Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΕΣ ΑΦΗΝΟΥΝ ΣΤΙΓΜΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΟΥ

 

(… Έρχεται καιρός που είσαι κατάστικτος!..  

Έτσι γίνονται:  ποιήματα – πολιτισμοί – καταστροφές  - 44)

46        

Πετάω λέξεις μες στο στόμα σου.

Πετάω τον ύπνο σε βαθιές πρασινάδες.

Πετάω νόμισμα στο τραγούδι.

 

Δε γίνεται καμιά έκρηξη.   Απλώς ξεχνιέμαι!..

49

Στην κουβέρτα προσπαθώ    να κρατήσω τη ζωή σου.

Μένει για λίγο το ζεστό χρώμα.

 

Μετά τσεκούρι η απόσταση.

Τα πατήματα στο χιόνι.

Πηγαίνεις με τους λύκους

50

Καθαρίζω τα αυτιά μου   από τα λόγια σας.

Με βαμβάκι,   με ξύλα,   με σύρματα!..

 

Έτσι ακούω μόνον το άσπρο  και  τον αέρα!.

51

Τρέχεις, σε κυνηγάνε εικόνες πήλινες.

Σπάζεις τον καλαμένιο φράχτη και  βρίσκεσαι σε άλλη χώρα.

Όπου άλλοι άνθρωποι,  άλλα  ονόματα,    άλλη γραφή - χάλκινη

52

Ημέρα Παρασκευή και χειμώνας.

Άρχισε η εσωτερική μετανάστευση   των χεριών.

Μια στις τσέπες,   μια στα σκέλια, μια στο κενό

53

Άνοιξα την αποθήκη  και  σ’ έβγαλα.

Μνήμες κουβάρια.   Κινήσεις   χρώματα –

σιδηροπρίονα των αισθήσεων –

Μικρό παιδί  και  βλέπω την επερχόμενη ζωή

με ανοιχτό στόμα!..

54

Απλά πράγματα.

Φαγητό, ύπνος,  χειμώνας,   τσιγάρα!..

Το τηλέφωνο,  γάτος κοιμάται    κάτω απ’ την καρέκλα

Η μουσική σταλαγμίτης,   νερά και σπηλιές.

Απλά πράγματα!..

55

Μιλούσε  (εκείνη)  σαν ραπτομηχανή.

Μαύρη κλωστή σε λευκό σεντόνι.

56

Με το πρόσωπο μέσα στη μουσική   όπως στο νερό.

57

Δεν έχουν την άμμο του θανάτου   κάτω από τη γλώσσα.

Δεν υπάρχει ούτε ένα μαύρο χαλίκι εκεί,

για να πονάνε  όταν  μιλάνε.

58

Οι ώρες με τα ξερά κλαδιά – χωρίς φωτιά –

στη μνήμη να τα πατάνε τρέχοντας,   άνθρωποι  και  άνθρωποι!..

59

Τα σημάδια στο λαιμό   την πρώτη μέρα, μαύρες πεταλούδες.

Τι άλλες μέρες – τρεις τέσσερις το πολύ –

ξεθεριάζουν,  ξεφλουδίζουν  και  πέφτουν!.

 

(Ποτέ δεν πετάνε,  όπως θα περίμενε κανείς)

60

Τα τρόλεϊ  φωτισμένο σαν βιτρίνα   σχίζει τη νύχτα.

Ηλεκτρισμός,   καλώδια  και ρόδες.

Κίτρινο,  μαύρο  -  και κόκκινη η ακτινογραφία σου.

61

Ξεβιδώνεις το ξύλινο χέρι.   Βάζεις το καλό!..

Μ’ αυτό με χαϊδεύεις.  Χαμογελάω,  ξεχνιέμαι,   ημερεύω –

μέχρι που τραγουδάω –

Βλέπω μόνο το χέρι σου.  Ούτε πρόσωπο,   ούτε κορμό!..

Όπως στα κόλπα των μάγων!..

62

Απογευματάκι στρίβαμε τη γωνιά.

Ένα δένδρο έπλεε στον αέρα.

Το ποίημα άσπριζε τόπους – τόπους!..

63

Έχω δει  ακόμα να προσπαθούν να κουρέψουν   έναν τρελό

και όλο τους ξέφευγε…

(Η ζωή όμως δεν αστειεύεται.   Σε ράβει μα τα δόντια σε τσουβάλι)

[επιλογές από τα 133 ΟΣΤΑ  του Γιάννη  Κοντού 1982  και

ΑΝΑΛΕΦΑΛΑΙΩΝΟΝΤΑΣ:

 (… η πάνινη μπάλα  που κλοτσάμε όλη νύχτα

είναι το μάτι του Κύκλωπα.

Θα ξυπνήσει, θα φορέσει  το μάτι του, θα μας φάει!... 133)

 


Κι άλλες επιλογές  απ’ αυτή τη συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 

ΕΧΩ  ΔΕΙ ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΝ ΝΑ ΚΟΥΡΕΨΟΥΝ ΕΝΑΝ ΤΡΕΛΟ  ΚΑΙ  ΟΛΟ ΤΟΥΣ ΞΕΦΕΥΓΕ

(κι άλλες επιλογές από τα ΟΣΤΑ του Γιάννη Κοντού 1982)

64

Κάρβουνο ο ουρανός  και η  οδοντόβουρτσα   του πεθαμένου περιμένει.

Ο φίλος μου   από το ιατρείο του κάτω κόσμου   μου τηλεφωνεί.

Μου στέλνει φάρμακα,   μου στέλνει ποιήματα.

Ο φίλος μου,  ο επιζών!..

65

Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια   θα κάνω να ξεχάσω –

αν ξεχάσω ποτέ -   την κουζίνα.

Μέσα εκεί σοφά μαγειρεύεις  και  το σώμα σου αχνίζει.

Οι άγγελοι του ταβανιού χτυπάνε τα κουτάλια,  τα φτερά,   τα δόντια

–φαίνεται  πεινάνε  ή  κρυώνουν –

Έτσι χωρίς άλλα κατοικίδια ζώα νυχτώνει.

 

Τα ξημερώματα ανοίγω το ψυγείο.

Το κρύο φως, ο παγωμένος αέρας

θυμίζουν την έξοδο κινηματογράφου   το χειμώνα.

66

Θα κόψω αρχαίο νόμισμα   με το κεφάλι σου.

Μετά   στα εργαστήρια θα ψάχνουν

για δυναστείες,   χρονολογίες  και  τα συναφή.

Φαγωμένες όλες οι ενδείξεις από το χώμα,   από το θειάφι

-μόνο το ένα μάτι   κάτι θα θυμίζει απ’ τα παλιά -

Εγώ δεν θα ζω για να δώσω εξηγήσεις.

Έτσι στη βιτρίνα θα μείνεις μεταλλική   κραυγή αναπάντητη.

 

67

 Όταν πάω να σε φιλήσω   όλο κρύβεσαι

–λες και θα σε φωτογραφίσω -

Κατεβάζεις το κεφάλι και ο αυχένας σου

τρέχει ποτάμι, χύνεται στο απόγευμα.

Κάθομαι άνεργος, σε κοιτάζω να πρασινίζεις.

Αργότερα κλείνομαι στην τουαλέτα

και προσπαθώ να βάλω τα πράγματα στη θέση τους.

 

Λέω λοιπόν: τη λάμπα φεγγάρι,

τον καθρέφτη ουρανό και εγώ που χτενίζομαι

εκεί μέσα άνθρωπος – έξω  η νύχτα.

68

 Ζεστό αεράκι κατρακυλά   μαζί με φύλλα,

με γράμματα,  με μελάνι στο στόμα μου

και δεν μπορώ να μιλήσω

69  

Ανοίγεις τα πόδια - ψαλίδι, διαβήτης -

Μοιρογνωμόνιο και μετράς:

την αντοχή μου,  τη γωνία μου,   την αγωνία μου

-στο πέταγμα, στο πέσιμο, στο σκάψιμο -

 

(ποτέ δεν κατάλαβα τη γεωμετρία

από παιδάκι ήμουνα μουσικός)

70

 Έχεις ένα φιδάκι στα μαλλιά  κι  ένα αηδόνι στα σκέλια!..

 

Κατά τα άλλα είσαι μια κοινή   μεταφράστρια της εποχής μας!..

71

Φυσούσε ένα τραγούδι ξεχασμένο.

Ο κήπος αυτή τη φορά ήταν πραγματικός.

Τα αχλάδια μεγάλωναν πραγματικά όπως στα παραμύθια.

Πλησίαζα το στόμα σου και με κατάπινες

όπως στα παραμύθια.

72

 Έχω ένα ρούχο σου φυλαγμένο.

Μέρα παρά μέρα το πλένω,  το σιδερώνω,

το κρεμάω στην καρέκλα.

Ο αέρας το μετακινεί,   η μουσική το ξεβάφει

-πέφτουν  και  κάτι λεμόνια από το ταβάνι

και σπάνε το γυάλινο πάτωμα –

Αυτά κάνω   με μεγάλη ηρεμία  και  ο κόσμος τρομάζει

73

 Ξαφνικά  (όλα τα ξαφνικά σε μένα συμβαίνουν)

ο πεθαμένος φίλος μου άναψε ένα κερί,

μ’ έπιασε από το χέρι  και  με κατέβασε   στο μεγάλο ποτάμι.

74

Δεν ξέρω άλλο σώμα από το δικό σου

Κάθε μέρα το βουρτσίζω,  το τινάζω   το μπαλώνω

-λέμε κάνα δυο κουβέντες -

το φοράω ή κρύβομαι πίσω του και κοιτάζω   τον κόσμο.

75

 Τα ελατήρια του χρόνου  (του φόνου)   όπως τινάζονται στα μάτια

76   

Πάλι χάθηκα στην έρημο του κρεβατιού.

Παραμονεύουν λευκοί σκορπιοί και ήλιος.

77  

Η Κατερίνα έπαιζε μπαγλαμά.

Τραγουδούσε για ξεχασμένους ανθρώπους

Είχε πρόσωπο πολύ νυχτερινό

Άσπρα δόντια κοφτερά.

 

Το τραγούδι έβγαινε ματωμένο!..

78  (ΛΕΜΒΟΔΡΟΜΙΕΣ)   

Σήμερα κωπηλατούσαμε όλη μέρα – με φίλους  με βιολιά –

Τρέχαμε στην κλωστή του ορίζοντα.

Έπαιζε ένα κλαρίνο,  έβγαζε μπαμπάκια – μουσικές για πεθαμένους –

Βγάλαμε τα πουκάμισα,  βγάλαμε το δέρμα.

Έτσι κατακόκκινοι κοιταζόμαστε  και  γελούσαμε!..

 

ΑΥΤΟΙ ΒΛΕΠΟΥΝ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ

(… εδώ  δεν έχουμε δει ακόμα φεγγάρι… - 80)

79

Πρωί – πρωί τα ποιήματα  με τις πρώτες κινήσεις του εμβρύου,

τον καφέ,  το στεγνό παξιμάδι,   το βουβό κορίτσι.

81   

Όλα τα είχα προβλέψει. Ότι χθες ήταν Τετάρτη.

Ότι  θα έμπαινε στη θήκη, με τη σκουριά,

με τα φύκια, με το γάλα των ονείρων.

 

Όλα τα είχα προβλέψει, εκτός ότι το χώμα

-εξαιτίας μιας νευρικής κίνησης-

θα μας σκέπαζε για τα καλά.

82

Ακούω την πόλκα των φιλιών σου.

Φοράω τα μεταξωτά, φοράω τα χρυσά

πουκάμισα  και  κλείνομαι πιο βαθιά   μέσα.

83

Μιλάμε!.. Τρίβεται η γλώσσα   στα δόντια.

Ματώνει!..  Αργότερα θα πέσουν τα δόντια.

Η γλώσσα θα μείνει σε άδεια   στοματική κοιλότητα

με το ψέμα!..

84

Μεσημέρια – θερμόμετρα στη μασχάλη –

Υδράργυρος στις τσέπες,  φαντασίες στα μαλλιά –

σκόνες.  Μελάνια στα χέρια  (ενώ έπρεπε να είχα αίμα)

Το σταθερό σημείο της ζωής μου μετακινείται.

Αντανακλάται στην άσφαλτο,  εξατμίζεται  ή  προβάλλεται

λεπίδι στον τοίχο!..

85

Όταν μας φωτογραφίζουν οι δολοφόνοι!..

86   

Στο πάνω όνειρο, άσπρα σπίτια.

Ρόπτρα στις πόρτες. Τα σιδερένια χέρια

κρατούν γυάλινη σφαίρα - τον κόσμο -

Χτυπάνε και δεν ξυπνάω. Παρακάτω

η γυάλινη σφαίρα γίνεται μπάλα,

γίνεται κομμένο κεφάλι - την κλοτσάνε -

87  

Το μεταχειρισμένο βλέμμα.

Οι παγωμένες εικόνες, τα χώματα,

οι ρίζες της μνήμης - τα ρούχα σου

ζεστά στο πάτωμα, μαζί με τα κομμένα   νύχια

- Ξυρίζομαι. Φοράω τη μάσκα,

κρατάω περίστροφο και μπαίνω στη ζούγκλα

του ποιήματος.

88

Οι τεντωμένες σου γραμμές   σε γωνία εκατόν είκοσι μοιρών

-ώστε να κυλάει η σελήνη   μαζί  με τα ουρλιαχτά των λύκων –

Αν όμως τις κόψω με το μαχαίρι μου

θα γίνεις ένα κουβάρι όπως όλος ο κόσμος!..

89

Μια μαυροντυμένη γυναίκα   στο χωράφι της

σκυμμένη τραβάει  ένα δόντι,   μια ρίζα –

τραβάει  τις χαμένες ώρες –

 

Οι άλλοι νομίζουν ότι βγάζει   πατάτες!..

90   

Είδα ακόμα στην εξοχή, δένδρα

τυλιγμένα με κορδέλα μαγνητοταινίας.

Ο αέρας τα στροβίλιζε και ακουγότανε

μια ασημένια βυζαντινή μουσική.

Τρέχανε τα αυτοκίνητα, κορνάρανε,

πατούσανε μικρά θηλαστικά.

91

Όταν πεθάνω, θα φοράω κάλτσες  - χωρίς παπούτσια –

πέτρες στις τσέπες,  για να μη με σηκώνει ο αέρας  ή  ο διάβολος.

Και θα βαδίζω αδιάφορα  με ανοιχτή ομπρέλα

στο οπτικό σου πεδίο!..

92  

Το επόμενο βήμα.

Το επόμενο ποίημα.

Το επόμενο κύμα

των λέξεων - αίμα στο στόμα -

93

Ξύπνησα με κοντά παντελονάκια.

Κρατούσα με σπάγκο τον ουρανό

και πήγαινα και έκλαιγα.

94   

Δεν μπορεί  (κάποτε)   εκεί  που με πονά η πλάτη,

θα πεταχτούν φτερά  ή  έστω ένα

και θα πετάξω κάθετα.

Κλείνοντας τα μάτια στις φωνές - στις φωτιές του κόσμου.

95   

Θα ξετυλίξω τη γάζα,   το σύννεφο (πάλι σε κρύβουν)

Θα φτάσω στο κουκούτσι του καιρού.

Το τρώω. Βγάζω, κλαριά, φύλλα,   καρπούς.

Σκαρφαλώνω από μέσα   στον κορμό σου.

96

Εκδρομή στη μεταλλική πόλη.

Στις νεραντζιές δώσαμε τη μηχανή  

σ’ έναν άγνωστο για φωτογραφία.

Φορούσες ένα χαρούμενο μαύρο φόρεμα

-τα χέρια σου ήσυχα μασούλαγαν   ένα κουλούρι –

Όταν έγινε η εμφάνιση είδα:

 

Βομβαρδισμένη πόλη,  καμένες νεραντζιές.

Ο άγνωστος με ανοιγμένο κεφάλι στα πόδια μας.

Τρέχαμε στο άσπρο περιθώριο της φωτογραφίας

να κρυφτούμε έντρομοι  και  μόνοι!..

97  

Σήμερα είναι όλα πλάγια στοιχεία

Όπως κοιμάσαι πλάι μου και από

τις μασχάλες σου πετάγονται

μυθιστορήματα τα βράδια.

98

Πάλι στης κουζίνας τα θαύματα    είμαστε.

Με τα μαχαίρια να κόβουν   την ομορφιά σου στη μέση.

Από το δάσος   του ψυγείου μαζεύουμε φρούτα.

Ροκανίζω  τη φρυγανιά – το χρόνο μου,

σ’ αυτή    την καθημερινή κρύπτη.

99

Κινηματογραφική μέρα σήμερα.

Ταχύτητες, σκοτεινές αίθουσες.

Το φως φαγωμένο, λειψό.

 

Πέρα, μακριά ένα ηλιοβασίλεμα.

Με ώχρες, με γαιώδη μουγκά χρώματα,

με το λίγο στρίψιμο του ώμου σου  -  ερήμην μου!..

100

Επιμένω:  το μαύρο χαμόγελο του Καρυωτάκη

(και η βλακεία σας   πενήντα τρία χρόνια στα ρηχά)

101  

Τα φιλιά σου δεν είναι φιλιά.

Είναι κλωστές από παλιά τραγούδια.

Είναι το νόμισμα που δάγκωναν

οι πρόγονοί μας  όταν τους κυλούσαν   στον Αχέροντα.

102  

Μονοσάνδαλε εαυτέ μου,   τι όνειρο είδες στο βουνό

και σου έκοψε το χέρι η μέρα;

103   

Με τον αέρα τρίβονται   οι πέτρες, ανάβουν.

Αυτές τις πέτρες κουβαλάω   στον ύπνο

για να κτίσω    τη θάλασσα.

 

Ξυπνάω μ’ ένα φύλλο

για γλώσσα και παραμιλάω   πνιγμένος

 

104   

Αυτή η κοπέλα είναι χάρτινη,   είναι μολυβένια.

Όταν όμως    τη φιλάω στον αφαλό, περνάω ανέμελα

σφυρίζοντας το δάσος και κατασκηνώνω

στο εύκρατο βουναλάκι της

105

Το κυριότερο είναι ότι σ’ αγάπησε   ο σκελετός μου!..

Όταν σε βρουν στο χώμα,   τα μαλλιά σου θα είναι

ολοζώντανα νυχτερινά  και  θα μυρίζουν κόκκινο μήλο!..

106

Έξω γαβγίζουν οι εφημερίδες.

 

Μέσα πεταμένα λόγια, μπαγιάτικα

 

ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΠΑΤΩΜΑ  ΠΛΑΤΗ ΜΕ ΠΛΑΤΗ

(… Φεύγεις.   Στη θέση σου   μια μεγάλη σπηλιά, βγάζει ζεστό αεράκι   του μέλλοντος...  107)

108

(Αστυνομική ταινία η νύχτα.

Ο χρόνος εγγαστρίμυθος δολοφόνος)

Νομίζεις ότι σ’ έχω ξεχάσει…

(Ας πέρασαν χιλιάδες εικόνες

ας αλλάξανε πολιτισμοί και συνήθειες

ας κάθονται ήσυχα τα αεροπλάνα στα βουνά)

Κοιτάζω τα εγγόνια μου.

Έχουν  τις κινήσεις,   τα χρώματα,   τα σημάδια σου!..

Ακουμπάω στη βροχή και στα ξερά   κλαδιά της ζωής.

Ακούω τα μαλλιά σου   πλάι στο παλιό μου σώμα –

και το νερό πρέπει να θυμάται,  ας λέει ο Ηράκλειτος   ό,τι θέλει –

Το άλογο σκέπτεται λογάριθμους,   λύνει σταυρόλεξα

και εγώ βάφω τις ξένες φωνές   για να σου μοιάζουν!..

109

Πρέπει να προσέξω τη μοναξιά μου.

Μερικές φορές στα ενδιάμεσα

των δαχτύλων και στα χαλίκια των ματιών

βγαίνει το χορτάρι της φωνής σου.

110

Αυτές οι χαμένες κουβέντες των ανθρώπων

που σβήνουν μόλις βγούνε στον αέρα -

γίνονται άμμος -  Αργά, αλλά σταθερά

σφίγγουν την πόλη - θα τη θάψουν.

111

Όταν χωρίσαμε:

έβαψες μαύρα τα μαλλιά   έβαψες κόκκινα τα νύχια

ξαναφόρεσες το μαύρο ταγιέρ.

Παίρνεις μέρος σε εράνους,   σε διαδηλώσεις,   στην αεράμυνα.

 

(Μα τι σχέση έχουν όλα αυτά   με τα κλειστά μου μάτια;)

112

Τα βυζαντινά σου χέρια   στην ασημένια θήκη

με κερί,  με λύπη.

Μόλις ακούσουν το σφύριγμα   των ματιών

τρέχουν  και  πέφτουν στην αγκαλιά μου!..

113

Όταν βγαίνεις από το κηπάκι   του μοναστηριού

και κοιτάζεις  το κουφάρι μου –

γύρω  τα σπασμένα γυαλιά του απογεύματος –

114

Τοπίο η φωνή του.

Άλογο τρέχει στο καλντερίμι   των δοντιών.

Τινάζουν σπίθες  τις λέξεις,   τα πέταλα.

Μια μεγάλη βελανιδιά ανεβαίνει

προς το θόλο του ουρανίσκου.

 

Βουβοί ακούμε τη σκόνη.

115

Αυτή η ρυτίδα που έχει πέσει   πάνω μου  (από τον ουρανό)

αυτή η κάμπια   τρώει τη χλωροφύλλη του χθες.

Αφήνει στον ύπνο   μια ασημένια γραμμή

Χαμογελάω:  δηλαδή   σκεπάζω το μαύρο μου κεφάλι

με άσπρο πανί.

116 

Σήμερα θα την περάσουμε   χωρίς φεγγάρι.

Με σφυρί   θα σπάσω το πέτρωμα    της μνήμης.

Θα είναι όλα άσπρα,

θα διψάς και θα σου δίνω κόκκινο νερό.

 

Θα θυμάσαι μόνο τις πατούσες    του ποιήματος

117

Στο μέσα δωμάτιο είναι  (είμαι)

ένας κυνηγημένος αντάρτης με σκουριασμένο   πρόσωπο,

κολλημένο στην ξερολιθιά.   Πεινασμένος. 

Στα καμένα μου χέρια   κρατάω μια πέτρα

και μέσα της βλέπω εσένα να χτενίζεσαι!..

Έτσι   γίνομαι πιο κυνηγημένος,

μέχρι που σκάει η πέτρα  και  ξετυλίγεται σκηνικό

του χίλια εννιακόσια σαράντα οκτώ.

118

Αυτή γυρνούσε στο παλιό οικόπεδο,

με το υπερήφανο μαύρο φόρεμα.

 

Άσπρισαν τα μαλλιά  και τα μάτια της  -  ξεχάστηκε!.

119

Ανάβει η ελληνική φυλή σου,

αλλάζει χρώματα,  σπάει τους χρόνους,   φτάνει στο άσπρο.

Εκεί τινάζεις τα μαλλιά στο παρελθόν

ξαπλώνεις στο μονόξυλο – μεσημέρι

 

και γλιστράς στη νύχτα…

120

Βγάζεις τις κάλτσες.

Λάμπουν τα αυτοκρατορικά σου   δάχτυλα!..

Κλαίω με μαύρο δάκρυ,   στην  άκρη της ιστορίας

για το θαύμα   της φυλής!..

121

Τα λόγια μου αρνιά   που γίνονται πέτρες

βόσκοντας το χόρτο   της επιθυμίας σου.

122

Θα είναι ένα κάψιμο   στον κρόταφο.

Ηλεκτρισμός,  φιλί  ή  πυροβολισμός θα είναι.

 

(Θα ακούω το ραδιόφωνο   των ματιών σου)

123

Αφήνω τα γένια   να μεγαλώσουν.

 

(Η φυλακή στενεύει.

Η ραχοκοκαλιά τινάζει   μεσημέρια στην πραγματικότητα)

124

Ξεράθηκε το στήθος στο όνειρο.

Την τελευταία στιγμή, θα φέρεις   τα νερά,

θα ποτίσεις τα μαραμένα    του κόσμου.

125

Σαν τους πρώτους χριστιανούς

μες στα θαύματα και τα μπαμπάκια   του καιρού σε βρίσκω!..

126

Αυτός με την καραμπίνα   στο νου

περιμένει να ανατείλει   ο χειμώνας,

να κατέβουν τα άλογα  και  τα χιόνια  στον κάμπο.

Να μπουν οι άγγελοι στα σπίτια,   να κόβουν ξύλα.

127

Η γριά ποιήτρια μιλούσε

για το δάσος που χάθηκε μικρή.

(Είχε ξεχάσει το δόντι της   σε άλλη πόλη)

128

Ένα – ένα ταχτοποιώ   τα αντικείμενα του καλοκαιριού,

όσο δυναμώνει η ζέστη:

 

τα γυαλιά ηλίου,  τους γάντζους

για το παρόν, την παλιά θάλασσα,   τα χέρια μου

129

Αυχενικό σύνδρομο:  τα κάρβουνα των φιλιών

και ο ασβέστης της νύχτας δημιουργούν αυτό

το πέτρωμα στα όνειρα.  Ύστερα τυφλώνεσαι.

Δηλαδή θέλεις  και  βλέπεις,  μόνο ένα πρόσωπο.

Στο τέλος μένεις μόνος με τους κυματισμούς

του πονοκεφάλου  και  τους σοφάδες των λέξεων!..

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΝΟΝΤΑΣ:

(… η πάνινη μπάλα  που κλοτσάμε όλη νύχτα

είναι το μάτι του Κύκλωπα.

Θα ξυπνήσει, θα φορέσει  το μάτι του, θα μας φάει!... 133)

Η μουσική ερχότανε από το μέσα δωμάτιο.   Κλαίγανε οι πρόγονοί μου   κλεισμένοι στον παράδεισο.   Είχες βγάλει τα ρούχα  και  ο χάλκινος ίσκιος σου μιλούσε με τους άλλους πεθαμένους!.  (σε μύριζα με το μάτι – 130)   Οι παντόφλες μαραμένα αυτιά  του χειμώνα – γεμάτες ηλιοβασιλέματα,   μάλλινες φωνές  και  ώχρες – περιμένουν  (131)  Σηκώθηκαν οι αρχαίοι πολεμιστές  και με τα κοντά σπαθιά τους   χτυπάνε την πόρτα.   Τρέχουνε τα χώματα από πάνω τους μαζί με τη σκουριά.   Αγριεμένες όψεις στο λίγο φως του φεγγαριού.   Ζητάνε μια με κόκκινα μαλλιά  που τους παρέσυρε σε παγίδα,  με κρασί και χάδια.   Δεν ξέρανε ούτε όνομα,  ούτε φυλή.   Άνοιξα αδιάφορος.  Τα ξερά τους μάτια κοιτούσαν μέσα.   Τους έδειξα το πιστοποιητικό του θανάτου σου.   Έφυγαν.  Έμεινα όμως για για λίγο στην ιστορία.   Φόρεσα πανοπλία,  πήρα το σπαθί.   Πήγα στο άλλο δωμάτιο  και  σ’ έκανα κομμάτια!..  Ύστερα γύρισα στην εποχή μου!.. (132)  [επιλογές από τη συλλογή   του Γιάννη Κοντού  ΤΑ ΟΣΤΑ 1982 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

Δευτέρα, 8 Ιανουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ