(… και βγάζει στο δρόμο τα σκουπίδια…
Και τότε σκέφτηκα πως όλα είναι αληθινά μόνο στα παραμύθια…)
Μέτρησα δώδεκα φεγγάρια ώσπου να ανταμωθούμε
και μια μέρα – τι μέρα Θεέ μου –
βρεθήκαμε σε δάση και σε λίμνες
ανεβήκαμε σε κάστρα και ανάκτορα
και κοιτάξαμε από ψηλά τη
Θάλασσα τη δική μας αρχαία Θάλασσα
και λησμονήθηκαν οι πίκρες μου και οι
χωρισμοί.
Γέλαγαν τα κορίτσια το γέλιο τους άνοιγε την καρδιά μας
ακούγαμε πουλιά που κελαηδούσαν
κι
ανάμεσα στα κελαηδήματα μια λύρα
με λαγούτο.
Και ξαφνικά γέμισε ο τόπος ηλιοτρόπια
και μια γυναίκα μας είπε να κόψουμε απ’ τον κήπο της
για να θυμόμαστε το καλοκαίρι.
Και κόψαμε δυο ηλιοτρόπια ένα
για κάθε κορίτσι!..
Και ταξιδεύοντας κατά το Νότο φτάσαμε σε Πύργο έρημο.
Ιππότες άλογα
φρουροί και πυργοδέσποινα
όλοι μαρμαρωμένοι
και άμα τους άγγιζες ζωντάνευαν και
σου μιλούσαν.
Και τότε σκέφτηκα πως όλα είναι
αληθινά μόνο στα παραμύθια.
Και τ’ άλλα είναι ψέμα!..
Το μεσημέρι βρήκαμε ταβέρνα κοντά στο
ακρογιάλι
μας φέρανε κρασί, καλό κρασί
και χύσαμε λίγο κρασί στον άμμο
και
«Δεν θα είναι πια μαζί μας»
είπες.
Αφήσαμε μια θέση αδειανή στο τραπέζι
διαβάσαμε ποιήματα και
ύστερα πλαγιάσαμε
στον άμμο στον ίσκιο κάτω από τα πεύκα
και δεν μας έπαιρνε ο ύπνος.
Και τι να πω, και τι να πω γα κείνη την ημέρα
«έρος δ’ ετίναξέ μοι φρένας».
Και φύγαμε κατά το ηλιοβασίλεμα
και στο γυρισμό χάσαμε το δρόμο
μα κανένας δεν σκοτίστηκε!..
Και πριν χαθεί το φως της μέρας
κάποιος έδειξε ένα νησί πάνω στον
ουρανό
και ήταν πιωμένος ακόμη.
Και καθώς το νησί γινότανε
σύννεφο και λίγο – λίγο ξέφτιζε:
«Όλο
και κάτι χάνεται» είπε.
«Όλο
και κάτι χάνεται μέσα στη μέρα
όλο
και κάτι χάνεται μέσα στο χρόνο
αλλά το Ποίημα δεν χάνεται»!..
(… παρόλο που… ή γιατί…)
Το σπίτι της Ποίησης είναι ακατοίκητο.
Οι ποιητές λείπουν πάντα έξω
γυρίζουν εδώ κι
εκεί μέσα στον κόσμο.
Κανείς δεν ξέρει πώς περνούν τις μέρες
και τις νύχτες τους.
Μυστήριο η ζωή τους παραμένει.
Όμως υπάρχουν τ’ αποτσίγαρα και τα
χαρτιά.
Ποιοι καπνίζουν τόσα πολλά τσιγάρα;
Ποιοι γεμίζουν τόσα πολλά χαρτιά σ’ αυτό το έρημο σπίτι;
Κανείς δεν ξέρει!..
Κάθε πρωί μια ωραία γυναίκα – λένε
πως είναι η ίδια η Ποίηση –
έρχεται και βγάζει στο δρόμο τα
σκουπίδια!..
Καθαρίζει το σπίτι και βάζει τα χαρτιά σε τάξη!..
[ΑΛΛΑ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ και ΤΟ
ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ, δυο ποιήματα από τη
συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008]
Και άλλες επιλογές από την ίδια
συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΩΡΓΗΣ
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 -2008, Κίχλη:
1.
ΝΕΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΕΙΣ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟΝ, Όλα λοιπόν στους στίχους μας θα μείνουν…
2.
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΣΕΧΑ, Σαν πήγα στη Σμύρνη ο πάμπλουτος ο Θείος μου ο Σέχας…
3.
Το ΦΙΔΙ και το ΜΗΛΟ, … την είδε να κοιμάται στο πλευρό του ωραία
σαν Εύα…
4.
Η ΚΙΚΡΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ, Κανείς δεν ήξερε τον έρωτά του για τη μικρή
πριγκίπισσα…
5.
Ο ΦΥΛΑΚΑΣ, Πάνω στον αμφορέα σάτυροι κυνηγούσαν νύμφες…
6.
Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ και η
ΩΡΑΙΑ, βγαίνουν αργά τη νύχτα…
7.
Η ΟΜΟΡΦΙΑ και το
ΚΤΗΝΟΣ, Ποιος αληθινά τους είδε…
8.
ΩΡΑΙΑ ΝΥΧΤΑ, και μας κυνηγούσανε…
9.
ΕΝΑ ΚΡΙΝΟ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ, Όταν ήμουν στην κόλαση είδα μέσα στην φωτιά…
10.
ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΒΛΕΜΜΑ, Σε κάποιο δρόμο χαμένοι μες στο πλήθος…
11.
Ο ΓΑΤΟΣ ΜΟΥ, έχει όλα τα ελαττώματα και τις αδυναμίες μου…
12.
«ΜΑΝΑ», Το σπίτι μας το πατρικό…
13.
ΤΑ ΠΑΘΗ, Μια νύχτα σε κάποιο συνοικιακό κινηματογράφο
κρατούσα το χέρι της που έτρεμε
14.
ΧΑΪΚΟΥ, Σκάβει κι ασβός Ποιος θα ξεθεμελιώσει τελικά τη Γη…
15.
Ο ΛΥΚΟΣ και ο ΕΡΩΤΑΣ, Με το φίλο μου το λύκο περπατούσαμε μαζί μες
στο σκοτεινό μου όνειρο και ΕΠΙΜΥΘΙΟ
16.
ΝΑ ΜΗ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ και ΑΣ
ΕΙΝΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΨΕΜΑ, Πέρναγαν τα χρόνια κι όλο αναρωτιόμουν: άραγε τους είδα άραγε με είδαν που τους κοίταζα και πόναγα
γι’ αυτούς;
Τότε μας φάνηκε πως μας
χαρίσανε δυο ώρες ακόμη απ’ την περιπλανώμενη ζωή μας!..
ΝΕΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΕΙΣ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟΝ 1946
(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ
2008)
Αποφασίζουμε
στα πρώτα χρόνια
της
νιότης μας μια νύχτα να ξεσπάσει
αυτό
που τελικά στα δάση
θα
μας καθιερώσει με τ’ αηδόνια.
Όλα
λοιπόν στους στίχους μας θα μείνουν
οι
έρωτες, τα πάθη μας, τα λάθη
του
πόνου μας το μαύρο κατακάθι.
Όμως
αυτοί που θα μας κρίνουν
ας
λογαριάσουν της ψυχής μας
τον
πυρετό, τη δίψα και το αίμα
τη
λίγη μας ζωή που μοιάζει ψέμα.
Τους
άγνωστους εμάς της εποχής μας
να
μας θυμάσαι φίλε σαν νυχτώσει
στο
Ρωσικόν μεσάνυχτα κι ακόμα
να
λέμε για της Ποίησης το σώμα
που
μάγευε το Γιάννη το γκαρσόνι
Η ΓΥΝΑΙΚΑ
ΤΟΥ ΣΕΧΑ
Σαν πήγα στη Σμύρνη
ο πάμπλουτος ο θείος μου ο Σέχας
θέλησε να με κρατήσει στις δουλειές του
να με μπάσει στο εμπόριο για καλά
και να με κάνει κληρονόμο του.
Εγώ τ’ αρνήθηκα όλα.
Τη θεια μου τη Σουλτάνα την πεντάμορφη
την είχε κλεισμένη μέρα νύχτα
κόσμο δεν έβλεπε η άμοιρη
τη ζήλευε ο γέρος και την πλήγωνε
κι έλιωναν τα νιάτα της κοντά του.
Ήρθε ο καιρός και ο θείος μου:
Χαλάλι σου, μου είπε, που δεν μπόρεσα
παιδί μου να σε κάνω. να σου τα δώσω όλα.
Ζήτα μου τώρα ό,τι θες και θα το έχεις
άλλο για σένα δεν μπορώ να κάνω.
Θέλω, του είπα, στο Θέατρο απόψε
τη θεία μου να πάμε τη Σουλτάνα.
Σήκωσε το μπαστούνι του να με
χτυπήσει
του κράτησα το χέρι, τον κοίταξα
καρφί στα μάτια
και ξαφνικά μαλάκωσε και φώναξε τους υπηρέτες
να ετοιμάσουνε την άμαξα!..
ΤΟ ΦΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΛΟ
Ξύπνησε κάτω από τη μηλιά
και την είδε να κοιμάται στο
πλευρό του
ωραία σαν Εύα
Κρατούσε ακόμα το πανέρι της
κι όπως έσκυψε να τη φιλήσει
είδε μέσα στο πανέρι
το φίδι και το
μήλο!..
[από τη συλλογή του Γιώργη
Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008]
Η ΜΙΚΡΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ
(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008)
Κάπου ήταν κάποιος.
Κανείς δεν τον υποπτεύονταν
κανείς δεν ήξερε τον έρωτά του
για τη μικρή πριγκίπισσα
κανείς δεν ήξερε τα σχέδια του
για την Επανάσταση
Οι άλλοι χόρευαν σαν
βαλσαμωμένοι
μέσα στην πορφύρα και το
χρυσάφι
κάτω από το ηλίθιο βλέμμα του
ηγεμόνα.
Μόνο η μικρή πριγκίπισσα
δε χόρευε δε γέλαγε
δεν ήθελε να κοιτάζει.
Έκλαιγε κάποτε κρυφά που θα
χανόταν το βασίλειο
κι ο νους της δεν έφευγε
απ’ τον ωραίο εραστή της!..
Ο ΦΥΛΑΚΑΣ
Πάνω στον αμφορέα
σάτυροι κυνηγούσαν νύμφες
κι ο φύλακας άγρυπνος στην
πόρτα
όλη τη νύχτα άκουγε το όργιο
μες στο κλειστό μουσείο
Ο ΚΑΒΟΥΡΑΣ
ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Ο σιδεράς ο κάβουρας
βγαίνει αργά τη νύχτα
βάζει τη σκάλα κι ανεβαίνει
στο μπαλκονάκι της Ωραίας.
Πίσω από την πάχνη της
κουρτίνας
κάθεται και
την κοιτάζει
ολόγυμνη στον ύπνο της
με το ’να μάτι στο κορμί της
και τ’ άλλο στο φεγγάρι.
Ο κάβουρας ο σιδεράς
ο αλλήθωρος ο μασκαράς
Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟ
ΚΤΗΝΟΣ
Ποιος βλέπει την Ομορφιά
και ποιος αληθινά την είδε
και ποιος θα μπορούσε να πει
τι είναι Ομορφιά.
Είδα την Ομορφιά
αγκαλιά με το Κτήνος
ανίδεη και
αθώα
να κοιτάζει στον καθρέφτη
την ομορφιά της
χωρίς να βλέπει το Κτήνος.
[από τη συλλογή του Γιώργη
Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008]
ΩΡΑΙΑ ΝΥΧΤΑ
(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008)
Ωραία νύχτα και
μας κυνηγούσανε
κι εμείς από τοίχο σε τοίχο
τρέχαμε να μη μας πιάσουν
κρυβόμαστε στο σκοτάδι
κι ένα κορίτσι στο
σκοτάδι μου κράτησε το χέρι
«προχώρα σύντροφε» μου είπε
«κι αγκάλιασέ με
ας κάνουμε τους
ερωτευμένους μήπως τους ξεγελάσουμε»
και την αγκάλιασε
πηγαίναμε μέσα στη νύχτα
πέφτανε ντουφεκιές
δεν ξέραμε πώς να φυλαχτούμε
«και πού πάμε» της είπα
«προχώρα» μου λέει
«όποιος κουραστεί θα μείνει
πίσω
κι ο άλλος θα προχωρήσει
χωρίς να γυρίσει να
κοιτάξει»!..
Κανείς δεν κουράστηκε κι
ακόμη πηγαίνουμε
κι ακόμη πηγαίνουμε
αγκαλιασμένοι
μέσα στο σκοτάδι
ΕΝΑ ΚΡΙΝΟ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Όταν ήμουν στην κόλαση
είδα μέσα στην φωτιά ν’ ανθίζει ένα κρίνο.
Παρακάλεσα το Διάβολο που μ’
έπαιρνε
να με αφήσει να το αγγίξω.
Στην κόλαση μου είπε δεν ανθίζουν κρίνα.
Η τιμωρία σου είναι
να νομίζεις ότι βλέπεις κρίνα
μέσα στην αιώνια φωτιά που σ’ αφανίζει.
ΤΟ ΦΟΒΕΡΟ ΒΛΕΜΜΑ
Σε κάποιο δρόμο χαμένος μέσα στο πλήθος
σε μια πόλη που δεν τη θυμάμαι
πια
δυο μάτια σε κοίταξαν με βλέμμα φοβερό
για μια στιγμή και
χάθηκαν.
Και τότε σου φάνηκε πως η
ζωή σου όλη
τα μυστικά και τα κρυφά του βίου σου
οι πλάνες και τα
δηλητήρια μιας εποχής
πέρασαν κι έμειναν για πάντα
μέσα σε κείνα τα μάτια.
Οι άλλοι που τους αγάπησες
πολύ
κάθε μέρα γύρω σου
σα να μην μπόρεσαν
να ιδούν τίποτε από σένα
σαν να μην ήσουν
κοντά τους τόσα χρόνια
σαν να μην ήσουν.
[από τη συλλογή του Γιώργη
Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008]
Ο ΓΑΤΟΣ ΜΟΥ
(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008)
Ο γάτος μου
έχει όλα τα ελαττώματα και
τις αδυναμίες μου.
Νωχελής και
ακαμάτης
νυχτόβιος και ονειροπόλος
του αρέσει να μυρίζει το
σκοτάδι.
Σπάταλος στα χάδια
ρίχνεται στο κορίτσι μου
χώνεται στα πόδια της
κι όταν τον διώχνω
μου παρασταίνει τον τίγρη.
Συχνά τον γελοιοποιώ και
τότε αγριεύει
σηκώνονται στη ράχη του οι
τρίχες
και μου δείχνει τα νύχια του.
Όταν οι καλεσμένοι μου μιλάνε για πολιτική
πλήττει και
κοιμάται στο χαλί.
Δεν μου επιτρέπει να βλέπω
τηλεόραση
κι έμαθε με την ουρά του να μου κλείνει το κουμπί!..
Ωστόσο δεν χώνει την ουρά του
πουθενά.
Δειλός και
άτολμος
δεν ανεβαίνει ποτέ στα
κεραμίδια.
Αγαπάει τις όμορφες γάτες
αλλά κανείς δεν ξέρει πού σμίγει τις φιλενάδες του.
Αλχημιστής απολαύσεων
αριστοτέχνης εκπλήξεων
σκηνοθέτης της σκιάς του κυνηγάει πεταλούδες!..
Νε εκλιπαρεί να τον προσέξω
μα εγώ τον αποφεύγω επίτηδες
και τον παρακαλώ να με αφήσει
ήσυχο
να γράψω αυτό το ποίημα για το
γάτο μου
που με βασανίζει χρόνια.
Μου γυρίζει τότε την
πλάτη και χάνεται στο σκοτάδι.
Και βέβαια δεν με ζηλεύει
καθόλου
για τις επιδόσεις μου στην
Ποίηση.
Θέλει να μοιράζεται το πιάτο
μου
αλλά δεν του κάνω ποτέ το
χατίρι
κι ας λένε πως η Ποίηση
είναι το πιάτο που
μοιράζεται ο ποιητής με το γάτο του.
«ΜΑΝΑ»
Το σπίτι μας
το πατρικό μου σπίτι
το σπίτι των παιδικών μου
χρόνων
δεν υπάρχει πια.
Κάθε νύχτα ανεβαίνω τη σκάλα
«Μάνα» φωνάζω
«Εδώ είμαι παιδί μου»
ΤΑ ΠΑΘΗ
Μια νύχτα
σε κάποιο συνοικιακό
κινηματογράφο
κρατούσα το χέρι της που
έτρεμε.
Βλέπαμε τα Πάθη
κι όταν μπήξαν τα καρφιά
γέμισαν δάκρυα τα μάτια της
και τα μαλλιά της λυμένα
σκεπάζανε το πρόσωπό της.
Μου φάνηκε τότε στο
μισοσκόταδο
πως ήταν μια από τις γυναίκες
που τον ακολουθούσαν στο
μαρτύριο.
[από τη συλλογή του Γιώργη
Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ 2008]
ΣΚΑΒΕΙ κι
ο ΑΣΒΟΣ
(… ποιος θα ξεθεμελιώσει τελικά τη Γη… κι άλλα 21
ΧΑΪΚΟΥ )
2
Είναι
πάσπαλη
στα
μαλλιά του μυλωνά
ή
μήπως χιόνι.
3
Μες
στο ποτάμι
μια
βάρκα κατέβαινε
χωρίς
βαρκάρη.
4
Γέρικο
δένδρο
γέρνει
στο ποταμάκι
γεμάτο
πουλιά.
5
Λυτή
φοράδα
τα
ωραία καπούλια
λάμπουν
στον ήλιο
6
Χύνεται
μέλι
στο
αυλάκι της πλάτης·
σκύβω
και πίνω.
7
Πάντα
θα βλέπεις
το
κλουβί που σ’ έκλεισαν
όμορφο
πουλί.
8
Στη
γραμματική
μια
σοφή κουκουβάκια
μου ’βαλε
γυαλιά.
9
Την
πιο Ωραία
σ’
όλη τη Μεσόγειο
δεν
θα σας την πω.
10
Σαν
θα γυρίσεις
κουρελής
Οδυσσέα
κάτσε
και πες μου.
11
Δε
θα μάθουμε
ποια
είσαι και ποιος είμαι
ποτέ
καλή μου
12
Φίδι
πονηρό
ο
μόνος παράδεισος
ήταν
εκείνη
13
Ο
πολύς καιρός
δεν
είναι της αγάπης
είναι
του πόνου.
14
Στον
κλειστό κήπο
πίσω
απ’ τον φράχτη
βλέπω
παγόνια.
15
Όλες
τις νύχτες
να ’ρθεις σε περίμενα
κρυφά
στον κήπο.
16
Να
μη χαθούμε
πάντα
σου το έλεγα
να
μη χαθούμε.
17
Φεύγουν
τα πουλιά
τ’
ουρανού οι πρόσφυγες
κατά
το Νότο.
18
Κλαίει
το πουλί
στην
ερημιά του δάσους.
Μόνος
τ’ ακούω.
19
Χρυσό
ψαράκι
μες
στη γυάλα κλεισμένο
μη
με κοιτάζεις.
20
Υγρό
μουσούδι
βγαίνει
απ’ το σκοτάδι
μυρίζει
τη Γη.
21
Σ’
ένα παζάρι
κάπου
στην Ανατολή
βρήκα
το χαλί.
22
Οι
μάγοι τώρα
με
πολυβόλα μπαίνουν
στ’
Άγιο Σπήλαιο.
ΜΕ ΤΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΤΟ ΛΥΚΟ
τον δειλό τον κουτοπόνηρο ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΑΜΕ ΜΑΖΙ…
(…και του λέω λύκε πες μου τι να κάνω με τον Έρωτα
όλα είναι εκεί θολά
μυστήρια κι αφανέρωτα!..
Και μου λέει άκου Γιώργη δε θα λύσω τ’ ανεξήγητα
γλέντησε μ’ όσες μπορείς τ’ αμπέλια είναι ατρύγητα!..
Άι στο διάβολο του λέω
αχρείε κι αλυτήριε!..
Και το χτήνος μ’ απαντά να σε φάει ο λύκος κύριε!..)
Τους είδα. Ήμουν εκεί ανάμεσά τους και
τους κοίταξα και είπα: Ίσως
κανείς τους δεν ξέρει πως είμαι ανάμεσά τους
και τους βλέπω. Ίσως κι εγώ δεν ξέω κάποτε αν είμαι πράγματι ανάμεσά τους. Όμως ας μείνω έτσι να τους κοιτάζω κι ας αμφιβάλλω Πέρναγαν τα χρόνια κι όλο
αναρωτιόμουν: Άραγε τους είδα άραγε με είδαν που τους κοίταζα και πόναγα γι’ αυτούς; Και ξαφνικά βρέθηκα πάλι εκεί σα να μην έφυγα ποτέ από κοντά τους σα να μην πέρασαν τα χρόνια. Άπλωναν τώρα σε μένα τα χέρια τους κι
έκλαιγαν γυρεύοντας απελπισμένα
να μην τους ξεχάσω να μην τους
ξεχάσω… Στο Βελιγράδι κάναμε το
λάθος. Βάλαμε τα ρολόγια μας μια ώρα μπροστά αντί μια ώρα πίσω!.. Έτσι λοιπόν στη Βενετία έδειχναν μεσάνυχτα όταν το ρολόι του Αγίου Μάρκου χτύπησε δέκα!.. Η φτωχική μας πανσιόν έκλεινε στη Μία!.. Τότε μας φάνηκε πως μας χαρίσανε δυο ώρες ακόμη απ’ την περιπλανώμενη ζωή
μας!.. καθίσαμε στο «Φλοριάν» και
ήταν ωραία η νύχτα στην πλατεία
με τις ορχήστρες να παίζουν
και τα ζευγάρια να χορεύουν. Δυο ώρες ακόμη. Ο Χρόνος είναι ψέμα!.. [ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥ ΞΕΧΑΣΩ και Ο
ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑ από τη συλλογή του
Γιώργη Παυλόπουλου ΝΑ ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΩ
2008 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 -2008,
εκδόσεις Κίχλη]
Δευτέρα, 19 Φεβρουαρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου