Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2023

ΚΑΠΟΥ ΚΕΙ ΣΤΑΒΛΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΣΑΛΟΥΣ Η ΕΚΣΤΑΣΗ

 (… αδειάζουμε τα πάντα στην Πανσέληνο…)


Το Ένα ρέει, το Δύο απορρέι.

Κι ο πανάρχαιος Μόνος επιστρέφοντας   ανθίζει τρεις φορές –

όσο κι αν φωνάζετε! –

για να μοχθεί η Άνοιξη των Αριθμών   εξουσία μονήρης.

Και κάπου - κει σταβλίζει τους σαλούς η έκσταση

σε γοερές ακινησίες των αγγέλων

όταν, αλήθεια, νιώθουμε το ρήχος του θανάτου

καθώς    ανακλαδίζεται του κόσμου το ρυάκι

που μέσα του βρέχονται οι φυλλωσιές

και μέσα του    φωτογραφίζονται τυχαία τα πουλιά στο πέταγμά τους

όλα τα έντομα ψάλλοντας αιωνιότητα

στις ολοένα κατάφωτες αυθαιρεσίες.

Και βγαίνει κάποτε απ’ τις εύρωστες χλόες

η θολωτή ομιλία των πεθαμένων.

«Είχαμε κι εμείς έναν καιρό

την άπλωση στο σακούλι του στήθους.

Τώρα χανόμαστε βαθιά σε γκρεμισμένα νιάτα:

στα ύψη που λικνίζεται ο τάφος

και μοιάζει η μεγάλη ωραιότητα

σαν πεταλούδα που ψυχομαχεί   στις μαρμαρυγές των άστρων»

θρόιζαν οι πεθαμένοι.

Και στα μικρά μου όρια συνάκουσα   εννέα πετεινούς

χαϊδεύοντας το κρύο μάρμαρο της αυγής.

[Ο ΠΛΩΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ  και στίχος μοναδικός από την ΑΝΕΣΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ στην παρένθεση του υπότιτλου  από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969.

Κι άλλα  ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία]

 


ΠΕΝΘΟΣ ΠΙΟ ΨΗΛΟ ΚΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Ο καιρός της μάνας μου όταν δεν υπήρχα

ο καιρός του επόμενου βλέμματος

ο άφαντος καιρός των φύλλων

της πλαϊνής πορτοκαλιάς

τι φρικτές ελευθερίες.

Θυμάμαι τις προάλλες καθόμουν  

απέναντι στη θάλασσα   σ’ ένα βραχάκι.

Ένιωθα την τύχη.

Τίποτα δεν οδηγούσε τα φαινόμενα σε αρμονία.

Ούτε το μοβ εκείνο που περιστοίχιζε τον ορίζοντα

με τόσες ελκυστικές αποχρώσεις

καθώς ο ήλιος είχε κατσουφιάσει στη δύση

καθώς ο ήλιος ανίσχυρος

ακουμπούσε πάνω στα βουνά

και βύθιζε   λίγο – λίγο.

Ερευνούσα μέσα στον πόνο

αναλύοντας κάπως τις αισθήσεις.

Ο ήχος όμως του κύματος χωρίς πολλά

έσμιγε την πιο τρομερή αρχαιότητα

χαρίζοντας όλη την ευγένεια

της μεγάλης φτώχειας που είναι η φύση.

Ο ήχος του κύματος ολόιδιος όπως οι θόρυβοι

στις ευρύχωρες μυριστικές εκκλησίες

μεσ’ στην πλήρη σιγή

από κάποιο στασίδι που πέφτει

από κανένα βήχα έρημο στην άκρη.

Τι επιμένει στο χρόνο;

Η σοφία της βροχής – όχι

Ούτε το τραγούδι της αντιλόπης

με τους όρκους του ήλιου στη ράχη της

όταν σπαράζεται ηδονικά

μέσα στου λιονταριού το ερωτικό στόμα.

Ίσως επιμένει η κατάσταση

όπου ο θάνατος γίνεται μοιρασιά

στα βραχυκυκλώματα των σπλάχνων.

Οι γητειές που μπαινοβγαίνουν στα σώματα.

Δεν ξέρω.

Με το δαυλί της σιωπής ανατινάχθηκα.

Γαλήνη!..

 

ΑΝΤΙΘΕΤΟΣ ΥΠΝΟΣ

Χυμένη η καρδιά μου στο θαυμαστό ηλιοβασίλεμα.

Πόσες φορές συλλογιστήκαμε τη νηνεμία

του πάθους και του πόνου μέσα μας;

Ω σοβαρά  και  ιδεώδη χρώματα!..

Πέρα στη δύση έχουν λιώσει τα βουνά

μόλις που διαγράφονται στον καμβά του αέρα

και μονάχα οι αιθέριες γραμμές τους βαυκαλίζονται

στο βεβαιότερο έρωτα της παρουσίας.

Ο πόνος απ’ τη μεριά του είναι ήσυχος

κι ατάραχο το πάθος

οι φιόγκοι της φωτιάς στα ξύλα του χειμώνα.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

Ο ΑΣΚΟΠΟΣ ΔΙΑΒΑΤΗΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Στα σπλάχνα του σκιρτούσε το αδιέξοδο.

Δεν ένιωθε τις αποστάσεις περπατώντας.

Και τραγουδούσε ολομόναχο το στόμα του.

Παράμ  παμ  παμ   παρίμ  παμ  παμ…

Ο θάνατος θέλει τα πουλιά και τα βαρίδια.

Παράμ  παμ  παμ   παρίμ  παμ  παμ…

Υπάρχει αύριο   υπάρχει και μεθαύριο.

Καινούργιο φέρετρο η καινούργια μέρα.

 

ΔΟΝΗΣΕΙΣ

Μακάριος εκείνος όταν

τον κατάκλυσε ο θάνατος

γκρεμίζοντας τη λαλιά του

σα να μπουκώθηκε με χιόνι

και μούδιασε η φτερούγα του κόσμου

Μακάριος ο ταραγμένος απ’ το αίνιγμα του δυόσμου.

 

Μακάριος ο Θεόφιλος που άγιασε με περικεφαλαία.

Μακάριος ο Διονύσιος κόμης Σολωμός

άγων φάος αγνόν απ’ το αλωνάκι, μακάριος,

όταν έπαυε να γράφει

κι έγραφε μέσα - μέσα στην ψυχή του   πίνοντας.

 

Γι’ αυτό η ποίηση βγαίνει με τα πρόβατα

θωπεύει τις αγιάτρευτες σκυλίτσες.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

 

ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ

Μέσα στο σιδεράδικο – μεγάλη του η λάμψη,

κορυδαλλός που σφύριζε η φλόγα φτερουγώντας.

Κι ο σιδεράς μ’ ένα καημό πιο πάν’ απ’ την αγάπη

βγάνει φωνή φωτιστική  

φούχτα πολλές αχτίδες:

Ετούτο είναι χάρισμα να ’μαι στεφανωμένος

απ’ τις γοργές λαμπράδες μου, γοργότερες οι σπίθες,

και να’μαι μαύρος κι έρημος ως άγριο σκοτάδι.

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ

Καθώς μια μέρα κοίταζα χωρίς φιλοδοξία

τα πράγματα και την ακούραστη σκιά τους

τρυφερά πολλαπλή στα μεγέθη

σαν ένα κύμα με σκέπασε

ουρλιάζοντας  η σιγή:

Στις λέξεις υπάρχει πάντα ένα πείραμα!..

 

Ο  ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

Τα χρυσά της αιωνιότητας σκεύη δεν τα βρήκα.

Όμως όχι:

δεν υπήρξα γραφειόσαυρος

αλλά   χαραυγή

 

ΣΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ

Όταν έρχονται κείνες οι πρωινές ώρες

όπου νομίζεις κι έχουν απέραντη φρεσκάδα

στο θερινό παιχνίδι του θηλυκότερου

ήλιου και της νικήτριας σκιάς

όλα μαζί τα πράγματα σου λένε:  Χανόμαστε!..

Ώρες, αλήθεια, για να νιώσεις μονάχος σου

το μεγαλείο της μύγας που ξαναρχίζει

τους πειναλέους κύκλους    αμέτρητους

ολότελα σαν να λείπει ο κόπος

ή να νιώσεις τις φωνές των ανθρώπων από γύρω

σαν αβέβαιες ειδήσεις   ακαθόριστες

από κάποια βρύση λαλητική τρεχούμενες.

Πρωί – πρωί τα ξεφτίσματα του κόσμου.

Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα.

Κι όταν ανθίσει ο αμνός ολούθε στο κορμί του

μαχαίρι φανερώνομαι.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΟΤΙ ΑΝΕΒΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΘΥΡΙΔΩΝ – Ιερεμίας θ’ 21

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Καίει το αλώνι ως το πέρα μεσημέρι

κι ο ήλιος είναι σπαθί ζεματισμένο.

Καίνε οι καβαλίνες απ’ τα ζώα στα χωράφια

και πιο πολύ στην άκρα σιωπή της

καίει η μέλισσα βαθιά στο άνθος.

 

Πατούμε στο χώμα σημαίνει

πατούμε πάνω στους νεκρούς

στην όχθη μας τη σταύρωση.

 

Ξάφνου η αστραπή τινάχθηκε κραδαίνοντας

το μπλάβο σταφύλι τ’ ουρανού.

 

Δε λυγίζει τίποτα.

Κι ας είπα το στήθος ηλιογέννητο.

Δε λυγίζουν τα δένδρα κι ο αέρας αλύγιστος

ούτε βρύση να γίνω ούτε φλάουτο

το νερό δε λυγίζει  και  ο ήχος.

Κάθε μέρα ευθεία   κάθε νύχτα τεντωμένη

ο καημός ένα τόξο πανάρχαιο

κι ο θεός ακαμψία.

 

Με το μαύρο η πλατειά σου ανθοφορία

κόσμε που ντύθηκες αϊτός

τα φυλλώματα και τ’ άστρα.

Με το μαύρο η αίγα και το πρόβατο

η ρίζα με το μαύρο

καθώς ανοίγω τους καρπούς  και  χύνεται μελάνι.

Μ’ ένα πόδι τα οράματα.

Μέρα  και  νύχτα ο αέρας είναι αθέατος.

 

Περιμένω τ’ αστέρια σε γαλάζια λεπτότητα.

Πώς θα ’θελα να αχτιδοβολήσουν τ’ άντερά μου!..

Η ερημιά που ξέρουμε δεν είναι του θανάτου.

 

Χαράματα και χάθηκαν τ’ αστέρια.

Στο δένδρο χύθηκαν αιφνίδια πουλιά

τη σιωπή του για να λαμποκόψουν.

 

Ενάρετος που είναι ο πορτοκαλιώνας.

Τα δένδρα χάνονται μέσα τους απ’ τη ζωή της τσιμουδιάς.

Ελευθερία·  στερέωμα της σιωπής.

Ομοιόμορφο νεκροταφείο των προβλημάτων.

Αναρρίχηση στο Αθώο Γεγονός.

 

Φωνή χαράς ανάερη ωσάν μεταξοχάρτι.

Κάποιος θα μηρυκάζει αόρατη χλόη   στ’ αγγελοχώραφα.

Γιατί τους φοβηθήκαμε τους μύθους;

 

Η νόηση μοιάζει με παγοθραυστικό.

Το αίσθημα με πολλές σημαίες.

Η θέληση – πάλι – φαίνεται

σαν κάποια εποχή του Είναι.

Μα η καρδιά δεν έχει τ’ όμοιο της.

 

Την ώρα που χρυσίζει η μελαγχολία

και μπαίνει ο Θεός

στον κήπο του τον άνθρωπο

αλίμονο αν εξοκείλω στα μάτια μου.

 

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ

Χαρά της νύχτας ω φώτα ηχηρά

θαυμάσιο βράδυ

ο έγχρωμος θόρυβος της πόλεως

τη μοναξιά μου διαιρούσε πότε κίτρινη

πορτοκαλένια κυανή  και  τώρα κόκκινη

βάφοντας πράσινο το περπάτημα.

Είχε λευκά σημάδια η αγάπη.

Στοπ.   Επιστροφή.

Είχε λευκά σημάδια του κόσμου η ταραχή.

Τα νέφη αόρατα.

Όχι.  

Στις ερημιές του φεγγαριού μεσ’ στα κλήματα

μαρμαίρει ο άγγελος ενώ   γελάει ο θάνατος

κι η νύχτα   διασκεδάζει με διάττοντες.

Όχι,  όχι.

Ο χρόνος πλησιάζει τα οράματα   νυχοπατώντας.

Απληστία!..

Έπρεπε να βυθίσω περισσότερο

τη θλίψη μέσα στην ψυχή μου.

Όχι.

Στολίζει την έκταση ο γρύλος.

Η νύχτα κατεβαίνει τη σκάλα του σκοταδιού

κάθεται στον έρωτα της Μαίρης.

Έρημες αναπνέουν στους κήπους οι προτομές.

Στοπ.   Όλα σβήνονται.

Θέλω να βγω απ’ τις λέξεις   βαρέθηκα.

Ν’ ακούω καλύτερα στο απέναντι μπαλκόνι

τι λένε οι δυο μόνιμες γριές

που κάθονται με τις ώρες.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΣΥΝΕΧΙΖΩ

 (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

… Αργότερα πέρασα στην έμμονη φαντασία

κι είδα το χρωματιστό βασίλειο του τάφου μου.

Σε λίγο άναψε μεγάλη συζήτηση

γύρω απ’ την πραγματική σταύρωση.

Κι όπως η νύχτα γέμιζε τα μάτια μου

συγκεντρώνοντας με σφυρίγματα

την αγέλη των ερώτων

ένας άγνωστος και πράγματι απίθανος άνθρωπος

δίπλωσε μέσα σ’ ένα άσπρο σεντόνι τη βαριά τίγρη

βουβή απ’ τον κόπο και τον ιδρώτα.

Οι γρύλοι ξεθύμαιναν άσκοπα

και τα νερά ταίριαζαν στο σκοτάδι

 

ΕΦΤΑΧΡΩΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Άμα δειπνήσει ο ήλιος έρχεται ο στεναγμός

αναστημένος με λογχώδη αναβρύσματα.

Γενναιότερα τα δένδρα  και  γι’ αυτό τα ζηλεύω.

Αλλ’ όμως ο ζόφος του λάκκου κάτω – κάτω

δεν είναι των ματιών.

Έχουμε, βέβαια, παρηγοριά τη διάθλαση.

Ωστόσο δεν τη γλεντούμε.

Χρειάζεται να ξηλώσουμε κάθε φαντασίωση.

Να πετάξουμε τα χωρίσματα.

Δράση παράξενη το καθαρό θέαμα των αντικειμένων.

Η άφωνη σαύρα   στις ηλιόλουστες πέτρες

όταν αναπνέει   lacrymosa.

Ο αγέρωχος κόκορας   όταν πλήττει τα χαράματα

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΣΤΗ ΡΟΔΙΝΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ   ΣΕΛΗΝΗ ΜΕΓΑΛΟΥΤΣΙΚΗ ΑΠΟΨΕ 

(… γοερά ήσυχος αισθάνομαι να θροΐζουν ελευθερίες…)

Πολύφωτο της μοναξιάς το ελάφι στα βελούδινα τρεξίματα.   Ο θάνατος είναι φόβος δεν είναι θάνατος.   Τα δένδρα συνοψίζονται σ’ ένα πλατύ ασήμισμα.   Λυπηρά γεγονότα - η τεμπέλικη φύση.   Ο χρόνος έχει πια σκουληκιάσει   κάθε πρωί τα κοκόρια φτύνουν την ψίχα του.   Πάλι θα μας κεράσει τα αιωνόβια  δευτερόλεπτα σ’ όλες τις ποικιλίες   το δίκιο και το άδικο περιττά και τα δύο   την όρνιθα περιχυμένη απ’ τον ήλιο στην αυλή της.   Τα χάχανα των ουρανών ακούγονται ψηλά.  Στο χώμα η δεντρογαλιά σαν κερασόκλαδο.   Πόσες φορές αλλάζει η θάλασσα   ως θα καρπίσει λάμψη ο ορίζοντας τον όρθρο και  θα γιομίσει τέτοια χρώματα η δύση   καταπίνοντας τις ώρες…   Το ξέρω μαζί με τα φυτά:   κι ένα ζωύφι μαχαιρώνει·   κι η ωραία πεταλούδα στα καθίσματά της.   Όμως υπάρχει ο περίτρομος αθώος   καίγεται στην κρύα φλόγα των απελπισμών.   Αθόρυβα στρέφει τα πόμολα   τον ύπνο των άλλων ακούει·   και την αθρόα λάμψη βλέπει   την πλεγμένη γύρω του να πέφτει λέπι - λέπι.   Δεν έχει όλο το δικαίωμα ο ήλιος – αλίμονο.   Γάβγισμα των σκυλιών τη νύχτα…   Κι ακόμη δεν ξέρεις πού βρίσκεσαι   σου δίνει την αίσθηση του ανοιχτού χώρου.   Κάτσε να θυμηθούμε   πιες το καφεδάκι.   Ο τρομαγμένος τάρανδος   όσο τον κυνηγούν οι λύκοι   απέχει από τη λύτρωση   μάρτυρες τα δένδρα.   Χαμένος κόπος ανύπαρχτος ακολουθεί   το χιόνι και η ευκολία του έαρος.   Εκείνος που σεβάστηκε πολύ τα πράγματα   θυμήθηκε χωρίς τη μνήμη και  βρήκε άδειο το νερό πίσω απ’ τα κυλίσματα.   Ήτανε πάντα κάποιος ολέθριος για τα λουλούδια.   Έβλεπε πάντα πως η θάλασσα είναι άρρωστη.   Πρωί-πρωί στο στήθος του ένας κίτρινος ποντικός  λαχάνιαζε φουσκώνοντας δώθε - κείθε το πουκάμισό του.   Το βράδυ - βράδυ έμπαινε στην κάμαρά του   η βρεφική του ηλικία ολομόναχη και του μιλούσε   με τη μεγάλη μάσκα του Αγίου Αυγουστίνου και το Βιβλίο των Μαγισσών αιωρούμενο   που κάποτε το ’γραψε μια νεκρή δαχτυλογράφος.   Έτσι λοιπόν χαζεύοντας αιώνες και αιώνες τώρα   τον πόνο του στη διάρκεια των ωρών   όπως ακούμε το δελτίο των ειδήσεων   ετοιμαζότανε για τη σφαγή του.   Παραμονή τυχαία βρέθηκε στο κουκλοθέατρο  και  γέλασε με την καρδιά του όταν  πέφτοντας από λαμπρό σπαθί   το κεφαλάκι της πιο έξαλλης μαριονέττας   απόμεινε στον αέρα ορθή η κόκκινη σκούφια της.   [ΣΤΗ ΡΟΔΙΝΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969 αντιγραφή κι επικόλληση από το συγκεντρωτικό πρώτο τόμο: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, έκτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ]

Δευτέρα, 18 Δεκεμβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ