώ

Όνομα;  καταρροϊκός  γραμμοσύρτης

Θρήσκευμα;  εξανθηματικός πλαγίαυλος

Επάγγελμα;   Πατραϊκός κόλπος.

Άφρισαν,  τώρα θα σε φτιάξουν·

πέφτεις πολτώδης  συνοδεία ούρων.

 

Ιδίως το παρόν ή το ισότοπό του

δηλαδή αρρεναγωγείον με πτερύγια,

αντιθέτως ο διακαής Ανάχαρσης ο αυνανιστής

μ’ ανεστραμμένο πένθος, απλώνει την προβιά του

έτοιμος να πηδηθεί σαν αρουραία σε ρωτάει πάλι

και πάλι με διακόσια βολτ στα γεννητικά σου.

Ριγωτός του βούρδουλα πισωπατάς

η κλούβα πίσω ορθάνοιχτη  κι ο οισοφάγος

ο τοίχος πρήστηκε είναι βοιωτός

μάχεται την ξεραΐλα το αποσμητικό  «άει πνίξου»

τον Ησίοδο,,, τι είναι πλους;  τι είναι το πολτώδες;

 

Εισαγγελεύει η αφεντιά τους  το Νυν  το Αεί,

δυσανάγνωστο το Είναι της φιλοσοφίας,

δεν τελειώνουμε με δαύτα των πιθήκων,

το πάνε ξεπιτούτου να πεις απεταξάμην,

στείλ’ τους στ’ ανάθεμα,  μη λες.

Κρατάμε ακόμα!..

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΘΗΤΙΚΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ… 

(…πού να ’ναι ανάθεμά τη αυτή η οδός Παλαμηδίου;)

Ω αυτές οι μετά Χριστόν καραμπινιερίες.

Θυρεός στην πύλη νεοκλασικό αγριογούρουνο,

στην αυλή όρθιος στο πόντιουμ

μονόκερος με τσιμέντο μέσα σε ονείρωξη

τάχα ξανοίγει ο διανοητικός τενεκές

το πένθος του παθητικού αόριστου

ή τη στύση των φαλλών,  ο ανώμαλος

μες στου Καϊμακτσαλάν τις πάχνες.

 

Στον ισοσκελή διάδρομο ρολόι του τοίχου

ξερνά κάθε μισάωρο στρείδια

νέφτι·

ο παρακρατικός γεωδαίτης σκέφτεται με  

τις κάλτσες του

τον μπερδεύει η κεραμοσκεπή απέναντι

και η λύπη της,

το υπηρεσιακό περίστροφο

κι η σεξοφάτσα του στις πρωινές εφημερίδες.

Ξάφνου τα ματογυάλια

αρχίζουνε να πέφτουνε αργά τελεστικά

φτάνουν στο πάτωμα  και  συνεχίζουνε

ως τις ακτές του Κορινθιακού

ο χαρτοκόπτης έρπει στο μεσότοιχο

τώρα μέσα στα ράφια δρασκελά τον τάφο

του Τζιορντάνο Μπρούνο

πλάι στου Τσε Γκουεβάρα το πουκάμισο

με βρίσκει με παραλλαγμένα αποτυπώματα

(από τον πτεροδάκτυλο που λάμπει εντός μου)

παράνομη οικοδομή με υψηλό αιματοδείχτη

στην Ομόνοια

μανιακό με τσιριξιές στην ξαστεριά

με σαφείς σκιές στο θώρακα από τις στράτες

των Μουσούρων,

πεισματικώς μη στέργοντας να πω

με αιμομίκτες κι άλλους Σελευκίδες

«συνεταξαμην τω κάθε Τζήζας Κτάιστ»

 

Μάνα μου το σκοτάδι  και  τα παραβολοειδή

τα νύχια του πάνω στ’ αντίσκηνο

ζώδιο της δενδρογαλιάς

από κάτω η ψυχή μου ασετυλίνη

θερμαντική μονάδα πιθανότητας

με κίτρινα ουραλικά μαλλιά  και  γένια

επιτέλους κόκκινα

σκοτώνει ψείρες,

 

πού να ’ναι ανάθεμά τη αυτή η οδός Παλαμηδίου;

 [ΜΕΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΚΑΡΑΜΠΙΝΙΕΡΙΕΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΚΟΡΝΕΤΑ

(από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Τώρα υπέρτιμος της εξαρχίας Ουρβανός

ο άλλοτε του ενσαφίου Ιγνάτιος

πτηνουργός και σπλαχνοπώλης διδάσκει ούρησιν

απόφραξη οχετών τσικλομάσητον και τράπουλα

διδάσκει ασβεστοπάλειψη πεζοδρομίων και

κατάποσιν, διδάσκει χατζη – Εβλιά τσελεπή

παραλείποντας το Κυνόσαργες·

τον ξεφωνίζουνε στο Φόρο πόρνες μασκοφόροι

ανελέητες μοτοσυκλέτες και άλλοι οπαδοί

πώς ν’ ακουστώ ο δίοπος

που ονόμασα χι  τις ενοράσεις;

Αποξαρχής κατάχαμα στο χάος σφαδάζω

δίνω αίμα για μετάγγιση

θ’ ανοίξτε επιτέλους τα στραβά σας;

πάλι αφήνουνε αυγά οι τυραννόσαυροι.

 

ΟΡΤΥΚΙ

Μέσα στη μνήμη πήγαινε,  ερχότανε

ένα χτυπημένο ορτύκι,

ξοπίσω ο αγριοπήγανος ύστερα το μολύβι,

δαγκάνοντας το σύννεφο φτύνοντας θειάφι

ψάχνεις μέσα σου,

ακόμα η θύελλα αστράφτει δισκοπότηρο

η οργή δεν το ’πνιξε το ουρλιαχτό της.

 

Γενιά του αγριόχορτου

έχεις ακόμα μάκρος.

 

ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΗΣΗ ΠΥΡΠΟΛΙΚΟΥ

Η Σαμοθράκη, φώναξα, ο τράχηλος των εφήβων.

Έγινε λάμψη,

σε λίγο μάζευα τα κόκαλά μου.

Οι δυνατοί γορίλες σκόρπισαν στις φυτείες

ν’ αγραυλούνε έμπροσθεν του τάφου.

Ας’ τους θα τα ξαναπούμε.

 

ΚΑΜΠΑΝΑ

Έξω φωνές, σέρνουν νεκρό τον αχαιό Αλλιέντε

οι Αμερικάνοι.

Δάκρυ του μηχανόκλαδου στ’ άδειο μπετόνι

ο Χριστός εκρύφτηκε στου γκαράζ το βάθος.

Ω Χιλή του Νερούντα

η ποδιά σου μούσκεμα αιμοστάζει.

 

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

Ανεβαίνουν αεροστατικώς μ’ άλλους χαρταετούς,

μεγαλοπέρνικο,  μεγαβασίλειο,  μεγατορκοεμάδα

ίσα που να ’ρθει πάλι ο καιρός

να σπαράζουν με μικρές μποκιές

τον άρτο των κορυδαλλών τα εναργή σαρκοβόρα.

 

ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ

Μένω εδώ βυθός της ασβεστόπετρας  ή  ελατόριζα

και περιμένω, λυσσάει η θάλασσα ελικοφόρα

στο πλάι η γενιά μου θέρος χιλιότροπο

ο ήλιος μπαίνει από τις τρύπες βγαίνει σπρώχνοντας

τις  μέλισσες,  οι κάννες όλο και σκουριάζουν

μένω εδώ  και  περιμένοντας

αυτή ’ναι η λεπτομέρεια μου.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΟΠΟΥ ΝΑ ’ΝΑΙ ΤΑΞΙΔΕΥΩ ΜΕ ΧΙΟΝΟΣΤΙΒΑΔΕΣ…

(…εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα   φωλιά του πυρετού,  ερωδιέ με τα βροντώδη τσόκαρα…)

Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση·   Συμμάζωχνε τα πεπτικά του όπως – όπως   το παχύ  το τυφλό  το σιγμοειδές   παρατατικός ταξίαρχος.   Χυμένες κατεπάνω του οι σφήκες σύννεφο   έζεχνε ψοφίμι ο μυελός των επωμίδων   το στομάχι να ξερνά ηγήτορες,  το πάγκρεας   πορτοκαλί σιδερικό τινάχθηκε στο βάραθρο,  η φωνή του επάνω στο φεγγάρι ετζακίστη   σκόρπισε κι η χολή φελόνι,   μακρύ συλλείτουργο ίσα κάτω την Τσίμοβα.   Προωθημένος διεθνής ραβδούχος νοικιασμένος   με την ώρα κώχευεν ο πόρφυρας   μάτι κρύο έμπυο…  μα οι μικρές εκείνες;   εκείνες του νερού που δε λυγίσανε   που δεν ελύγισαν ποτέ με την γεωδαισία;   λέω για τις σημαντικές ικτίδες των λαβύρινθων.   Αλαφρωμένος, τρίχρωμος, τσέπες γεμάτες χελιδόνια   εφηβικά εξανθήματα  στύσεις κι άλλα τέτοια   της ευθυβολίας, ομολόγησε πως όχι σπάνια   αυτιάζοναν ελευθερίαν ήτοι αρχαίο κρουστό   οιωνοσκόπων·  ύστερα χιόνισε όπως θυμάσαι,   Μούμιες ψαριών γελούσανε μες στ’ ασπρογάλαζο.   Τέλος πήδησε στο κενό ο θεότρελος κι εχάθη·   κάποτε το ’χε πει:  όπου να ’ναι ταξιδεύω με χιονοστιβάδες!..  Εκείνους τους χρόνους άκουγες: αχ   ευκαιρία που χάθηκε με την σπληνεκτομή.   Εσύ πηγαίνοντας κατά τα Πατήσια  ή  ετούτε:   πόσες μέρες ακόμη του μένουνε του ήλιου;   Τα τανκς μεταδοτικά δισύλλαβα άνοιγαν δρόμο του βροντόσαυρου,  καταμεσί οδόφραγμα   κωνικός Νοέμβρης,    μετρούσες, πάλι ακέφαλο έψιχλον πετρωμένο ήτα   το άλφα πολτός από τον φάλαγγα.   Στο στενό τι ήθελες μ’ εκείνη την αφίσσα   εσύ ένας σκύλος σε στάση εμετού;   Σου είπα μη από φαρμακεία τους μην περνάς   σου τη στήνουν πάλι ούθε κι αν περάσεις   πρόσεχε που πατάς  πρόσεχε τις πρόκες,   εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα   φωλιά του πυρετού,  ερωδιέ,   με τα βροντώδη τσόκαρα!..    [ΚΩΝΙΚΟΣ ΝΟΕΜΒΡΗΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..  Σου φωνάζω: σ’ όλα τα στερνά κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Δευτέρα , 29 Απριλίου 2024


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ