(… και είναι ευκαιρία μας να ζήσουμε την αληθινή ζωή…)
Κι ακόμα λέξη
δεν ακούστηκε
κι όταν ακουστεί
θα ανάψει μια πελώρια πυρκαγιά
και τα μάτια θα
αντιφεγγίζουν τις θεόρατες φλόγες
και τα στόματα
θα ξεσφίξουν και θα ανοίξουν
και θα
γλιστρήσει το κομμάτι πηγμένο αίμα ο λόγος που κρατούν
και ποτέ δεν τον
βγάζουν μέχρι τον θάνατο
ο λόγος δεν
ακούστηκε ακόμα και μακάρι ποτέ
γιατί την στιγμή
εκείνη θα χαθεί ο κόσμος μέσα σε μια πελώρια πυρκαγιά…
ο Τ λέει το
πρόσωπό μου φούσκωσε και τα βλέφαρά μου δίπλωσαν
κι έκρυψαν τα
υπέροχα μάτια μου
τέλειωσε
οριστικά η ζωή μου μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο
με το μαχαίρι
και με την Μαργαρίτα να μιλάει
και με την μάνα
μου και την αδελφή μου στην πόρτα…
Ο Τ λέει αυτός
εκεί ο άνθρωπος
η Α επαναλαμβάνει με μανία σ’ αγαπώ σ’ αγαπώ.
Ο Τ λέει η Α δεν
έχει πια την γνωστή τρυφερότητα
κι έχει μια
σκληρότητα δεν έχεις πια φόβο
ο Τ λέει μ’
αυτόν θα ζούσα αυτό που είμαι
γιατί αυτός
μονάχα ήξερε
η Α φωνάζει εγώ με μένα ζεις αυτό που είσαι
γιατί μονάχα εγώ
σ’ αγαπώ
ο Τ λέει αυτός
εκεί…
Ήταν η μοναδική ευκαιρία να ζήσω αυτό που
είμαι
και μέσα στη γνώση του θα ζούσα την αληθινή
ζωή
και θα μου βεβαίωνε τον αληθινό μου εαυτό
κάποιος στον
κόσμο πρέπει να ξέρει την αλήθεια
αλλιώς πώς να
ζήσω
και μονάχα να
ξέρω πως υπάρχει ένας στον κόσμο
που ξέρει την
αλήθεια
και τι
είμαι στην πραγματικότητα
κι ας μην το
ξανάβλεπα ποτέ πια
και καλλίτερα να μην τον ξανάβλεπα
αλλά θα ήταν μια
παντοτινή ξεκούραση
και ατελείωτη δύναμη
και θα ξάπλωνα
απέναντι στο παράθυρο
να βλέπω την ώρα
που φεύγει το φως και σκοτεινιάζει
κι οι μακρινές καμπάνες
θα μ’ έπαιρνε ο ήσυχος ύπνος
και δεν χρειάζεται άλλος κόπος
κι ήρθε η ώρα να
κοιμηθώ απέναντι στο ανοιχτό παράθυρο
να ξάπλωνα και να κοιμόμουν τον ήσυχο
ύπνο
κι όχι δεν εννοώ τον θάνατο…
(κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου
Χειμωνά «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982
όπου οι Εχθροί καραδοκούν και γνωρίζουν…
Μπορεί ν’
αργήσουν να φανούν
και μπορεί να μην έρθουν ποτέ...
Γιατί οι εχθροί ενεργούν με μια δική τους
λογική κι απρόβλεπτη.
Κάποιος στον
κόσμο πρέπει να ξέρει την αλήθεια
και είναι
ευκαιρία μας να ζήσουμε την αληθινή ζωή…
Ήταν η μοναδική
ευκαιρία να ζήσω αυτό που είμαι..)
ΗΤΑΝ
Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΝΑ ΖΗΣΩ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ
(αποσπάσματα
από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ 1966):
η Α ορμά κι ανοίγει το παράθυρο τότε έλα και βγες και φώναξε τι είσαι κι όλοι οι άνθρωποι στο εξής θα
βεβαιώνουν τον αληθινό σου εαυτό πού
είσαι στην πραγματικότητα βγες και μίλα
και πες ο Τ την χτυπάει η Α πετάγεται στον τοίχο με ματωμένο πρόσωπο
κι ο Τ λέει δεν καταλαβαίνεις; Ο Τ
πηγαίνει στο ανοιχτό παράθυρο πέτρινη και λαμπερή πολιτεία δεν μπορείς να μιλήσεις και κανένας
δεν μίλησε ακόμα κι ακόμα λέξη δεν ακούστηκε κι όταν ακουστεί θα
ανάψει μια πελώρια πυρκαγιά και τα μάτια θα αντιφεγγίζουν τις θεόρατες φλόγες και τα στόματα θα ξεσφίξουν και θα
ανοίξουν και θα γλιστρήσει το κομμάτι πηγμένο αίμα ο λόγος που κρατούν και ποτέ
δεν τον βγάζουν μέχρι τον θάνατο ο
λόγος δεν ακούστηκε ακόμα και μακάρι ποτέ γιατί την στιγμή εκείνη θα χαθεί ο κόσμος μέσα σε μια πελώρια πυρκαγιά ο Τ λέει το πρόσωπό μου φούσκωσε και τα
βλέφαρά μου δίπλωσαν κι έκρυψαν τα υπέροχα μάτια μου τέλειωσε οριστικά η ζωή μου μέσα σ’ εκείνο το
δωμάτιο με το μαχαίρι και με την Μαργαρίτα να μιλάει και με την μάνα μου
και την αδελφή μου στην πόρτα δεν είχα παρά το πρόσωπό μου και
χάρη σ’ αυτό έζησα τόσο καιρό
κι έζησα με το να κάνω εντύπωση
στους ανθρώπους και να τους απασχολώ διαρκώς κι έτρεμα
όταν έβλεπα ν’ αλλάζει η συμπεριφορά τους κι αγωνιζόμουν
να τους ξανακερδίσω κι επινοούσα τρόπους να τους απασχολώ διαρκώς και τώρα
τα βλέφαρά μου πρήστηκαν κι έκρυψαν τα μάτια ματιά μου χάνω το πρόσωπό μου και χάνω
τους ανθρώπους κι ο Γ δεν υπάρχει πια και η Α
φωνάζει όμως εγώ σ’ αγαπώ και σκότωσα τον Γ να σε γλυτώσω ο Τ λέει τον σκότωσες για σένα και όχι για
μένα κι όχι τον εφιάλτη μου αλλά τον αντίπαλό σου που ήταν πιο δυνατός από σένα και η
σχέση μας θα ήταν ασύγκριτα πιο δυνατή
γιατί εκείνος ήξερε ενώ εσύ αγαπάς κι είσαι
υποταγμένη σε μένα και σχεδόν δεν υπάρχεις είσαι από πανί και μπορώ
να σε κάνω ό,τι θέλω ξαφνικά ο Τ λέει
ήρεμα μπορεί να σκότωσε άδικα τον Γ κι ίσως
δεν ήξερε αλλά παρασύρθηκα από την
ιδιαίτερη συμπεριφορά του κι από το εντυπωσιακό του παρουσιαστικό κι ίσως
να είχε ένα απλό ερωτικό πάθος για μένα κι όλη
του η ιστορία να ήταν μια κοινή ομοφυλοφιλία ή και
να μην παρασύρθηκα αλλά επίτηδες επινόησα αυτή την ιστορία πως ο Γ
ήξερε κι επινόησα αυτόν που ξέρει την αλήθεια από επιθυμία να υπάρχει κάποιος που να ξέρει την αλήθεια η Α τρόμαξε κι άσπρισαν τα χείλια της το λες από κακία η Α φωνάζει με απελπισία από κακία ο Γ ήξερε και τον
σκότωσα επειδή ήξερε η Α κοιτάζει τον Τ και λέει
σε παρακαλώ ήξερε ο
Τ ρωτάει τι ξέρεις για μένα η Α τον κοιτάζει και δεν
μιλά ο Τ την κλωτσάει τι ξέρεις για μένα της πατά το χέρι στο πάτωμα η Α σφίγγει το χέρι ανάμεσα στα σκέλια της να σταματήσει τον πόνο και κοιτάζει
τον Τ με ορθάνοιχτα μάτια και δεν μιλά φίλησε το χέρι μου λέει απότομα ο Τ φίλησε τα γόνατά μου λέει ο Τ γδύσου ο Τ καθισμένος στο κέντρο του αδειανού
δωματίου και γύρω του τρέχει η Α ολόγυμνη και εκτελεί τα παραγγέλματά του η Α ιδρωμένη και βρώμικη φάε λέει ο Τ και ξεκολλά από το πάτωμα μια μικρή τούφα τρίχες ο Τ κρατά ένα κόκκινο κουτί σαν φλωρεντινό καραμέλες για τον βήχα λέει ο Τ και το
ανοίγει είναι κάτι μεγάλα και
πορτοκαλιά υπνωτικά χάπια ο Τ βάζει ένα
στο στόμα της Α και περιμένει να το καταπιεί κι άλλη
κι άλλη λέει ο Τ και βάζει
συνέχεια στο στόμα της Α χάπια κοιτάζονται
στα μάτια κι εκείνος συνέχεια της δίνει κι
αυτή καταπίνει και κοιτάζονται
στα μάτια το πρόσωπό μου φωνάζει ο Τ τα
μάτια μου είναι πρησμένα με δυσκολία τα ανοίγω πες μου ρωτάει ο Τ την Α πες μου είμαι όμορφος η Α τον κοιτάζει με θολά μάτια και λέει
έπρεπε να πεθάνει ο Γ κι είσαι κατά βάθος ανακουφισμένος κανένας Γ δεν
πρέπει να υπάρχει…
ΟΙ
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ ΧΩΡΙΣΤΑ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ
(…
το σπίτι μας ήταν ένα δωμάτιο όλο κι
όλο… - αποσπάσματα από το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ του Γιώργου Χειμωνά 1966)
η Μαργαρίτα λέει το σπίτι μας είχε
λαμαρίνες κι έτρεχε η βροχή η μάνα έβαζε σκάφες κι η μάνα έλεγε το βρόχινο νερό
είναι καλό για πλύσιμο και για λούσιμο και τα παιδιά κάθονταν στο κρεβάτι και
κρατούσαν από μια λεκάνη μη βραχεί το κρεβάτι κι όταν έκαμνε κρύο η φουφού που
βάζαμε σβώλους από καρβουνόσκονη κι ασβέστη και γινόταν σκοτωμός ποιος θα
καθόταν πιο κοντά στη φωτιά κι η μάνα μας έβαζε με τη σειρά ένας κάθε μέρα και
πηγαίναμε με τάξη και δεν μαλώναμε και το σπίτι μας ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο
με μια μικρή αυλή χωρίς λουλούδια μια μικρή ξύλινη εξώπορτα που έπρεπε να τη
σηκώνεις λίγο για ν’ ανοίξει και κοντά στη μεγάλη μάνδρα ήταν ένα μάρμαρο που
ήταν σαν παγκάκι και το καλοκαίρι πηγαίναμε με τη μάνα και καθόμασταν το βράδυ
στο μάρμαρο κι ακούγαμε τραγούδια από την απέναντι ταβέρνα που έπαιζε το
γραμμόφωνο του γερο-Βουγιούκα που γύριζε από ταβέρνα σε ταβέρνα με το
γραμμόφωνο και το βράδυ που κηδέψαμε τη μάνα την είδα να έρχεται από μακριά
φορτωμένη μ’ ένα πελώριο κυπαρίσσι στον ώμο κι ήρθε και στάθηκε έξω από την
αυλή κοίταξε από κει και είχε πολύ ήλιο έξω αλλά μέσα στο σπίτι ήταν σκοτάδι κι
εγώ την έβλεπα από μέσα αλλά εκείνη δεν με είδε και δεν την φώναξα κι ύστερα
έφυγε και χάθηκε κουβαλώντας το κυπαρίσσι κι όταν ήμουν παιδί είδα κάποιον να
πεθαίνει μόλις έφτασε στην πόρτα του σπιτιού του το είχε σκάσει από τους εξήντα
που είχαν μαζέψει και τους είχαν πάει πολύ μακριά για να τους εκτελέσουν και
σύρθηκε πληγωμένος και δεν τον είδαν μέσα στη νύχτα τον έλεγαν πουκαμισά κι
έκανε τόσο δρόμο όμως δεν πέθανε στη μέση του δρόμου και μόλις έφτασε στην
πόρτα του σπιτιού του φώναξε δυνατά και πέθανε και δεκατριών χρονών πήγα με άνδρα και μ’ άρεσε πολύ και
μείναμε μαζί τρία χρόνια και έμεινα έγκυος κι αυτός με πήγε στο σπίτι
του στη Λάρισα ταξιδέψαμε με λεωφορείο κι έκαμνε ζέστη και μ’ άφησε στη μάνα
του κι έφυγε έκανα ένα παιδί αλλά δεν το είδα και το άκουσα να φωνάζει κι
ύστερα μου είπαν πως πέθανε και σηκώθηκα κι έφυγα κρυφά και γύρισε πίσω με τα
πόδια ήμουν άρρωστη και περπατούσα στον ήλιο και στο δρόμο μ’ έπιασαν
χωροφύλακες και με πήγαν στο τμήμα και με κορόιδευαν κι εγώ δεν μιλούσα και
τους άφηνα κι ύστερα πήγα με δυο από αυτούς πήγαινα με τους άνδρες γιατί μου
άρεζε κι ένα καιρό πήγαινα όλο με παπάδες ήταν αστείο με τα γένια και ποτέ δεν
πήρα λεφτά μ’ άρεζε και ήμουν πολύ καλή με εξευτελισμούς αλλά περήφανη
συναισθηματική και γράφτηκα στον ΕΠΟΝ και μ’ έπιασαν και μ’ έδερναν
κι όμως εγώ δεν έχω την ανθρώπινη αδυναμία κι
ενεργώ σαν να μην είμαι άνθρωπος αλλά σαν μοίρα και σαν στρατιώτης και το δικό
μου συμπέρασμα είναι ότι οι άνθρωποι αισθάνονται χωριστά κι αυτό κατάλαβα απ’
τη ζωή πως κάθε άνθρωπος είναι άλλο πράγμα κι οι μητέρες των ανθρώπων είναι
ολωσδιόλου διαφορετικές μεταξύ τους και μην εμπιστεύεσαι στον άλλον γιατί δεν
είναι σαν και σένα είναι άλλο πράγμα κι αυτό είναι το συμπέρασμά μου και δεν
έχω άλλο στον κόσμο παρά εσένα και το συμπέρασμά μου
και πιο πολύ περήφανη παρά
ευτυχισμένη περήφανη κι ευτυχισμένη για σένα και για το συμπέρασμά μου κι
ύστερα μ’ έπιασε ένα είδος επιληψίας μου ερχόταν ύπνος μάλλον μια βαθιά νάρκη πολλές ώρες και δεν μπορούσα να
ξυπνήσω κι ούτε καταλάβαινα τίποτα και το στόμα γεμάτο σάλια κι όταν σε είδα να
μπαίνεις. Κύριε μου είσαι το παιδί μου που πέθανε κι είσαι ο άνδρας μου κι όλη
μου η ζωή ήταν για σένα άστραψες τη ζωή μου και πριν από καιρό χτύπησε η πόρτα
κι είδα από τη χαραμάδα ήταν ο αδελφός μου κι είπα μέσα μου καλώς ήρθες αδελφέ
μου
σ’ αγαπώ όμως δεν θα σου ανοίξω δεν
μπορώ να σου ανοίξω κι η καρδιά μου ράγισε από αγάπη γιατί θυμήθηκα που
είχα πάει να τον δω στο στρατόπεδο τότε που ήταν στρατιώτης κι έβρεχε πολύ κι
είχα γίνει μούσκεμα ήταν η πρώτη φορά που έφυγε από το σπίτι κι ήταν φοβισμένος
και τον θυμήθηκα με τη σκισμένη χλαίνη λυπημένο μέσα στη βροχή και η καρδιά μου
ράγισε αλλά δεν άνοιξα και τον έβλεπα που έφευγε δεν ζήτησες τίποτε από κανέναν και ζήτησες από μένα να σε
σκοτώσω μου υποσχέθηκες. Δεν μου
υποσχέθηκες; ρωτάει με αγωνία η Μαργαρίτα μου υποσχέθηκες πως θα σε σκοτώσω
κι όλα αυτά τα χρόνια ήταν γι’ αυτή
την ώρα κι όλα τα χρόνια περίμενα και δεν σ’ άγγιζα και περίμενα έλεγα
θα είναι σήμερα κι έβλεπα όλους αυτούς κι έλεγα όλοι θα φύγουν κι εγώ θα μείνω
τελευταία γιατί εγώ είμαι ο άνθρωπό σου Τ και ποτέ δεν είχες κανέναν άλλον
εκτός από μένα κι εγώ θα σου δώσω το πιο σπουδαίο και περίμενα και έλεγα στο
τέλος θα είμαστε μαζί και κράτησες για μένα το πιο σπουδαίο κι όλα αυτά τα
χρόνια τα πέρασα με επιτυχία και σιγουριά και με αγνότητα και περίμενα αυτή την
ώρα που θα σε σκοτώσω. Άργησες πολύ Τ.
Δεν υπάρχει για σένα σωτηρία και δεν υπάρχει ανάπαυση. Τα έχω από καιρό έτοιμα
κι ύστερα θα σε κάψω. Όπως συμφωνήσαμε τότε σ’ εκείνο το διαμέρισμα της
λεωφόρου Κηφισίας.
Η Μαργαρίτα κοιτάζει τον Τ με
λαμπερά μάτια. Ο Τ βγαίνει από το σπίτι.
Από τον ουρανό κρέμονται ακίνητες σημαίες. Ο Τ και η Μαργαρίτα φεύγουν από το
σπίτι. Η Μαργαρίτα κρατά ένα πλαστικό δοχείο με βενζίνη. Στο κέντρο της
πλατείας ο Τ σταματά κι αρχίζει να φωνάζει. Ακίνητος και χωρίς έναν σκοπό
φωνάζει μια δυνατή φωνή σταματά κι αρχίζει ξανά. Η Μαργαρίτα στέκεται μπροστά
του και τον αγκαλιάζει αρχίζει κι αυτή να φωνάζει. Προσπαθεί να ταιριάσει τη
φωνή της με τη φωνή του Τ. Κοιτάζει το στόμα του Τ για να μαντέψει τον σκοπό.
Αλλά δεν μπορεί και μοναχά όταν παύει ο Τ παύει κι αυτή κι ύστερα αρχίζουν πάλι
κι ευτυχισμένη η Μαργαρίτα προσπαθεί να ταιριάσει τη φωνή της με τη φωνή του Τ
κι οι άγριες φωνές τους.
[αποσπάσματα από
το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, Κέδρος πρώτη έκδοση 1966]
ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΜΑΣ ΑΣΤΡΑΦΤΑΝ ΚΑΙ
ΣΑΝ ΛΥΓΕΡΕΣ ΛΕΠΙΔΕΣ ΑΣΤΡΑΦΤΑΝ…
(…σαν λαμπερές σημαίες κυμάτιζαν…
Έκαμναν έρωτα εκεί… Μπροστά μας Κι όλο το σπίτι έτριζε κι
αγκομαχούσε…)
… κι εμείς
συνωστισμένοι στην στενή σκάλα βλέπαμε με κατάνυξη κι ακίνητοι. Κι αμίλητοι σαν μια στιγμή λατρείας γείραμε
το κεφάλι και το ακουμπήσαμε σε τοίχο ή σε ώμο. Μικρά παιδιά και στα μάτια μας ζωντάνεψε ένα
θαυμαστό παραμύθι το σπίτι έτριζε κι από
τους τοίχους έσταζαν ανατριχίλες κι οι κουρτίνες σάλευαν από έναν χλιαρό άνεμο με
μυρωδιά μασχάλης κι όλους μας συνεπήρε εκείνο το σάλεμα η σκάλα ήταν εκκλησία και
πολυέλαιος εκκλησίας κι ο κόσμος ήταν ασημένιο καΐκι φεύγαμε πια οριστικά και
ταξιδεύαμε σε παρθένες κυκλαδίτικες θάλασσες κι
εκείνοι οι δυο φωσφορίζοντα ψάρια της αβύσσου έτρεμαν και
κυμάτιζαν τα διάφανα και γαλάζια φτερούχια της ράχης τους και
λαμποκοπούσαν τα ολοστρόγγυλα μάτια τους
και κροτάλιζαν τα πελώριά τους στόματα
και τέντωναν τις οργισμένες τους
χελιδονοουρές. Έτρεξα καταπάνω τους κι
οι άλλοι άπλωσαν τα χέρια να με κρατήσουν κι έμεινα μια στιγμή ανάμεσα σ’
εκείνο το ζευγάρι και στους άλλους που άπλωναν αργά τα χέρια
καλώντας με βουβά πίσω. Έτσι τους είδα
σωριασμένους χωρίς δύναμη ν’ αργοσαλεύουν πάνω στη σκάλα χωρίς δύναμη να με φωνάζουν κι
αργά σήκωναν τα χέρια καλώντας με
κι εκείνους τους άλλους που
τίναζαν με ορμή τα αστραφτερά μέλη.
Πήγα από πάνω τους κι έσκυψα να πιάσω.
Τότε. Μαύρα αγκάθια από τη ράχη
τους σαν αχινοί και κεντριά πετάχτηκαν από τις τρεμουλιαστές κοιλιές τους σαν
σφήκες και χώθηκαν μέσα στο κορμί μου με ξέσκισαν τα
ράμφη τους. Καταματωμένος έπεσα κι
αυτοί πάνω μου σφυρίζοντας. Τα
σκληρά τους φτερά πλατάγιζαν αγριεμένα
το κίτρινο το καφετί το μαύρο δέρμα τους με παράτησαν εκεί στη μέση πληγωμένο και
πνιγμένο στο αίμα κι έφυγαν απ’ το παράθυρο τους είδα πριν χαθώ στο σκοτάδι να πετάν
στον ουρανό τους είδα ήταν τεράστιες πεταλούδες με χρωματιστά
μεγάλα φτερά με κακία κι
ομορφιά πετούσαν στον ουρανό
και χάθηκαν και
χάθηκα καθώς οι άλλοι με τριγύριζαν
και μ’ έπαιρναν στα χέρια τους
και με κρατούσαν με ψίθυρο συμπόνιας
κι όλοι μαζί κοιτάζαμε στον άδειο
ουρανό με λύπη αντίκρυ ο ένας στον άλλον… [αποσπάσματα από το βιβλίο του
Γιώργου Χειμωνά ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, εκδόσεις Κέδρος 1966]
Δευτέρα,
18 Μαρτίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου