Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΗΜΑΣΤΑΝ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΕΙΧΑΜΕ ΟΝΕΙΡΑ

 (…ο ουρανός αμίλητος και σταχτής το ίδιο αδιάφορος  και  για τους νικητές  και  για τους νικημένους…)


Η μέρα πέθανε πάνω στις ραχιτικές βρώμικες στέγες.

Πίσω απ’ τα τζάμια, θολά στριμωγμένα πρόσωπα κοιτάζουνε τον κόσμο να βουλιάζει.

Ύστερα είδαμε πως δεν ήταν πρόσωπα

μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος

που σχεδιάζανε πάνω στα τζάμια της πολιτείας   λίγη ζωή.

Κι ύστερα    τίποτα!..

Τα  τελευταία κάρα χάθηκαν στο βάθος του δρόμου

κουβαλώντας πέτρα κι ασβέστη.

Μα όλες τώρα οι πέτρες της γης   δε θα μπορούσαν

ν’ αναστήσουν πια αυτήν την πόλη

που κάθε βράδυ γκρεμίζεται  μες στις παλιές μεγάλες αναμνήσεις της.

 

Μια γριά σήκωσε το αδράχτι της κι έδειξε μακριά την πυρκαγιά

ο καπνός ανέβαινε φιμώνοντας τ’ ουρανού το στόμα

κάποιος σε μια πλατεία φώναζε: αργήσαμε,  αργήσαμε

μα δεν ακουγόταν καλά, γιατί φυσούσε.

 

Ένα σκυλί ολομόναχο στον βραδιασμένο κάμπο.  Βρέχει.

Ακούστηκε μακριά κι ο εσπερινός

σαν ένας θεός που τον ξέχασαν  κι  από το βάθος του χρόνου καλούσε βοήθεια.

Και οι οργανοπαίχτες στις γωνιές των καπηλειών

με τις φτωχές ωχρές κιθάρες σταυρωμένες πάνω στα λιγνά τους χέρια

παρηγορούσανε τη θλίψη  και  την καταφρόνια  και  τη λησμονιά.

 

Κανένας.  Ερημιά.  Μονάχα στους τοίχους των ερημωμένων  δρόμων

τα σημάδια απ’ τις παλιές μας σφαίρες κοιτάζουνε την πόλη σκοτεινά

σαν τα πικρά τρομαγμένα μάτια ενός αδελφού που τον προδώσαμε

στα όπλα…   στα όπλα…

 

Κοιμήσου, δεν είναι τίποτα.  Μονάχα εκείνος ο τρελός λοχίας απ’ τον πόλεμο

που κάθε νύχτα κλαίει  και  φωνάζει απ’ το γειτονικό νοσοκομείο.

Τίποτα,  κοιμήσου!..

Εμείς τελειώσαμε.  Δεν έχει δάκρια πια.  Κλαίνε όσοι στο βάθος ελπίζουν.

Ούτε θάνατο.  Οι νικημένοι δεν μπορούνε να πεθάνουν.

Σαν ένα μαχαίρι που ανοίγει ένα σφηνωμένο φέρετρο

η απελπισία κρατάει τα μάτια τους ανοιχτά

στα όπλα…

 

Θυμάσαι, λοιπόν, καθώς υποχωρούσαμε

ο δρόμος γεμάτος αναποδογυρισμένα φορτηγά, πεταμένους γυλιούς, σπασμένα ντουφέκια

αριστερά, στο λόφο, το γέρικο ξεθωριασμένο νεκροταφείο των αλόγων

οι μεγάλοι σκελετοί σαν τ’ απογυμνωμένα πλευρά των παλιών συντριμμένων καραβιών

θυμίζοντάς μας την πικρή μοίρα των πραγμάτων

που την έκανε ακόμα πιο πικρή

εκείνη τη τρυφερή ανάμνηση απ’ τους ταρσανάδες του νησιού μας

-τότε που ήμασταν νέοι κι είχαμε όνειρα

και μας περίμεναν.

Ο ουρανός αμίλητος και σταχτύς

το ίδιο αδιάφορος  και για τους νικητές  και για τους νικημένους.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1  1957 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό Α ΤΟΜΟ ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗ  1950 – 1966, Δέκατη Τρίτη Έκδοση ΚΕΔΡΟΣ]



 

ΚΙ ΟΜΩΣ  ΘΥΜΗΣΟΥ  ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΠΟΤΕ ΟΝΕΙΡΑ

(,,, σημαίες στους δρόμους, βήματα, ζητωκραυγές  

τα χέρια μας  σχεδίαζαν  στον ορίζοντα τις αυριανές μεγάλες πολιτείες…)

Είδες ποτέ σου, αλήθεια, στρατιώτες να γυρίζουν απ’ έναν πόλεμο που χάθηκε

νικημένοι και σιωπηλοί, πηγαίνοντας δυο –δυο γιατί φοβούνται τη μοναξιά

κοιτάζοντας άπληστα τριγύρω για να μη θυμούνται

κλέβοντας τα χωριά  και  βιάζοντας τις γυναίκες

στο βάθος μονάχα για να νιώσουν λίγο απ’ τον παλιό πυρετό της μάχης

όταν δεν είχαν όλα ακόμα   χαθεί.

Και ξαναφεύγουνε πιο νικημένοι  και  πιο σιωπηλοί.

Είδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιωτών την πικρή θέληση να ζήσουν!..

 

Και καθισμένοι στα χαντάκια βασανίζουν ώρες ένα κομμένο κλαδί  ή  ένα μικρό έντομο

σαν την ορμή των κοριτσιών που ξαφνικά στου δειλινού την ομορφιά

μην μπορώντας ακόμα ν’ αναβρύσει στο άφθονο πλημμυρισμένο μητρικό γάλα

ξεσπάει σε δάκρυα  και  αναφιλητά.

Οι νικημένοι στρατιώτες,   οι νικημένοι στρατιώτες

έχουν τη σιωπή της απεραντοσύνης!..

 

Κι όμως , θυμήσου

είχαμε κάποτε όνειρα – σημαίες στους δρόμους,  βήματα,   ζητωκραυγές

τα χέρια μας σχεδιάζαν στον ορίζοντα τις αυριανές μεγάλες πολιτείες

και τραγουδούσαμε όλοι μαζί   κι   ελπίζαμε όλοι μαζί   και   πέφταμε όλοι μαζί…

 

Τώρα

κομμάτια απ’ το μεγάλο ασύγκριτο όνειρο που κάποτε κρατήσαμε

και μας το πήραν

ζεστά κομμάτια από χαμένες δόξες

σφηνωμένα μες στα νύχια μας

σαπίζουν, τα χέρια μας πρήζονται, πονάνε – χρόνια τώρα

μας κλέβουνε τον ύπνο,  στα όπλα…

και τραγουδούσαμε όλοι μαζί  κι  ελπίζαμε όλοι μαζί  και  πέφταμε όλοι μαζί

πλημμυρισμένες οι πλατείες από χειρονομίες  κι  οράματα

καθώς γονατίζαμε στους νεκρούς μας,  έλεγες πως βουλιάζει ένα μεγάλο κομμάτι γη

μέναν τα φέρετρα μετέωρα, ανασηκωμένα από τον ξαφνικόν άνεμο των τραγουδιών μας

στα όπλα…

 

Κι οι νικημένοι στρατιώτες βαδίζουν στους αδιάφορους δρόμους

τα παιδιά τους βγάζουν τη γλώσσα  κι  αυτοί γελάνε για μια στιγμή

μ’ ένα θαμπό απόμακρο γέλιο,  σα να βλέπουν για πρώτη φορά

πόσο όμορφη είναι η ζωή.

Ή κάποτε σηκώνουν κουρασμένα μια πέτρα  και  την πετάνε μακριά

μέσα στο διάστημα

κατά κει που ίσως η τύχη περνάει!..

Και προχωράμε μέσα στο ανοιξιάτικο χλιαρό φως

πετώντας το γυλιό,  το χιτώνιο,  τ’ άρβυλα  και  μένοντας γυμνοί

με τις ψείρες,  τη σιωπή  και  την τρέλα της διάρκειας μέσα τους.

Οι νικημένοι στρατιώτες,  οι νικημένοι στρατιώτες

έχουν τη θλίψη της απεραντοσύνης!..

 

Ώσπου τους βρίσκουν τέλος ένα πρωί πνιγμένους  ή  λιθοβολισμένους

πίσω απ’ τα καμένα κτίρια της πόλης που είχαν κάποτε  υπερασπίσει…

 

Κι  η πόλη αφανισμένη απ’ την πυρκαγιά, ερημωμένη κι απρόσιτη

με τα τυφλά παράθυρα  και τους ερειπωμένους τοίχους

με μόνο τις σκάλες όρθιες,  μαύρες πάνω στον αμείλιχτο ουρανό

μην βγάζοντας πουθενά, όπως όλες οι σκάλες κι όλα τα λόγια.

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1  1957]

 

ΣΒΗΣΜΕΝΕΣ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ

(,,, με αμφίβολα νομίσματα από μελλοντικές αβέβαιες εποχές…)

Κι οι ανασκαμμένοι δρόμοι με τους σπασμένους υδροσωλήνες

που το νερό κυλάει – κυλάει

σβησμένες θλιβερές γυναίκες στις πόρτες

δυο ζητιάνοι μαλώνουν γύρω από κάτι σκόρπιες πεντάρες

γέροι αμίλητοι καθισμένοι πλάι σ’ ένα παιδί νεκρό

άνθρωποι χειρονομούν σε μισοσκότεινες κάμαρες

ύστερα βγαίνουν, παίρνοντας καθένας έναν δρόμο χωριστά

περνάνε τα χρόνια  και  το νερό κυλάει – κυλάει

κι εκείνος στο αντικρινό μπορντέλο με το στόμα παραμορφωμένο

από μια παλιά χειροβομβίδα

η πόρνη γυρίζει απ’ το άλλο μέρος για να μην τον βλέπει

κι αυτός θυμάται τις μέρες του αγώνα

για να μην κλάψει   και το νερό  κυλάει – κυλάει

αθόρυβο,  αόρατο,   απέραντο

κάτω απ’ τα δάκρυα,  κάτω απ’ τα χρόνια,  κάτω απ’ τους νεκρούς

ποτίζοντας τους σπόρους που αύριο θα βλαστήσουν –

οι φίλοι είχαν χαθεί

κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου

πλανόδιοι αργυραμοιβοί από μελλοντικές αβέβαιες εποχές

αργήσαμε,  αργήσαμε,  φώναζε,  μα δεν ακουγόταν  γιατί φυσούσε!.

 

Ένα ζευγάρι τουρτουρίζει κάτω απ’ το υπόστεγο

κοιτάζονται στα μάτια,  γεράσαμε

δεν πρόφτασαν ν’ αγαπηθούν νωρίτερα

πόλεμοι,  φτώχια,   δισταγμοί

η δυστυχία σε κάνει πάντα ν’ αναβάλλεις – έφυγε η ζωή.

Τώρα κοιτάζονται στα μάτια  και  κλαίνε, τουρτουρίζοντας κάτω απ’ το υπόστεγο

και το νερό κυλάει – κυλάει

κι οι σπόροι φουσκώνουν  κι αναδεύονται  και  τρίζουν  και  σπάζουν μονομιάς

πνίγοντας σε μια πράσινη πλημμύρα  και τα ζευγάρια  και τα υπόστεγα  και  τα δάκρυα  και τους δισταγμούς

και τις θυσίες  και  τα εγκλήματα  και τις εποχές

αδιάφορο,  αγέραστο,   ασύγκριτο   κυλάει – κυλάει…

 

Κάθε μέρα τα παραρτήματα κραυγάζανε για πυρκαγιές

κι αμαξοστοιχίες εκτροχιασμένες  και  βιασμούς  και  δολοφονίες

Οι γυναίκες κλείναν νωρίς τις πόρτες τους,  πολλές απόβελναν από ξαφνικούς φόβους

οι γέροι κάναν το σταυρό τους  και κουβέντιαζαν στις γωνιές για τη συντέλεια του κόσμου

άλλοι βλέπαν παράξενα οράματα  και  κομήτες  και προαναγγέλαν σεισμούς

κι άλλοι μιλούσαν για οικονομικούς ανταγωνισμούς  και για τον κίτρινο κίνδυνο!..

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡ. 1  1957]


ΜΕΝΟΥΝ ΜΟΝΑΧΑ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ,  ΕΡΗΜΟΙ ΚΑΙ ΣΚΟΝΙΣΜΕΝΟΙ,  ΣΑ ΓΕΡΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ…

(αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη ΣΥΜΦΩΝΙΑ Νο 1,  1957)

Πολλοί τότε βάζαν αποστολή στη ζωή τους την ανακάλυψη και την συντριβή των ενόχων

και σχημάτιζαν στρατούς και φιλονικούσαν για την αρχηγία  και  τα επιτελικά σχέδια

κι εξοντώνονταν  και  ξαναφτιάχναν στρατούς  και ξανά φιλονικούσαν

κι οι πυρκαγιές ρημώνανε τις πόλεις  κι  ανατινάζονταν οι γέφυρες

κι οι στρατιώτες βρισκόντουσαν πνιγμένοι  ή  λιθοβολημένοι

πίσω απ’ τα καμένα κτίρια της πόλης που είχαν κάποτε αγαπήσει  και  τραγουδήσει.

 

Ποιος  ήταν, λοιπόν, ο ένοχος;  Ας παρουσιαστεί, επιτέλους,  ο ένοχος!..

Και χιλιάδες άνθρωποι βγαίναν μπροστά στ’ αποσπάσματα και διεκδικούσαν την ενοχή

άλλοι από μεγαλοψυχία  κι άλλοι από εγωισμό,  άλλοι από γενναιότητα  κι  άλλοι από απελπισία

κι όλοι από την ανάγκη στο βάθος

να τους αγαπήσουν λίγο

στα όπλα…

 

Μένουν μονάχα οι δρόμοι,  έρημοι και σκονισμένοι,  σα γέροι ζητιάνοι

βαδίζοντας πάνω στα ωχρά ετοιμοθάνατα λιθόστρωτα με το δισάκι της βροχής στον ώμο

σταματώντας μια στιγμή στις πόρτες,  που ανοίγουν  και  κλείνουν βιαστικά

φωτίζοντας για λίγο μικρά τετράγωνα ερημιάς.

Και συνεχίζουν να φεύγουν,  σαν εκείνους τους ήρεμους τρελούς

που κανείς δεν τους καταλαβαίνει

και περνάνε πλάι μας αθόρυβα,  γυρίζοντας χρόνια τώρα τον κόσμο

μέχρι που χάνονται  -  τρελοί, τρελοί

ψάχνοντας για λίγο ουρανό

και  λίγη φιλία.

 

Κι εκείνη η ρομβία καταμεσής στο σταυροδρόμι  ενώ γύρω η μάχη άναβε

θυμάσαι;

Ένα λιγνό παιδί έπαιζε ένα επαναστατικό τραγούδι

σ’ αυτό το παλιό σακατεμένο όργανο

ώσπου μια σφαίρα το χτύπησε   κι  έπεσε

Ένας άλλος έτρεξε κι άρχισε πάλι το τραγούδι

ώσπου έπεσε κι αυτός.  Κι ύστερα άλλος  κι  άλλος   κι  άλλος.

Και το τραγούδι ατέλειωτο συνόδευε τους πολεμιστές μέχρι κάτου,  τον Άδη.


ΥΣΤΕΡΑ ΕΙΔΑΜΕ ΠΩΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΩΠΑ…

(…μα σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…

σαν ένας θεός που τον ξέχασαν  κι απ’ το βάθος του χρόνου καλούσε βοήθεια…)

Ύστερα πέρασαν τα χρόνια.  Ο τελευταίος που έπαιζε τη ρομβία έζησε.   Κι ενώ οι άλλοι ήταν θαμένοι κάτω απ’ τον απέραντο δεκεμβριάτικο ουρανό   αυτός μάθαμε   έγινε κλέφτης ή προδότης,  κάτι τέτοιο…   και τραγουδούσαμε όλοι μαζί  και  πέφταμε όλοι μαζί…   Τώρα, κάθε που μια ρομβία περνάει τα βράδια στο δρόμο   είναι σαν ο σκυφτός ανθρωπάκος που την σπρώχνει   να την πηγαίνει ενάντια στα χρόνια   άλλες μέρες λάμπουν   σαν να βαδίζουν πάλι οι δρόμοι,  οι γέφυρες,  τα μπαλκόνια,  τα καμπαναριά   σημαίες από στάχυα,   σημαίες από όνειρα   σημαίες από γυμνά λεύτερα χέρια   έτρεμε η πόλη τρανταγμένη απ’ τα βουερά συνθήματα στους τοίχους   σαν καταρράχτες οι χειρονομίες του λαού πλένοντας τις αυλές του ορίζοντα   πελώριοι νεκροί παρηγορούσανε το χώμα   κι εμείς άγρυπνοι μες στη νύχτα ανασαίναμε όλο το αύριο   σαν τους τυφλούς, χωρίς να βλέπουν   που από το γέλιο νιώθουνε την ηλικία των κοριτσιών!..   Και ξαφνικά οι τελευταίοι πυροβολισμοί της πόλης που παραδίνεται   ο άνεμος έφερνε βήματα  και  ντουφεκιές  και  σπασμένα τραγούδια   πολλοί φορούσαν πολιτικά  και τόσκαγαν πηδώντας τους τοίχους   τα σπίτια σαν πεθαμένα πρόσωπα στην παγωνιά του φεγγαριού   άθαφτοι οι νεκροί στους δρόμους,  αφημένοι στα σκυλιά  και το Θεό   και στις γωνιές ιο πυροβολητές με τ’ όπλο αγκαλιασμένο   σαν το κορμί μιας γυναίκας που ξέρουν πως τους πρόδωσε.   Κι ύστερα πάλι ο ίδιος δρόμος, ανάμεσα στα σκοτωμένα άλογα  και  τα σπασμένα ντουφέκια   στις άκρες των καμένων χεριών καθόντουσαν οι γυναίκες  και  κλαίγαν   βρέχοντας λίγο αλεύρι στην παλάμη  και  ταΐζοντας τα μωρά.   Κι υποχωρούσαμε ανάμεσα στο χιόνι, τον τύφο, την προδοσία, τα ξερατά   όταν σε μια στιγμη, ένα θαμπό  και  μακρισμένο τραγούδι ανέβηκε στα χείλη μας   σαν ένα ξερό πολυκαιρισμένο αντίδωρο,  που το βρίσκεις ψάχνοντας μια παλιά τσέπη   ύστερα από τόσα χρόνια απιστίας  και  περιπλανήσεων   και χωρίς να το νιώσεις,  σα χαμένος, το ακουμπάς στα χείλη σου  και  τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά   από παλιούς λησμονημένους θεούς  και  παντοδύναμες παιδικές ευπιστίες…   Κι οι νικημένοι στρατιώτες βαδίζουν πολιορκημένοι από μακρινά οράματα   με τις πληγές να τους κρατάνε άγρυπνους  και  τις μεγάλες αναμνήσεις να τους υποβαστάζουν.   Και μες στα μάτια τους καθρεφτίζονται παιδικά τοπία  και σπασμένες εικόνες από μάχες   κι ήρεμες σοβαρές σκηνές απ’ την αιωνιότητα.   Οι νικημένοι στρατιώτες έχουν την πείνα της απεραντοσύνης!..  [σκόρπια αποσπάσματα από τη ΣΥΜΦΩΝΙΑ Αρ 1 του Τάσου Λειβαδίτη]

Παρασκευή, 19 Ιανουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ