(… και γύρω του να λάμπει το κενό…)
Ο ένας να μιλάει για ένα Μάρτυρα
κι ο άλλος ν’ απαντάει για έναν
ποντικό
Ο ένας να μιλάει για έναν Άγιο
κι ο άλλος ν’ απαντάει για ένα σκύλο
και είναι τότε που μέσα στην μαυρίλα
είδα έναν Ποιητή ο λ ο μ ό ν α χ ο
και γύρω του ν α λ ά μ π ε ι
τ ο κ ε ν ό!..
Αφήστε με λέει το γκαρσόνι
έχω δουλειά πάω να φέρω τον καφέ
που μου ζήτησε η πεθαμένη
Μαζεύω πέτρες γραμματόσημα
πώματα από φάρμακα σπασμένα γυαλικά
πτώματα από τον ουρανό
λουλούδια
κι ό,τι καλό
σ’ αυτό τον άγριο κόσμο
κινδυνεύει
ψηλά κοιτάζω σα χαρταετός
ο Σταυραϊτός να φεύγει
αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα
αυτά δε με αγγίζουν
ο ήλιος μαζεύει τις ημέρες μου
γελώντας
μονάχα η ψυχή στ’ αυτί μου
ψιθυρίζει λέγοντας:
σκοτείνιασε σκοτείνιασες
γιατί;
δεν είσαι τρομαγμένος;
[ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ
και Ο ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ τρία ποιήματα από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ
1971]
Οι τίτλοι στα ποιήματα του Σαχτούρη είναι συνήθως ουσιαστικά με το οριστικό
τους άρθρο: Το Ψωμί, Η Αποκριά κλπ. Με
αυτό τον τρόπο ο Ποιητής ορίζει το χώρο του, ώστε να προετοιμαστεί ο αναγνώστης
της ποίησή του για την είσοδο στο μαγικό του κόσμο, όπου κατά κανόνα
παρακολουθεί μια παράξενη και ωστόσο γοητευτική μικρή ποιητική ιστορία…
«Όλο το παράλογο
στην ποίηση του Σαχτούρη στηρίζεται στο
υλικό της αλήθειας» σχολιάζει η Νόρα
Αναγνωστάκη. Και εξηγεί:
«Αυτό σημαίνει
ότι παράλογος και εφιαλτικός είναι ο κόσμος που ζούμε, ο κόσμος που έζησε ο
Ποιητής και που κατέγραψε στην
ευαισθησία του. Ο άγριος κόσμος που υπάρχει στα θέματά του είναι η εποχή του
που όπως λέει ο ίδιος, την έζησε στιγμή - στιγμή και εξ επαφής…»
«Οι στίχοι του
ανατέλλουν σαν άστρα στη σφιγμένη καρδιά μας και καταυγάζουν το γλυκό φως ενός
άλλου κόσμου στις μικρές στιγμές του καθημερινού βίου, ένα φως που φωτίζει όλη μας την ασημαντότητα…
Κι όλα τα πολύ «σημαντικά» ανθρώπινα σμικρύνονται απελπιστικά και σβήνουν, ενώ
κάτω από ένα άλλο φως ή ένα άλλο χρώμα μεγεθύνονται τα απλούστατα σ’ ένα
μέγεθος απροσδόκητης σημασίας, λες και το μάτι που τα επισημαίνει καθορίζει την
πλατιά έκτασή τους και τα καθαγιάζει, σύμβολα της πτωχής ζωής μας, μέσα σ’ όλα
τα απίθανα μεγέθη που μας περιστοιχίζουν και μας συντρίβουν…»
ΣΥΝΕΧΕΙΑ με άλλα
ποιήματα από την ίδια συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό
τόμο: ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945 –
1971, εκδόσεις Κέδρος
ΤΟ ΑΜΑΞΙ
(από τη
συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)
Έφευγα στα μάτια δεμένα
κουρέλια
κι έσκισα τα πανιά
με ραμμένο το στόμα πληγή
κι έσκισα το στόμα
ο Μάρτης σταγόνες πάγο
έριχνε στα μάτια μου και
τα μάτια μου γίνανε
κόκκινα
είδα το μαύρο γυαλί
ν’ αχνίζει όχι
δεν ήταν το γυαλί
μα ένα κορίτσι μαύρο
λάμποντας
με ριγμένα τα χέρια το
κεφάλι
ανάποδα έγερνε
στο χάος χαμογελώντας το
γαλάζιο
κι έπεφτε
δεν είχα τύχη
Δώσε μου λίγο κρεβάτι
Ουρανέ
πήρε φωτιά το σπίτι μου
κυλάει – κυλάει τρίζοντας
σαν πληγωμένο αμάξι
ΧΡΟΝΙΚΟ
Ο ήλιος χτυπάει ρυθμικά
και παγωμένος αέρας
βγαίνει απ’ το φεγγάρι
το χέρι του τ’ αριστερό
τσακίζει ο δαίμονας
σπάζει το μαύρο
σπάζει και το κόκκινο
ξάφνου ανθίζουν μυγδαλιές
ρίχνει τα ζάρια κλαίγοντας
ο γέροντας
κι αναστενάζει η Παναγιά
κι όσους ξεγέλασε ο καιρός
κι όσους ξεχώρισε η σκιά
τώρα είναι καρφωμένοι
σαν πεινασμένοι έλικες
γυρίζουνε
οι δείχτες των ωρολογιών
ατάραχος ο Θάνατος κάθεται
στην καρέκλα του
μενεξεδένια συνάρτηση
ο κόσμος
[από τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΥΕΟΣ
1971]
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ
(από τη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)
Το χρώμα της βροχής είναι άσπρο; πράσινο;
ή μήπως είναι γαλάζιο;
ο ένας μελετάει ένα
ροδάκινο
ο άλλος μελετάει ένα
σταυρό
ο άλλος τη φωτιά ενός
σταυρού
κι ο άλλος την παγωμένη
σκιά ενός σταυρού
κάποτε ένα δάκρυ μεγαλώνει
σαν στρογγυλό αερόστατο
που ανεβαίνει μαζί με ο
σταυρό
και η φωτιά το καίει και
το γκρεμίζει
στην παγωμένη σκιά ενός
σταυρού
κάθεται η φωτιά του
πίνει το δάκρυ που στάζει
απ’ το σταυρό
και τρέμει
ένα πουλάκι κάπου
κελαϊδάει
ένα φεγγάρι ανεβαίνει
δίχως σώμα
ενώ το σώμα σαπίζει μακριά
έλα, ας ξεχάσουμε
εγώ το πνιγμένο μου
λουλούδι
εσύ τον πάγο που σε κυνηγά
ΑΡΜΟΝΙΑ
Λέει το δένδρο:
-Θα σπάσω τα κλαδιά μου
αυτή τη νύχτα
θ’ ανάψω θ’ ανεβώ!..
Τρελάθηκαν τα φώτα μεσ’ στο σπίτι
ανάβουνε και
σβήνουν δίχως λόγο
Λέει το παιδί:
-Είμαι χειμώνας
κι η θάλασσα είναι μακριά
με το καράβι
κι οι άνθρωποι
σκάβουνε βαθιά
σκάβουνε και
όλο θάβουν
Λέει ο ήλιος:
-Κοιμήθηκα και
ονειρεύτηκα
πως ήμουν περιστέρι
με ξεσκισμένη όλο
αίματα κοιλιά
Και λέει το καράβι:
-Κουράστηκα
θέλω να κοιμηθώ
όμως η νύχτα είναι βαθιά
όμως η νύχτα είναι
σκοτεινή
και δίχως ψάρια!..
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]
Ο ΑΓΙΟΣ
(από τη συλλογή του
Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)
Αυτός κοιτούσε βαθιά
βαθιά
μεσ’ στο σκοτάδι
το βάθος του δεν τέλειωνε
σε τούτη τη ζωή
οι σάρκες ξεκολλούσανε
κι έπεφταν μία – μία
σε λίγο δεν θα του έμενε
παρά ο σκελετός
-Το πήρα απόφαση - έλεγε –
το πήρα πια απόφαση
θα ζήσω μέσα στους πνιγμένους
και μέσα στους λεπρούς!..
ΤΑ ΛΟΓΙΑ
-Δε μου αρέσεις
δε μου αρέσει – λέγαν η
φωνή σου
-Δε μου αρέσουν τ’ άγρια
ζώα που
μπαίνουν βγαίνουν και
ουρλιάζουν
μεσ’ στο στόμα σου.
(Αυτό το είπε ένα λουλούδι
που έκαιγε απ’ τον πυρετό
και που η μάνα του πριν
απ’ αυτό
λίγο καιρό είχε πεθάνει)
ΣΤΟΝ ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ…
(… μα εκεί κάτω στα τεράστια της Ουαλίας φεγγάρια
μέσα στα ολοστρόγγυλα της Ουαλίας φεγγάρια
ο ΝΤΥΛΑΝ
ΤΟΜΑΣ Άγιος Βασιλιάς
Τρελός στριφογυρίζει…)
Σήμερα καθώς οργίζομαι
και μπαίνω
εις τα πενήντα – δυο μου χρόνια
με δέος και
θάμπος μαζί σε χαιρετίζω
αδελφικό μου φάσμα Ντύλαν Τόμας
που τόσο νέος ήξερες
φωτιά να βάζεις μεσ’ στις λέξεις
να τις πυροδοτείς
κι αυτές με κρότο και με
Θεό μαζί
να εκρήγνυνται, στο αχανές…
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΗ ΟΤΙ ΖΩ ΠΙΟ ΠΕΡΑ
(από τη συλλογή του
Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)
Δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα
Σκοτείνιασε από την άλλη τη μεριά
καθώς κοιτάζω
τ’ άσπρα σπίτια και τα μαύρα σπίτια
ποιο χέρι σημαδιακό τώρα θα μ’
αγγίξει;
δαιμονικές κόκκινες ρόδες όλο κυλάνε
αυτό το σμάρι των παιδιών
φωλιάζει κι από ένας θάνατος μεσ’ στο
κορμί τους
τον κάνανε χαρούμενο στεφάνι
και το χτυπούν με το μικρό το ξύλο
κυλάει – κυλάει το τσέρκι, το κυλάνε
κυλάει η ζωή τους ήλιος που τα
περονιάζει
καθώς χτυπάνε με το ξύλο
τον παγωμένο θάνατο που τρέχει
το πένθος άφωνο κοκάλωσε τριγύρω
δεν είναι τύχη ότι ζω πιο πέρα
Ο ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ
Άραγε ο πνιγμένος
με το ριγέ άσπρο κουστούμι στη γωνία
να είμαι εγώ;
άκουσα τη φωνή του μακρινού πατέρα μου
έσπασα το ρολόγι
έβγαλα από μέσα
πλήθος μικρές ροδίτσες κι ελατήρια
άπλωσα τις καραμέλες πάνω στο τραπέζι
πράσινες κίτρινες
κόκκινες
βγάζουν μικρές αόρατες φωνές
σαν ζώα
μια γάτα κόκκινη ξάφνου αγρίεψε
όρμησε και μου σκίζει τα βιβλία
άπλωσα την καρδιά μου πάνω στο τραπέζι
την έκοψα στα δυο μ’ ένα ψωμομάχαιρο
ύστερα ξάπλωσα λουλούδια μέσα στη μπανιέρα
ύστερα έπεσα να κοιμηθώ
ΣΠΟΥΡΓΙΤΙΑ
Ευτυχισμένες οι στιγμές
όταν μεσ’ στο μυαλό περνούν
ζεστά σπουργίτια
όταν τα χείλια μεγαλώνουνε ζεστά
στο αίμα κερδίζουνε ιδανικά λαχεία
και τα τσιγάρα βγάζουνε κόκκινους
καπνούς
και τα μαλλιά μεγαλώνουν σαν το
παραμύθι
τι σπάνιο θέαμα στους παγερούς καιρούς
που και οι κούκλες των μικρών παιδιών
μαυρίζουν από τρόμο
ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
όμως η καρδιά μου ήταν πιο κοντά
στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
στους μεγάλους απεριόριστους τρελούς
κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971]
ΕΞΙ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΟΜΟΤΡΟΠΑ ΣΧΗΜΑΤΑ
(… στη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ 1971)
ΕΝΑ: Και ξάφνου
νύχτωσε το ψέμα βρέφη τη νύχτα
περπατώντας μεγαλώνουν τ’ άρρωστο
φαρμάκι ασκητικός μακρύς ήλιος το μαύρο
κυπαρίσσι δυο φορές το θάνατο
φωτίζει ανθίζουν μαζί ο ύπνος και ο
θυμός σε κήπους αόρατους που στάζουν αίμα ΔΥΟ: Μέσα στη μαγνητική ταβέρνα είδα το ψάρι πάνω στον τοίχο να ξυπνάει να γράφει γράμματα κόκκινα πυκνά ενώ από πίσω το αρνί το κυνηγούσε ουρλιάζοντας το ψάρι
και το αρνί τινάχθηκαν
- τινάχθηκαν τα κομμάτια τους
ψηλά πυρωμένη μάζα σκίζοντας τον
ουρανό ΤΡΙΑ: Το ψάρι μελετάει το κυπαρίσσι ο άγιος πετεινός κι
έκθαμβο ερώτημα το χελιδόνι γύρω
από έναν ασημένιο θάνατο έχουν
πιαστεί ΤΕΣΣΕΡΑ: Το περιστέρι
περίσσεψε από τρόμο τα νύχια του αρνιού
είναι αστέρια τα λέπια του ψαριού είναι
αστέρια ΠΕΝΤΕ: Κόβει μικρές
κόκκινες φλόγες το αρνί αιφνίδια
τεμαχισμένο τα δόντια του τα πόδια του τα μάτια του σκορπισμένα πάνω στο Σταυρό ΕΞΙ: Στήνει τ’ αρνί το
δόκανο στον Άγιο ένας περαστικός
ήλιος ματώνεται και λάμπει αστράφτουν θεϊκά πτώματα ψαριών!..
Παρασκευή, 1
Μαρτίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου