Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟΤΕΣ ΩΣ ΕΝ ΣΠΗΛΑΙΩ ΤΙΚΤΕΤΑΙ ΣΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΘΟΥΜΕΝΟΥ

 (… η διαίσθησή μου παίρνει όλες τις ευθύνες  βρίσκει τα ύποπτα στη χάρτα του ωκεανού,  που τάχατες  απεξηράνθη.…)  


Αρχίζω πάλι έλικας, ο μπουνέντης εναντίον.

Ταξιδεύω όπως το μελάνι δίχως τα πόδια του

γίνεται μέρα γίνεται νυξ, τρίτη από κρίσεως κόσμου,

η κίνηση εμφυσάται ως κύκλωμα εκμαυλισμών

το πετρέλαιο μπαίνει στον καιάδα του   η γεωγραφία στα έγκατα

ο γιος μου στο ορατόριο του,

τέλος ρίχνεται στις οδύνες του το μέταλλον Λυσιμαχία,

γίνεται μέρα γίνεται νυξ    γίνεται πάλι νυξ και πάλι.

Τότε ως εν σπηλαίω τίκτεται στα καλά του καθουμένου

άρρεν αγριωπόν το κανονικόν πεντάγωνον.

Η διαίσθησή μου επικρέμαται (το επί είναι η εφεύρεσή της)

ως μετόπισθεν ή κομιτάτο ή ο λόχος του.

Ω τι ανίδεος και να εκτροχιάσει κοτζάμ τρένο

τι άσχετος και να ποιήσει το πρώτο του πτώμα τόσο τέλειο,

να το αποθεώσει, να κόψει το ρεύμα

πάνω που θ’ άρχιζε η διάσκεψη

πάνω που θα πετύχαιναν την αμνηστία τους οι κυνοκέφαλοι.

Η διαίσθησή μου παίρνει όλες τις ευθύνες

βρίσκει  τα ύποπτα στη χάρτα του ωκεανού,

που τάχατες απεξηράνθη,

γίνεται νησί όπως ο Μπρεχτ και η κοτσίδα του

όπως η πόρτα μας και η κακοτοπιά της,

βασανίζει τον βρικόλακα μέσα στην κλειδαριά του

και τον ύπνο μου που πριόνισε τον γρύλο του

και που δεν άντεξε ως διάδρομος

παρά κατάντησε σοβαρόν στοιχείον ώσπου τον έθαψα.

Στην επιφάνεια τώρα πλέουνε τα ξυλοπάπουτσά του

με άλλους σκοτωμένους πετεινούς.

Σάστισες

κι όμως για τα σαραντατόσα τόπια βουβαμάρας σου μιλώ,

που σε τυλίξανε

για το τυφλό έντομο με το ετρουσκικό επίθετο ελευθερία,

που κούφανε το Ρότερνταμ πετώντας χαμηλά

εκεί που η Μεσόγειος πουλάει τα παιδιά της

τα στυγερά της θεωρήματα  κι  άλλα θεσπέσια ξύλα.

Δεν είναι αυτό καρδιογράφημα;

δεν είναι τράκο αμφιβληστροειδών σαν κοιταχθήκαμε κατάματα

κι ο βρυχηθμός του;

τότες τι είναι γεωγραφία;   τι είναι πετρέλαιο

που τηνε κέρδισε στο ζάρι και την έφαγε ο κανίβαλος;

Ολοένα κατηφόριζε καβάλα στον ελέφαντά του ο Ανίβας·

μ’ αυτά και μ’ αυτά με κάνανε δημότη Χαιρωνείας.

[ΔΗΜΟΤΗΣ ΧΑΙΡΩΝΕΙΑΣ, από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, απ’ όπου ανθολογούνται και τα παρακάτω ποιήματα:

ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ,  Τι έχει να κάνει πόσοι είναι οι Λαιστρυγόνες δεκατρείς τρακόσιοι, τι έχει να κάνει;

ΟΛΙΚΗ ΑΝΑΚΛΑΣΗ,  Την άλλη μέρα οι γυναίκες Μαρία από τα Μάγδαλα κι άλλη Μαρία που ονειρευόταν αστραφτερά πουκάμισα  

ΑΥΤΟ ΝΑ ΠΕΙΣ,  Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι…

ΜΕΡΕΣ ΒΑΡΒΑΡΩΝ,  Κυριακή Βουκόλου  και Μελανίας των κεφαλοπόδων

ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ,   Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είαμε…

ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ ΑΡΒΑΝΙΤΙΑΣ,  Εκτός από μονόλογος ο έρωτας σου και ωτακουστής   

ΕΛΕΙΨΟΕΙΔΗΣ ΦΙΑΛΗ,  Διότι κατανυκτικώς τα χελιδόνια, που εννοείς δεν ήρθαν φέτος  και επιμύθιο  

ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΦΛΥΚΤΑΙΝΕΣ εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987, ΑΓΡΑ

 



ΔΕΚΑΕΦΤΑ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ (…μα εγώ ακόμα σύννεφο)

Τι έχει να κάνει πόσοι είναι οι Λαιστρυγόνες

δεκατρείς τρακόσοι, τι έχει να κάνει;

μην είναι σίγουρο που έχω αύριο δυο χέρια ένα κούτελο;

στις φλέβες μου ο ίδιος άνεμος να σπρώχνει λέξεις

καταπάνω στις οξιές και τα κατάρτια;

Μένω εδώ λοιπόν ξερός.

Γέμισε ο τόπος Θερμοπύλες Θεσπιείς, απέναντι

με τα ταμπούρλα τους οι Μήδοι,

άχρονα θεωρήματα κυκλώσανε τους λόχους μας,

ποταμός αόμματος έριξε το σπίτι

περνάει, παίρνει

εμένα το κλεισιοσκόπιο  γωνιά Υμηττού Φορμίωνος

κι εσένα κοφτερή προκήρυξη που σήκωσες οδοφράγματα·

πιασμένοι οι δυο μας χέρι - χέρι

τρελοί με τα φωνήεντα των Ελλήνων

δεν περνούνε οι φασίστες…

 

τώρα νέα μου τρέλα γιος των όρνιων

κυνηγώ αποσιωπητικά, δίνω τα μάτια μου σε αστρίτες,

το στήθος μου εθνόσημο του φεγγαριού,

τελευταίο μου φυσίγγι η πλεξούδα απ’ τα μαλλιά σου.

Ήσουνα τότε στα δεκαεφτά,

δεκαεφτά κουρσάροι Λαιστρυγόνες,

μα εγώ ακόμα σύννεφο.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ]

 

ΟΛΙΚΗ ΑΝΑΚΛΑΣΗ (από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ)

Την άλλη μέρα οι γυναίκες Μαρία από τα Μάγδαλα

Μαρία του Κλωπά κι η άλλη Μαρία

μ’ ονειρευόταν μηχανικόν

πατέρα των παιδιών τους με παντούφλες

φαϊ καλό αστραφτερά πουκάμισα

τσάκιση, κουμπιά μαλαματένια

οι σημαίες μας όμως

στάζουν ακόμα το χιονόνερο

στις γωνιές συνθήματα παίζουν τους καστανάδες

ξήλωνε αν το μπορείς σανίδες από μέσα σου

μπήγοντας σταυρούς και μάκρος

 

Φτάνει που τόσα θάψαμε μες στα συρτάρια μας.

Έδειχνα του Αλιάκμονα το χαρακίρι μου

πόδι βουλιαγμένο στο κατράμι

το πηγάδι τυλιγότανε το φίδι του

ξέσκεπο το ένα μου δόντι φάνταζε άσπρο

όπως η ηχώ μες στο φαρμάκι

οι ρουφήχτρες μάτια είκοσι στόματα εννιά

κουρσεύανε την άσφαλτο

η πατρίδα μ’ έχανε στο τάβλι.

 

Τώρα δεμένος χειροπόδαρα ξερνώ το ατσάλι μου

μέσα σε βούτες, πίνω φιδόχορτο,

βυζαίνω την τσουκνίδα,

μου ρίχνει πετονιά ο θάνατος τη νύστα του,

στον Κεραμεικό σκυφτό βουβάλι

σκάβει το χώμα με ζητά

οσμίζεται μυαλά και όρχεις Αθηναίων

γλείφει τα νύχια του

παρακαλάς να πω τη λέξη ταίριαξε

και να τελειώσω

αεί χάσου λοιπόν από μπροστά μου νικητή

φερέγγυον πρόσωπον.

 

ΑΥΤΟ ΝΑ ΠΕΙΣ

Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι

για μερικούς οι φωνακλάδες

και γι’ άλλους πολυεδρικοί

σ’ εποχή εκπτώσεων αλλάζαμε το νου μας

και το δέρμα του παίρναμε τους ίσκιους

απ’ τα δένδρα, ντυνόμαστε κι όλο τέτοια

κρούσματα κι επεισόδια με τα φωνήεντα.

 

Το εκκρεμές αόμματο μια εκεί μια εδώ

σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,

μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,

εσύ, εγώ

μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.

Λοιπόν, σα θα γράφεις τη μερίδα μου,

σε πινακίδες υποθέτω λεωφόρων,

μην ξεχνάς που τον ρεζίλεψα τον ήλιο τους

κάτω απ’ τα τείχη να τον σέρνω τσίτσιδο

πίσω από ’να δίτροχο

εγώ, που μου πήρανε την Βρισηίδα.

Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ’παιξα όλα

πες για το τίποτα στο έτσι,

ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη

ίσα να δω που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο

γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.

Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός

σαράντα οργιές του βάθους που κύλαγε ίσα πάνου

μόνο σα ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.

Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε

και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί

οι φωνακλάδες

οι διεφθαρμένοι.

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ]

 

ΜΕΡΕΣ ΒΑΡΒΑΡΩΝ  

Κυριακή Βουκόλου και Μελανίας των κεφαλοπόδων

γλυκερά πλακούντια σεξοελιές

τα τσιγάρα μας ξεπίτηδες σέρτινα

δεν έχει τελειωμό η Άμφισσα.

Με λέξεις ερπετών προσεγγίζαμε την έννοια μετατσιγάρο

καταπώς λένε μεταγλώσσα ή σαν που ο θυμός μου

της Αιαντίδος φυλής βέρος Αλκμαιονίδης

ξαμολώντας χριστοπαναγιές χύμηξε καταπάνω

στον προσωπικό Κοσμά.

Τότες το μέγα πρόβλημα ξηλώθηκε.

Από μάτια μόλις που έμεινε πιο λίγο από ένα

μύτη τίποτα

απ’ το μετωπικό ένα κάτι, τέτοιος λάκκος.

Για μια στιγμή ο βυθός εσάλεψε που η αισιοδοξία μας

έδειχνε το μηρό της,

άρχιζε το ταξίδι προς κάθε Σαντορίνη.

Στο πίσω του κρανίου η Ουρανία ή κάτι πιο

συνώνυμο έγινε τρύπα.

Φαλλέ του όσιου Παρασκευά πώς βγήκες μπρος

από τους φαροφύλακες;

Η όλη σύνθεση παρίστανε αποθέωση

Άτταλου τινός της παρακμής, επαρχία Φρυγίας.

Φυσικά δεν λείπανε οι αυλητές οι σαλτιμπάγκοι

οι πάνθηρες πιο πίσω οι αλυσωμένοι.

Στο πρώτο πλάνο ο προφήτης Ιουγούρθας

χεσμένος στο δολάριο διακόρευε τη φωνή μας

μπρούμυτα, θεοτσίτσιδη.


ΣΚΥΛΟΣ ΤΟΞΟΤΗΣ

Τώρα σε τέταρτη διάσταση συνεχίζω όσα δεν είπαμε.

Χαμογελώ του χρώμιου χτες του ψευδάργυρου

αύριο πεθαίνω του λιγνίτη

χαλκός  και  νίκελ ματώνουν μες τα χέρια μου

που πρέπει τ’ αναστάσιμα καρφιά μας να ισιώσω

κι η διεθνής του αντιμόνιου απ’ το χαράκωμα

ατέλειωτο ταμπούρλο.

 

Θεόσταλτοι αφορισμοί από τους άμβωνες με οχταήχι

με σιγγίλια  πείθουνε  με ξιφολόγχες  και  χρηματιστήρια,

με οχτάστηλα η τέταρτη εξουσία

κι ο δεξιός ιεροψάλτης λουστρίνι μάγουλο

βήμα που του ’μαθε η χήνα

καινούργιος στη μασχάλη του ο χαρτοφύλακας

από το δέρμα  σου πατρίδα.

 

Μόνο ο ιδρώτας μου ο ερυθρόδερμος παραμερίζει

υπόκλιση άψογη, χαμόγελο νέα μανιφατούρα

ξάφνου αμολάει το κανελί σκυλί του

κι όλα γίνονται της πουτάνας.

Δεν περνάει το δικό σου,   όχι!..

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΑΝΑΡΡΙΧΗΣΗ ΑΡΒΑΝΙΤΙΑΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Εκτός από μονόλογος ο έρωτας σου  και ωτακουστής  

έπεσε από το φορτηγό  και  άνοιξε όπως κιβώτιο.

Σακατεμένος πετάχτηκε από μέσα ο Πολύφημος

ζητάει το δίκιο του και τα σκυλιά του.

Έλεγα μην κάνετε διανομή σταυρούς

κάτι μεγαλοφοίνικες και  ταξιάρχες σε τέτοιους ενεστωτικούς,

ορίστε τώρα ξεμπερδέψτε τα που έγιναν όλα

όπως τ’ απόκρυφα ηγουμένης πρώην μαστροπού.

Λες να σε πιστέψω που δεν έμεινε ούτε αχός   οστράκου εντός μου

σε τούτο το ποτέ ανάμεσα  και  στ’ άλλο πια χαμένος.

Τι να πιστέψω που δεν έριξες ούτε μια πέτρα

στ’  αμυλώδη τζάμια τους

να τρομάξουνε οι φάλαινες  και  το κουφό   μουλάρι

που τάχαμ όσιον  και ιερόν έφτασε

μουτασαρίφης  στις πολύχρυσες Μυκήνες,

να δει που τον πουλήσανε κι αυτός ο έρμος τόπος

και που δεν είναι προτροπή μ’ αυτούς.

 

Δείξε λέει θέληση  και  πίστη.  Άκου,

εγώ, που έλιωσα με τα κεριά στις αγρυπνίες

που δέθηκε με βρυκόλακες, τα συνδικάτα τους

κι όλα τους τα καμώματα των αγανακτισμένων

για το που έβαψα με το δικό μου θαλασσί το σπίτι μου

τα ψυχοφθόρα γύρω μας πεπόνια

και τα οτακύλινδρα στιβάλια μας της ανηφόρας

(α δε σε πνίξω  μες στο σύμβολο,  τι αρχιπέλαγος,

Να μη με πουν μονοδιάστατο συνάλλαγμα).

Τι να την κάνω πια την τρεχαντήρα σας

το λυρικό αιγαίο πρώην κριάρι της αρβανιτιάς  και  τώρα πράσο;

Κάλλιο τρεις βλαστήμιες  κι  η ευχή

που μ’ άφησε μάνα κοντραμπατζή τ’ αϊβαλιού

πιο κι απ’ το σορόκο να ’μαι πεισματάρης.


ΕΛΛΕΙΨΟΕΙΔΗΣ ΦΙΑΛΗ

Διότι κατανυκτικώς τα χελιδόνια,  που εννοείς

δεν ήρθαν φέτος,

διότι εσένα υπαινίσσομαι περιπαθή αυστριακέ

κατά κόσμον Δημήτριε

ότι σαράντα πλέθρα ήτανε ξαρχής το μέτωπό σου

κι είχε να πάρει απάνω κι άλλο

ότι το ’σβησε τ’ αχνάρι μας άνεμος δυνατός χειροδικώντας.

Ρωτάμε πού  και  πότε χάθηκε η παραβολική πτήση,

πού είναι η χαρακιά που σύραμε στη γης

πού οι διαβήτες, πρώτος σερνάμενος  και  δεύτερος

και πέμπτος διασκελισμός  κι  ο διακόπτης

που σωπάσαμε;

Η σαρανταποδαρούσα μέσα μου δε σε βρίσκει πια

φευγάτο  και  παράνομο

σκόρπισες  και  πας τ’ ανέμου

έχασες κέντρα  και  αξόνια  και  τα ξιφήρη

χελιδόνια φέτος

ω  και τούτη τη φορά Δημήτριε.

Η λέξη κάγκελο σκούζει που περνάς ο αυριανός

ο άταφος,

η χαλυβουργία πίσω σου ξεφωνίζει  ε γ ώ

μέσα στον παγετώνα,

δοξάρι αγριεμένο με γερακοκούδουνα κρούει

κρούει,  χάνομαι

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΣΕ ΜΙΑ ΖΑΡΙΑ ΤΑ ’ΠΑΙΞΑ ΟΛΑ 

(…ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη…)

Δεν γίνεται αλλιώς σου λένε, τέλειωσε.    Ας πάει να μας κόβουνε εμένα εσένα   τα λιβάδια και τις φάμπρικες λουρίδες   και ας μην αφήσουνε του αγέρα όχι προβιά  μα ούτε ίσκιο του συννέφου.   Του κάκου σου εξηγώ   τι να την κάνεις την εξήγηση σα δεν έχεις   το νεφρί να στήσεις στα περάσματα μυδράλιο   τη ραχοκοκαλιά σου   να τους γαζώσεις   ρίχνοντας επάνω τους και το στερνό σου κότσι   κι ας πάει να γεμίσει ο τόπος φλύκταινες   πελεκούδια ενέδρες σακατεμένα ασβεστοκάμινα   προσευχές τα ρέστα του εισιτηρίου μου   το μισό κορμί σου μια οργιά φυτίλι   που όλο τρίβεται πάνω μου και δε λέει ν’ ανάψει.   Τέτοιο σκυλί που ήμουνα και λυσσασμένος   δέθηκα χαμηλά σε κεφαλαίο ταφ   συνέχεια μου ρίχνανε απ’ τα μπαλκόνια τους   με γκλοπ με φόλα με ό,τι να ’ταν   λίγο πιο ύστερα με θέλανε πάλι ηλεκτρολόγο τους   τσέπες γεμάτες κατσαβίδια καλώδια πρίζες   βερνίκι τα μαλλιά χωρίστρα ωραίος   η αγωνία τους έκανε πεζοδρόμιο   μου κολλούσε τρις την ώρα   δεν ύπαρχε τρόπος να ξεφύγω   μόνον ο λεξικογράφος Αναστάσης Ορλόφσκυ  γυάλιζε πού και πού τα ομοιοκατάληκτα. [ΤΟΠΙΟ ΜΕ ΦΛΥΚΤΑΙΝΕΣ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..  Σου φωνάζω: σ’ όλα τα στερνά κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΥΧΝΟΤΗΣ

  (…δηλαδή το ρήμα   εμπίπρημι    τρία κορίτσια και η αλληγορία τους.…) Σερνικός βραχίονας τυλιγμένος στην οσφύ τους όπως τ’ απόγιομ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ