Πέμπτη 11 Απριλίου 2024

ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΣ ΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ…

 

(«Έτσι τελειώνει ο κόσμος. 

Όχι  μ’ έναν πάταγο αλλά μ’ έναν λυγμό» 

(T.S. ELIOT, The Holow Men)

«Και ο τρίτος άγγελος εσάλπισε,  και έπεσεν εκ του ουρανού ανήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς,  και έπεσεν επί το τρίτον των ποταμών  και επί τας πηγάς των υδάτων·   και το όνομα του αστέρος λέγεται ο Άψινθος· και εγένετο το τρίτον των υδάτων εις άψινθον  και  πολλοί των ανθρώπων απέθανον  εκ των υδάτων, ότι επικράνθησαν.  (Αποκάλυψις Ιωάννου  8. 10-11)

 

Ο γαρ καιρός εγγύς 

 

Ω αγέννητε γέροντα

εσύ με τα μακριά μαλλιά   με τα άκοπα νύχια

έρχεται μπόρα.

 

 Τα πουλιά τρυπώνουν στα κλαργιά

εσύ με τα μεγάλα φρύδια.

 

Είμαι μυρμήγκι στην παλάμη σου

και τα μυρμήγκια έχουν φωλιά

εσύ με τα παγωμένα μουστάκια.

Φύλαξέ με

πάρε το φόβο

να περάσει η νύχτα

εσύ με τα κατηφένια γένια.

Αγέννητε γέροντα αιώνιο βρέφος.

 

Ο καιρός εγγύς εστίν 

 

Λίγα φύλλα λίγα πουλιά

στο  τέλος του φθινοπώρου.

 

Νύχτα  ω σκοτεινέ βατήρα της ψυχής μου.

 

Τελευταίο χορτάρι   τελευταίος άνεμος  πάνω στη γη.

 

Σκοτεινή μητέρα   χτυπάει ακόμα η ζεστή σου καρδιά.

 

Ότι χρόνος ουκέτι  έσται  

 

Με τα βουβάλια με τα βαριά θηλαστικά

με την αγέλη  όχι με τα ζεύγη.

Κοινή τροφή  κοινός ο τρόμος

κι ο θάνατος μονάχα να σε ξεχωρίζει.

 

-Κι ο Έρωτας;

 

Με τα πουλιά. Με τα πτηνά  και  με τα ωοτόκα

όχι με το σμήνος ούτε δυο – δυο σαν τα τρυγόνια.

Μόνος.  Να πίνεις το νερό όπου το βρεις

κοιτάζοντας τον ουρανό χωρίς κανένα μάρτυρα

(εκτός απ’ τον κρυμμένο κυνηγό).

 

-Κι ο Έρωτας;

-Αναπαραγωγή!..      



 

Αν είναι να μιλήσει κάποιος   ας πει για την αγάπη 

 

«Αχ, αγάπη,  ας είμαστε αληθινοί   ο ένας με τον άλλο!..

Γιατί ο κόσμος που μοιάζει να απλώνεται μπροστά μας

σαν χώρα ονείρων,

τόσο ποικίλος,   τόσο όμορφος,   τόσο νέος

δεν έχει πράγματι μήτε χαρά, μήτε αγάπη,  μήτε φως,

μήτε βεβαιότητα,  μήτε ειρήνη,  μήτε βοήθεια για τον πόνο.

Κι είμαστε εδώ σαν σε σκοτιδιασμένο κάμπο

σαρωμένο από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής,

όπου άγνωρες στρατιές χτυπιούνται τη νύχτα»

(MATTHEW  ARNOLD,  Η Παραλία το Ντόβερ)

 [αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  ΑΨΙΝΘΟΣ 2012  αντιγραφή  κι  επικόλληση από συγκεντρωτικό τόμο ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]

 

ΠΟΥ ΠΑΣ ΕΣΥ ΜΕ ΤΑ ΛΕΠΤΑ ΣΦΥΡΑ Η ΡΑΔΙΝΗ 

ΕΣΥ ΜΕ ΤΑ ΠΛΑΤΙΑ ΛΑΓΟΝΙΑ

(  «Εγένετο σιγή εν τω ουρανώ ως ημιώριον» )

Θα βρέξει  κυμοθόη

εσύ με τ’ αμάλαγο στήθος.

 

Ας βρέξει σιταρένια

ας βρέχει όλη μέρα  κι  αύριο  και  μεθαύριο.

 

Ας φυσήξει μετά πλατυτέρα

να φέρει το τραγούδι μου σ’ εσένα.

 

Εκεί στο τρίκλωνο ποτάμι – ποταμέ βρε ποταμέ μου –

δίπλα στην πέτρα που πλένεις το μαντήλι μου.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  ΑΨΙΝΘΟΣ 2012 αντιγραφή κι επικόλληση από συγκεντρωτικό τόμο ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]

 

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Ατσάραντοι και λιάροι κι' αητομάχια

συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια

τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι

καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια

τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι

τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες

καλοκερήθρες και σηκονούρες και ασπροκόλια

μπεκανότα και δοδόνες και κολοτριβιδόνες

ξυλοτρούπιδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες

κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια

γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια

θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

 

Πού είναι ο κοκκινολαίμης;

 

Πού είναι   οι συκοπούλες,  οι βουλγάρες  κι οι σιταρίθρες

τα βατοπούλια τα κουφαηδόνια κι' οι αερογάμηδες

οι φάσες και οι σπαθομύτες

τα κιρκινέζια κι' οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι

ο μπούφος ο χουχουλόγιωργας κι' ο κούκος

ο νυχτοκόρακας ο γκιόνης κι' ο καράπαπας;

Πού είναι

τα ξεφτέρια τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;

[από τη συλλογή Γιώργη Παυλόπουλου, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, εκδόσεις Κέδρος 2004]

 

 

ΒΡΟΧΗ  ΨΙΧΑΛΙΣΤΗ ΠΟΤΙΣΤΙΚΗ ΔΑΡΤΗ

 ( Και η φωνή αυτού ως φωνή υδάτων πολλών -  από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΨΙΝΘΟΣ 2012)

Υετός   ομηρική βροχή

Όμπρος   αρχαία βροχή καταρρακτώδης.

 

Βροχή  και  άλλα κατακρημνίσματα.

 

Χιων χιόνι  κοκορόχιονο  χιονόνερο  νιφετός.

Χάλαζα  χαλάζι  χαλαζόκοκκος

(σιούγκραβος στα όρη Τσαμαντά).

Υδατώδη ατμοσφαιρικά   κατακρημνίσματα

αναντάμ  παπαντάμ.

 

Προσφάτως τεχνητή βροχή

εσχάτως όξινη βροχή

προσεχώς  κά – τά – κλύ – σμός.

Κατά ζεύγη τα ζώα

κατά μόνας τα φυτά

κατά κρημνού οι άνθρωποι – αγεληδόν.

Κατά μάνα κατά κύρη.

 

Τρέχουν τα δάκρυα βροχή

Βροχή μου.

Βροχούλα μουσκεμένη.

 

ΑΠΤΕΡΗ ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ

 (… τάδε λέξει ο έχων την ρομφαίαν την δίστομον την οξείαν…)

κι όμως πετάει.

Γυρνάει.

Γύρω από τον ήλιο

γύρω από τον άξονά της

γύρω – γύρω όλοι

όλο και πιο πολλοί

και πιο ηχηροί   πιο οχληροί

φωνασκούντες

ασχημονούντες

αναλώσιμοι   ανακυκλώσιμοι

αιωνίως.

 

-Αιωνίως;

 

«Ούτως ότι χλιαρός ει,  και ούτε ζεστός  ούτε ψυχρός,

μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου»

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  ΑΨΙΝΘΟΣ 2012 ] 

 

ΑΥΤΟΙ  ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΔΕΝ…

 (από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  ΑΨΙΝΘΟΣ 2012)

… δεν σου χαρίζουν  ούτε τη νύστα τους

όλο δεν και δεν και δεν –

τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους

δεν χάιδεψαν σκυλί γιατί πουλάκι πληγωμένο

γυναίκα άσχημη και στερημένη

αυτοί παιδί μου δεν

δεν δίνουν τ' Αγγέλου τους νερό

δεν άκουσαν ποτέ

ανάκουστο κελαηδισμό και λιποθυμισμένο

δεν έπιασαν με τα ρουθούνια τους

το άοσμο άνθος του θανάτου

δεν είδαν - κατάργησαν τα μάτια τους –

μια πιπεριά να γίνεται λιμπελούλα

αυτοί παιδί μου δεν

δεν ξέρουν δεν αγαπούν

ξέρουμε μόνο ν' απαιτούν

περισσοτεραπερισσοτεραπερισσοτεραπερι –

που έτσι γράφεται το μέλλον μας        

 

ΕΠΙΚΛΗΣΗ   (στην Πόπη,  αλλιώς)

Ω ριγηλό πουκάμισο αθώο ρούχο

με τις πτυχές σου φρίσσοντας  στον άνεμο

κατέβα εδώ και γίνε μου σημαία

κόκκινο μεσοφόρι αερόστατο.

 

Επικαλούμαι τη ρώμη του κορμιού της

τα στήθη τα μικρά τη στίλβη του εφηβαίου

τη φώκια των γλουτών

και τους τερμίτες των μηρών της.

 

Αυτό δεν είναι αγάπη

είναι ένα ζώο που γυρεύει την αγάπη

δεν θα τη βρει θα την παρεξηγήσει

θα αφήσει το ’να πόδι του στο δόκανο

και θα χαθεί στο δάσος

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά  ΑΨΙΝΘΟΣ 2012] 

 

 

ΛΙΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΠΕΡΣΙ ΚΑΙ ΓΛΥΚΟΣ…

 ( Και ιδού ίππος μέλας…  Και ιδού ίππος πυρρός…  Και ιδού ίππος χλωρός…  )

… γλυκύς βραστός με αραιό χαρμάνι.

Χιόνισε ζάχαρη Ζαχάρω και Σοχό

μες στο Ντουμπρίνοβο του Σκουρογιάννη

(Ντουμπρίνοβο  το λεν οι χωριανοί

κι ας γράφουν οι ταμπέλες Ηλιοχώρι)

 

αρκούδες άυπνες αλλάζανε πλευρό

και δέρνονταν τα φίδια στο Ζαγόρι.

Νύσταζε κι η αρκούδα του Χατζή

μα πώς να κοιμηθεί με πανωφόρι

 

αφού τη γούνα της να βγάλει δεν μπορεί

κι ας λιώνει από τη ζέστη η καημένη

γραμμένο της στο Γράμμο να καεί

κι όχι στα γουναράδικα γδαρμένη.

 

Λίγος χειμώνας πέρσι και γλυκός·

γλυκύς πικρός σε πλαστικό κουπάκι.

Το ’στρωσε θάνατο στη χώρα του χαμού

ετούτο το μακρύ καλοκαιράκι

 

Κεφάλι αλόγου σκύβει να πιει νερό.

Ίσα που πρόλαβε να δει εκτός από τη μορφή του

μιαν αλογόμυγα επάνω στα καπούλια πριν σπάσει

ο καθρέφτης της πηγής.

Ρουθούνια ανοιγμένα γεμάτες  γουλιές ήρεμη ανάσα

και μόνο τα μάτια του τρομαγμένα με το τρέμισμα

μιας σκιάς στον αέρα.

 

Ξανά

 

Αναπεπτάμενο πεδίο.  Γύρω βουνά.  Ένα άλογο πίνει νερό.

Η καμπύλη του αυχένα τόξο καλά τανυσμένο.

Αεράκι στη χαίτη όταν μαύρο πουλί περνάει ψηλά.

Η σκιά του βιτσιά στα καπούλια.

 

Ξανά

 

Χαμηλή πτήση με ελικόπτερο πάνω από τη Δρακολίμνη της Τύρφης.

Καταπράσινο οροπέδιο ανάμεσα σε χιονισμένα βουνά.

Στην όχθη της λίμνης ένα άλογο πυρρό ξεδιψάει.  Αλαφιάζται. Τρέχει.

Τρέχουν μαζί του και τ’ άλλα λευκά φαιά σίβα μαύρα

εκατόν πενήντα άλογα κάτω από ένα καπό

στον δρόμο Ιωαννίνων – Κοζάνης.

 

Πάνινα τα βουνά μέσα στην πάχνη

που τ’ ανεμίζει αύρα της θαλάσσης

και πλαταγίζουν στον λαμπρόν αιθέρα.

Σκουφάκια του χιονιού και μαύρα δάση

 

πλαγιές – καπούλια μουλαριών σφυρά  και  χαίτες

και οι οπλές των γεφυριών βαριές στο χώμα

αδιάβατα απάτητα γιοφύρια

ν’ ακούς βαθιά στην ερημιά το κλάμα της χτισμένης.

 

Ν’ ακούς τα φρένα μιας βαριάς νταλίκας

που πάει ντουγρού για τη μετωπική της

με μαύρο Fiat νευρικό και πειραγμένο

σφήνες και προσπεράσματα κι εντέλει σφηνωμένο

 

ανάμεσα στους μπροστινούς τροχούς.

Κι ο οδηγός παιδί που πάτησε διπλή γραμμή

και πάει γραμμή για του Αχέροντα τα μέρη

μέσα σε τόσην ομορφιά που αλλού κοιτάζει.

 

Ποτάμια που κυλούν όπως κυλούσαν

και πέστροφες αμέτοχες στο δράμα

ρίζες τυφλές που μπήγονται στο χώμα

κοτσύφια που περνάνε και σφυρίζουν

 

κι αηδόνια - αηδόνια λιγοθυμισμένα

και χάρτινα βουνά μέσα στην πάχνη

που τα φυσάει ο δριμύς Θρηίκιος

και σχίζονται μεριές – μεριές και φρίσσουν

 

και φαίνεται το στίλβον χάος από πίσω

για ποιαν αγκάλη μου μιλάς για ποια μητέρα

η φύση είναι θεία μας κατά Καρούζον

μια θεία τριχωτή και ψηλομύτα θα έλεγα

 

αλλά με πόσες τύψεις και με τον πόνο ενός παιδιού που δεν ξεχνά

τα ρόδια που το τάιζε τα μήλα στην ποδιά της

κι ένα κλωνί βασιλικό ανάμεσα στα στήθη.


ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑΣΟ

 ( … μνήμη Νάσου Θεοφίλου…  )

Μια στιγμή Νάσο μη φεύγεις

τώρα που φεύγουν όλα γύρω μου

με ταχύτητα ηλικίας.

Φεύγουν  ή  έρχονται καταπάνω μου;

Θα σε γελάσω;

 

Μια στιγμή Νάσο μη φεύγεις κι εσύ

τώρα που έφυγαν τα παιδιά μας

Βρυξέλλες   Άμστερνταμ   Λουξεμβούργο

Αθήνα – η πιο ξένη πρωτεύουσα του κόσμου

Δευτερεύουσα πλέον χωρίς Δίπορτο –

ποιος τολμά να καταδυθεί εκεί κάτω

μικρές μπουκιές μεγάλες γουλιές οίνου και άρτου

νωπά βλέμματα και γέλια μέχρι δακρύων

ώσπου μας έμειναν μόνο τα δάκρυα.

 

Μια στιγμή Νάσο πού πας

τώρα που μεγάλωσα χωρίς να γίνω

αυτό που ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω

Ερμούπολις  Καταδυόμενη  Άγγελος Βοϊδάγγελος

Μαριάνθη  Ψωλάνθη  Ουλαλούμ…

 

Μια στιγμή Νάσο  δεν ακούς;

Δεν ακούει αγύριστο κεφάλι.

Κι αν άκουγε κι αν γύριζε να με κοιτάξει

με όλο το μπλε των ματιών του;

 

Θα έμενα στήλη άλατος στην Οδό Αθηνάς

με μια μάρκα του Φινόπουλου στα δόντια.

 

Μια στιγμή Νάσο περίμενε τον Κοσμά

κι αποχαιρέτα τον Μόλυβο που φεύγει

Μήθυμνα μακρινή και μόνη

Βαρβάκειος βουρκωμένη

φεύγουν και πάνε χωρίς τον πολιούχο τους

πέρα στις πέρα θάλασσες των ματιών σου

στις πράσινες λιμνούλες της μνήμης

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΣΕ ΜΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ  1  και 2

(… πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις…  πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι…)

Τα σπίτια ποντισμένα στο βυθό   με φυσαλίδες αναθρώσκουσες.   Δαχτυλιδάκια γαλανά  ή μέδουσες;   Αιγαίος κόσμος πολυκύμαντος  κι  εσύ ο αυτουργός του   ο επικηρυγμένος των συμβάντων.   Μικρά συμβάντα που τα μεγαλύνεις   επινοώντας την πραγματικότητα.   Ένας δραπέτης είσαι διημερεύοντος Σαββάτου  και  χορηγός μιας ηλικίας  που επωάζεται αλλιώς σε κάθε σώμα σου.   Σώμα υπό σκιάν  και  σώμα πάμφωτο   από βαθιά πηγάδια αστεροδεικτούμενο   χτισμένο ζωντανό σε ατίθαση γεφύρια   για να περνούν αλαφροΐσκιωτοι διαβάτες.   Τις νύχτες  πάλι υδροχαρές  και αιμοφόρο   και  συγκοινωνούν με τα μικρά οικόσιτα σκοτάδια  και  τα ανέμερα μεγάλα σκότη   που μας βυζαίνουνε γλυκά   όταν καθόμαστε και γράφουμε.   Ασπρίζει τότε η σγουρή προβιά τους   από το γάλα της πληγής μας  και  φέγγει δωδεκαετής ημέρα   μέσα στα γηρατειά της νύχτας…   Πίνοντας έρχεται η δίψα τι νομίζεις;   Πίνοντας πίκρες συνήθως μονορούφι   πίνοντας γλύκες με κουταλάκι του γλυκού  -  γιατί ο φόβος του πνιγμού   φυλάει τα εύθυμα ανέκαθεν.   Πίνοντας το νερό της λησμονιάς.   (Ποια βρύση να το κάνει;)   Πίνοντας τέλος τ’ αμίλητο κρασί.   Άκου – τίποτε τόσο αμίλητο   όσο το μιλημένο.   Τόσο μουγγό  κι  ανόητο  και  ηττημένο   πως τα ’πε όλα τάχαμου   πως τα ’βγαλε από μέσα του   ενώ μπορεί να τα ’βγαλε απλώς απ’ το μυαλό του!..  [από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΑΨΙΝΘΟΣ 2012,  συγκεντρωτική έκδοση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 2012, εκδόσεις Μελάνι]

Παρασκευή, 12 Απριλίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ