Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

ΞΕΚΙΝΗΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ’ΡΘΩ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ…

 (… πάνω σε τσιγκέλια κρεμασμένες 

ωμές  και  ψόφιες  οι μέρες της ζωής μας!.. 

Ο κρεοπώλης χρόνος  τρίβει τα χέρια με χαρά!..  ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΜΕΡΕΣ  σελ. 52)


Γνωρίζει πια η Πηνελόπη

πως δεν είναι οι υπερφίαλες Σειρήνες   που τον καθυστερούν

ούτε η γερασμένη Κίρκη   με τον καταχωνιασμένο πόθο

ούτε κάποια κακομαθημένη Ναυσικά

εγκλωβισμένη σε λάθος ηλικία

με άσπρες κάλτσες  και φουστάνια παιδικά

Δεν είναι οι Λαιστρυγόνες  και  οι λωτοί   που τον κρατούν μακριά της

ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα

και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους…

 

Είναι  που στον αρχαίο κόσμο   βραδιάζει πια νωρίς

η γη δεν είναι επίπεδη

 και  οι  άνθρωποι κάποτε χάνονται!..  (ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙΙΙ σελ. 47)

 

Της έλειπε

 Όχι  γιατί ήλπιζε  ή φοβόταν

Αλλά γιατί κάποια βράδια το ίδιο το νησί

ξεκολλούσε από το σώμα της

και χανόταν στη μαύρη θάλασσα που άχνιζε!..  (ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΙV σελ. 57)

 

Δεν ήταν η παραλία   Θεσσαλονίκη ξημερώματα

τόσο τέλεια ξεπλυμένη   στις αποχρώσεις της βροχής

ούτε η θάλασσα   βραχνή,   ορμητική

άγριο λιοντάρι με γαλάζιες φλόγες

δεν ήταν οι φέτες τα παγκάκια  

με την παχύρευστη μοναξιά   του άδειου τους κενού

ήταν  που χθες βράδυ ονειρεύτηκα

ότι έστω για μία φορά

φορά πρώτη,  φορά θάνατος   ήρθες μέσα μου

πίσω από την ψυχή   κάτω από τα στόματα του κορμιού

ήρθες  και  έμεινες!..   (Η ΤΕΛΕΙΑ ΜΕΡΑ  σελ. 42)

 

Ξεκίνησα για να ’ρθω!..

Τρεις μέρες  και  τρεις νύχτες νήστεψα από πριν

Πριν φύγω, προσευχήθηκα στο Φίδι το Ιερό

κι ύστερα στη Σελήνη που σου μοιάζει

Ξεκίνησα για να ’ρθω μες στο σώμα σου

Μα ήταν μεγάλο το ταξίδι

ο ναός βούλιαζε στο πέλαγος

το κόσμημα χωρίστηκε στα δυο

οι Άγιοι Τόποι όλο ξεμάκραιναν

όσο πλησίαζα η σκιά μου μίκραινε

στην έρημο ένιωσα μοναξιά  και  τότε αμφέβαλα…   (ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ σελ. 53) 

 

Λευκό γάντι στα σεντόνια   χωρίς σάρκα  χωρίς αφή

ανακλαδίζεται,  τεντώνεται,   εκτινάσσεται

ιδρώνει   ψηλαφεί δίπλα του το κενό

κι ύστερα κοιμάται   στη μικρή λακκούβα

που σχηματίζεται δίπλα του

 

Το μαύρο γάντι που καραδοκεί…  (ΛΕΥΚΟ ΓΑΝΤΙ σ. 44)

 

Τώρα γνωρίζει

Ήρεμη γνώση,  πάγος

Δεν ήταν ο Κρέοντας ο εχθρός

Ήταν εκείνο το ελάφι μέσα της  που λαχταρούσε υποταγή

Μ’ αυτό αναμετρήθηκε στη σκοτεινή σπηλιά!..  (ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙV σελ. 56)

 [κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 


Μότο της συλλογής  οι περί Ποίησης αφορισμοί / στοχασμοί της Χλόης:

 

Από τα λευκά άνθη της πορτοκαλιάς μόνο ένα στα δέκα καταλήγει πορτοκάλι.   Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα μικροί θάνατοι!..

 

Γιατί η Ποίηση δεν είναι ούτε το άνθος ούτε ο καρπός,

είναι η απώλεια που προηγήθηκε,

είναι η απουσία ανάμεσα στις εποχές,

είναι το άδειο κλαδί,

είναι αυτό που μεσολάβησε και αυτό που τελείωσε,

είναι ο υπαινιγμός του λουλουδιού και όχι το ίδιο το λουλούδι.

Ποιητής γίνεται κανείς σταδιακά

καθώς μυείται στη ρευστότητα και στο χάος

γιατί ποίηση ακριβώς σημαίνει την ανατροπή

κάθε βεβαιότητας, τάξης, ασφάλειας ή κανόνα.

Δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχει χρόνος,

δεν υπάρχει λογική ακολουθία των λέξεων

γιατί πάντα στη στροφή το σκαλοπάτι υποχωρεί

κι ο αναγνώστης κατρακυλά στην άβυσσο    [Χλόη Κουστουμπέλη]

 

ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΑ    (Μόρφου,   Κύπρος)

(από τη  συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, Γαβριηλίδης 2012)

Στο πατρικό μου σπίτι   γύρισα πάλι χθες

η πόρτα έχασκε ορθάνοιχτη

γάβγιζε συνέχεια ένα ανύπαρκτο σκυλί

δύο γυναίκες στα μαύρα   έπλεκαν καθισμένες

«Αντρέα, εσύ είσαι;»   ψέλλισε ένοχα η πρώτη

Οι ρυτίδες στο πρόσωπό της   άνοιξαν ρήγματα σ’ όλο το νησί

«Το σπίτι πάλιωσε»   μου είπε

«βατράχια κοάζουν όλη μέρα

τις νύχτες γεμίζει νυφίτσες  και  ασβούς

τα έπιπλα τρίζουν  και  πονούν»

Στο τραπέζι στρωμένο   το τραπεζομάντηλο της μάνας

από τη νύχτα ακόμα του χαμού

«Δώσε λίγο χρυσάφι»   πετάχτηκε η δεύτερη

«να φτιάξουμε το σπίτι

να το βρείτε καινούργιο   όταν θα ’ρθειτε πίσω «

Άπληστα τα μάτια της   γαντζώθηκαν στα χέρια μου

Κινήθηκα αυθόρμητα μπροστά  και  ύστερα πάλι πίσω

 

Χθες βράδυ με τους φίλους μου  επέστρεψα στο πατρικό μου

 

Ο ΑΣΠΡΟΣ ΛΑΓΟΣ

Παραμονή

Κισσός – Άγιος Δημήτριος με τα πόδια

Ομίχλη πηχτό σύννεφο στο δάσος

δένδρα νύμφες με κλαδιά ψαλίδια   κουνιούνται ρυθμικά

ακούγεται μόνο   ο ήχος των φύλλων που σέρνονται στο χώμα

Το πρόσωπό σου όμορφο οικείο

Ξάφνου ένας λαγός πετάγεται μπροστά μας

Σχεδόν κλαίμε από συγκίνηση

Ίσως το βράδυ κοιμηθώ μαζί σου   ίσως όχι

Ίσως αύριο με εγκαταλείψεις

Όμως ο λαγός – στιγμή

ασπρόμαυρη φωτογραφία

θα διασχίζει για πάντα το σκοτάδι   σ’ ένα δάσος

Χριστούγεννα παραμονή   στο Πήλιο

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

ΝΑΥΑΓΙΟ

(από τη  συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, Γαβριηλίδης 2012)

Κι αν κάποιες φορές ξεχνώ

πως στην τελευταία μου επίσκεψη

κοιμηθήκαμε αγκαλιά

σε φέρετρο ανοιχτό

που έπλεε στο πέλαγος

κι ήμουν εγώ που σε ρωτούσα

κι εσύ μου απαντούσες

μέσα στο απέραντο σκοτάδι

ενώ δίπλα βούλιαζε ο Τιτανικός

και μερικά μόνο καπέλα

έπλεαν πάνω στο νερό

Κι αν μερικές μέρες ξυπνώ αναπάντεχα μαζί σου

και σου στέλνω

νεκρά περιστέρια σε σελοφάν συσκευασία

προς Θεού μην υποπέσεις στο αμάρτημα

της τέλειας παραπλάνησης

Ποτέ δεν συναντούνται οι άνθρωποι

Μόνο τη στιγμή που αποχαιρετιούνται

στην αποβάθρα ενός τρένου.

 

ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Στο βυζαντινό μουσείο πήγαμε μαζί

Περπατούσαμε ανάμεσα

Μικρά γυάλινα αγγεία οι στιγμές

«Δέκατος τρίτος αιώνας»   μου ψιθύρισες

«Δέκατη Τρίτη απουσία»  σου απάντησα

Γύρω μας ανάγλυφες εικόνες

από Παναγίες που έχασαν τον κρίνο τους

μια λειψανοθήκη με όλα τα μελλοντικά χωρίς

ένας πορφυρός κώδικας

σφραγισμένος με ένα σου χάδι στο λαιμό

οι εικόνες των αγίων ελαφρά ενοχλημένες

θηρία μυθικά που γρυλίζουν   κάτω από τα πόδια μας

ένα ψηφιδωτό από δάπεδο σπιτιού πέμπτου αιώνα

«Εκεί κάποτε αγαπηθήκαμε»   μου είπες

Χρυσό περικάρπιο το χέρι σου σφιχτό

ήδη το σημάδι από παλιά χρόνια παραμένει

 

Στο Βυζαντινό Μουσείο να πάμε κάποτε μαζί

 

Η ΚΗΔΕΙΑ  ΤΩΝ  3 : 00

Ποιον θάψαμε και πότε;

Στο τέταρτο κονιάκ έχασα τον λογαριασμό

Τότε μπήκε στην αίθουσα

ο νεκρός πατέρας του φίλου μου

και κάθισε μαζί μας

«Αφού πέθανε αυτή»  μας είπε

«δεν είχα λόγους πια να ζω»

Κι αδειάσαμε μονορούφι το μπουκάλι

 

ΚΡΥΑ ΨΑΡΙΑ

Υπάρχουν άνδρες κρύα ψάρια

Τα μάτια τους χάντρες στο κενό

Μετά τον έρωτα αποσύρονται

σε μουχλιασμένα όστρακα   κοιμούνται

Μα εγώ αγαπώ τους άλλους

που ζουν σε μαύρα σπίτια

με μόνη τη σκόνη   να απλώνει τις σκιές

κι αυτούς πάλι που γράφουν

με κομματιασμένες σάρκες στο σκοτάδι

Οι άντρες που αγαπώ   είμαι Εγώ

Κροκόδειλοι με κατασπαράζουν κάθε νύχτα

Καμία σχέση με τα ψαράκια του γλυκού

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

ΟΙ ΕΥΓΕΝΙΚΟΙ ΞΕΝΟΙ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΚΑΡΑΟΛΗ

(από τη  συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, Γαβριηλίδης 2012)

Περπατούν αθόρυβα   δεν ενοχλούν κανένα

Που  και  που αφήνουν μια τούφα από μαλλιά

υγρά χνάρια στο διάδρομο

πιάτα με αποφάγια στην κουζίνα

αποτυπώματα στο πόμολο μιας πόρτας

ένα λευκό μαντίλι στην τσέπη ενός παλτού

μία μελωδία από ένα μουσικό κουτί

Ω!.. Πόσο αγαπώ τους ξένους της οδού Καραολή

Χρόνια τώρα ζω μαζί τους

Κάθονται απέναντί μου όταν γράφω

Είναι σαν να με κοιτούν μέσα από γυαλί

Σαν ν’ απλώνουν το χέρι να μ’ αγγίξουν

Σαν κάποιοι απ’ αυτούς   λίγο να με αγάπησαν

μα ξέχασαν το πότε  και  το πώς

Πόσο διακριτικοί είναι οι ξένοι της οδού Καραολή

Αφήνουν πάντα το κλειδί κάτω από την ψάθα

Και μία μπαλκονόπορτα ανοιχτή

μήπως κάποιος θελήσει να πηδήξει

 

ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΤΑΞΙ

Όχι,  κύριε,  με μπερδεύετε με κάποια άλλη

Δεν ήμουνα εγώ   στο κίτρινο ταξί

ούτε καθόμουνα ποτέ στο πίσω κάθισμα μαζί σας

Ούτε χιόνιζε,  είμαι βέβαιη γι’ αυτό

και όχι,  δεν έπεφταν νιφάδες στα μαλλιά μου

Δεν έχω άλλωστε μαλλιά

Δεν με φιλήσατε ποτέ,  αλλιώς θα το θυμόμουν

Κι αν με φιλήσατε, εγώ δεν ήμουνα εκεί

Ούτε ο οδηγός γύρισε καμία φορά πίσω το κεφάλι

Σιωπηλά διέσχισε τη λίμνη ως το τέλος

και  που  και  που βύθισε το κουπί

στα μαύρα ολόγυρα νερά

 

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

Έναν μήνα πριν από τον θάνατο

είχες ήδη προετοιμάσει την κηδεία

Ύστερα πήγαμε στο εξοχικό

να θάψουμε τον παππού που ζούσε ακόμα

Στην αυλή τα περιττώματα του σκύλου κέρβερου

σάπια ξεκοιλιασμένα πορτοκάλια

ξανθές κατσαρίδες κήπου

που έβγαιναν τούφες απ’ τις υδρορροές

και στο δωμάτιο σκνίπες από σκόνη

Έπρεπε να το είχα φανταστεί

Το μαύρο μου φουστάνι

τα γάντια που μου φόρεσες με ζόρι

ο επικήδειος που επέμεινες να μάθω απέξω

όση ώρα εσύ κοιμόσουν θυμωμένος

ενώ έκλαιγα μόνη και γυμνή

σε μια μοναδική καρέκλα σκηνοθέτη

Έπρεπε λέω τώρα   να το είχα φανταστεί!..

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

Η ΑΛΙΚΗ ΚΕΡΔΙΖΕΙ

(από τη  συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, Γαβριηλίδης 2012)

Αφού έχασε το  Α  η αλίκη

για μέρες ένιωθε λειψή

έχασε τις χώρες  και  τα θαύματα

τους πλουμιστούς λαγούς με τα ρολόγια

τα μανιτάρια που άλλοτε γίνονταν ομπρέλες

κι άλλοτε μικρές  λακκούβες στην βροχή

Τώρα ποιος άνδρας θα την προσφωνήσει

ποιος θα την χρησιμοποιήσει ηρωίδα

σε ιστορίες με κουνέλια  και  τραπουλόχαρτα στρατιώτες

αθόρυβη ανύπαρκτη θα μείνει η ζωή της

αυτά σκεφτόταν η αλίκη

με το μικρό ανυπεράσπιστό της  α

ώσπου έξαφνα μια άγρια λυτρωτική χαρά

φούσκωσε μες στο λάμδα της

και για πρώτη φορά

κυλίστηκε στη γνώση της ελευθερίας της

 

ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Θα μπορούσε να είναι  

μία φλέβα στον καρπό μου  ή  ένα αιλουροειδές

Μία πινακίδα οδοσήμανσης

Ή σήματα μορς για τυφλές κουκουβάγιες

Στην πλατεία με πήγαινε παλιά ο παππούς

Του ζητούσα να με συστήσει στα παιδάκια

Τα περιστέρια ήταν όλα ύπουλα και παχουλά

Ράμφιζαν τα χέρια και το πρόσωπο

Η οδός Αριστοτέλους θα μπορούσε να είναι

Χθες ή αύριο

Σήμερα δεν είναι παρά ένας δρόμος ταχείας αδιαφορίας

ανθρώπων την ώρα της αιχμής

 

Η ΣΥΓΓΝΩΜΗ

Συγγνώμη μου ζητάς

στο πρωτοσέλιδό σου τραύμα

η απόσταση,  η έλλειψη μιας κάποιας προοπτικής

η ιπτάμενη τέφρα

τα μαδημένα φτερά στους ουρανούς της Αττικής

οι αποφλοιωμένοι άγγελοι

η καμένη κατσαρόλα

Ακόμα και την απουσία προφασίστηκες

απ’ την ντουλάπα της κατάλληλης γραβάτας

Τόσο μακροσκελές  και  φλύαρο το γράμμα σου

 

Για να καλύψει τη σιωπή

της μιας και μόνο φράσης

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012)

Ενώ είμαστε μαζί αγκαλιασμένοι

(απόδειξη το χέρι σου στην πλάτη μου)

φυσάει αγέρας, φορώ ένα γκρι παλτό

φύλλα στροβιλίζονται και πέφτουν

«Για πάντα δικός σου»   ψιθυρίζεις

ενώ στο φόντο πίσω φαίνονται τα κάρβουνα

τα λευκά άλογα   ο λάκκος με τους νεκρούς

το δένδρο με τα κεφάλια στα κλαδιά

η σιωπηλή διαδήλωση στους τάφους

οι άνθρωποι με τα κεριά   που πενθούν βουβά

ενώ βρέχει σκοτάδι  κι  ενώ όλα αυτά συμβαίνουν

από τη φωτογραφία   χάνεται το πρόσωπό σου

κι αυτή η απώλεια

τόσο μικρή μέσα στο νεκρικό Σύμπαν   που μας τυλίγει

αυτή ακριβώς η ασήμαντη απώλεια

είναι που δίνει στη φωτογραφία

την ανεκτίμητη αξία   του οριστικά χαμένου

 

ΣΕ ΑΓΑΠΩ

Σε   όπως μετάβαση

απ’ τα τέσσερα στα δύο

Σε

όπως εσύ

ένα άλλο πλάσμα που κρυώνει και φοβάται

Κι ύστερα αιώνες μοναξιάς

ώσπου να ξεπροβάλλει το ρήμα

πρωτόγονο και σκεβρωμένο στην αρχή

καθώς περπατάει όμως αλλάζει

τεντώνεται κι ορθώνεται στο χρόνο

Αγαπώ

 

ΑΓΑΠΑ

Τη Λίλιθ   που κυλιέται στο σκοτάδι

γυμνή και ανασαίνει

με βράγχια αμφίβιου

Άρπυια  και   δαίμονας  και   Γάτα

ξεσκίζει,   καταστρέφει,   καίει,   διαλύει

όχι τη μαλακή πειθήνια  Εύα

με το κορμί ροδάκινο

αλλά την αλλοπαρμένη,  μόνη Λίλιθ

που  ’χει δυο πανσέληνους στο στήθος

που κατακόκκινη γίνεται μήλο

που από καταπακτή πέφτει στην Άβυσσο

Τη Λίλιθ του Κάτω Κόσμου   που γερνά

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ

(από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ 2012)

Αν μυρίσετε στον ύπνο σας κανέλα

κάποιος θα σας φιλήσει στο σκοτάδι

αν δείτε σαύρα να λιάζεται στις πέτρες

αποφύγετε τους ξένους με τα ψηλά καπέλα

αν ονειρευτείτε ασπρόμαυρο καράβι

και ανθρώπους να σας γνέφουν με μαντίλια

αγοράστε ένα λαχείο

δεν έχετε πια τίποτε να χάσετε.

Έτσι κι αλλιώς

τα όνειρα δεν έχουν γραμματόσημο

ο αποστολέας ήταν άγνωστος

κι ο παραλήπτης λάθος

Αν κάποιο βράδυ δείτε το δικό μου όνειρο

σημαίνει απλώς πως περπατάμε σε θυμάρι

ή κυνηγάτε μικρά χελιδονόψαρα

ή πως είστε ένας τρελός που ακόμα ελπίζει

Κρύψτε το άφοβα κάτω απ’ το κρεβάτι

Τα ποιήματα των άλλων σπάνια είναι επικίνδυνα για μας

 

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΛΟΥΟΜΕΝΟΣ

Πρέπει ν’ αποχωρήσει στις  6:00

Κι εγώ φαντάστηκα τον πρώτο λουόμενο

να κάνει μπάνιο σ’ έναν καταρράκτη

τότε που δεν είχαν χαμηλώσει τ’ αστέρια

και ο άνδρας με τη γυναίκα αγκαλιάζονταν

σπαρακτικά μες στις σπηλιές   στα βάθη των αιώνων

Ποιος θα ’ναι λοιπόν ο τελευταίος λουόμενος

σε ποια νερά ραδιενεργά  και  μολυσμένα

πριν το σκοτάδι απλωθεί  και  μας σκεπάσει;

Τον φαντάστηκα   να κολυμπάει σε έρημη πισίνα

να πιάνεται απ’ τη σκάλα  και  να βγαίνει

να προχωράει με βήματα υγρά

να παίρνει την πετσέτα

κι έπειτα να ρίχνει   μια τελευταία νοσταλγική ματιά

πριν σβήσουν όλα τα φώτα στον πλανήτη!..

[από τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012]

 

 

ΣΤΟ ΛΥΡΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ ΧΛΟΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

(… ο Αρχαίος Κόσμος βραδιάζει πια νωρίς…)

«Στον Αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς» η έκτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη. Τίτλος - δάνειο από δίστιχο ποιήματος που συμπεριλαμβάνεται στο σώμα του βιβλίου και ο οποίος αν αποσυντεθεί στις επιμέρους λέξεις, μας δίνει όλες εκείνες τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να συνοψίσουμε την ποιητική υπόστασή της, ως μια βαθιά τομή στο χρόνο και το χώρο. Θέα μέσα από παραθυρόφυλλο θα τολμούσα να χαρακτηρίσω την ποίησή της και αυτό γιατί, τα παράθυρα αποτελούν το σημείο που το τεχνητό μας περιβάλλον μηδενίζεται και ταυτόχρονα, ανοίγει το κανάλι επικοινωνίας με το εξωτερικό περιβάλλον. Το «μέσα» και το «έξω» , αποτελούν τους δύο μεγάλους κόσμους μας, που τους θέλουμε και τους δύο και χωρίς αυτούς δεν μπορούμε να υπάρχουμε με βάσιμες δυνατότητες επιβίωσης και ανέλιξης. Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι απαλλαγμένη από την έκφραση μιας φίλαυτης προσωπικότητας, από τη μίζερη επιθυμία, του να δειχτεί. Απέχει από τα όνειρα της άνεργης περιπλανώμενης φαντασίας, από τα κατά παραγγελία αισθήματα και την επιδεικτική θλίψη. Δε γράφει για να ξεφορτωθεί στιγμιαία, ή χρόνια υποκειμενικά βάρη, μετακυλώντας τους εφιάλτες της στην πλάτη του αναγνώστη. Αφήνει να μεγαλώσουν μέσα της οι σκιές και μετά παίρνει το φως και το τοποθετεί με φροντίδα περισσή στα εκτός παραθυρόφυλλων. Ήρωες που αλλάζουν μορφή και φύλο, αλληγορίες που εξάπτουν τη φαντασία και το συναίσθημα, ονειρικές περιπλανήσεις σε κόσμους παράλληλους και γριφώδεις, που δίνουν μία διαρκή εναλλαγή από το μικρό στο μεγάλο, από το δυνατό στο αδύνατο, από την εξομολόγηση στην αποστασιοποίηση. Οι κώδικές της, τα στοιχεία- σύμβολα, αλλά και οι σταθερές της, σχηματοποιούν το μύθο της, που όσο και αν περιχαρακώνεται, ή εκτείνεται στην απεραντοσύνη των οριζόντων του φανταστικού και του υποκειμενικού ονείρου, δεν παύει να κατάγεται από την πραγματικότητα. Τόσο το πραγματικό, όσο και το φανταστικό βρίσκονται σε μία διαρκή σύγκρουση, αλλά και συνύπαρξη, η οποία οδηγεί σε μια σπάνια συμμετρία και αρμονία. Είναι σαφές, ότι με όποιο τρόπο και αν επιχειρήσει κανείς την ανάγνωση αυτής της ποίησης, θα οδηγηθεί στη γνωριμία με ένα πληρέστατο κοσμοείδωλο, το οποίο βρίσκει την τέλεια έκφρασή του στον κόσμο των λέξεων. Και αυτό γιατί, η Χλόη Κουτσουμπέλη εισέρχεται στο ποιητικό τοπίο με μια φαντασία δημιουργική και για το λόγο αυτό, ικανή να οικοδομήσει ελεύθερα, με τους «παραμορφωτικούς» καθρέφτες την πραγματικότητα και κατόπιν να τη διαλύσει, ταξιδεύοντας έτσι τον αναγνώστη της, στο αέναο και ασύνορο σύμπαν, δίνοντάς του τη δυνατότητα να επιστρέψει από εκεί, ακόμα πιο πλούσιος. Στην ποίηση αυτή, ανακαλύπτεις το βαθύ ερωτικό λόγο -που αρχή του, μα και τέλος του έχει το να αντικρίζει την ωραιότητα των ανθρώπων και των πραγμάτων- να ελίσσεται και να μορφοποιείται μέσα στον κόσμο. Έναν κόσμο ανθεκτικό, φορές περίτεχνο, φορές λιτό, αφού η ποιήτρια γνωρίζει καλά το πώς, το πότε και το πού θα χρησιμοποιήσει τις λέξεις εκείνες που θα δομήσουν, ή θα αποδομήσουν το σύνολο του ποιήματος. Η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει την ικανότητα να μας οδηγεί στο ψηφιδωτό  των ανθρώπινων σχέσεων. Κάτω από κάθε ψηφίδα, είναι ικανή να αντικρίσει τον άνθρωπο τον ερχόμενο από τα βάθη των αιώνων, που κάνει στάση στο παρόν, ή και στο μέλλον ίσως. Μοιάζει να περιμένει αυτόν τον άνθρωπο η ποιήτρια, έτοιμη πάντα να σταθεί δίπλα του, με την κατασταλαγμένη γνώση ότι ποτέ δε θα μπορέσει να αποδράσει από τη διαρκή πολιορκία του μυστηρίου της ζωής, κάνοντας την τομή, στον κύκλο της ύπαρξης. Η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη, μέσα στα 44 ποιήματα της συλλογής της, μας προσφέρει αφειδώς μιαν απόλαυση. Αυτή της σταδιακής αποκάλυψης του ποιητικού της Είναι. [Μαρία Τσιράκου]

Παρασκευή, 12 Ιανουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ