Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

ΚΑΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΕ ΞΕΝΟ ΚΙ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

 (… οι δρόμοι χρόνια τώρα πεθαμένοι  και  σβησμένα τα σημάδια…)


κακή εποχή, ανεμόβροχο σπάει τα τζάμια στις ψυχές μας

κι ο σκιές των ανθρώπων μέσα μας φτερούγες τσακισμένες

ένας καιρός ερείπιο  κι  η σκάλα που ανεβαίνω

πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι

και πότε βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό…

 

Αθώο ξεκίνημα, μοναχικέ λυγμέ πάνω απ’ τη θλίψη

με μολυβένια τώρα τα φτερά

χάνοντας ολοένα ύψος – όπως τόσες απόπειρες αθανασίας

που κατακάθισαν σ’ ένα επιτύμβιο χαμόγελο

αθώο ξεκίνημα,  πού μ’ έφερες,   πού μ’ έφερες…

 

Ίλιγγοι  και  στροφές   τρεκλίσματα μες στους λαβυρίνθους

χειρονομίες σακάτισσες   σκέψεις γριές σερνάμενες

πιασμένες απ’ τους τοίχους

μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο

κι όλοι γυρεύουν να σωθούν

κρεμιούνται απ’ τα καλώδια  και  τις φλέβες τους

κυκλοφορούν μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό

κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους

-άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα

κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν  και  πηδάνε στο κενό

και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε  και  τι μπορούμε

μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα

κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων

στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια

γιατί  ποτέ – ποτέ δε μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα

-φτάσαμε πάντα αργά μπροστά στις κλειδωμένες πράξεις

το αίμα κυλούσε πια κάτω απ’ τις χαραμάδες

κι η κούραση  κι  ο φόβος όλο να πληθαίνουν στην ατέλειωτη αυτή σκάλα 

 

Όλες τις μοναξιές τις έζησα   ελπίζοντας και μη ελπίζοντας

όμως τη μοναξιά της τέχνης πώς να την αντέξω

τη σκόνη πάνω στο βιβλίο

τα λόγια που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα

κι ανάβουμε τα φώτα σε αδειανές ψυχές

κι αρχίζουν να χτυπούν στους τοίχους το κεφάλι τους ουρλιάζοντας

-είναι μια κρίση δημιουργίας μόνο  ή μήπως είναι 

το τέλος,  η κατάρρευση της σκέψης,  η ερημιά

ανάμεσα σε ανεπανόρθωτα φθαρμένα σύμβολα  και  εικόνες

που ηχούν σαν κούφιες προσωπίδες

 

Γιατί δεν είναι μόνο ο χρόνος που μας φθείρει  μα  κι ο χώρος

σημεία το δείχνουν καθαρά,  ο χώρος εκδικείται

παραμορφώνει τις δομές  και  κατατρώει τα σώματα

σκάβει βαθιά κενά καρφώνοντας μορφές  και  σωθικά –

έτσι κι ο λόγος   φαγώθηκε σιγά – σιγά από σιωπές και χάσματα

Τι μέλλει ακόμα να ειπωθεί  και  ποια η έκφραση μες τη χαμένη ισορροπία;

 

Είπαμε τόσες φτήνιες,  έτσι που ’γινε  κι  η δημιουργία διαστροφή

και  τώρα ετούτη η κούραση δεν είναι σαν τις άλλες

δεν δέχεται απ’ το παρελθόν αλλά απ’ το μέλλον

όπως η σκόνη αυτή που κατεβαίνει από τα πάνω δώματα

όπως το αίμα αυτό που στάζει από τα πάνω δώματα

 

 -αθώο ξεκίνημα,  πού  μ’ έφερες,   πού μ’ έφερες

Πού να σταθώ να γείρω το κεφάλι μου

να ονειρευτώ το δροσερό καυώφλι…

[Η ΣΚΑΛΑ  από τη συλλογή του Βύρωνα ΛΕΟΝΤΑΡΗ  ΚΡΥΠΤΗ 1968– κι άλλα αποσπάσματα από την εν λόγω συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 



ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΠΟΥ ΔΕ ΣΕ ΒΛΕΠΩ   ΤΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΠΟΥ ΔΕ Σ’  ΑΓΓΙΖΩ…

(… ω!.. ανεξιχνίαστη αίσθηση   ζωή που δε θα γίνεις τέχνη…)

Αδειάζω  -  αδειάζω φεύγουν όλοι

απόμεινα να ψηλαφώ πατημασιές πάνω στο δέρμα σου

απόηχοι φωνών, καπνοί χεριών αγγίζοντας

κιτρινισμένους τοίχους σκαλιστές κορνίζες

βαριές κουρτίνες με μαρμαρωμένες τις πτυχές

-μόλις που διακρίνω

μέσα στο πέτρινο αυτό φως το νέο ζευγάρι

κορμιά που τα παιδεύει το αίμα τους

πρόσωπα σ’ έρωτα και σ’ αίνιγμα λουσμένα!..

 

-Η ηλικία είναι η σκόνη της ζωής επάνω μας

κάθε που σμίγουν τα κορμιά σηκώνεται σαν σύννεφο τριγύρω

μας στριφοτυλίγει   και  μας πνίγει

τι άλλο απ’ αυτό θα μάθουμε ποτέ

γιατί λοιπόν τρομάζουμε μπρος σ’ ένα γερασμένο πρόσωπο;

-Τρομάζουμε όχι γι’ αυτό που κάποτε υπήρξαμε

αλλά γι’ αυτό που δεν υπήρξαμε!..

Ο χρόνος σκεπάζει τα κενά της ύπαρξης με μια χεριά ξερόχορτα

σαν τις παγίδες των χεριών – τσακίζεσαι

έτσι όπως όταν ρίχνεσαι  κι  αυτοκτονείς σ’ ένα φωταγωγό…

 

μόνη, τριγυρισμένη απ’ τα πορτρέτα μου   φριχτά αποσπάσματα ζωής…

Πώς μπόρεσαν αιώνες τώρα   να συμβιβάζονται οι άνθρωποι με πορτρέτα;

Τι ακρωτηριασμός,  τι αφαίρεση –

και να σκεφτείς,   τα μάτια που μ’ ατένισαν

τα δάχτυλα που με ζωγράφισαν   μ’ αγάπησαν στ’ αλήθεια

Όμως τι έμεινε από μένα,  τι έσωσαν;   τι μπόρεσαν να σώσουν;

 

Τόσο κοντά μου που δεν σε βλέπω

τόσο κοντά μου που δεν σ’ αγγίζω

ένας λυγμός χύθηκες ολολύζοντας μες στα σκοτάδια μου

μ’ έχεις μουσκέψει σαν από το ίδιο μου το αίμα

ω!.. ανεξιχνίαστη αίσθηση   ζωή που δεν θα γίνεις τέχνη…

 

-Τίποτε δεν γυρεύω να σωθεί

κι ούτε είναι σωτηρία η τέχνη

Να ζήσουμε χωρίς φτιασίδια δίχως εκμαγεία

να ζήσουμε   να ζήσουμε

-η τέχνη μαρτυράει μόνο γι’ αυτό που πια σχεδόν έχει πεθάνει

είναι και η ίδια ένα ψυχομαχητό

 

ζήσαμε για πολύν καιρό μαζί – μετά χαθήκαμε

θόλωσε η αίσθηση του κόσμου,  μας χωρίσαν

ξενιτεμοί,  εξορίες,   φυλακές

και τ’ άλλα βάσανα  της σάρκας και του νου…

Τώρα κάθομαι εδώ μονάχη, καταπίνοντας το κατακάθι της φωνής σου

καμιά φορά ένα αίσθημα παράξενο με πνίγει

σαν κάτι μέσα μου να καίγεται –

όμως κι αυτό για λίγο μόνο – έπειτα περνάει

 

-Εσύ μονάχα μίλα μου για το αύριο

δε θέλω πια ν’ ακούω γριές μάντισσες

πες μου, αν θα βγούμε περίπατο,

πως δεν θα πέσει επάνω μας αιμόφυρτο το απόγεμα

πες μου για την μελλοντική μορφή του σώματός μου

πες μου πως θα γίνω λήκυθος…

 

-Δε θα τ’ ακινητήσουμε ποτέ λοιπόν ετούτο το ποτάμι

που κατεβάζει μέσα μας ποτάμια και φωνές

δε θα κρατήσουμε ούτε μια στιγμή απ’ τον ξεριζωμό

στα δάχτυλά μας που ’γιναν καπνοί  και  σβήνουν;

 

Αυτά.  Και κάθε μέρα και πιο δύσκολα

χάνω συνέχεια τα κλειδιά μου

ξεχνώ να ταχυδρομήσω τα γράμματα

κουράζομαι στους δρόμους – δυσκολεύεται πολύ μια γριά

να βρει ένα ήσυχο παγκάκι

όπως ένα βιβλίο δυο γόνατα –

είμαι ένα γερασμένο πρόσωπο

ένα δωμάτιο άδειο

ένα τυφλό παράθυρο

ένα πλαίσιο για πορτρέτα…

 [ΛΙΖΑ Κ…  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΚΡΥΠΤΗ 1968]

 

ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΕΝΔΡΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ’ΒΓΑΖΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΦΥΛΛΑ

(… δε θα ξανάρθεις κύμα πίσω στο στεγνό κοχύλι…)

Ι   ΓΕΡΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ

Δε θα ξανάρθεις κύμα πίσω στο στεγνό κοχύλι

θα φαγωθεί η φωνή

θα φαγωθεί το βλέμμα από την άμμο  και  τ’ αλάτι

Τραβιέται ο χρόνος  και  δε μένει

παρά μονάχα ένας αχός – λόγια και βότσαλα που τρίβονται

κάτω απ’ τα απεγνωσμένα βήματα

 

Αν ήμουν δένδρο μπορεί να ’βγαζα την άνοιξη καινούρια φύλλα

όμως στο ξεραμένο χέρι τώρα μονάχα τα νύχια μεγαλώνουν

δε θα ξανάρθεις κύμα στο στεγνό κοχύλι…

Να απελπιστώ λοιπόν

ας έχω αυτό τουλάχιστον το θάρρος

Εδώ μέσα στο σάρκινο αυτό φως που όλο και χαμηλώνει

το πρόσωπο που ’γινε χώμα και γλιστράει μέσα απ’ τις χούφτες

ο θολωμένος νους

και τα θαμπά ασημικά της μνήμης  κι  οι πνιγμένοι

που ανεβοκατεβαίνουν στο ποτήρι του κρασιού

κι η πίκρα  κι  η γυμνή γυναίκα που ξεφεύγει

στους τοίχους  στους καθρέφτες   στα χαλιά

στα δέρματα των σκοτωμένων λιονταριών

-το γέλιο του κορμιού της καρφωμένα θρύψαλα γυαλιών στα δάχτυλά μου…

 

Πάλεψα με στοιχεία της φύσης

σκότωσα ληστές   έκαψα αιρετικούς

σύντριψα επαναστάτες   κυβέρνησα  έκανα ιστορία

κρατώντας το τιμόνι  τα κλειδιά  και  τη σκανδάλη

-δεν ήξερα πως όλα αυτά σκούριαζαν από μέσα τους

Σαρακοφαγωμένο σκήπτρο

δύναμη,  δύναμη,  τι να σε κάνω

δύναμη άχρηστη που τρως τις σάρκες σου

λύσσα της εξουσίας  μπρος στην ακαταμάχητη   απάθεια του πλήθους…

 

Δεν θα ξανάρθεις κύμα πίσω στο στεγνό κοχύλι

δε θα ξαναγυρίσεις σάρκα πίσω στο σκεβρό πουριασμένο κόκαλο

ξοδεύτηκες   κόπηκες σε μικρές πέτσινες μάσκες

σκεπάζοντας αισθήσεις  και  εφιάλτες

έθρεψες έμβρυα  και  καρκίνους

-κι ο πόνος ο χαφιές,  ο διπλός πράκτορας,

μ’ έπαιρνε  και με  γύρναγε  (τάχα για να με σώσει…)

μέσα από πλανερούς λαβύρινθους

μέσα από σκοτεινούς ακτινολογικούς θαλάμους

μέσα από δοκιμαστικούς σωλήνες,  σύριγγες,   καλώδια

ενώ καραδοκούσε από παντού το τέλος…

 

Τώρα που   

«μια μορφή ζωής τελειώνει

με τεφρό πάνω στο τεφρό

και δεν μπορεί να ξανανιώσει

με τεφρό πάνω στο τεφρό…»

ας έχω αυτό τουλάχιστον το θάρρος

σκύβοντας πάνω απ’ τους γκρεμούς του νου

την ομορφιά ατενίζοντας ως την αρχή του κόσμου…

-ένας βόγγος σκλαβιάς και τίποτε άλλο…

Ελευθερία,  ποτέ σου υπήρξες;

 

Δε θα ξανάρθεις κύμα πίσω στο στεγνό κοχύλι

δε θα ξαναγυρίσεις σάρκα πίσω στο σκεβρό πουριασμένο κόκαλο

τα γηρατειά είναι η εκδίκηση της φύσης

για τόσους βιασμούς  και  κατακτήσεις που της κάναμε

για όλη την καταπίεση της ψυχής των άλλων

έρωτες,  γέννες,  τέχνες  κι  άλλες ένα σωρό βρωμιές

Δύναμη,  δύναμη,   τι να σε κάνω

δύναμη άχρηστη,  αβάσταχτη όπως αυτά τ’ ασήκωτα κλειδιά

-την πόλιν παραδούναι…

 

 Διαδοχή της βίας   αλλαγή δεινών

άλλα μαρτύρια  κι  άλλες προφητείες  κι  άλλα πιο φονικά ακόντια…

Να βγω λοιπόν ξυπόλυτος στην πύλη

με στάχτες στο κεφάλι  και  κουρέλια στο κορμί

με περασμένη στο λαιμό μου τη θηλιά

 

-την πόλιν παραδούναι…-

 

ή να γδυθώ το δέρμα μου και να το φορέσω ανάποδα

ουρλιάζοντας αποτρόπαια στην ερημιά του αιώνα

τι να πράξω;    υπάρχει,  υπάρχει  κάτι ανθρώπινο;

ποια στάση  και  ποιο θάρρος

-Ευστάθιε   Ευστάθιε,   όταν κανείς

όταν ούτε κι ο ίδιος εσύ δεν έμαθες ποτέ

αν αξιώθηκες στ’ αλήθεια τότε στο Καλαί

μια πράξη ανθρώπινη

ή μήπως όλα αυτά δεν ήτανε

παρά μια ελεεινή κωμωδία με τον Εδουάρδο…

 

ΙΙ   ΤΑ ΦΟΝΙΚΑ ΑΚΟΝΤΙΑ

Οι γέροι στα λεωφορεία

σηκώνουν όρθια τα παιδιά

-για μεταμόσχευση καρδιά

ψάχνει η Γηραιά Κυρία

 

Μισεί τα πάντα η σάπια σάρκα

οι ανάπηροι βυσσοδομούν

φτύνουνε τα άνθη, βλαστημούν

τον έρωτα στα πάρκα

 

Μες στο βυθό του Χειρουργείου

ανάβει ο μέγας Αχινός

το κλομπ χτυπάει κι ο ουρανός

ανοίγει σαν κρανίο

 

Λουλούδια τέρατα εφιάλτες

αράχνες μαύροι προβολείς

-στο συρματόπλεγμα η βολή

καρφώνει δρομείς  και  άλτες

 

Χτίζουν τους χτίστες  τα ντουβάρια

οι ανεμόμυλοι φυσούν

τον άνεμο, θα καταπιούν

τη θάλασσα τα ψάρια

 

Ο χρόνος πρήζεται κολλάει

πάνω στους τοίχους,  η καρδιά

βγαίνει τη νύχτα απ’ τα κορμιά

και σαν σκυλί αλυχτάει

 

Τα πέλματα ρόδα ανοιγμένα

οι φλέβες άλυτες θηλιές

σπασμένες ραχοκοκαλιές

σαγόνια γκρεμισμένα

 

Αίματα και φτερά γεμάτα

βαριά ανεβαίνουν τα κλουβιά

στα ουράνια δώματα  - πηδά

λυσσά από κάτω η Γάτα

 

Σειρήνες γέμισαν οι δρόμοι

φανάρια που αίμα πιτσιλάν

απ’ τα καμιόνια τους πηδάν

γιατροί και νοσοκόμοι

 

με μάσκες και με δακρυγόνα

Μα δε μαζεύεται ο Νεκρός

έγινε θάλασσα ουρανός

κι απλώνει στον αιώνα…

[ΜΑΝΤΕΙΟ   από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΚΡΥΠΤΗ 1968]

 

ΟΛΗ Η ΖΩΗ ΜΙΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

(… ξάφνου  οι σκέψεις κόλλησαν πάνω στα λόγια  

σαν τους δραπέτες πάνω στα ηλεκτροφόρα σύρματα…)

Ξάφνου τα δάχτυλα κολλήσανε στα πλήκτρα   σπασμένα νύχια και φτερά σφυγμών σαϊτεμένων   ξάφνου τα δάχτυλα κολλήσανε στα πλήκτρα   -  μια μάσκα νεκρική ο κόσμος, που δεν πήζει,   μορφάζοντας αδιάκοπα χωρίς κανένα ήχο   «Πρέπει να κουρευτείς…»  είπε ο πατέρας   Κι η μόδα συνεχίζεται από την εποχή της πρώτης παγκόσμιας κουρευτικής μηχανής  μέρες ατέλειωτες χαμένες   αγέρας λασπωμένος   η πρωινή βολή στο Λέχαιο – κι ύστερα   όλη η ζωή μια σκοτωμένη θάλασσα  ξέροντας πως αργά ή γρήγορα  κι εσύ θα πέσεις   δύτης με ματωμένα τα μαλλιά μες στα σκοτάδια…  «Πρέπει να κάνεις μπάνιο…»  είπε η μητέρα   -Εφηβικά κορμιά σε στρατιωτικά λουτρά   αχνοί γαλάζιοι μέσα στους αχνούς   δένδρα μες την ομίχλη   εφηβικά κορμιά στριφογυρνώντας σαν αδράχτια   γνέθοντας στάχτη  και  στάχτη   Ξάφνου η μουσική πάνω στα πλήκτρα   ξάφνου τα μάτια πάνω στις εικόνες   ξάφνου οι σκέψεις κόλλησαν πάνω στα λόγια   σαν τους δραπέτες πάνω σα ηλεκτροφόρα σύρματα  -  μια μάσκα νεκρινή ο κόσμος, που δεν πήζει,   ένα τέλος ατέλειωτο…  Δεν κουρευτήκαμε   δεν κάναμε το μπάνιο μας   ντύσαμε με λουλούδια τα κορμιά μας   αναποδογυρίσαμε τους δρόμους   ντροπιάσαμε το παρελθόν   γιουχαΐσαμε το μέλλον   ξεμασκαρέψαμε ιδεολογίες   ελευθερώσαμε τη σκέψη απ’ τα γρανάζια της    Με μια αναπάντεχη γεύση ελευθερίας  αντισταθήκαμε   με μια μπουκιά ψωμί, με βόμβες αυτοσχέδιες  και  αντισυλληπτικά   κι ας ξέραμε πως πάλι τελικά   οι θυρωροί  κι  οι αστυφύλακες   θα θριαμβεύαν..  [Hippies 3ο απόσπασμα από το ΜΑΝΤΕΙΟ  ένα ποίημα στη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΚΡΥΠΤΗ 1968 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Δευτέρα, 15 Ιανουαρίου 2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Τ’ ΑΝΘΙΣΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

  (… κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους…) Γέροντας πια και πρώην καπν...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ