Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΠΛΗΓΕΣ ΣΕ ΓΥΜΝΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ…

 (… ζωγραφίζει σκοτωμένα ποιήματα με μέλη του σώματός της…)


Εξαρχής έφτιαξα τα οστά μου πεινασμένα

Τους δίνω λίγη ζωή να ξεκινούν τη γέννηση

και μία λέξη σύμβολο στο αίμα

Εξαρχής μ’ έφτιαξα πεινασμένη

Κοίτα πόσο ικανοποιώ   τη λιγοστή σας προσμονή

με την έξαψη που δοκιμάζει η φαντασία

καθώς διηγούμαι το κορμί μου τυλιγμένο σε λέξεις


Η μικρή εμμονή με χρειαζόταν

Εξαιτίας της δουλεύω πάλι ανάμεσα στις πέτρες

Γνωρίζετε τι σημαίνει εμμονή σ’ έναν τοίχο άρνησης

που μου γελάει κατάμουτρα τη λέξη που τον χτίζω;

Γνωρίζετε πόσες σκέψεις ήσυχα ψιθυρίζω

στο πέτρινο βάρος του

πριν η τελευταία πέτρα γυμνό τον χτίσει   όπως ήταν;

 


Είναι ώρες που απομένω στις παλάμες

βαριά άνθρωπος και τίποτε άλλο

Όλα τ’ άλλα στο δρόμο κοιμούνται και ξυπνάνε

Δεν τα ορίζω εκείνα τ’ άλλα που ξεφεύγουν σε μια μορφή

με αχτένιστα μαλλιά και μια βάρκα ξεχασμένη στον ώμο

Κάτω - κάτω οι ρυτίδες

-θα μου ’φτάνε να τις δείξω απλωμένες   για να πω πως δεν πέθανα-

κι η μνήμη που βάρυνε στο νωρίς

Είναι ώρες π’ απομένω στο νωρίς

κι ο αέρας αλλάζει όλο αλλάζει την ιστορία μου

Έτσι ξέχασα το θάνατο


Με τρία στήθη κάθε βράδυ καταπίνω ενδοφλεβίως

αίμα   φωτιά

και το νερό της μάνας μου

Ως ένα σημείο, έτσι οσφραίνομαι και τον ετοιμοθάνατο

θάνατο, που βγάζει κρυφά το καρφί

καταναλίσκοντας αέρα απ’ τη σκέψη μου

Όλες οι διαιρέσεις μου σε τρεις χειρονομίες κρεμασμένες

Κι αυτός ο ουρανός να τις ταιριάζει ανάποδα

να τις βάζει έτσι του φόβου

που να ασθμαίνει όλο μου το αίμα   σε μια εξέλιξη μυαλού


Ποιος θα το πίστευε πως η μοναξιά μου συνέχεια γελάει

καθώς με παίρνει ο ύπνος

Κάθεται πάνω στο στόμα μου μ’ ένα κόκκινο χαρτί

-κόβω μια ειλικρίνεια ανάμεσα –

κι ο εαυτός της γελάει κάτω απ’ την ειλικρίνεια

κάτω απ’ το δικό μου στόμα

Τούτη η αλαφρότατη μοναξιά λεπτομέρεια είναι

για να αποκαλύψω τα παλιά μου μάτια

και μέσα τους βαθύτερα εμένα


Με τα μάτια περπατάω τη βροχή

με τα μάτια γράφω πίνοντας τις αποστάσεις της  και  δεν ησυχάζω

Για σένα λυπάμαι, που καίγεσαι σε καθίζηση καιρού

την όραση του αίματος άχρηστη – άχρηστη

Και πού να πηγαίνεις άραγε μυρίζοντας συνείδηση

σ’ ενδιάμεσα νερά

Ο θάνατος βλέπεις δεν είναι θάνατος που ψηλαφείς   στη φωνή με αέρα

Στο αίνιγμα του κύματος μετριέται με βροχή

Μ’ αυτήν μετριέται και στις αποστάσεις


Επειδή έχτισα το σπίτι μου   στο κέντρο του στήθους

κάποιοι γελάτε με τα κόκκινα παράθυρα   όλων των προθέσεων μου

Ευτυχώς που εγώ δεν μπορώ να σας ακούσω

ευτυχώς που μετακόμισα το σπίτι   λιγάκι πιο βαθιά

με δίχως τα παράθυρα


Σκότωσα όλα τα σκυλιά σας

τουλάχιστον στις ραφές του κρανίου με τ’ αγάλματα

κι ακόμα μ’ ακολουθείτε μυρίζοντας αίμα βαριά

Για ποιο λόγο δεν ξέρω

Κι ούτε κατάλαβα πώς γαβγίζετε   άνθρωποι εσείς

και τα σκυλιά σας άχρηστα τα βρήκα


Θέλω να βγω από το παραλήρημα

που με υπονομεύει κάτω - κάτω της πέτρας

και με μπερδεύει στους νεκρούς

Χρειάζομαι απλώς μια μικρή αγράμματη αναρχία

αστράφτοντας την εξαγρίωση

στα παιδικά μου βρέφη

Και ύστερα αντίθετα να δοκιμάσω μοιρολόγια   ουρλιάζοντας:

Τυχάρπαστοι θάνατοι   σας πλήγωσα με άνθρωπο


Κάποια μέρα   θα ζωγραφίσω σκοτωμένα ποιήματα

με μέλη του σώματός μου

Έτσι, με σκίτσα κομματιασμένα

θ’ αραιώνω το κενό του δέρματος


Όταν πήρε την κατηφόρα

Σ’ εκείνη την ανελέητη σιγανή φθορά   είπε:  

θέλω να κατοικήσω τώρα

Έσκυψε και μίκρυνε - μίκρυνε ως το σάπισμα

κι αυτό το τελευταίο το ανέβασε   εφηβικό στο πρόσωπο

Ο θάνατος άλλωστε ήταν δικός του!..

 

Με τι ευκολία άφησε το πρόσωπό του

Ν’ ανάψει στο βάθος του εγκεφάλου δαιδάλιο καθρέφτη!.

Απ’ το δεξί του μάτι άρπαξε γελώντας ξαφνικά

των ασυγχώρητων  οργίων τις αιχμές

και κάμποσους προάγγελους δαιμόνων  απ’ το δίχτυ των φλεβών

Ω!.. Πώς να εμποδίσουμε   τις μικρές θρυμματισμένες ανταύγειες

μην καταπιούν τα μάτια; 

 

Κάθε που αναγνωρίζει πληγές   σε γυμνή επιθυμία

σκάφτει βαθιά την αγωνία στη φθορά

με τρακαρίσματα  και  σειρήνες ασθενοφόρων

Μα τι λέω,  σκάφτει τρυπούλες στην τύχη

να οξύνεται η φθορά   στην ψυχή 

 

Ξυπνούσε μια υπόνοια σώματος   να πέφτει η επιθυμία τους…

Ήξερε  πως έτσι θα γλίτωνε 

από τους ετερόσχημους λυγμούς   των απομακρύνσεων…

 

Την άλλη αυγή, έδωσες τα καλύτερα ποιήματά σου  στη φωτιά 

Επιτέλους   ξετυλίγονται όλο και πιο γοργά   οι λέξεις

με εμφράγματα!..

 (ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ; από τη  συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009]


 


Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται τα ποιήματα:

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΘΑΛΑΜΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟΥ,  Την περασμένη άνοιξη είπες, σ’ αρέσει να σκληραίνεις…

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ,  Η μάνα πεσμένη στο πάτωμα… καθάριζε αίμα από τους απεργούς της Ποίησης

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΥ,  Όλη τη νύχτα έσπαζε αόρατος το αίμα του καημού του…  \

ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΗΣΕ ΓΙ’ ΑΚΕΡΑΙΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ;  Κι έτσι του λέω ποτέ μην μοιρολογείς το πρόσωπό σου δίχως μιαν έρημο

ΟΝΕΙΡΟ,  Μονάχα σ’ άπλωνα στο πρόσωπο  να περνά διάφανο…

ΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ,  Σα να μην άκουσε τα διαστήματα πάνω στο φουστάνι της… 

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ,  Σαν άρχισε να συνομιλεί με το ολόξανθο άγαλμα…

ΘΕΑΤΡΟ ΔΡΟΜΟΥ,  Άγνωστο ήταν το σχήμα της πληγής…

ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ, Μανιώδης βροχή παίρνει τις λέξεις και τις σπρώχνει…

ΔΕ ΜΕ ΒΟΗΘΑΝΕ ΠΙΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ,  να μαντεύω τον καιρό

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΕΘΑΝΕ,  Βραδιάζει στα πολύχρωμα ποιήματα…   και  (επιμύθιο)

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ,  Φοβάμαι που χάνονται όλα μαζί

 

 

ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΘΑΛΑΜΟ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟΥ

(… την περασμένη άνοιξη είπες, σ’ αρέσει να σκληραίνεις το δέρμα στο λαιμό…)

Το σήκωνες και το ’κοβες τόσο άσχημα με τον αντίχειρα

που συνεχώς δακρύζανε οι φλέβες

Έριχνες μια ματιά μονάχα στην άοσμη δολοφονία

-δεκαετίες τώρα είμαι πεθαμένος,  φώναζες –

και  το γλεντούσες για καλά   καλώντας στρατολογημένες αδελφές

Πανηγύριζες αργότερα στο ασθενοφόρο που ούρλιαζε από τις φλέβες

βάφοντας  άσχημα εφημερίδες  κι  άλλες μηχανές

ατομικές,  που ασκούνται απ’ το στόμα στα κουτσομπολιά

Αν πάλι σκόνταφτε στους γύρω δρόμους

φορώντας πιτζάμες ριγέ και πράσινες

και τρανταζόταν ο στραπατσαρισμένος σου λαιμός,  οργιζόσουν

μολύνοντας τα μέσα ενημέρωσης

Την περασμένη άνοιξη είπες πως τα ασθενοφόρα 

που θα σφυρίζουν την κραυγή σου   θα είναι παλιά

νυσταλέα  με τους δρόμους όλους  στο μυαλό σου

να μη σε βρει ποτέ γωνιά ψυχιατρείου!..

 

Άρχισα τον πόλεμο έφηβος, στα δρομάκια του εγκεφάλου

Τρυπιόταν κάθε μέρα σα διανοούμενος   σε θάλαμο ψυχιατρείου

-η βελόνα κρυμμένη απ’ τη μάνα του   την ώρα των ειδήσεων

 

Θα μπορούσε να γίνει ποιητής στη φτωχογειτονιά του

αν σκέπαζε το μοιρολόι της ανάσκελα στην αλληλογραφία του

αργότερα με τον αντίχειρα,  να την πεθάνει μέσα στο μυαλό

 

Τι σιωπηλή ακέραια μάνα

απέναντι  απ’ την καρέκλα που καθόταν!..

 

Κάποτε φώναξε τα’ ασθενοφόρα

και πήραν την πυρακτωμένη μπάλα του μυαλού του

Μετά απόμενε σιωπηλή στο πάτωμα

ρουφώντας  το μυαλό του

που την κοιτούσε μ’ απορία…

(απόσπασμα σελ. 39)

 

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

(από τη  συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ 2009)

Η μάνα πεσμένη στο πάτωμα

έπλενε και καθάριζε αίμα από τους απεργούς της ποίησης

Κι ο Μάλντερ –έχετε ακούσει για το γαλανομάτη έφηβο

που μόλευε ποιήματα

σφάζοντας τα υγρά τους «λ» -

να γελά, αχ πώς γελούσε το γκρίζο του αυτί

γραπώνοντας φωνήεντα από τα σαπφικά χειρόγραφα

Έτριβε ξανά και ξανά τις απολήξεις τους

μέσα σε στεγνωτήρια, έτσι ώστε να πίνει ολωσδιόλου

μόνος τρισένδοξους ποιητές

Δυο φορές έξυσε με θυμό ολόκληρη βιβλιοθήκη

ο διεστραμμένος!

Δεν άντεχε τόσους ποιητές κρυμμένους στο μυαλό της

Ο Μάλντερ πέθανε αργότερα

Καθ’ υπαγόρευση της γραφομηχανής του

 

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΥ

Όλη τη νύχτα έσπαζε αόρατος

το αίμα του καημού του

πάνω στις αναμνήσεις των αγαλμάτων

 

ερχόταν σαν της παναγιάς το ’κόνισμα

και ακουμπούσε τους ώμους κάθετα

στον αφαλό της γης να κλάψει

 

Το ανοιχτό παράθυρο

με το φεγγάρι

κινδύνευε ξανά από σεισμούς

 

Ω σαν Αρχάγγελος του ζεϊμπέκικου

γκρέμιζε τα παλιά μας τζάμια

ψιλοκόβοντας το λυγμό του

 

οι στάλες πέφτοντας

στριμώχνανε το θάνατο στο χώμα.

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις Οδός Πανός 2009]

 

ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΗΣΕ ΓΙ’ ΑΚΕΡΑΙΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ;

(… κι έτσι του λέω  ποτέ πια μη μοιρολογείς το πρόσωπό σου  δίχως μιαν έρημο…)

Το σκοτάδι μισογεμισμένο στην πλάτη  κι  ο αέρας ολόγυρα κούφιος,  να τον μπερδεύει στο περπάτημα

Επίσης η φωνή,  που τη θυμήθηκα για ένα δευτερόλεπτο

να θερμαίνει την πέτρα ορθή και να μην κάνει κομμάτια στο νερό

Να ’ρχεται του κόκκινου  και  του κίτρινου  και  του χάροντα ειρωνεία

και ν αποσπάει μ’ ένα κρακ   τ’ όνομα απ’ το στήθος

Σου είπα να μην μπεις με άλυτη τη βεβαιότητα τον τάφο

Δεν είσαι καν ο θάνατος που περισσεύει των βημάτων

για τον απλό ποιητή!..

 

Έλιωσε τα μάτια φτύνοντας την ανάγκη του στους δρόμους

κι ακόμα ταξιδεύει ο άμοιρος κάτω   απ’ τα χοντρά του ρούχα

Ποιος μίλησε γι’ ακέραιους νεκρούς άμα τα’ ασπρόρουχα

υποφέρουν άλιωτα φόνο του Θεού;

Κάποτε είχα κι εγώ μεγάλα κομμάτια αίμα στην κοιλιά

και τ’ άδειαζα στα δόντια του ανέμου,  θανάτους να θρηνήσουν

Και τίποτε σ’ άλλη έκταση του ώμου που κρατιέμαι

Και το θεό, αβέβαιο στην κάμαρή μου

Εκείνος έμπασε στην κλίνη μισή την κολυμβήθρα

ζυγιάζοντας την τρύπα προς τα πάνω

Σαν να τον βλέπω να με σφάζει

παίζοντας μισοξυπνητός χρησμούς:

«Ποιος μίλησε γι’ ακέραιους νεκρούς;»

 

Θα πάρω στα χέρια μου το πληγωμένο σου χώμα

με τη ζωηρή αγωνία μου να ξεκολλήσω την ανάγκη που σε δένει

ακυβέρνητο με την ψυχή

Κοίταξέ με!.. Ανάβω τις φωτιές πράσινες κάθε βράδυ

και ξεχωρίζω στον καιρό που έζησες κοντά μου

πολλές φορές κλαίγοντας το χέρι που διάλεγε το στήθος κόρης

 

Ίσως κάθεσαι κάτω από τα δένδρα των ίσκιων

ζωγραφίζοντας τα μαλλιά μαύρα

ίσως τον ύπνο πεθαίνεις σε μια βάρκα

γιατί τα λίγα όνειρά σου τα ’δωσες επίτηδες του άλλου καιρού

ίσως άρχισες μέσα σ’ αυτή τη ζωή την πέμπτη πράξη   με το σώμα

Όμως κοίτα τη θάλασσα

Το νερό ακόμα κυλάει με φλέβες πολλές

σαν να το χάιδεψε το θέρος

να ’χα ένα υγρό φύκι ν’ ανέβω ψηλότερα από το θάνατο

(απόσπασμα σελ. 45)

 

ΟΝΕΙΡΟ

Μονάχα σ’ άπλωνα στο πρόσωπο

να περνά διάφανο,  με ύπνο  ή χωρίς στο σημάδι που σκέπαζε

αριστερά την κόχη του ματιού

Την κέρδισα ετούτη την άκρη

σίγουρα τη γέννησα από την πυρκαγιά που ήπια

μην την αφήσεις να γίνει σπαταλημένη,  σου είπα

Ίσως το βάρος δεν σε βοηθάει,  όμως κράτα λίγο

την κόκκινη κοιλιά της

γιατί εκεί όλη η μνήμη μου χωμένη

Κι ήσουνα χέρι σάρκινο αφράτο   ήσουν κορμί

κι εγώ δεν είχα δύναμη,  θέλω να πω

να κοιτάξω απ’ το παράθυρο το χιόνι

που θα ’πλενα το παιδικό μου πρόσωπο

να υγραίνει σε παράδεισο!..

[από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις Οδός Πανός 2009]

 

ΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ

(… είναι το πρόσωπό σου τόσο ραγισμένο…)

Σα να μην άκουσε τα διαστήματα

πάνω στο φουστάνι της, μ’ εκείνο το ακαθόριστο χρώμα

Η σκάλα που ανέβαινε να λυτρώσει φόβους

στο τρίτο σκαλί – εκείνο που τη γέννησε -  τη σταύρωσε λιγότερο μωρό

με δυο αδέλφια κι ένα μάρμαρο χωριάτικο να πεθάνει ταπεινά

και στο τελευταίο απρόβλεπτη στις παραχωρήσεις

Παλιά τα μετρούσε,  στριφώνοντας τις άκρες τους μες στο φουστάνι της

σαν τους ραφτάδες που μετράνε κι  αναμετράνε

με μπόλικα ύψη τα πράματα  και  στο πλάτος ολόκληρη οδύσσεια

να κλαίουν μέσα τους οι γυναικείοι κόρφοι

Πιο πίσω ερχόταν τ’ όνομα  για το ανέβασμα των τυφλών

Λεν πως τα μάτια της τ’ άρπαξε και τα ’χτισε δω

σε κάποια πολύ βαθιά πληγή

που μόνο ο θεός την ξέρει

Σα να μην άκουσε ούτε  το χάος, που έπαιρνε κάθε φορά

ένα σκαλί από τούτο το λαχανιασμένο φουστάνι

και ξεπλήρωνε το παιχνίδι της αιωνιότητας

Τίποτε δεν άκουσε

Ούτε το στάρι που κόβανε στη γη

να ξεπληρώσουν το φουστάνι της

 

Καθώς σε ενδεχόμενα η σφαίρα που πάλεψες

ως την περασμένη άνοιξη

να χαθεί ανασαίνοντας χαμηλά   φύγε απ’ το κορμί

παραξενεύομαι που ξεφυτρώνει βόμβα γεννημένη

στον ασημένιο σου μηρό

Παραξενεύομαι που της μιλάς με ξόρκι,  γυναίκα ψηλή του πόθου

να σου φέρει κόκκινο – κόκκινο  μαχαίρι

να χορτάσεις τον πόνο ως το ζενίθ

Ως το ξερίζωμα πονάς, ύστερα εκείνη   φεύγει,  όλα ύστερα φεύγουν

ενδίδουν σε μαχαίρι γης  και  μηρού

Μήτε άκουσε κανείς

αν πονούσε ως το κρατήσου η γυναίκα…

(απόσπασμα από τη σελ. 48)

 

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

(από τη  συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ 2009)

α

Σαν άρχισε να συνομιλεί με το ολόξανθο άγαλμα

που βρέθηκε κατά τύχη στις Μυκήνες

δεν ήθελε πια να φορεί χέρια

Σώμα γυμνωμένο στις οπλές που γυρίζουν τον αιώνα δείπνο

μαζί με τα πνεύματα του βουνού

τα βλέφαρα να ’γγίζουν μια στάλα πέλαγο

κι όμορφο, όμορφο   λυγίζοντας την ιστορία του

Η Ελλάδα όλη τυλιγμένη πάνω στην πράξη της λευκόπετρας

Και τ’ άσπρα πανιά, που ταξίδεψες στη Σαλαμίνα

και η πίκρα της αγνοημένης θάλασσας

και η βλάστηση που ριζώνει κάτω απ’ τα λιόδενδρα,

όλα σε τούτο το παρόν να στάζουν αίμα

Αλλά, καθώς βλέπει τούτο το μεσημέρι κάτασπρο πάνω του

και τα στήθη στην κρυφή γωνιά στενάζοντας τα ήρεμα νερά τους

δε θέλει πια να φορεί χέρια…

(συνέχεια από σελ. 57)

 

ΘΕΑΤΡΟ ΔΡΟΜΟΥ

(για τον Κωνσταντίνο
που μάτωσε στη σκόνη του δρόμου
τα όνειρά του και το θέατρο)

Άγνωστο ήταν το σχήμα της πληγής

με την πτώση ακριβώς στη σκόνη του δρόμου

και το δαχτυλίδι ασυμβίβαστο να τρέχει αίμα

στο μισό του δάχτυλο

 

Αίμα και ουρανός και άλλα όνειρα

επικίνδυνο ρυάκι της πτώσης

 

Τα όνειρα δεν είναι γεννημένα για την πτώση

είναι το ύψος που σ’ αρπάζει

-βάλε τα όνειρα σε νύχτα ζωντανή   βάλε τα όνειρα στο μέτωπο-

 

Ύστερα, τρύπωσαν και δάκρυα

μικρές αιμάτινες πτώσεις   στο δρόμο πέντε παρά κάτι

 

Πού είναι το αγόρι;

Μόνη ακούω στο θέατρο την απουσία του

Πού είναι το αγόρι;

Όλοι Απόντες…

 

ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ

(από τη  συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ 2009)

1

Μανιώδης βροχή  παίρνει τις λέξεις και τις σπρώχνει

μέχρι να γεμίσει της παλάμης   η παλάμη

αιμορραγούσες πτώσεις

Μέχρι να γεμίσει μια πέτρα μικρή ιδρώτα λείο

και σημεία στίξης   που αδυναμούν να ψάχνουν σάρκα

Χρόνια τις πετά με σκληρότητα, τη μια μετά την άλλη

ν’ αγκαλιάσουν τη βρόμα που ξαπλώνει γύρω τους

Βλέπω Κύριε πως δεν έχει όρια ετούτη η βροχή

Κύριε μεγάλε, δύο φορές τις σακατεύει

στο μέτρο που οι πτώσεις στάζουν

μονάχα αγγέλους στο μαύρο…

(συνέχεια από σελ. 59)

 

 

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΕΘΑΝΕ…

(…που θα μπορούσε να φυτέψει και στο θάνατο λησμονιά…)

Θαρρώ πως δε με βοηθάνε πια τα λόγια   να μαντεύω τον καιρό

Δεν ακούω μήτε τη φωνή μου

μήτε των ήλιων που παλεύαμε στις πλαγιές να γεννήσουν
μήλα. Τοπία πάνε κι έρχονται άσκοπα
στα βουνά και τα δίκια που γυρέψαμε τάχα να κρατήσουν
τον καιρό ανοιχτό, ανατολικά και αριστερότερα
βουρκόνερα σαπίζοντας τη βλάστηση. Τελευταία φορά
που ξάπλωσα σιγανά
κουβεντιάζοντας για τη θάλασσα, τ’ αγριόχορτα,
τελευταία φορά σ’ ένα χωμάτινο λιθάρι, που γίνηκε αίμα
πίσω απ’ τον άγκωνα πολέμου…

[ΔΕ ΜΕ ΒΟΗΘΑΝΕ ΠΙΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ – με την έξαψη που δοκιμάζει η φαντασία καθώς διηγούμαι το κορμί μου τυλιγμένο σε λέξεις - από τη συλλογή της Καυερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, Οδός Πανός 2009]

Έτσι ακίνητη δεν μπορώ.    Να σε φτάσω που μιλάς προπάντων του μυαλού   Παράξενο που διάλεξες τα ποιήματα του ύπνου   να συναντηθούμε, μέρα που τα ενδεχόμενα κολυμπούν σιωπηλά   δεν είμαι σίγουρη αν το σώμα που ’βαλες   αντίκρυ στο φως, έχει τη μυρωδιά του πόνου στο κορμί  ή  το αλάτι που μοιράζαμε στα ίχνη της θάλασσας   Το ποίημα πάνω στο τραπέζι, το άγγιξες, το ξέρω   δεν υπάρχει στάλα νερό μέσα του να παλέψω το φως, να ξαναγυρίσεις   στο πρόσωπο, όλο κοίταζες κάτω, το πάτωμα μου ’λεγες δεν τρομάζει   αν μια γυναίκα όμορφη το εμπιστεύεται γυμνή   Δεν μπορώ ούτε να σου φωνάξω, τούτο το σπίτι δεν ακούγεται   στο ξύλο που μυρίζαμε παιδιά,    ούτε στο ποίημα να παραμερίσω το σάπισπα   που έρχεται τρίζοντας στο κεφάλι, όλα έρχονται τρίζοντας   στον καθημερινό μου ύπνο, χέρια, πόδια, βουνά, επιμένω να σε φτάσω   φοβάμαι που χάνονται όλα μαζί, το ποίημα επάνω στο τραπέζι  [ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ, εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 2009

Κυριακή, 7 Ιανουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ