(…ψυχή περικοκλάδα της αβύσσου
Στο χάος
σκαρφαλώνεις Ντύνεις πράσινο το
τίποτα -
(ια)
α
Δεν θέλω ιδέες που χωράνε στο κεφάλι
Θέλω μονάχα μια ιδέα αλλά μεγάλη
Τόσο που να χωρέσει το κεφάλι μου
Που ολόκληρο να με χωρέσει
Μια ιδέα που γεννά Και δεν
γεννιέται
β
Αν είναι η δυστυχία Πηγή
δημιουργίας
Αν είναι η δημιουργία Πηγή ευτυχίας
Η δυστυχία είναι ευτυχία!..
Πόνεσέ με πιο πολύ!..
γ
Πεδίο ναρκοθετημένο η καρδιά μου
Όλοι την παρακάμπτουν
δ
Δεν είναι το ύψος από κάτω μου
Αλλά το ύψος από πάνω μου Που με
τρομάζει!..
Αντίστροφος ίλιγγος
ε
Μετά από τόσες ερήμους που διένυσα
Χωρίς ούτε σταγόνα βροχής
Συνεχίζω να ελπίζω Στην ξαφνική
παπαρούνα!..
στ
Μετά από τόσες φορές
Που μέτρησα και ξαναμέτρησα τα δάχτυλά μου
Συνεχίζω να επιμένω Ότι δεν είναι μόνο δέκα
ζ
Πάνω στη γη βαδίζω ακόμα κι όμως
Μ’ έχουν τυλίξει κιόλας του θανάτου οι ρίζες
θ
Βουβό το χώμα του θανάτου
Στρατιές ολόκληρες βαδίζουν πάνω του
Κι ούτ’ ένα σύρσιμο ποδιού!..
ι
Η αιωνιότητα είναι φτιαγμένη από στάχτη
Ψυχών αποκαϊδια που την ονειρεύτηκαν
ιβ
Όπως βγαίνουνε τα χέρια του μποξέρ από τα γάντια
Έτσι βγαίνει κι η ψυχή απ’ το κορμί
ιγ
Ελάχιστη φλόγα του σπίρτου
Κάθε που ανάβεις ένα τσιγάρο
Ονειρεύεσαι δάση ονειρεύεσαι πόλεις
Ονειρεύεσαι την ίδια την κόλαση
ιδ
Όσο περνούν τα χρόνια
Μεγαλώνουν οι κλειδαρότρυπες
Μικραίνουνε οι πόρτες
ιε
Όσο περνούν τα χρόνια
Λιγοστεύει η γη κάτω απ’ τα πόδια σου
Μεγαλώνει ο ορίζοντας μπροστά σου
ιστ
Όσο περνούν τα χρόνια
Μεγαλώνει το μάτι της βελόνας
Τώρα περνάς κι εσύ μαζί με την κλωστή
ιζ
Όσο περνούν τα χρόνια ανακαλύπτεις
Ότι τα σκοινιά που σ’ έδεναν
Δεν ήτανε παρά κλωστές
Κλωστές που δεν μπορείς να σπάσεις
πια!..
ιη
Έσκυψες να υποκλιθείς Μπροστά στο
θαύμα του κόσμου
Έσκυψες τόσο βαθιά
Που αντίκρισες Την κωλοτρυπίδα
σου!..
ιθ
Μην κλαις Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι Θα περάσει!..
[ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ
από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ
ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 1986]
Ακολουθούν οι ΑΠΟΡΙΕΣ
και ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ από
την ίδια συλλογή - αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη
ΑΠΟΡΙΕΣ
(από
τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΦΤΗ 1986)
Τι νιώθει η έρημος όταν μακρινός άνεμος
αποθέτει πάνω της ένα σπόρο;
Ξεδιψάει ποτέ το γεμάτο ποτήρι;
Ο δρόμος που τελειώνει σε αδιέξοδο
ονειρεύεται άραγε μακρινές αποστάσεις;
Τρέμουν ποτέ τα γόνατα του πανίσχυρου
Χάρου;
Οι μεγάλες ψυχές γνωρίζουν άραγε
ότι υπάρχει μόνον ένα μέγεθος θανάτου;
Τα ψηλά βουνά νιώθουνε τάχα
ότι ο κόκκος άμμου είναι αδελφός τους;
Η μετάνοια θυμάται αλήθεια ότι κάποτε λεγόταν τόλμη;
Το χέρι που δίνει και το
χέρι που παίρνει
ξέρουν ότι είναι δυο γλάροι που
ζυγιάζονται
πάνω από το κενό της έλλειψης;
Πώς νιώθει τάχα η νύχτα
μ’ όλα τούτα τ’ άστρα στο κορμί της;
Το φεγγάρι όταν το λεν σελήνη διχάζεται;
Τι κρύβει το κρεβάτι κάτω απ’ το
προσκέφαλό του
περίστροφο ή
όνειρα;
Τα πούπουλα του μαξιλαριού ονειρεύονται ακόμα τα ύψη;
Πώς πεθαίνει ο μόνος άνθρωπος
πώς τρίζει η ψυχή του ερημίτη
όταν τον αγγίζει ο θάνατος
τι κρότο κάνει ένα δένδρο που πέφτει
όταν κανείς δεν είναι εκεί για να τ’
ακούσει;
Είναι το σκοτάδι που ’ναι τυφλό
ή το φως που σκοντάφτει πάνω του;
ΜΙΚΡΗ
ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
(από
τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΦΤΗ 1986)
Α
Τα ψηλά βουνά έχουνε πάντοτε γυμνή την κορυφή τους. Κατάφυτα στα πόδια, στην κοιλιά,
στο στέρνο τους, αλλά το φαλακρό
κεφάλι τους ακουμπά κατευθείαν στο γαλάζιο·
σκληρή κι αιχμηρή πέτρα, ερωτευμένη με την τρυφερή
σάρκα τ’ ουρανού.
Β
Τα αιωνόβια δένδρα ξέρουνε τα πάντα για τη ζωή των σκουληκιών κάτω απ’ το
χώμα, για τη ζωή των μερμηγκιών και
των θηρίων πάνω στο χώμα, για το
τραγούδι των πουλιών και του ανέμου πάνω απ’ το χώμα. Τα αιωνόβια δένδρα είναι σοφά· υποδέχονται μ’ ένα χαμόγελο επιείκειας τον
ξυλοκόπο που τα σωριάζει στο χώμα.
Γ
Οι μικροί θάμνοι που ποτέ δεν φιλοδόξησαν να γίνουν δένδρα γίναν στοργικά καταφύγια για την
πέρδικα και τον κορυδαλλό· καλοί μικροί θάμνοι… Το ελάχιστο όμως ραδίκι, το τρελό ραδίκι που ζήλεψε τη δόξα του κυπαρισσιού…
Τι απόγινε;
Δ
Οι παπαρούνες κάποτε τρελαίνονται, εγκαταλείπουνε το μίσχο τους, γίνονται
πεταλούδες κι αρχινούν από λουλούδι σε
λουλούδι να πετούνε. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μαργαρίτες, μόνο που αυτές
γίνονται μικροί ήλιοι που πλανιόνται στο διάστημα, επιτείνοντας τη θέρμη του
ήλιου, επισπεύδοντας έτσι τον ερχομό του θέρους.
Ε
Το πέτρινο λουλούδι ή το ζωγραφιστό
ή το χυμένο στο χρυσάφι, στο χαλκό
ή στο λόγο, το πλουμισμένο με πολύτιμα πετράδια ή
σμαλτωμένο με στιλπνά επίθετα, το
έργο τέχνης που ο θάνατος το μίσχο του
ποτέ δεν θα τσακίσει, ποτέ του δεν
ανάδωσε την πρόσκαιρη ευωδιά της αιωνιότητας!..
ΣΤ
Θαρρούσα πως ο έρωτας είναι ένα κατοικίδιο λουλούδι μ’ εξημερωμένο άρωμα. Δεν ήξερα πως είναι νηπενθές που διόλου δεν
απέχει από το πένθος!..
Ζ
Η σιωπή είναι παράσιτο που φύεται παντού:
ανάμεσα στις φράσεις, ανάμεσα
στις λέξεις, ανάμεσα ακόμα και στους
φθόγγους!.. Είναι τόσο πυκνή που μερικοί
διατείνονται ότι είναι ο ήχος το παράσιτο
και όχι η σιωπή!..
Η
Υπάρχουνε κάτι μικρά πουλιά που αγαπούνε τους κροκόδειλους, που παίρνουνε στα σοβαρά τα δάκρυά τους, που
άφοβα πετούν μέσα στα φοβερά σαγόνια
και μ’ επιδέξια λεπτά ραμφίσματα
τους καθαρίζουν στοργικά τα δόντια. Σαν
γέρους ξεμωραμένους γονείς, σαν
απροστάτευτα όντα, έτσι τους βλέπουνε
τους τρομερούς κροκόδειλους αυτά τα ελάχιστα πουλιά!..
Θ
Τι γίνονται άραγε οι αγέρινες γαζέλες σαν γερνάνε; Τι γίνονται άραγε αυτές οι αφρικανές
νεράιδες;
Μπορώ να φανταστώ τα λιοντάρια, βαριά και τσιμπλιάρικα, να λιώνουν μέσα
στις σπηλιές, με νεφρά τσακισμένα απ’ το
βάρος του χρόνου… Μπορώ και τις τίγρεις
ακόμα να δω, με δόντια σαθρά, μάτια θολά, ξεχειλωμένα νεύρα, να σέρνονται ως το
τέλος σαν μαδημένες γάτες… Οι γαζέλες
όμως… Φθείρονται άραγε κι αυτές, αργά – αργά,
και σβήνουν ως να χωρέσουνε ολόκληρες
και να χαθούν μες στα τεράστια μάτια τους ή μήπως, μόλις νιώσουνε να τις εγκαταλείπει
το πνεύμα που τις κίναγε, τελειώνουν μ’ ένα πήδημα, το πιο ανάερο πήδημα το πιο
θεραπευτικό, μες στα σαγόνια ουρανού και γης;
Ι
Ο μαύρος πάνθηρας είναι ένα κομμάτι αεικίνητο, βελούδινο σκοτάδι μες στο
φως. Τα μάτια του είναι δυο αστέρια που ανάβουνε τη μέρα και φλέγονται τη
νύχτα.
Ελεύθερος, είναι πιο γρήγορος κι από το φως, καθότι προικισμένος με την
ταχύτητα του σκότους του, που, οπωσδήποτε, είναι μεγαλύτερη.
Φυλακισμένος, έχει την ικανότητα να μεγαλώνει το κλουβί του. Κινούμενος
αδιάκοπα δημιουργεί, με τετραγωνικά ελάχιστα, τεράστιες εκτάσεις. Είναι ο θεός των μεγάλων αποστάσεων. Στους ζωολογικούς κήπους, από πολύ μακριά του
ρίχνουν την τροφή που τρώει με περιφρόνηση, με αηδία σχεδόν και
μόνο από ανάγκη, ανάγκη ωστόσο που ποτέ
δεν τον οδήγησε στη θόβερή γελοιοποίηση του τσίρκου.
Οι δεσμοφύλακές του καμαρώνουν για την αντοχή του ατσαλιού που τόνε
κλείνει. Είναι γιατί δεν ξέρουμε πως μόλις
σκοτεινιάσει, αφήνει ο πάνθηρας τα μάτια του μες στο κλουβί και γίνεται ένα με
τη νύχτα!..
ΙΑ
Κανείς φυσιοδίφης δεν έχει ακόμα
αποφανθεί αν είναι η ζέβρα μαύρο ζώο μ’ άσπρες ρίγες ή
μαύρες ρίγες μ’ άσπρο ζώο!..
ΙΒ
Τι αρμονία και τι δύναμη στο πέταγμα του αετού – ούτε οι
άγγελοι δεν ορίζουν τόσο τέλεια τα φτερά τους – και πόσο αδέξιο πόσο ανάπηρο το
βάδισμά του – ακόμα και οι κότες φαντάζουν πλάι του βασίλισσες.
ΙΓ
Η απουσία είναι το μοναδικό θηρίο που ο άνθρωπος όχι μονάχα δεν κατάφερε
ποτέ να εξημερώσει, αλλ’ ούτε να συλλάβει καν.
Βέβαια, πάντα ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, γι’ αυτό και σ’ όλους τους ζωολογικούς
κήπους υπάρχειένα αδειανό κλουβί γι’ αυτήν!..
ΙΔ
Ο λαγός δεν έχει βλέφαρα. Ο λαγός κοιμάται μ’ ανοιχτά βλέφαρα!..
Ο λαγός πεθαίνει μ’ ανοιχτά μάτια·
βλέπει το θάνατο να τον ζυγώνει ως να χωθεί μέσα στις κόρες του κι
ύστερα συνεχίζει να κοιτάει το τίποτα…
Ο λαγός δεν έχει σώμα· είναι
ολόκληρος μια τριχωτή καρδιά που σπαρταράει
αδιάκοπα και σπάει σαν ξερό κλαδί κάτω απ’ του τρόμου την πατούσα. Του όπλου ο κρότος είναι αρκετός για να πεθάνει ο λαγός. Τα σκάγια τον βρίσκουνε κιόλας νεκρό κι αν
χώνονται μέσα του, είναι γιατί δεν γίνεται να επιστρέψουν πια στο όπλο!..
ΙΕ
Η χελώνα ζει τόσο πολύ που ποτέ ο ίδιος ο άνθρωπος δεν παραβρέθηκε στη γέννησή της και το
θάνατό της. Για να μετρηθεί ο μέσος όρος
της ζωής της, πολλοί φυσιοδίφες θυσιάσαν τη ζωή τους.
ΙΣΤ
Ο σκαντζόχοιρος είναι το πιο μοναχικό από τα ζώα. Μόνο οι πέτρες δεν τον
αποφεύγουν!..
ΙΖ
Υπάρχουν άλογα που συνεχίζουν να καλπάζουν ακόμα κι όταν είναι ξαπλωμένα
στο γρασίδι!..
ΙΗ
Κάτω απ’ το ουράνιο τόξο του παγωνιού, χάσκει αμείλικτη η κωλοτρυπίδα
του!..
ΙΘ
Η συχνότητα με την οποία τα πουλιά τρώνε και χέζουν, τρώνε και χέζουν είναι
εκπληκτική!.. Ούτε ο θάνατος δεν είναι τόσο λαίμαργος. Βέβαια,
τα πουλιά τιτιβίζουνε αδιάκοπα και ορισμένα κελαηδούνε κιόλας, ενώ ο
θάνατος ποτέ δεν κελαηδά, ποτέ δεν
τιτιβίζει!.. Για να κερδίσουν τη
συμπάθειά μας, για να γλιτώσουνε τα σκάγια και το δόκανο, μιμούνται τα αιθέρια
όντα, ενώ ο θάνατος που έχει και τα σκάγια
και το δόκανο κανέναν δεν μιμείται!..
Κ
Φυλακισμένος μες στους τέσσερις τοίχους μου, φαντάζομαι τον κάμπο μου, το
βουνό και τη θάλασσα.
Κοιτώντας ένα λουλούδι στο βάζο,
ένα λουλούδι ξεχασμένο και ξερό, μαντεύω την ευωδιά του ανοιξιάτικου
κήπου. Τρώγοντας μιαν ελιά, πίνοντας μια
γουλιά κρασί, διασχίζω νοητούς
ελαιώνες, τρυγώ μυθικούς αμπελώνες. Με το σπέρμα μου να κυλάει ανάμεσα απ’ τα
δάχτυλά μου ή πάνω σε στείρους μηρούς, ακούω γέλια παιδιών, ακούω κλάμα!..
ΑΝ
ΕΙΝΑΙ, ΟΠΩΣ ΛΕΝ, ΔΕΝΔΡΟ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΡΑ ΤΟ ΛΙΠΑΣΜΑ ΤΟΥ…
(…πλέκει
τις ρίζες του στα κόκαλά μας και στυλώνεται,
τις σάρκες μας βυζαίνει και θεριεύει,
από το αίμα μας δένει τους καρπούς του που κανείς δεν γεύεται. Το θρόισμα των φύλλων του είναι ο ψίθυρος της
ψυχής μας… )
Το
ταπεινό χορτάρι που φυτρώνει Ανάμεσα
στις πλάκες των πεζοδρομίων μας Δεν
είναι διόλου ταπεινό Είναι το δάσος που
επιστρέφει Είναι η ζούγκλα που ποτέ δεν
παραιτήθηκε Από αυτό που της
ανήκει Και που της πήραμε με τόσο
δόλο Η γάτα που μας γδέρνει τάχα
παίζοντας το χέρι Δεν παίζει
διόλου Είναι το αιλουροειδές που
εκδικείται Για όλα αυτά τα χάδια ανάμεσα
στα μάτια Για όλα αυτά τ’ αποφάγια της
ζωοφιλίας μας Είναι η τίγρη που τη
σάρκα μας γυρεύει Η χαλασμένη βρύση που
στάζει αδιάκοπα στο νεροχύτη μας Δεν
είναι διόλου χαλασμένη Είναι ο
ποταμός ο καταρράχτης κι ο
κατακλυσμός Που δεν υπέκυψαν ποτέ στο
κεντρικό μας δίκτυο υδρεύσεως Είναι τα
ύδατα που αμφισβητούν το διαχωριστικό τους από τη γη Που αμφισβητούν τη γένεσή μας!.. [ΚΑ και ΚΒ απόσπασμα από τη ΜΙΚΡΗ ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, τελευταία ενότητα
στη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ
ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 1986 με αντιγραφή και
επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόπο Αργύρης Χιόνης Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]
Παρασκευή, 22
Μαρτίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου