Κυριακή 21 Απριλίου 2024

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΓΡΙΦΩΝ ΦΕΥΓΩ ΗΣΥΧΗ

 (… άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω, 

ένα πρόσωπο  ή  ένα βιάζομαι…)  


Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:   δεν έλυσα κανένα.

Ούτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν

πλάι στα παιδικά μου χρόνια:

«έχω ένα βαρελάκι που ’χει δυο λογιών κρασάκι...»

 Το κράτησα ως τώρα   αχάλαστο ανεξήγητο

γιατί ως τώρα    δυο λογιών κρασάκι

έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.

Συμβίωσα σκληρά

«μ’ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει…»

 και δεν τον ρώτησα ποτέ    ποιας φωτιάς γιος είναι,

σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

 

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου  τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,

του ανέθρεψα του κόσμου το μυστήριο   με θυσία και με στέρηση.

Με το αίμα που μου δόθηκε   για να τον εξηγήσω.

Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση

έτσι το δέχθηκα  κι  έτσι τ’ αποχωρίστηκα:

με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.

Αίνιγμα δανείστηκα,   αίνιγμα επέστρεψα.

Άφησα να μην ξέρω   πώς λύνεται ένα χθες,   ένα εξαρτάται,

το αίνιγμα των ασυμπτώτων.

Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω, ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

 

Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως   να σε διακρίνω.

Στάθηκα Πηνελόπη   στη σκοτεινή ολιγωρία σου.

Κι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,

πηγή αν είσαι  ή  κρήνη,

θα ’ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα που,

Πηνελόπες και όχι,    μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού

για να δοξάζεται το αίνιγμα πώς μένουμε αξεδίψαστοι.

 

Από τον κόσμο των γρίφων φεύγω ήσυχη.

Αναμάρτητη:   αξεδίψαστη.

Στο αίνιγμα του θανάτου   πάω ψυχωμένη!  

[ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]


 



Από την ίδια συλλογή αποδελτιώνονται και τα  ποιήματα: 

Η ΑΠΑΡΗΓΟΡΙΑ,  Μεγάλη Εβδομάδα 

ΤΥΧΗ ΚΟΙΝΗ,  Οι δρόμοι μου, οι δρόμοι σας  κι αυτό

ΒΑΘΕΙΑ ΑΥΛΑΞ,  Με κούρασε πολύ η Κυριακή  Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο

ΜΑΥΡΗ ΓΡΑΒΑΤΑ,   Πότιζε εσύ τη γλάστρα κι άσε να κλαίω… και επιμύθιο

Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ   Μίλα.  Πες κάτι, ο,τιδήποτε… 

Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται  μια σύντομη,  άδετη

ζωή με τη φωνή σου!..

 

 

Η ΑΠΑΡΗΓΟΡΊΑ    (Μεγάλη Εβδομάδα)

Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,   διορατικά μυρίζουν

όταν κάτι δεν πάει καλά,

κάτι απογοητεύει πάλι.

Η Μεγάλη Εβδομάδα,  

όπως στάζει κερί και τάμα

στη θρησκόληπτη ανάμνηση,   στην άθεη απουσία.

Η Κυριακή του Νυμφίου,   όπως αναστατώνει,

βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο   στις αφίξεις.

Οι διάφοροι Νυμφίοι,

που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,

κάποια διήμερη εκδρομή,

κάποια ευκολότερη θρησκεία

που την ασπάζονται.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή   σε κάθε βήμα,

όπως  κατασταλάζεις για το έθιμο,

έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.

Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,

περιμένουν αυγά και τσουρέκι.

Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,

τα περιστύλια της υπομονής,

τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις   τον ετήσιο Ιούδα,  

πού αργεί να 'ρθει   από το ράφτη, απ' τον κουρέα.

Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις

για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.

Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση   κι η άπαρηγορία,

ο νηστικός της ήχος

όπως λιποθυμάει   στα εαρινά αρμόνια

των καθολικών απογευμάτων.

Οι αργίες,   οι αργοπορίες,   οι αγριότητες,

όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.

Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε

κι έφτιαξε τη ζωή του.

Η Μυροφόρος έλλειψις,

που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.

Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων

τη Μεγάλη Εβδομάδα

και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.

Η Αγία Επανάληψη,

η θαυματουργή,   η άχειροποίητος,

όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,

θαμμένη   σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,

σε κάποιο προγονό μας μέλλον.

Όπως την πιστεύω.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971]

 

 

ΤΥΧΗ ΚΟΙΝΗ

 (από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)

Οι δρόμοι μου, οι δρόμοι σας   κι αυτό.

 

Εκείνος, εγώ    κι αυτό.

 

Οι νυμφίοι Μάιοι, το κατάλληλο ένδυμα     κι αυτό

 

Το άμαχο αίσθημα, το κρυμμένο μαχαίρι    κι αυτό.

 

Η οδεύουσα δίψα, η καλή Σαμαρείτις    κι αυτό.

 

Η μακροζωία των ονείρων, η εργατικότης των ελπίδων

κι αυτό.

 

Οι άλτες όρκοι πάνω από το χρόνο, η φυλλοβόλος μνήμη

κι αυτό.

 

Ο απαραίτητος ήλιος, η ξαφνική ωραία διάθεση

κι αυτό.

 

Η άμιλλα των κίτρινων φύλλων για μια ψύχραιμη πτώση,

η ποίηση που τα εμψυχώνει    κι αυτό.

 

Η αγωνία σας, η βροχή    κι αυτό.

 

Η μύηση των αγαλμάτων στις δικές μας μεθόδους ανίας,

η θυσία όλο και κάποιας Ιφιγένειας

για ένα ψωροφύσημα ανέμου

κι αυτό.

 

Η εκγύμναση των λέξεων

να περνούν μέσα απ’ τη σιωπή,

η εκγύμναση της σιωπής

να περνά μέσα απ’ τις λέξεις

κι αυτό.

 

Το αυστηρώς φρουρούμενο μέλλον

κι η αρπαγή του στο τέλος απ’ αυτό:

 

Το ανώφελο.

 

ΒΑΘΕΙΑ ΑΥΛΑΞ

Καληνύχτα…

 

Με κούρασε πολύ η Κυριακή.

Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο

Με κούρασε κι αυτός ο γάμος   «στις οκτώ…»

ο λόγος ο αμετάφραστος έσονται εις σάρκα μίαν –

κορίτσι πάλι η σκέψη, και ταξίδευε

μ’ άσπρα ανοιχτά σεντόνια.

 

Κι ύστερα όλ’ αυτά τα Κολωνάκια που κατέληξα

μεγάλωσαν την κούραση.

Μπορεί να έφταιγε ο καιρός,

κάτι σαν φθινοπωρινός  και  λίγο σαν χαμένος.

Μπορεί να φταίξανε   οι νέες και οι έφηβοι.

Ως σημαιούλες υπερχρόνου εορτάζοντος

περνούσαν, όπως περνούσα κάποτε,

και με κούρασαν.

Αλλά κι αυτά των κυριών τ’ άρρωστα μάτια –

τα μάτια αρρωσταίνουνε βαριά

όταν θέλουν να δουν τι είναι πίσω απ’ άλλα μάτια.

Είδα να ’χουν πιαστεί σε κάποιο δίχτυ νοσταλγίας

που το τραβούσαν σκοτεινοί στην πρόθεση ψαράδες

-καιροί αλιείς.

Αδιέξοδες κυρίες…

Είδα, όπου πηγαίνει η ώρα τους, να βρέχει.

 

Εκείνο το εις σάρκα μίαν

ακόμα δεν μου επέστρεψε τη σκέψη –

κορίτσι ακόμη η σκέψη, ταξιδεύει

μ’ άσπρα ανοιχτά σεντόνια.

Αλλού εγώ κι αλλού η σκέψη,

μεγάλη πάντα κούραση.

Με κούρασε πολύ αυτό το «πάντα».

 

Κάποιος μιλάει δίπλα μου για ασκήσεις, θαρρώ

«βαθεία αύλαξ»   λέει.

Ναι. Βαθεία αύλαξ.

Καληνύχτα.

 

Πικρίζει ο Λυκαβηττός μέσα στο βλέμμα.

Με κούρασε πολύ αυτή η γεύση,

κι αυτά τα δένδρα που βαδίζουν μόνα τους

κάτω από φυλλορροημένες συναντήσεις.

 

Καληνύχτα.

Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.

Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο του κόσμου.

Με κούρασε πολύ το πρόσωπο του κόσμου.

 

Κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι   στο πάνω-πάνω ράφι

που δεν φτάνω.

[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971]

 

ΜΑΥΡΗ ΓΡΑΒΑΤΑ

(από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 1971)

Πότιζε συ τη γλάστρα   κι άσε να κλαίω.

Μόνο γράφε τους λόγους,

μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη.

Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη

πως βασανίστηκα για όλα.

 

Γράψε πως κλαίω για έναν καθρέφτη.

Άλλοτε διακοσμητικό στοιχείο,   μαντείο τώρα.

Για την ξερή καληνύχτα

που λεν οι μικρές πιθανότητες

και ξοφλάνε.

Γράψε πως κλαίω για το παράθυρό σου,

κλειστό κι ακαλημέριστο

και μελαγχολικό εκ γενετής του.

Για τα πουλιά της τελευταίας δεκαετίας.

Τον τρόμο τους με τις κεραίες τηλεοψίας.

Για την προσαρμογή τους ύστερα,

και τα πετάγματά τους

σ’ αυτά τα σιδερένια δένδρα.

Που μάθανε να τραγουδούν

σε σιδερένιους κλώνους.

 

Γράφε.

Γι’ αυτό το Σαββατόβραδο που θάφτηκε

ανάμεσα σε δυο κυπαρίσσια   στη Φραγκόκλησα.

Για το φεγγάρι που πενθεί – φοράει

μαύρη γραβάτα σύννεφο,

γράψε πως κλαίει.

Κλαίω γιατί με ρώτησες

αν είδα την πανσέληνο.

Όχι, δεν είδα τίποτα γεμάτο και δεν έζησα.

Κλαίω που τα παιδιά κρατούν τη σάκα τους

σαν τελειωμένη κιόλας γνώση,

και στων αγίνωτων ωρών

την τρυφερή καθησύχαση δεν πάνε

και δεν παίζουν.

 

Γράψε πως κλαίω για τις μητέρες.

Τις πιο παλιές μητέρες μου.

Τις λεπτές κι όμορφες,

των παραθύρων ερωμένες,

αρπίστριες του αγναντέματος,

που τις επήρε απρόφταστες ο θάνατος

κι αυτές μακροημερεύουν μητρικές

σε σαλονιού φωτογραφίες

και σε κεντήματα.

 

Κλαίω γιατί ανάψανε τα φώτα

κι η Κυριακή κουλουριασμένη γάτα

στο παράθυρό μου.

Ο φόβος βάζει τα καλά του  και  περιμένει.

 

Γράφε.

Πως κλαίω για τους τυφώνες,

το λίγο φαϊ,   το κάθε Λίγο,

για τους σεισμούς   χωρίς προειδοποίηση.

Κλαίω επειδή χαμένη πάει

η είδηση που μου ’φερες

πως είδε χθες την πρώτη πεταλούδα.

Κλαίω γιατί δεν είναι είδηση το εφήμερο.

 

Γράφε. Κλαίω

επειδή η τύχη κλείστηκε στο σπίτι της,

η αναβολή έφτασε στον δήμιο,

το παγούρι έχει φτάσει στην έρημο,

η νεότης έχει φτάσει στη φωτογραφία.

Κλαίω γιατί ποιος ξέρει ποιος θα κλείσει

των ημερών μου τα μάτια.

 

Πότιζε συ τη γλάστρα  κι άσε να κλαίω επειδή…

 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΟΣΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΟΝΤΑΙ…

(… μια σύντομη,  άδετη,  ζωή  με τη φωνή σου…)

Μίλα.   Πες κάτι, ο,τιδήποτε.   Μόνο μην στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.   Διάλεξε έστω κάποια λέξη   που να σε δένει πιο σφιχτά   με την αοριστία.
Πες:   «άδικα»,   «δένδρο»,   «γυμνό».   Πες:   «θα δούμε»,   «αστάθμητο»,   «βάρος».   Υπάρχουν τόσες λέξεις που ονειρεύονται   μια σύντομη, άδετη, ζωή με τη φωνή σου.   Μίλα.   Έχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.   Εκεί που τελειώνουμε εμείς   αρχίζει η θάλασσα. Πες κάτι.   Πες «κύμα», που δεν στέκεται.   Πες «βάρκα», που βουλιάζει   αν την παραφορτώσεις με προθέσεις.   Πες «στιγμή»   που φωνάζει βοήθεια ότι πνίγεται,   μην τη σώζεις,   πες  «δεν άκουσα».   Μίλα.   Οι λέξεις έχουν έχθρες μεταξύ τους,   έχουν τους ανταγωνισμούς:   αν κάποια απ’ αυτές σ’ αιχμαλωτίσει,   σ’ ελευθερώνει άλλη.   Τράβα μια λέξη απ’ τη νύχτα   στην τύχη.   Ολόκληρη νύχτα στην τύχη.   Μη λες «ολόκληρη»,   πες «ελάχιστη»,   που σ’ αφήνει να φύγεις.   Ελάχιστη   αίσθηση,   λύπη ολόκληρη   δική μου.   Ολόκληρη νύχτα.   Μίλα.   Πες «αστέρι», που σβήνει.   Δεν λιγοστεύει η σιωπή με μια λέξη.   Πες «πέτρα»,   που είναι άσπαστη λέξη.   Έτσι, ίσα-ίσα,   να βάλω έναν τίτλο   σ’ αυτή τη βόλτα την παραθαλάσσια. [Η ΠΕΡΙΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΕΤΡΑ από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΤΟ ΛΙΓΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, πρώτη έκδοση 1971]

Δευτέρα, 22 Απριλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ