Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

ΕΙΤΕ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΕΙΤΕ ΦΕΓΓΕΙ ΜΕΝΕΙ ΛΕΥΚΟ ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ…

 (… κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά  κι  ήρθε η μεγάλη στέρηση   μαζί μ’ αυτή την άνοιξη 

και κάθισε  κι  απλώθηκε  ωσάν την πάχνη της αυγής

μεσ’ απ’ τα δένδρα γλίστρησε  και  την ψυχή μας τύλιξε…)

 

Πάλι με την άνοιξη   φόρεσε χρώματα ανοιχτά 

και με περπάτημα αλαφρύ

πάλι με την άνοιξη   πάλι το καλοκαίρι

χαμογελούσε. 

 

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς  στήθος γυμνό ως τις φλέβες

πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή   πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες

που συζητούσαν σιγανά   τι θα ’τανε καλύτερο

να παραδώσουν τα κλειδιά  ή  να τραβήξου το σκοινί

να κρεμαστούνε στη θηλιά   ν’ αφήσουν άδεια σώματα

κει που ι ψυχές δεν άντεχαν

εκεί που νους δεν πρόφταινε   και  λύγιζαν τα γόνατα!..

 


Με τους καινούργιος ροδαμούς  

οι γέροντες αστόχησαν κι  όλα τα παραδώσανε

αγγόνια  και  δισέγγονα  και  τα βουνά τα πράσινα

και την αγάπη και το βιος

τη σπλάχνιση  και τη σκεπή  και  ποταμούς και  θάλασσα·

και φύγαν σαν αγάλματα

κι άφησαν πίσω τους σιγή   που δεν την έκοψε σπαθί

που δεν την πήρε καλπασμός   μήτε η φωνή των άγουρων·

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά  κι ήρθε η μεγάλη στέρηση

μαζί μ’ αυτή την άνοιξη 

και  κάθισε κι απλώθηκε   ωσάν την πάχνη της αυγής

και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά

μεσ’ απ’ τα δένδρα γλίστρησε  και  την ψυχή μας τύλιξε!..

 

Μα εκείνη χαμογέλασε

φορώντας χρώματα ανοιχτά   σαν ανθισμένη αμυγδαλιά

μέσα σε φλόγες κίτρινες

και περπατούσε ανάλαφρα   ανοίγοντας παράθυρα

στον ουρανό που χαίρονταν   χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό   τη μέση και το γόνατο

πως βγαίνει από την παιδωμή   να πάει στα επουράνια

ο μάρτυρας ανέγγιχτος  - ανέγγιχτος  και  καθαρός,

έξω απ’ τα  ψιθυρίσματα   του λαού τ’ αξεδιάλυτα

στον τσίρκο τον απέραντο

έξω απ’ το μαύρο μορφασμό

τον ιδρωμένο τράχηλο   του δήμιου  π’ αγανάκτησε

χτυπώντας ανωφέλευτα. 

 

Έγινε λίμνη η μοναξιά   έγινε λίμνη η στέρηση   ανέγγιχτη  κι  αχάραχτη!..

 [ΑΝΟΙΞΗ Μ.Χ.  από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  Πρώτη έκδοση 1940

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:   Τα ποιήματα που περιέχονται στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  συνιστούν ένα

«παγερό προαίσθημα νέου παράλογου αιματοκυλίσματος, σε καιρούς που μια αμείλικτη μηχανή ξεκίνησε κάπου στην Ευρώπη και ενώ στην Ελλάδα κυβερνούν άνθρωποι μέτριοι» (M. Vitti).

Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο Σεφέρης ακολούθησε την Ελληνική Κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και κατόπιν στη Μέση Ανατολή.

Παρέμεινε στο εξωτερικό - κυρίως στη Νότια Αφρική και στην Αίγυπτο - ως τα τέλη Οκτωβρίου 1944, οπότε γύρισε, μέσω Ιταλίας, στην ελευθερωμένη Αθήνα.

 «Ο κακός χειρισμός των ελληνικών υποθέσεων την περίοδο αυτή, οι δυσκολίες της δουλειάς του, ο καημός του εξόριστου και η αγωνία για την Ελλάδα χρωματίζουν τις αντιδράσεις του και τον κάνουν πιο ανυπόμονο με το περιβάλλον του, είτε πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα είτε για τις χώρες στις οποίες βρίσκεται» (Κ. Κρίκου-Davis).

Σ' αυτά τα θέματα αναφέρονται τα ποιήματα της συλλογής  «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'»,  μιας συλλογής στην οποία αποτυπώνεται, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη, η ευαισθησία του μεγάλου μας νομπελίστα ποιητή. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 

Από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α αποδελτιώνονται  εδώ τα ποιήματα:

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ,  ήταν συννεφιασμένη.  Κανείς δεν αποφάσιζε…

ΑΦΗΓΗΣΗ,  Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας  κανείς δεν ξέρει να πει γιατί…

ΠΡΩΙ, Άνοιξε τα μάτια  και ξεδίπλωσε το μαύρο πανί…

LES ANGES SONT BLANCS,  Όπως ο ναύτης στα ξάρτια γλίστρησε πάνω στον τροπικό του Καρκίνου…  

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ,  Κοιτάξαμε όλο το πρωί  γύρω – γύρω το κάστρο αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου… και

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ,  Στάσου διαβάτη μπροστά στην ήσυχη λίμνη…   

 

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Α 1940)

Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε

φυσούσε ένα αγέρας αλαφρύς:

«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» είπε κάποιος.

Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η θάλασσα

γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.

Οι στρατιώτες παρουσίαζαν  όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.

«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος»   η μόνη απόφαση που ακούστηκε.

Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε

τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο

μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άνδρες,

τίποτε πια την άλλη αυγή.

 

«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη»   έλεγε η φίλη

περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά

«την άνοιξη   που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.

Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»

 

Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.

Πώς πεθαίνει ένας άνδρας;   Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.

Κι όσοι το σκέφτηκαν ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά

της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν –Σαλαμίνι – ναυμαχίας.

Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άνδρας;

Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον

και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.

Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα, κανείς δεν αποφάσιζε.

Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε· όλα παραδομένα· μήτε τα χέρια μας·

κι οι γυναίκες μας ξενοδουλεύοντας στα κεφαλόβρυσα

και τα παιδιά μας   στα λατομεία.

Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου ένα τραγούδι σακατεμένο:

«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες…»

Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας άφησαν ορφανούς.

Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:

Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας

πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως».

 

ΑΦΗΓΗΣΗ

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας

κανείς δεν ξέρει να πει γιατί

κάποτε νομίζουν πως είναι οι μεγάλες αγάπες

σαν αυτές που μας βασανίζουνε τόσο

στην ακροθαλασσιά το καλοκαίρι με τα γραμμόφωνα.

 

Οι άλλοι άνθρωποι φροντίζουν τις δουλειές τους

ατέλειωτα χαρτιά   παιδιά που μεγαλώνουν,  γυναίκες που γερνούνε δύσκολα

αυτός έχει δυο μάτια σαν παπαρούνες

σαν ανοιξιάτικες κομμένες παπαρούνες

και δυο βρυσούλες στις κόχες των ματιών!..

 

Πηγαίνει μέσα στους δρόμους  ποτέ δεν πλαγιάζει

δρασκελώντας μικρά τετράγωνα στη ράχη της γης

μηχανή μιας απέραντης οδύνης

που κατάντησε να μην έχει σημασία.

 

Άλλοι τον άκουγαν να μιλά

μοναχό καθώς περνούσε

για σπασμένους καθρέφτες πριν από χρόνια

για σπασμένες μορφές μέσα στους καθρέφτες

που δεν μπορεί να συναρμολογήσει πια κανείς.

Άλλοι τον άκουσαν να λέει για τον ύπνο

εικόνες φρίκης στο κατώφλι του ύπνου

πρόσωπα ανυπόφορα από τη στοργή!..

 

Τον συνηθίσαμε είναι καλοβαλμένος  και  ήσυχος

μονάχα που πηγαίνει κλαίγοντας ολοένα

σαν τις ιτιές στην ακροποταμιά που βλέπεις απ’ το τρένο

ξυπνώντας άσκημα κάποια συννεφιασμένη αυγή.

 

Τον συνηθίσαμε  δεν αντιπροσωπεύει τίποτε

σαν όλα τα πράγματα που έχετε συνηθίσει

και σας μιλώ γι’ αυτόν γιατί δε βρίσκω

τίποτε που να μην το συνηθίσατε·

προσκυνώ!..

 [από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940]

 

ΠΡΩΙ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ  Α  1940)

Άνοιξε τα μάτια και ξεδίπλωσε

το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσέ το

άνοιξε τα μάτια καλά  στύλωσε τα μάτια

προσηλώσου  -  προσηλώσου ώρα ξέρεις

πως το μαύρο πανί ξεδιπλώνεται

όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό

μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα

και βουλιάζουνε λοξά σαν τα κοχύλια,

τώρα ξέρεις πως το μαύρο δέρμα του τυμπάνου

σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου

όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος,  έτσι.

Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης  και  την ισημερία του φθινοπώρου

εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά  εδώ είναι ο κήπος

εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα κλωνάρια

και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός βρέφους

και ο ήλιος να!.. και τα πουλιά του παραδείσου

ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ’ το φως!..

 

LES ANGES SONT BLANCS   (Στον Herny Miller)

Tout à coup Louis cessa de frotter ses jambes l’une contre
l’autre et dit d’une voix lente: «Les anges sont blancs». *
BALZAC

 

Όπως ο ναύτης στα ξάρτια γλίστρησε πάνω στον τροπικό του Καρκίνου και στον τροπικό του Αιγόκερω

κι ήταν πολύ φυσικό που δεν μπορούσε να σταματήσει μπροστά μας στο ύψος ανθρώπου

αλλά μας κοίταζε όλους από το ύψος της πυγολαμπίδας ή από το ύψος του πεύκου

παίρνοντας βαθιά την ανάσα του στη δροσιά των άστρων ή στη σκόνη της γης.

Τον περιστοίχιζαν γυμνές γυναίκες με μπρούντζινα φύλλα αραποσυκιάς

σβησμένοι φανοστάτες ανεμίζοντας τους κηλιδωμένους επίδεσμους της μεγάλης πολιτείας

ασύμμετρα κορμιά γεννοβολώντας κενταύρους και αμαζόνες

σαν άγγιζαν τα μαλλιά τους το Γαλαξία.

 

Και πέρασαν μέρες από την πρώτη στιγμή που μας χαιρέτησε βγάζοντας κι ακουμπώντας το κεφάλι του στο σιδερένιο τραπεζάκι1

καθώς η όψη της Πολωνίας άλλαζε σχήμα σα μελανιά που την πίνει το στουπόχαρτο

και ταξιδεύαμε ανάμεσα σ’ ακρογιαλιές νησιών γυμνές σαν κόκαλο ψαριού παράξενο στην άμμο

κι ήταν ολάκερος ο ουρανός ένα μεγάλο φτερό περιστεριού μ’ ένα ρυθμό σιωπής, άδειος κάτασπρος

και τα δελφίνια κάτω από το χρωματιστό νερό μαυρίζανε γρήγορα σαν τα κινήματα της ψυχής

όμοια με τα κινήματα της φαντασίας και με τα χέρια των ανθρώπων που ψηλαφούν και σκοτώνουνται μέσα στον ύπνο

μέσα στο μεγάλο φλούδι του ύπνου που μας τυλίγει αχάραχτο, κοινό για όλους μας, ο κοινός μας τάφος

με μικροσκοπικά κρύσταλλα γυαλίζοντας σπασμένα από την κίνηση των ερπετών.

Κι όμως τα πάντα ήταν λευκά γιατί ο μεγάλος ύπνος είναι λευκός κι ο μεγάλος θάνατος

ήσυχος γαλήνιος ξεχωριστός μέσα σε μια απέραντη σιγή.

Και το κακάρισμα της φραγκόκοτας την αυγή κι ο κόκορας που λάλησε πέφτοντας σ’ ένα βαθύ πηγάδι

κι η φωτιά στο πλάι του βουνού σηκώνοντας παλάμες από σούρφανο και φύλλα του φθινοπώρου

και το καράβι με τις διχαλωτές ωμοπλάτες πιο τρυφερές από το πλάγιασμα της πρώτης μας αγάπης,

ήτανε πράγματα απομονωμένα πιότερο ακόμη κι από το ποίημα

που άφησες σαν έπεσες βαρύς μαζί με την τελευταία του λέξη

χωρίς να ξέρεις τίποτε πια μέσα στους άσπρους βολβούς των τυφλών και τα σεντόνια

που ξεδιπλώνεις μέσα στον πυρετό για να σκεπάσεις την καθημερινή συνοδεία

των όντων που δε ματώνουν όσο και να χτυπιούνται με τα πελέκια και με τα νύχια·

ήτανε πράγματα χωριστά βαλμένα αλλού και τα σκαλιά του ασβέστη

κατέβαιναν ώς το κατώφλι των περασμένων και βρίσκανε τη σιγή και δεν άνοιγε η πόρτα

κι έλεγες πως οι φίλοι σου χτυπούσαν δυνατά με μια μεγάλη απόγνωση κι ήσουν κι εσύ μαζί τους

αλλά δεν άκουγες τίποτε κι ανέβαιναν γύρω σου βουβά δελφίνια μέσα στα φύκια.

Και στύλωνες πάλι τα μάτια κι ο άνθρωπος αυτός με τα δαγκώματα των τροπικών στο δέρμα

βάζοντας τα μαύρα του γυαλιά σα να ’θελε να δουλέψει με τη φλόγα του οξυγόνου

έλεγε ταπεινά προσέχοντας και σταματώντας στην κάθε του λέξη:

«Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει

και δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την πέτρα όταν γυρεύεις τη συναναστροφή τους

κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων

γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου».

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940]

 

 

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ   -  Ασίνην τε… (ΙΛΙΑΔΑ)

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940) 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ανήκει στην ποιητική συλλογή του Γ. Σεφέρη Ημερολόγιο Καταστρώματος Α' και, όπως δηλώνεται στο τέλος, γράφτηκε μέσα στη διετία 1938-1940. Σχετίζεται με μια αόριστη μνεία της Ασίνης (πόλης της Αργολίδας) στο Β', 560 της Ιλιάδας (κατάλογος νεών*):

Ερμιόνην Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον εχούσας

(= την Ερμιόνη και την Ασίνη που βρίσκονται στο βαθύ κόλπο).

 Ο βασιλιάς της Ασίνης δένεται μέσα στο ποίημα με μια σειρά από εικόνες και σύμβολα που εκφράζουν την απουσία της ζωής και το αίσθημα του κενού.

Ασίνην τε...   ΙΛΙΑΔΑ

 

 

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω  το κάστρο 

 αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα

πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στηθος του σκοτωμένου παγονιού 

μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.

Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά

 

στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας

στ' άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

 

 

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος

και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' αγριοπερίστερα φευγάτα

κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα

άγνωστος, λησμονημένος απ' όλους κι από τον Όμηρο

μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη  

 

ριγμένη εδώ σαν την εντάφια  χρυσή προσωπίδα.  

Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της;  κούφιο μέσα στο φως

σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·

κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.

Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ' την προσωπίδα

παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε... Ασίνην τε...»

 

 

και τα παιδιά του   αγάλματα

 

κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας

στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του

αραγμένα σ' άφαντο λιμάνι·

 

κάτω απ' την προσωπίδα ένα κενό.

 

 

 

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους

ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας

ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι

μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:

 

ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα

με σπασμένη φτερούγα   σκήνωμα ζωής,

κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει

 

με  τα σκυλόδοντα του καλαοκαιριού  

κι η ψυχή που γύρεψε  τσιρίζοντας  τον κάτω κόσμο

κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει

 

 

ο χείμαρρος του ήλιου

 

με τ' αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

 

 

4

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται,

 

υπάρχουν άραγε

ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις

 

 

αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες

 

υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα

 

 

και της φθοράς

υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής

εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη

 

 

ζωή μας

 

αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την

 

 

απεραντοσύνη του πελάγου

 

ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής

εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας

 

σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς  σωριασμένα μέσα στη

 

 

διάρκεια της απελπισίας

 

ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα

 

 

μες στο βούρκο

 

εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-

 

 

κρας παντοτινής.

 

Ο ποιητής ένα κενό.

 

 

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας

 

κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκου-

 

 

τάρι:

 

«Ασίνην τε Ασίνην τε...». Να 'ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-

 

 

πολη

γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω

 

 

στις πέτρες.

 

ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΝ ΕΙΧΑΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΓΑΛΗΝΗ  ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕ ΨΥΧΗ ΝΑ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΟΥΜΕ…

(… ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς…)

Στάσου διαβάτη μπροστά στην ήσυχη λίμνη·   η σγουρή θάλασσα  και  τα βασανισμένα καράβια   οι δρόμοι που τυλίγαν βουνά  και  γεννούσαν άστρα   όλα τελειώνουν εδώ στην πλατιά επιφάνεια!..  Τώρα μπορείς να κοιτάξεις με γαλήνη τους κύκνους   δες τους, είναι κάτασπροι σαν τον ύπνο της νύχτας   χωρίς να γγίζουν πουθενά γλιστρούν σ’ ένα λιγνό λεπίδι   που τους υψώνει ελάχιστα πάνω απ’ τα νερά.   Σου μοιάζουν ξένε,  τα ήσυχα φτερά  και  τα καταλαβαίνεις   ενώ σε κοιτάζουν μαρμαρωμένα τα μάτια των λιονταριών   και το φύλλο του δένδρου μένει άγραφο στα επουράνια   και το κοντύλι τρύπησε τον τοίχο της φυλακής!..  Κι όμως δεν ήταν άλλα τα πουλιά που σφάξαν τις χωριατοπούλες   το αίμα κοκκίνιζε το γάλα πάνω στις πλάκες του δρόμου   και τ’ άλογά  τους αθόρυβα σαν το λιωμένο μολύβι   ρίχναν αδιάβαστα σχήματα μέσα στις γούρνες.   Κι έσφιγγε η νύχτα ολοένα το κυρτό λαιμό τους   που δεν τραγουδούσε γιατί δεν ήταν τρόπος να πεθάνει   αλλά χτυπούσε θερίζοντας τα κόκκαλα των ανθρώπων   τυφλά.  Και δρόσιζαν τα φτερά τους τη φρίκη!..  Κι αυτά που γίνονταν είχαν την ίδια γαλήνη με τούτα που βλέπεις   είχαν την ίδια γαλήνη γιατί δεν περίσσευε ψυχή να συλλογιστούμε   εκτός από τη δύναμη να χαράξουμε λίγα σημάδια στις πέτρες   που άγγιζαν τώρα πια το βυθό κάτω απ’ τη μνήμη.   Μαζί τους κι εμείς μακριά πολύ μακριά, στάσου διαβάτη   μπροστά στην ήσυχη λίμνη με τους άσπιλους κύκνους   που ταξιδεύουν σαν άσπρα κουρέλια μέσα στο νου σου   και σε ξυπνάνε σε πράγματα που έζησες  και  που δε θυμάσαι!..  Μήτε θυμάσαι διαβάζοντας τα ψηφιά τους πάνω στις πέτρες·   ωστόσο μένεις εκστατικός μαζί με τ’ αρνιά σου   που μεγαλώνουν το σώμα σου με το μαλλί τους   τώρα που νιώθεις στις φλέβες σου μια βοή θυσίας!..    [Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  πρώτη έκδοση 1940]

Δευτέρα, 4 Μαρτίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ