Κυριακή 14 Απριλίου 2024

ΤΥΛΙΧΤΗΚΑ ΣΑΝ ΦΙΔΙ ΣΤΟ ΡΑΒΔΙ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 (… το σώμα μου είναι εκεί στο Ασκληπείο του χρόνου…  στη δρακοντότρυπα η ουρά μου  οι φαρμακείες μου προς τ’ άστρα…)

Πάει καιρός που αφέθηκα  και  περιζώστηκα τη νύχτα

ζώστηκα τον ποδήρη της χιτώνα σαν τους πλοκάμους μιας  μέδουσας

ως την οσφύ το σώμα  και  τα εβένινα μαλλιά της

-μηροί  και  μύρα των λαγόνων της –

ένοιωσα τότε τι σημαίνει να κυκλώνεσαι απ’ τη νύχτα

ν’ αφήνεσαι  και  να γλιστράς σε βάθη  ανεξερεύνητα

αποκομμένος εραστής των κοραλλίων νήσων της

πιασμένος μες στο δίχτυ μιας αράχνης με μυριάδες μάτια

 

Τώρα γυρίζω και το πάτημα του χρόνου δεν ακούγεται

στην τρικυμία της αγοράς η δωδεκάτη έπεσε σαν άγκυρα

ξεβράζοντας χειρονομίες βλέμματα αιχμηρά φωνές μετέωρες

το ψέμα ξαναφορεμένη αλήθεια την αλήθεια χειραψία δίστομη

 

Όλα σαν πέτρες ζοφερά  και  κοφτερά… Σαν φεγγαρόπτρες

κι  ο Ποιητής σαν από μηχανής  Ερμής  πεζεύοντας

στης  μέρας το κατώφλι στάθηκε κι αντίκρισε

της νύχτας τα όνειρα  κι  αυτά κερματισμένα

[ΠΑΕΙ ΚΑΙΡΟΣ…  από τα ΣΚΗΝΙΚΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ,   πρώτη ενότητα στη  συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004

κι άλλες επιλογές   αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:  ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]

 

 


ΓΗΙΝΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

(…γνώρισα κι άλλες νύχτες εδώ κάτω γήινες…)

Τη νύχτα που έγινε ο σεισμός  και φάνηκε ο πυρήνας της καρδιάς μας κόκκινος

τη νύχτα του ληστή που έγινε κλέφτης στα βουνά κι αυτοπυροβολήθηκε

τη νύχτα του άγριου κυνηγιού μες στα διασταυρούμενα πυρά των πόλεων

του βουτηχτή που δεν επέστρεψε  του ουρανοβάτη που γκρεμοτσακίστηκε

 

Τη μια νύχτα μες στην άλλη νύχτα  ως την πρώτη  και βαθύκολπη

απ’ όπου βγήκε ο Ποιητής  και πίσω του

τελώνες  καταδότες  κι άλλοι προσωπιδοφόροι

 

ΕΚΜΑΓΕΙΟ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Μαβί το φεγγάρι

κι ωχρή η σελήνη

 

Το φεγγάρι μαστάρι

που βάφτηκε στο αίμα

κι η σελήνη μια σπλήνα

που ένας σκύλος κυνηγημένος

την έσυρε σ’ ένα φαράγγι   τ’ ουρανού

[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΝΟΣΤΟΣ 

(… η πονεμένη μάνα έσβηνε στ’ αμόνι της

κι εγώ μες τη φωτιά μισοπλασμένος…)

Μπήκε στην πόλη από τη βραδινή πύλη,  του αισθήματος

βρήκα τη λίμνη στο ουρανί, χαλκοματένια  

 

ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ  

Εκεί ’ναι πύργος γυάλινος…  Και σκύβοντας  

είδες ο φάντασμα της νιότης σου να βγαίνει  

τους έρωτές σου στα στενά λησμονημένους  

τους πρώην φίλους σου χαμένους φαροφύλακες  

μισοθαμμένους μες στα φύκια  

φωνές σε ξάρτια  και  βυθούς σκέλεθρα μνήμης  

τόσα οστρακόδερμα ζωής χωρίς πτερύγια  

 

Φορτία ενός μυστηριώδους κήτους που ναυάγησε  

 

ΜΕ ΠΑΡΑΠΟΔΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ  

Και ξαφνικά μια θλίψη με κατέλαβε  

μα δεν άφησα να αιωρισθεί στα βλέφαρα  

τρέμισε μια στιγμή στους δυο κροτάφους μου 

κι απλώθηκε πισωπατώντας στα μετάφρενα  

όπως η πάχνη στις πλαγιές του Δρίσκου  

Καλύτερα!..  Μην τύχει  και  χαθώ  

όπως στα έτη της νεότητας  

που ’χε ξεσπάσει η χιονοθύελλα 

κι εγώ μ’ ένα τουφέκι σαν ραβδί  

αποκομμένος μια για πάντα    απ’ την ομάδα μου  

με παρά πόδα την ψυχή    μαρμαρωμένος  

 

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ  

Κι αυτή η Κασσάνδρα της οδού Δωδώνης τι παραμιλεί 

και  βγάζει απ’ το λαρύγγι αιματοστάλαχτη φωνή 

 σταγονομετρημένες προφητείες;  

 

(Αύριο ο τόπος θα βαδίσει νεκραναστημένος  

μ’ άλλα συνθήματα και μ’ άλλες χειροπέδες,  είπες)

[ΣΚΗΝΙΚΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΥΤΡΙΕΣ 2004]

 

ΟΙ ΠΟΘΟΙ ΜΑΣ ΣΕ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΝΑΛΗΨΗ

(… το μυρμηγκάκι που έχει φορτωθεί ένα νταμάρι  και  τ’ ανεβάζει δια βίου στη φωλιά του   δεν είναι Σίσυφος…)

 

ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ

Μια καρέκλα αναλήφθηκε

μια σκιά τοίχου μίλησε

ο πρώην νεκρός ερωτεύτηκε

ο υπολογιστής καρδιοχτύπησε

 

Έξω ένα αηδόνι τρελάθηκε

ένα εξπρές αυτομόλησε

ο σκοπός της γωνίας δραπέτευσε

μια βρύση πόνου στέρεψε

 

Εκεί ο δρόμος δεν έστριψε

μια συνοικία δεν ξύπνησε

εκεί το φεγγάρι βασίλεψε

μια σιωπή εκπυρσοκρότησε

 

ΤΡΙΚΥΜΙΑ

Η γλυκιά τρικυμία του σεντονιού

κι από κάτω

τα σκυλόδοντα του βυθού

σου τα ’βγαλα ένα – ένα

είπε η γυναίκα

κι έμεινε το στόμα σου

έμεινε η μαγική

σπηλιά που φωσφορίζει

με μια γλώσσα

κοιμισμένη φώκια

 

 

ΕΥΑ

Ρόδινη λάμψη της αυγής

αχτίδα αλκυονίδας μέρας

πριν γίνεις δίσκος φλογερός

πώς καμινεύτηκες πώς έφτασες

ανάμεσα από τ’ αττικά βουνά

που ανοιγοκλείσαν σαν θυρόφυλλα

εαρινή  και παιχνιδίζοντας

με  τ΄ άστρα με τα ζώδια  με τον Βολσκ

πώς έφτασες τρελή αναλαμπή

να πορφυρώσεις το λυκόφως μου;

 

Από το λυκαυγές σου  στο λυκόφως μου

να ’ταν η μέρα μου αβασίλευτη

να ταξιδεύω ισόβια το φως σου

 

Η ΜΑΓΙΚΗ ΜΟΝΑΔΑ

Πυρετική οιστρήλατη τρελή

η σαρκοβόρα βούληση για αθανασία,

να κρατηθούμε απ’ τη συνύπαρξη…

 

Τι ουτοπία…

 

Όταν τα σώματά μας γίνονται

δυο γεωλογικά τοπία

έλα κοντά κυνηγημένη έλαφος

χώσου βαθιά στην τροπική μου ζούγκλα

να βγω μαζί σου μυθικός τραγέλαφος

να ξαναγίνομε η μαγική μονάδα

 

Πριν πέσει η νύχτα κι ακουστεί   η ανάταξη

και μας τυλίξει η παγωμένη λάβα

τράβα το δίχτυ ν’ ανεβεί στο φως

η εκλεκτή του κούρου

κόρη λευκώλενη

με τη μαρμαίρουσα εγκοπή

στα δυο της σκέλη

 

ΔΥΟ ΕΙΔΩΛΑ

Ψηλά σε μια προεξοχή βενετική

η δίδυμη έπαλξη της ύπαρξης

το εγώ κι απέναντι το εσύ

αντικατοπτρισμοί του είναι

και κάτω ο μαγικός της θάλασσας

ζηλότυπος καθρέφτης

 

Δυο είδωλα ν’ αλληλοϋποβλέπονται

 

Κι ανάμεσα μια κόκκινη γραμμή

ίχνη φιδιού στα πόδια των πρωτόπλαστων

 

ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

Εκεί στο χείλος του γκρεμού

πετροβολήθηκεν ο μάρτυρας

αρπάχτηκε από μια αγριογκορτσιά

τανύστηκε σ’ ένα κλαδί

σαν πιθηκάνθρωπος

έγινε σκώληξ ο ακοίμητος  και γλίστρησε

από τη δρακοντιά στον αγριοπανσέ

βγήκε απ’ την τρύπα σφύριξε σαν φίδι

μας έρριξε μια σπλαχνική ματιά που  μυρμηγκιάζαμε

φόρεσε τ’ άμφια  του τρελού

ευλόγησε τα πλήθη αφοδεύτηκε

 

Κι εμείς απ’ τις πέτρες χτίσαμε σκαλί – σκαλί

μια εκκλησία «Των Αγίων Πάντων»

 

ΕΙΚΟΝΑ             ΔΙΠΤΥΧΗ

Στυλίτης                         Βίζιτα

Είμαι ένας στύλος Η επισκέπτρια

κι εσύ                             των

ο στυλίτης μου               τάφων

κάτω ν’ αρδεύεται       βγήκε

κι εκεί πάνω              άλαλη

η κεφαλή                   είχε βραδιάσει

ν’ ασκητεύει            και δεν έπαιρνε

θεόπληκτη             απάντηση

 

ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Οι άνθρωποι

έφυγαν

βούλιαξαν  ή  πέταξαν

με τα λοφία

και τα κουρέλια τους

πέταξαν  ή  βούλιαξαν

κι έμεινε το σχήμα τους

όπως στους παλιούς

σιδερένιους σομιέδες

το βούλιαγμα των κορμιών

και τα’ άδεια κλουβιά

το χέρι

που φτερούγισε

των μονομάχων

[ΟΙ ΠΟΘΟΙ ΜΑΣ ΣΕ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΝΑΛΗΨΗ 2η ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004]

 

ΤΡΙΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

(… Η Κυρία Ξένη… ο Κος Γαλανός τελείως γαλανός μες στην πισίνα κι έπλεε  και  Αυτή η γάτα που σε περιμένει ερεθισμένη…)

Η Κυρία Ξένη άνοιξε τα δυο της χέρια  κι  έτρεξε σε προϋπάντηση του Τρομερού   Ηλεκτρισμένη από τα φιλιά του  έγινε νιφάδα  κι  άρχισε να στροβιλίζεται  στα πόδια του   Ύστερα σκόρπισε στο χώμα κι αναλύθηκε σε δάκρυα θολά    Η  απειρόγαμη…   Ο Κος Γαλανός   Τελείως γαλανός μες στην πισίνα κι έπλεε…  Έμοιαζε μα άνδρα που φυλλορροώντας φώναζε   Με μάτια και με χέρια  και  με το κουρέλι ενός στηθόδεσμου για σημαδούρα κραύγαζε   «βοήθεια!...»   Φορούσε τα δυο στήθια της γυναίκας του  με τρυπημένες τις κρουστές τους ρώγες   Τις είχε διαρρήξει η ίδια για να παρακολουθεί τη μεταμόρφωσή του  αθέατη   σαν από δύο φινιστρίνια υποβρυχίως…   Αυτή η γάτα   Αυτή η γάτα που σε περιμένει ερεθισμένη   και σε τραβά ρουχνίζοντας προς το κρεβάτι  κι  ακόμα πιο βαθιά στην αμνηστία της νύχτας   έχει τα μάτια της συμβίας  τα μουστάκια του πατέρα σου   Μην της ανοίξεις γείτονα  [ΟΙ ΠΟΘΟΙ ΜΑΣ ΣΕ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΝΑΛΗΨΗ,  δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΓΕΝΝΗΤΡΙΕΣ 2004, εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη] 

Δευτέρα, 15 Απριλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ