Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η ΧΑΡΑΔΡΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ…

 (… η ηχώ ως τα δάση πέρα ως τις εκβολές των ανθρώπων… )


Κατεβαίνει τώρα απ’ τα βουνά, όπου χάθηκε χρόνια σε σπηλιές·  σε μονοπάτια που τα γύρεψε το πόδι ξεσχισμένο απ’ το σχιστόλιθο.

 Του φάγανε τη μια του όψη τα πουλιά χαράματα πιασμένος σαν αγρίμι σε στριφτούς ακρεβάτους!..

Σε χείμαρρους από πέτρες γλιστερές αλαφιασμένος στη σκιά του σκοίνου ένα λίγο στάθηκε άκουσε το κλάμα.

Δένεται με τριχιά και κατεβαίνει αγιάζι κάτω που το ρέμα γδέρνει τα τοιχώματα·  βουίζει το φαράγγι στην αχάραγη σιγή!..

Γραμμένο κλάμα του παιδιού – μια θύελλα αξεδιάλυτων φωνών – ουά ουάααα  σαν πρόσφυγες διωγμένοι μόλις από καταλύματα·  αθέατο κοπάδι αγριοπεριστεριών που σπαρταρά μέσα στο δίχτυ.

Λες υπόκωφοι βόγκοι μακρινοί που παρασέρνει η μέρα·  ανεξιχνίαστη προέλευση. 

Σκύβει στα χόρτα παγωμένη φυλλωσιά η χαράδρα μέσα του η ηχώ ως τα δάση πέρα ως τις εκβολές των ανθρώπων!..

Σηκώνει το έρημο παιδί που κάποιο χέρι στυγερό που κάποιο άνομο ζευγάρι,  οι μοιχοί, μια νύχτα έριξε ως εδώ·  λεία των αγριμιών ν’ αφανίσει!..

Σηκώνει  το έρημο παιδί μελανιασμένο πρόσωπο χειλάκια μπλαβισμένα η σύσπαση σε κάθε κλάμα ένα οίδημα, οι μηροί.

Οι κνήμες του να τρέχει χαλκοπράσινο υγρό που η παγωμένη φύση το κρατούσε ακόμη μες στη φρίκη της!..

Λύνει τα σφιχτά βαστάγια απ’ τα σφυρά·  το λούζει στις θερμές ανάσες του·  το παίρνει πάνω του πουλί πουλάκι ματωμένο πεσμένο από κακή φωλιά.

Κι ανεβαίνει!..

[ΓΕΝΝΗΣΗ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του   του Μανώλη Πρατικάκη  ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984  κι άλλα ποιήματα απ’  αυτή τη συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ, εκδόσεις Καλέντης 2014]

 



ΑΠ’ ΑΥΤΟ ΕΔΩ ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΗΡΘΑΝΕ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

(… και δείχνει χαμηλά ανάμεσα στα σκέλια  τη σχισμή…)

Κάθεται στη γωνία του δρόμου μαραμένη γυναίκα και σκυφτή, με πολλά ντύματα.  Το ένα πάνω στο άλλο που σχημάτιζαν δύσμορφους όγκους σαν κυφώσεις. Από δω είπε βύζαξαν ολόκληρες γενιές και δείχνει τα σακουλιασμένα στήθια της. Απ’ αυτό εδώ το χάραμα ήρθανε οι άνθρωποι στον κόσμο και δείχνει χαμηλά ανάμεσα στα σκέλια τη σχισμή!..  Οι τρομερές φάρες που με ξέραναν παιδιά  και  συγγενείς που αγνοούνε τη φύτρα τους.  Ετούτες οι μορφές πάνω μου  σα βδέλλες μού ρουφήξανε τη σάρκα και με σκάψανε.  Αυτά τα σκοτεινά αυλάκια είναι πάνω μου οι δρόμοι τους.  Εδώ είπε βλάστησαν τα άνθη τους  τα κλάματά τους σέρνονταν στις ωραίες εσοχές και  στις μισοφωτισμένες στοές.

Αλλά τώρα φύγανε μακριά   έμεινα μόνη ένας ξεροπόταμος μας χώρισε. Εγώ η Στείρα από τις πολλές αμβλώσεις ξέρετε ολόκληρη μια ψυχική εμβρυουλκία.  Γιατί οι άνθρωποι που γένναγα έρχονταν στον κόσμο με τα πόδια.   Προβολή ισχιακή, πρόβερναν οι ζαρωμένες πατούσες στις υγρές όχθες του αιδοίου   οι μαιευτήρες σχίζανε το όργανο.   Βάζανε τις χοντρές κουτάλες  τους και τράβαγαν.  Μπήκα σε κλινικές επιτόκων αλλά αδιάκοπα γεννούσα νεκρά έμβρυα.  Μισοβουτηγμένη στον αιθέρα άκουγα σαν από στοά τους υπόκωφους ψιθύρους:  πιθανή εξαλλαγή,   σκλήρυνση του τραχήλου!..  Εξωμήτριος!.. Η αρχαία Σύλληψη στις σάλπιγγες.   Έφτανα μέχρι το τέταρτο μήνα το πολύ τον πέμπτο κι ύστερα εκείνα τα δύσοσμα κομμάτια σαν ακαθαρσίες στη λεκάνη.  Και κάθε τόσο είχα πόνους τοκετού   εκείνες οι σατανικές ωδίνες χωρίς έμβρυο. Μια σιωπηλή γυναίκα τότε από τη Βόνιτσα είπε   ανεμογγάστρι.   Έρημη πάνω σε τραχιές πέτρες γένναγα το Ασύλληπτο Παιδί.   Κάτω απ’ τα φαρδιά ρούχα μου για ν’ ανασάνω η βαρεμένη από το θάνατο.

Μέσα στα σκοτεινά λαγόνια μου κυοφορούσα ένα σκοτεινό πλάσμα μ’ έπαιρνε.  Λαίμαργο  κι  αδηφάγο πλάσμα με ρουφούσε ένα νέο – πλάσμα με γένναγε λεχώ και  βρέφος. Άκουγα το κλάμα τους στον κάτω κόσμο.

Ο άνδρας μου έλειπε στα ξένα  τα παιδιά μου μακριά  ήμουνα μονάχη στην έρημο  παντρεύτηκα έναν περαστικό.  Για να γεμίσουμε την έρημο υιοθετήσαμε τούτο το παιδί λέει  και  δείχνει ένα γέρικο πλάσμα κάτω από το ρούχο της.  Αφού είχε χαθεί κάθε ελπίδα να γεννήσω με την  υστερεκτομή!..   Έτσι έγινα η θετή μάνα  λέει  κι ο θετός πατέρας αυτού του θετού πλάσματος!..

Ήτανε νόθο από ένα γύφτο  και  μια τρυφερή παρθένα που εβίασε.  Αλλά αυτός ο λαμπερός καρπός του βιασμού να φέγγει μ’ ένα φέγγος στο λαμπρότερο βάραθρο του έρωτα.  Όμως οι συγγενείς την κλείδωσαν στο σπίτι  κι  άφησαν  Έκθετο  το βρέφος σ’ ένα σκονισμένο κατώφλι.  Με φασκιές το μάζεψαν άνθρωποι που μοιάζανε κοινωνικοί λειτουργοί  και  το ’φεραν σ’ αυτό εδώ το ίδρυμα  λέει  και  δείχνει ένα κτίσμα με φώτα.  Οι πόρτες του ένα είδος μακρινής φωνής των επισκεπτηρίων,  τα πέτρινα παράθυρα της ακοής.  Το ονόμασαν ορφανοτροφείο!..

Εδώ μεγάλωσαν όλα τα παιδιά  αφού όλες οι οικογένειες ανήκουν στα συμβούλια των ορφανοτροφείων που στεγάζονται  στις μακρινές περιοχές της γης.  Και τα πιο δυσαρθρικά μάθανε να μιλάνε στ’ ορφανοτροφεία.  Η ομιλία τους είναι καθαρή  μάθανε να φτύνουν τις ακαθαρσίες μέσα από τις λέξεις.  Εδώ τ’ ανακαλύψανε οι θετοί γονείς·  τα πήρανε σε κάρα  σε καϊκια ξύλινα  μέσα στον πανικό των προσφύγων.  Αφού ο κόσμος όλος είναι μια ατέλειωτη προσφυγιά.  Καθένας  κι από ένα θετό πλάσμα του ιδρύματος  που άνοιξε τις θύρες του ο σφοδρός άνεμος.  Αφού τα δικά τους παιδιά χαθήκανε μέσα στον πανικό  φαγώθηκαν τα χαρακτηριστικά τους απ’ τη λυσσασμένη πείνα τους.  Μοχθηρά θηρία της αγάπης  και  της πρόνοιας τα σπάραξαν!..

Οι άνθρωποι όμως  που ήσαν εκείνα τα βρέφη  περιφρόνησαν  τους θετούς γονείς.  Με ακατάσχετους εμέτους  μ’ ένα είδος ναυτίας των συναισθημάτων  αλλά δεν υπήρχαν οι αληθινές οικογένειες που γύρευαν.  Γι’ αυτό περιπλανιούνται σε νομάδες  μέσα στους αιώνες  σέρνονται στην έρημο  λέει  και  δείχνει  στο βάθος  τα μακρινά καραβάνια που μόλις φαίνονται.  Αφού όλοι οι άνθρωποι  λέει  είναι παιδιά από θετούς γονείς  η Άκληρη εγώ  είμαι  είπε  η πικρή Μάνα η έρημη  είμαι  η Ανθρωπότητα.  Η πηγή που στέρεψε η ακτή των κυμάτων του κόσμου που πεθαίνει!..

 

Η άμμος της ερήμου ανάμεσα σε μένα  και  στα σπλάχνα μου είναι  η  Υιοθεσία.

 

Το νυφικό μου φόρεμα η έρημος!..

[ΥΙΟΘΕΣΙΑ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984 αντιγραφή  και επικόλληση από ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ποιήματα, εκδόσεις Καλέντης 2014]

 

ΟΙ ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΙ

(τέταρτη ενότητα στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984)

Οι μορφές αυτές έχουν ένα ύφος μια κλίση ανθρώπων που περιμένουν. Σε αποβάθρες, σε σταθμούς αλλά με μιαν αόριστη αναμονή και άγνωστη νοσταλγία. Κανείς δικός τους δεν λείπει δεν έρχεται από πουθενά φωτεινό πουλί της αποδημίας. Ο χώρος που περιμένουν μοιάζει με προθάλαμο.  Με λευκές κι αλλεπάλληλες σειρές προθαλάμων μπροστά σε πόρτες βαριές και κλειστές. Εκεί είναι μαζεμένοι κι ολοένα έρχονται. Υπάρχει ένας τεράστιος συνωστισμός. Μια ανθρώπινη αποφορά κι όλο κτίζονται συνοικίες προθαλάμων  πόλεις προθαλάμων  και  φυλές προθαλάμων.  Ωσάν αίθουσες αναμνήσεων κτίσματα που ολοένα απομακρύνονται από κείνουν τον τόπο.  Από εκείνο το νόημα του ερχομού.  Να γυρεύουν  από πού μια τυφλή εύνοια.  Νομάδες που στοίχειωσαν εδώ.  Οι άνθρωποι που περιμένουν αδημονούν.  Γεμίζουν τις ώρες τους με ποτά.  Με σκολιούς διαλόγους.  Με ευοίωνες εκδοχές.  Σκαλίζουν κήπους όπου φυτεύουν λουλούδια  και  δένδρα καρποφόρα.  Ετοιμάζουν ολοένα διαβήματα·  μετατοπίζουν σαλόνια μέσα σ’ ένα κρυφό φως διακόσμησης.  Μια τελετουργία περιτυλίγει καθετί χρυσαφιά σκέψη περιτυλίγματος.  Κατοικίδιο ζώο που τρώει τα φύλλα των φωνών·  γεννημένη αίγα που μηρυκάζει!..

Ξεφυτρώνουν διάφορες τέχνες γιατί υπάρχει ένα κενό.  Ωσάν ρωγμή πλοίου απ’ όπου μπαίνουν νερά·  ο χρόνος πρέπει να γεμίζει.  Με λινάτσα  ή  φλάντζα·  να στομώσουν οι διαρροές.  Μα σανίδι  και  σίδερο!..

Γιατί ο άδειος χρόνο είναι χαραμάδα.  Είναι μια γεύση σαπισμένης φράουλας στο στόμα.  Αφήνει στα δάχτυλα μιαν αφή τριχωτή  και γλιστερή σαν τρωκτικού. Οι ράτσες αυτές κάποτε σπαράζονται από εξεγέρσεις.  Αλλά οι μάχες είναι σύντομες.  Οι κινήσεις προβλεπόμενες.  Οι ήττες προκαθορισμένες.  Με τον καιρό αρχίζουν να ριζώνουν.  Φανερώνεται μια γυναίκα βαμμένη είναι  η  Εξοικείωση!.. Μαλακά στην ευγενική της φύση τούς εγκλιματίζει.

 

Η ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ

Σήκωσε το τηλέφωνο· κουλουριασμένο φίδι φολιδωτό και απέραντο να ενώνει τις φωνές των ανθρώπων.  Αλλά εκεί μέσα ένας πορφυρός πολτός από ψιθύρους αξεδιάλυτους ακόμη χθόνια χοάνη. Τυφλός αναγραμματισμός μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα. Φωνές σα φύλλα που ο τυφώνας·  φθόγγοι μες στη σκουριά των ήχων από ρίγη ξένα·  συλλαβές που στράβωσε το στόμα τους·  βατταρισμοί·  μια φραστική ημιπληγία πασχίζοντας μες των ωρών ν’ αδράξουνε τα δίχτυα εκείνη την αστραφτερή κι απλησίαστη λεία. Αυτός της αφασίας ο αιώνας!..

Καθώς κατά σωρούς τα έγγραφα, μια κίτρινη φυλή φακέλων ολοένα σέρνεται στο πάτωμα:  κι αυτοί οι αιώνιοι κρότοι  να είναι το διακριτικό γνώρισμα της φωνής των υπαλλήλων.  Τυλιγμένοι σε γάζες από μυθικές ούγες αυτοκρατοριών (μέσα στα λόγια φαίνονται χαλάσματα).  Ο στυγερός βόμβος του λόγου άρχισε ωσάν κατακλυσμός που απλώνει πάνω στο όργανο της ακοής.  Εκείνη η βαριά ηχητική μάζα εσκέπασε τα τύμπανα!..

Εκδηλώνεται με ένα τραύλισμα συγκαταβατικό·  κι από κάθε βύσμα τηλετύπων από άλλα πηνία να περνά υποχθόνιο το Αναπάντητο.  Αυτή είναι η Συνδιάλεξη!..

[έβδομη ενότητα στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984 αντιγραφή  και επικόλληση από ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ποιήματα, εκδόσεις Καλέντης 2014]

 

Η ΝΕΚΡΟΨΙΑ

(όγδοη ενότητα στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984)

… Σκοτεινά σπήλαια απ’ όπου έρχονται στο φως οι ανείπωτες ζωές των ανθρώπων. Φλογερές προκυμαίες γυναικών σαν αιματωμένα λιμάνια που ο καιρός λίγο διαστέλλεται. Μοιάζουν μ’ εκβολές που ένα πεπρωμένο φυσικό να φυσά και να τις συνεπαίρνει.  Και από την άλλη η κάθοδος με τα πέτρινα σκαλιά·  που οδηγεί σ’ ένα λείο και λευκό κτίσμα απολυμασμένο.

Με χρωματιστά κρύσταλλα θέας· απ’ όπου εκστατικά τα βλέμματα κοιτούν εκείνες τις ήρεμες  και  φωσφορικές μορφές του νεκροτομείου.  Χλωμό προσωπικό με ήσυχες κινήσεις σα δοκιμασμένες από ιστορικά στάδια τελετουργιών  λες κηρώδη ευκαμψία  και  πλαστικότητα.

 Ο τελετάρχης μπρος ένα είδος παράξενου νεκροτομείου  και  περισσότερο Ιατροδικαστή που η φρίκη είχε πάρει πάνω του μιαν ευγενική μάσκα πατρικής συγκαταβατικότητας.  Αδυσώπητο κράμα Ανατόμου  και  Δικαστή να ψάχνει το νεκρό σώμα  το ασάλευτο κορμί πάνω στο μάρμαρο.  Και γύρω του με μακριές κατάλευκες στολές,  με γάντια διάφανα,  ένα είδος βοηθοί σκυμμένοι να κοιτάζουν επικούρειοι την αιτία να φανεί.

Ένα φως ρευστό φωτίζει αμυδρά τα εμβριθή αλλά αστεία πρόσωπα πάνω από κείνο το γυμνό σώμα του μαρμάρου.

Μώλωπες και αμυχές στο δέρμα  και  σημάδια αναπάντεχου θανάτου που άφησε άναυδα  κι εμβρόντητα τα πρόσωπα· μ’ εκείνη την εμβροντησία που ο χρόνος για λίγο σταματά  και  πετρώνει.

Τέλειωσε  είπε  η νεκροψία  πρόσταξε λεπτομερή καταγραφή των ευρημάτων  ξέρετε ο θάνατος έχει τη γεωγραφία του. Τώρα το πριόνι της νεκροτομής να βρεθεί ο θρόμβος,  η Σιλούιος.  Εκείνη ίσως η βουβή αιμορραγία από όπου άρχισε  σφυρίζοντας έναν υπεροπτικό σκοπό  το έρεβος.  Ιχνηλασία των σπλάχνων ώσπου τέλος η μεριά της εξορίας  όπου ο θάνατος  άφησε άφαντος τα ίχνη του. Καταγραφή του ανεξιχνίαστου μέσα στην έκθεση.  Σαφής – σαφής ορθογραφία  και  σύνταξη. Λογική  και  τελεσίδικη καταγραφή στις ογκώδεις αποθήκες των Αρχείων!.

 

Αφήνουμε το σώμα έκθετο πάνω σ’ εκείνη τη μαρμάρινη έρημο

οι τυμβωρύχοι  κι  Αποφαίνονται.

Τα σώματα των όντων ν’ ακουμπούν

σ’ εκείνη τη μεγάλη αίθουσα

σκοτεινότερο τώρα  και  συλημένα!..

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

(ΧΙΙΙ ενότητα στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984)

Είχα τρία καλοκαίρια να τη δω. Αν και στιγμή δεν είχε σβήσει από το νου μου. (Από παλιά σαν να την κατοικούσα  και  με κατοικούσε).  Η ουρία.  Το σάκχαρο.  Η σκοτεινή χοληστερίνη την είχανε ξεκάνει.  Άτονα έλκη στις κνήμες που δεν κλείνανε με γιατρικά.  Οι αβάσταχτοι πόνοι από την παραμορφωτική αρθρίτιδα. Κι εκείνη κόντρα ούτε ινσουλίνη ούτε δίαιτα.  Βράδυ του Μαρτίου.  Ίσως μια κακή προαίσθηση. Ένα υδάτινο χτύπημα σαν από βαθιά.  Σήκωσα το τηλέφωνο.  Μου λέει η Θειά σου.  Τη φύγαμε από το νησί. Είναι άρρωστη βαριά. Εκείνη η παλιά αρρώστια χύνεται τρέχει ο λογισμός της αχαλίνωτος. Δε λέει να σωπάσει ανάθεμα η γλώσσα της τσακίζει κόκκαλα.  Την είδα το πρωί στο θάλαμο·  απάνω στο κρεβάτι κείτεται:  Μια γερασμένη καταγάλανη θάλασσα. Μ’ εκείνο το βαθύ γαλάζιο της που αστράφτει πάντα πάνω από τις συμφορές.  Με σφίγγει πάνω της με πνίγει στα φιλιά της μου λέει το παλιό σαντάλι σου που πήρε ο ποταμός έγινε γιε μου μονοπάτι·  μου λέει το κλεμμένο κίτρο έγινε τάχα άστρο φωτεινό στη μνήμη σου.  Σωπαίνει·  ψάχνει τα μαλλιά της·  να λέει, σωσμένα τα φύκια του πουθενά.  Συλλογίζομαι.  Ίσως η τελευταία λάμψη. Ίσως η στερνή σύσπαση.

 

Σιγά – σιγά ψελλίσματα  και  συγκοπές του λόγου

και τυχαία γλιστρήματα   της γλώσσας της

στα σκαλοπάτια.

Ύστερα πλάι στο γιαλό.  Σκυφτή.  Τραβά νερό απ’ το πηγάδι. Ένα παιδί είναι μαζί της · πλησίασε του γνέφει.  Έχει πολλά σκοτάδια με μικρούς υδρόβιους φεγγίτες. Από κει γυαλίζουν σαν περνούν λίγο λοξά τα ψάρια.  Θέλω να πω της ζωής τα κρυμμένα. Μορφές σαν ενάντια στη μοίρα·  απ’ αυτόν τον υδάτινο κόλπο γεννήθηκες·  εγώ σε τράβηξα με τις κουτάλες. Βλέπεις ερχόσουν στον κόσμο με τα πόδια.  Δύσκολη γέννα για το παιδί  και  για τη Μάνα.  Οι γριές τη λένε αδελφή του θανάτου.  Ύστερα άρχισες να μεγαλώνεις. Έτρεχες ολομόναχος μέσα στο μέλλον.  Από κει εγώ ήμουνα τώρα το βρέφος που εσύ σαν άγγελος Κυρίου ήσουν ταμένος να βαφτίσεις.  Το νερό του πηγαδιού εμείς οι δύο το ξέρουμε μονάχα  δεν υπήρξε ποτέ του μολυσμένο.  Κι ο τύφος μια ωραία πρόφαση·  ένα εύρημα οι σαράντα μέρες παραμιλητό  χωρίς καν να πάρει κανείς στα σοβαρά τα ανήκουστα και τα κρυμμένα.  Καθώς στο σημείο της άκρας τραγικότητας οι άνθρωποι αρχίζουν να γελάνε.  Το νερό έλεγα του πηγαδιού  είχα κάτι σαν μικρόβιο αθανασίας που δε μ’ αφήνει να πεθάνω – τόσα χρόνια τώρα πεθαμένη.  Σου μιλάω, μ’ ακούς;  Σαν να σε βλέπω.  Όταν ήρθες με το μπλε σου πουλόβερ στο Νοσοκομείο.  Σαν πλεγμένο από φλοίσβους  και  ανάλαφρα κύματα.  Οι γιατροί μιλούσανε για «κώμα εγκεφαλικό»  για κάποια σκοτεινή  «τετραπληγία».  Μια απόκρημνη σιγή των σκέψεων.  Μια γοερή ομιλία των εικόνων.

 

Ένα κάθετο κύμα μού μίλησε τσακισμένη φτερούγα της φωτιάς την άλλη γλώσσα.

Χάσμα που σφίγγεται το φως καθώς ο κύκλος ξανακλείνει.

Αγχιβασίη… Αγχιβασίη…

 

Έκλεισα τα μάτια  κι αποσύρθηκα στα βάθη του καιρού. Έσειρα ως εκεί το κορμί μου. Είναι stupor  σ’ άκουσα να λες μ’ ένα έκθαμβο δέος.  Χωρισμένη στα δυο σα μοιρασμένη. Ένα γρήγορο χέρι έβαλε το μάνταλο από μέσα.  Δε μιλούσα σε κανέναν  όμως εσένα σου μίλησα θυμάμαι.  Είχα κλειστά τα βλέφαρα  όμως  εσύ επρόσεξες πως κάτω από το δέρμα σάλευαν μόλις οι βολβοί των ματιών μου.  (Κάτι σα μαρμαρυγή σε διάφανες μεμβράνες εντόμων μες στο χάραμα)  Τότε μου πήρες απαλά το χέρι μες στα δυο σου χέρια και  «Θεία»  ρώτησες με χαμηλή βαθιά φωνή  «τι βλέπεις».  Η φωνή σου θυμάμαι είχε μιαν απόχρωση τρυφερής συνωμοσίας.  Κάτι σα θεία κωμωδία παιζότανε  ανάμεσα στις κλίνες των αρρώστων.  Αν και «τυφλή»  ένιωθα τα βλέμματά τους στραμμένα προς εμάς.  Κάτι μεγάλες φλόγες με τύλιγαν και πίσω από καπνούς έβλεπα το κατοχικό τοπίο σ’ ένα φέγγος αμυδρό να βουλιάζει.  Τον Πατέρα  να πέφτει αργά   μια παράξενη πτώση  πλάι – πλάι στο ποτάμι.  Μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα κατέβαινε αργά  και διαλυόταν.  Μια λεπτομέρεια βλέπεις· ένα μικρό συμβάν και τίποτε άλλο πάρεξ του σκοτωμένου το κουφάρι. Το ένα του χέρι άγγιζε λίγο το νερό  και  το άλλο νεκρό χελιδόνι πεσμένο ανάσκελα ανάμεσα στις πέτρες.  Με τον αντίχειρα ένα λίγο προς τα πίσω.  σα να ρωτούσα αναπάντητα μέσα στην ακαμψία τους αιώνες ένα μάταιο γιατί;

Μέσα σε τόσο φως!..  Το βαθύ μούρμουρο του ποταμο΄θ πλάι στ’ ακίνητα καλάμια. Στιγμές – στιγμές μονάχα μια σιγανή πνοή τα ’κανε να σαλεύουν αλαφριά σαν ανθρώπινο γνέμα.  Τα φεγγάρι!.. βλέπω τώρα το φεγγάρι·  να τ’ αδράχτια  με το κόκκινο μετάξι·  κι η πνιγμένη Μαρία η ανέμη των νερών.  Ύστερα μπρος από τη μαύρη βρύση.  Ο θείος σου Βασίλης που δεν έμελε να τον γνωρίσεις.   Η περηφάνια του μπροστά στο φόβο τον έκανε ακόμη ομορφότερο.  Ένας ήρεμος αρχάγγελος μπροστά στις κάννες· όπου ο χρόνος σταματά για λίγο να πετρώνει. Η περηφάνια του που τη λόγιαζαν οι άλλοι ξιπασιά να χαθούνε.  Καβάλα στο άσπρο του μουλάρι που τελικά το επίταξαν στις εννιά του Σεπτέμβρη.  Και για πρώτη και στερνή φορά τον είδα,  γυρνώντας μας τις πλάτες,  να δακρύζει.  Δε βρέθηκε ποτέ.   Άλλοι λέγαν  πως άκουσαν ομαδικές ομοβροντίες.  Άλλοι πως είδανε κλειστά καμιόνια να περνούνε.  Ήταν παράξενο αγόρι. Ένα κράμα αθωότητας και τρυφερής απελπισίας.  Έφηβος τριγυρνούσε στους ναυστάθμους.  Έλεγε περίεργα κι ακατάληπτα λόγια λόγου χάρη:  «Ο βυθός είναι η γλώσσα μου»  ή  «Τ’ όνομά μου είναι ναρκαλιευτής»!.. Είναι αλήθεια!..

 

τον ένιωθα πάντα να βαδίζει   σιωπηλός

σ’ ένα μεγάλο σκοτεινό ναρκοπέδιο.

 

Τι διαφάνεια από δω κάτω.  Να βλέπω τα πάντα με τέτοια καθαρότη.  Λες και τα ζω ξανά ολοζώντανα μπροστά μου.  Βλέπω μια χέρσα στιγμή. Τις λεπτομέρειες μεγεθυσμένες.  Το χέρι του Πατέρα σου στην έχερη.  Τη σφήνα του πόθου μου στις θημωνιές. Μια υπερμνησία θα ’λεγα  κι  υπερακουσία κάτω από στοές.  Μια αφάνταστη έξαψη εικόνων. Πρόσωπα γοερά συμβάντα που αγριεύουν  και ξαναγεννιούνται.  Χρώματα νωπά που καθρεφτίζουνε τη μηδαμινότητα του χρόνου. Ούτε πριν ούτε μετά.  Μόνον εκείνα.  Μια παράξενη θέα πέρα από τα μάτια.  Μια αφή που ξεπερνά το δέρμα. Τώρα μόνο νιώθω.  Το σωστό νόημα των όσων γίναν. Σ’ έναν απόκρημνο τόπο· ακούω να τελειώνουν  μισοαρχινισμένες φράσεις.  Τη σημασία της κραυγής μια χειμωνιάτικη νύχτα  που η Μητέρα είπε πως ήταν εφιάλτης.  Είχα πλαγιάσει και τους είδα απ’ το παράθυρο σε μια θέα προς τα μέσα.  άνθρωποι ακίνητοι  και  πετρωμένοι!.. Έτρεξα εκεί να τους αγγίξω.  Θεέ μου θυμάμαι.  Τα πέτρινα μακριά τους χέρια.  Τα παγερά καμπύλα χείλη.  Τους ακίνητους μηρούς.  Μια απολίθωση φώναξα με τρόμο.  Οι γονείς μου!.. Τ’ αδέλφια μου!.. Που πέτρωσαν και δε μ’ ακούνε.  Ήμουν εκεί.  Έτρεχα από τον ένα στον άλλο.  Ένα τρεμουλιαστό πηγαινέλα ανάμεσα σ’ αυτούς τους γύψινους ανθρώπους.  Η παγερή μοναξιά σε μια κάμαρα γεμάτη κόσμο.  Ήταν όλοι ξένοι.  Ίσως κάποια μακρινή κι εκφυλισμένη συγγένεια μονάχα.  Ίσως μόνο μια σύμπτωση μέσα σ’ αυτή τη στιγμή της ιστορίας που μας βρήκε να συγκατοικούμε.  Όμως δεν μπορεί  όχι – όχι συλλογίστηκα.  Ίσως κάποιο αποτρόπαιο αστείο.  Μητέρα έλεγα  γιατί αυτή η αποκρουστική συμπαιγνία σιωπής:  αυτή η πέτρινη πλεκτάνη που τσακίζει την καρδιά μου.

Δεν έπαιρνα απάντηση από κανέναν.  Αμέτοχοι  και καθισμένοι.  Σε ένα κλειστό γρανίτικο κύκλο.  Εκείνα λες τα παράξενα πρόσωπα της οικογένειας σε μαυσωλείο.  Εκείνες οι μορφές  εντοιχισμένη καθεμιά στον εαυτό της!..  Το απομεσήμερο εκείνο πρωτοείδα τη χαράδρα μες στο σπίτι.  Τη σκέπαζαν προσεκτικά με σανίδια  και  λινάτσες.  Μα ολοένα αυτή μεγάλωνε και μου μιλούσε.  Οι λέξεις!..  Που μένουνε άφωνες  και αφήνουν.  Έναν εκκωφαντικό  και κούφιο κρότο στο μυαλό μας σαν αφλογιστία.  Από κάποιο ανείπωτο φονικό.

 

Σα μια γέννα σκοτεινή δίχως βρέφος!..

 

Βλέπεις άθελά μου πάω.  Στο σημείο που σμίγουν τα παλιά τα τωρινά κι εκείνα.  Που έχουν ήδη συμβεί μέσα στο μέλλον. Ίσως βλέπεις οι φλόγες κάψανε τα σανίδια των σαράντα τόσων χρόνων που μας χωρίζουν απ’ το τότε. Ίσως η μνήμη μου να βάφτηκε με κείνες  και με  τούτες τις φωτιές που καίνε θαρρώ το ίδιο το ξύλο  και  τον άνθρωπο.  Ίσως ακόμη δεν έφυγα  ποτέ από το Τότε.  Και όλα τα μετέπειτα συμβάντα γινόντουσαν απόξω.  Ενώ το σκοτεινό καμίνι δούλευε άγρυπνο από μέσα.  Από κείνες τις πλάγιες τρύπες που βγαίνει ο καπνός σε βλέπω τώρα.  «Αυτά είναι τα μάτια μου»  μου είπες.  «Άνοιξέ τα»  απάντησα. Τότε τράβηξε το χέρι της απ’ το δικό μου.  Και «όχι – όχι!.. δεν κάνει γιε μου… Πώς μπορεί κανείς από τον κάτω κόσμο να κοιτά κατάματα τους ζωντανούς ανθρώπους;»

«Μονάχα να μιλεί καμιά φορά μπορεί κανείς μαζί τους.  Όταν οι ζωντανοί νογάν πως οι νεκροί συχνά κρατούνε το κλειδί που ανοίγει το δικό τους σπίτι»!..

Τώρα να οι φλόγες!.. Με ζώνουνε σαν τριαντάφυλλα λες και βαδίζω.  Βαθιά χαράματα στο περιβόλι.  Το πνιγμένο στο δυόσμο και τις ροδαριές.  Ακούω το μύρο τους μέσα στον βραδινόν αέρα.  Τις φωνές τους. Δεν το ’ξερα η έρμη πως κι οι φλόγες έχουνε σα λουλούδια το δικό τους άρωμα  και χρώμα.  Όταν είναι κανείς ετοιμασμένος να κατέβει ήσυχα αυτές τις σκάλες·  για ν’ ανέβει ως εκεί πάνω ένας  Άλλος.  Είναι η ίδια βλέπεις σκάλα που την ανεβαίνεις  και  που την κατεβαίνεις.  Ο ίδιος δρόμος ο πάνω και ο κάτω.  Μια αδιόρατη εναλλαγή·  ίσως κάτι ανεπαίσθητο μια που ο καιρός αναπληρώνει της φύσης τις αδιάκοπες αποδημίες.  Κάποιος με φτερά ντυμένος σαν αρχάγγελος  μου γνέφει από το διπλανό μπαλκόνι να σωπάσω.  Ένα απίστευτο φέγγος.  Είναι της μεγάλης Σιωπής  το νιώθω κιόλας. Σα φεγγάρι που δε φαίνεται  κι  όμως αφήνει.

Μια μεγάλη φωτεινή λουρίδα στη θάλασσα που στραφταλίζει!.. Κι αυτή με τις κρυφές ανταύγειες της αντανακλά σαν από μέσα.  Ένα φως παράξενο μέσα στη σκοτεινή ευφράδεια της ιστορίας.  Ένα ναυτικό λαμπιόνι στις μεγάλες διακοπές της μνήμης.  Εκείνες με βυθίσανε ως εδώ κάτω.  Αρπαγμένο απ’ τα ρεύματα σαν ένα πουλί το πνεύμα μου βγήκε έξω·  πέταξε από την εποχή σας:  Ένας χώρος κλειστός που δεν ακούει.  Ένας χρόνος πέτρινος που δεν μετακινείται.  Τραβηγμένη από την ωραία μορφή του εφιάλτη.  Μια μικρή θύελλα ψιθύρων κάτω από το σπίτι.  Βογκητά  και  πλαταγίσματα κουπιών.  Λησμονημένοι.  Κανείς δεν σας θυμάται.  Μια χαμένη Επαφή.  Μόνο κάτι ερείπια ονείρων μέσα σε πάμφωτες  επαύλεις.  Μια φυλή ήχων χωρίς γλώσσα που χτυπά τα κουρασμένα νεύρα!.. 

[ΧΙΙΙ ενότητα στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη, ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984 αντιγραφή  και επικόλληση από ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Ποιήματα, εκδόσεις Καλέντης 2014]

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ  ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984:

Η τραγική πορεία του ανθρώπινου γένους μέσα από ανθηρό, διαχρονικό ελληνικό λόγο

Η «Γενεαλογία» είναι κατά σειρά η έβδομη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη και ουσιαστική συνέχεια της τρίτης -Λιβιδώ, 1978- και της έκτης -Η Παραλοϊσμένη, 1980.   Ο Πρατικάκης είναι από τους λίγους νεότερους ποιητές που έχουν συλλάβει το όραμά τους, έχουν πια αφομοιώσει τις επιρροές τους και ήδη έχουν διεισδύσει στο δύσκολο δρόμο της ωριμότητας, στη σύνθεση…  Στη Γενεαλογία βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα προσωπικό όραμα της ανθρωπότητας αλλά και συνάμα σε μια λυρική, ανθηρή και μυστική εκτίναξη του νεοελληνικού λόγου… Η «Γενεαλογία» χωρίζεται σε δεκαέξι μέρη και ανασύρει μέσα απ’ την ποίηση μια εκδοχή της γέννησης του κόσμου αλλά και τα στάδια της πορείας του με κρυμμένες αναφορές σε σύγχρονα γεγονότα, μια εκδοχή που δεν αφίσταται της σκληρής και απελπισμένης και τραγικής κάποτε ιστορίας αυτού του πλανήτη.  Ο Πρατικάκης που σε πολλά σημεία της ποίησής του χρησιμοποιεί τη γυναίκα - σύμβολο, εδώ αρχικά την παρουσιάζει σαν την ανθρωπότητα και την βάζει να λέει για το παιδί της που υιοθέτησε:  «Με φασκιές το μάζεψαν άνθρωποι που μοιάζανε κοινωνικοί λειτουργοί και το ‘φεραν σ’ αυτό εδώ το ίδρυμα… Αυτό το ίδρυμα έγινε το φανταστικό βυζί της Μάνας του. Οι πόρτες του είναι ένα είδος μακρινής φωνής των επισκεπτηρίων τα πέτρινα παράθυρα της ακοής.   Το ονόμασαν ορφανοτροφείο. Εδώ μεγάλωσαν όλα τα παιδιά αφού όλες οι οικογένειες των ανθρώπων ανήκουν στα συμβούλια των ορφανοτροφείων που στεγάζονται στις μακρινές περιοχές της γης…».   Η πολυσημία των συμβόλων που έλκουν την καταγωγή τους από πάμπολλες εποχές του ανθρώπινου γένους, μας σταματά συχνά με την αστραφτερή ρωμαλεότητά της:  «Ακατάπαυστα οι παλαιστές πάνω στο καναβάτσο ορθοί και πέφτουν. Σηκώνονται και πέφτουν και οι θεατές μισοί με τον έναν και μισοί με τον άλλον παλεύουν μισή μέρα μισό χρόνο και μισό αιώνα, αιώνια. Γενιές γύροι πάνω σε γύρους χαραυγές και καταβαραθρώσεις. Με μικρές παύσεις σαν διαλείμματα ξεκούρασης κι αναδίπλωσης σαν εκεχειρία εχθροπραξιών (που τα μετόπισθέν τους οι άνθρωποι ονόμασαν προσφιλή ειρήνη). Σαν γέμισμα όπλου και τραυλή ώρα αφλογιστίας σαν υπερκόπωση στρατευμάτων και υπόθεση γαλακτικού οξέος οργανισμών. Και πότε ο ένας νικά και νικιέται δίδυμοι αδερφοί της ίδιας Μάνας Άδωνις και Άδης, λάμψη φωτεινή και λάμψη μαύρη νύχτα και μέρα κοίτη και νερό γυναίκα και άντρας… Παλίντονος αρμονίη οκώσπερ τόξου και λύρας»   Οι άνθρωποι στη συνέχεια, όπως λέει ο ποιητής, αναγκάζονται να δεχτούν τα δεσμά τους, τους χιλίαρχους, τους πατρίκιους, τους ταξιθέτες και τους νομισματοποιούς… Αποσπάσματα απ’ όλες τις ενότητες της εν λόγω συλλογής στην ανάρτηση

Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ