Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

ΗΜΟΥΝΑ ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΧΑΡΑΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΨΗΛΑ ΣΤΗ ΣΙΓΗ Ο ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ ΑΕΡΑΣ

(… έτσι μου δόθηκε ξανά  την ώρα εκείνη…  αχειροποίητη  η  απεραντοσύνη…)

Στη θάλασσα της ζωής, στη θάλασσα του θανάτου  η ψυχή μου

κουρασμένη κι απ’ τα δυο, αναζητεί το βουνό

απ’ όπου τα νερά έχουν τραβηχτεί!.. (ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟ)

 

Δεν μπορούσα να εξηγήσω κανέναν κόκορα

δεν είχα τη σκάλα να υπερβώ το στήθος

καθώς από το μίσχο φανερώνεται μόνο του

και το πιο αβέβαιο άνθος

καθώς βγαίνει στη λευτεριά του ο ποντικός

προβάλλοντας άξαφνα στον πανικό απ’ την κρύπτη

Οι μεγάλες ιδέες μου για το θάνατο

μοιάζαν,  αλήθεια, με τα σχοινιά των πηγαδιών

όπως τεντώνονται απ’ τους γεμάτους κουβάδες

και διψασμένο τ’ άλογο ζυγώνει   χώνοντας το λαμπρό κεφάλι του

μέσα στου μπόλικου νερού την ηδονή

και με γοργό της δίψας ήχο την αποστραγγίζει.

Ο πόνος απλώνεται χαράματα στη φύση.

Το δένδρο θέλει πετεινά κι ο θάνατος

ήτανε ψηλά μια πείνα που ’χε γαλαζοβολήσει.

Το δένδρο βγάζει τους ανθούς·   βγάζει θυσία στα κλαριά του

κι ο θάνατος ήτανε κοντά του   χαμηλά.

Ο πόνος ακατέβατος οι ώρες απλάδες αχράντων

ένιωθα τριαντάφυλλα  και  ξύλευα  μέσα μου το σταυρό

μ’ ακράτητο φως την ίδια τη ζωή που την υψώνουν

οι βράχοι της Ύδρας,   αυτά τα ξεροσφύρια του θεού, μα την αλήθεια. 

Κι απότομα λησμόνησα τα τριγυριστά λαλήματα

το ούρλιασμα του ήλιου στην κοκκινίλα της αυγής

τα πάθη των ανθρώπων  και  των ζώων

όσο βαθιά τα νέμονταν οι τσακισμένοι ύπνοι.

Κι απότομα θυμήθηκα πως τα μερμήγκια είναι άλαλα

και δε γνωρίζω ποιος ο πόνος τους   η γοερότητα η δική τους.

Έτσι μου δόθηκε την ώρα εκείνη

απ’ το πολύ – πολύ μικρό   αχειροποίητη η απεραντοσύνη.

Κι ως έχανα τις διαστάσεις ολότελα

βγαλμένος απ’ την αθώα προοπτική μου

στης ερημιάς αφέθηκα την κόψη.

[ΟΙ ΒΡΑΧΟΙ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ  από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 



Κι άλλα  ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο:

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία: 

ΒΑΘΜΟΣ ΨΥΧΗΣ,  Των ανθέων  η δύναμη  και  η βαθειά τους κραιπάλη 

ΑΦΗΝΩ ΚΑΘΕ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΣΤΑ ΦΥΛΛΑ,  Ο καημένος ο κύκλος μας πώς  γλιτώνει φεύγοντας τις ερινύες…

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ,  Ένας άνθρωπος ανάμεσα σε βλέμματα… 

ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΝ,  Ας μην αφήνουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο…

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ,  Μεγάλη τύχη δυο φορές ετούτη  μια να γεννηθούμε κι άλλη να πεθάνουμε…

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ,  Ούτε τα στοιβαγμένα μαθηματικά  ούτε των κροκοδείλων η αλυσιδωτή λάμψη…

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ,  Σηκώθηκε η νύχτα της ερήμου τέτοια ώρα…

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΤΥΧΗ,  Βαθιά μεσ’  στον περίπατο έφτυσα το ταξίδι…

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ,  Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος…

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ,  Η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες…

ΑΦΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΣΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ,  Δενδρογαλιά που έβγαινε μαζί με τη σελήνη…

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ,  Και μπαίνει το αγέρι των λέξεων…

ΑΓΧΩΔΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ,  Πόσο μπορούμε, αλήθεια, να κοιτάζουμε στην ψυχή μας μέσα ολομόναχοι; 

ΟΡΥΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ,  Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος με τρομάζει… και

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ,  Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε μαντέψει τη δύναμη που κάνει την αγάπη εφάμιλλή του θανάτου…



ΒΑΘΜΟΣ ΨΥΧΗΣ

(ΤΡΟΠΟΣ  και  ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Μ’ αρέσει εκείνος που βλέπει μια κατσαρίδα

και λέει όχι δεν θα τη σκοτώσω.

Χαίρεται τα τρεχάματά της ολόγυρα

και λέει ναι στο θάνατο πατώντας τη,

 

Η ανάσταση πάλλει.

Των ανθέων η δύναμη

κι η βαθιά τους κραιπάλη   είν’ αόρατη πάλι.

Ανασαίνω τα κάλλη

το μηδέν όταν θάλλει.

 

ΑΦΗΝΩ ΚΑΘΕ ΔΙΑΙΡΕΣΗ

Η ΓΝΩΣΗ 

Νερά τα κόκαλα   νερά τα βάσανά μας.

 

Η ΔΥΝΑΜΗ

Ο αθώος ο κύκλος

πώς μπορεί και υποφέρει   πιο λαμπρός από ζώο

που το γδύνει ξαφνικά η αστραπή

στο ακμαίο σκοτάδι!..

Ο καημένος ο κύκλος πώς γλιτώνει

φεύγοντας τις ερινύες!..

Όταν αυτές αγγίζουν την ουρά του

εκείνος κατεβαίνει στο κεφάλι του.

Κι όταν αγγίζουν το κεφάλι του

εκείνος ανεβαίνει στην ουρά του.

Ωραίο λαμποκόπημα οριστικών αγγέλων!..

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Ένας άνθρωπος ανάμεσα σε βλέμματα

σχισμένος από τριανταφυλλιές που τυραννούσε

και τα μαλλιά του ανάκατα με λάσπες

αίφνης πολύ ευγενικά

σε κάτι πενιχρά φυλλώματα ζυγώνοντας

πιάνει μια ωραία πεταλούδα.

Ω δευτερόλεπτα σκληρά κι εκείνος την κρατούσε!..

Κάπου εκεί ταράχτηκα·  μα την αφήνει ο μπόγιας

κοιτάζοντας με ηδονή το πέταγμά της.

Ώσπου χάθηκε καλά – καλά η πεταλούδα

Κίτρινη νομίζω!..

 

ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΝ

Ας μην αφήσουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο:

εκεί θ’ αρχίσει των εργαλείων η ανάρρωση.

Χρειάζεται η πρόοδος:  είναι κι αυτή μια νοσταλγία.

Τούτος ο Δρόμος ο Εντατικός   πότε απλώνεται στο άπειρο

πότε γίνεται μικρός   σαν κορδελίτσα…

Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου.

Χτες τη νύχτα πέντε κύκνοι με τα νυχτικά τους

έτρεχαν ταραγμένοι

στον ύπνο μου κι ένας πράσινος  

κόκορας δακρυσμένος   άρχισε ξαφνικά να κουτσαίνει.

Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο

για να διασκεδάσω   μαζί με την αιωνιότητα μόνος.

Ο άνθρωπος αναπνέει - σκέφτηκα·   ο άνθρωπος ερωτεύεται!..

Βρίζει την καρδιά του, ξύνεται!..

Μετέωρα, μοναδικά γεγονότα.

Ένας γάιδαρος έχωνε τη μουσούδα του   σε στυγνή λάμψη

και κατόπιν άρπαζε μια πέτρα στο στόμα

σφίγγοντάς την ωσότου έσπασαν τα δόντια του.

Τριγύρω έπεφταν οι καρποί  και  σωριάζονταν

ακέφαλα τα σώματα τεράστιων σκύλων.

Ο θάνατος έκοβε στα δυο το νερό  και  το ξανάκοβε

καθώς έλαμπε το σκαρφάλωμα στα όρη.

Άνθη από φλόγες   τα ’βλεπα να ποτίζονται.

Πόσους αιώνες θαυμαστούς   έχουμε σ’ ένα εικοσιτετράωρο;

Σταλαγματιές ακούγονταν στα δένδρα – θα ’χε βρέξει.

Πώς έγινε της χελιδόνας   η μεταλλική στίλβη;

Κολαζόμουν από ευτυχία   στην οικουμένη του ύπνου.

Οι γάτες έστεκαν ορμητικές.

Έτρεχε ο ιδρώτας.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Κοιτάζοντας ένα δένδρο

δεν μπορούμε   να καταλήξουμε

Κοιτάζοντας μια ρεματιά έναν άνθρωπο

ένα βενζινάδικο

δεν μπορούμε   να καταλήξουμε.

 

Καλάμι κούφιο που φιλεύεις τον αέρα

στα σωθικά σου  κι  ο αέρας σε διαβαίνει

 

μεγάλη τύχη δυο φορές ετούτη

μια να γεννηθούμε  κι  άλλη να πεθάνουμε.

 

Πρωί δεν αντικρίζεται ο ήλιος

όταν έχεις ξενυχτήσει.

Γενική κούραση,  μαραμένες φοβίες

κι ο βραδινός πονοκέφαλος

από ώρες χρεωκοπημένος.

 

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ούτε τα στοιβαγμένα μαθηματικά

ούτε των κροκοδείλων η αλυσιδωτή λάμψη

ούτε ο έρωτας του μέλλοντος

ούτε της ηλεκτρονικής   αφασίας η πλατειά δικαιοσύνη·

τίποτα δεν μπορεί να νικήσει   το μάγο της φυλής.

Με τα πολύχρωμα φτερά του   με μπογιατισμένο πρόσωπο·

με τους χαλκάδες στ’ αφτιά του

με το περόνι στη μύτη

με την ηλίθια  και  άναυδη αυταρέσκεια

τις χοντρές   γαλάζιες ρυτίδες

είναι ο Ποιητής·

όπως  απλώνει τα χέρια στις επαφές

έτοιμος να το σκάσει απ’ το βλέμμα του·

καθώς στίβει τον άνεμο βρεφικά

ερεθίζοντας το δέρμα των τυμπάνων

κερνώντας τις ψυχικές καταστάσεις

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Σηκώθηκε η νύχτα της ερήμου    τέτοια ώρα

πριν ακόμη βγάλω τα ρούχα μου για ύπνο.

Μυστηριώδης απόλαυση:  λιτότητα του χρόνου

δίχως πόνο   ουδέ σκιά χαράς.

Το μυαλό μου ακμαίο φύλλωμα διασχίζεται.

Ο σκελετός κάποιανου ερημίτη

προσπέρασε την εικόνα του

τη φεγγερή του σάρκα

ρίχνοντας χάμω το νευρικό σύστημα

και μίλησε.

Η άχνα της αναπνοής

έβγαινε μέσα απ’ τα ξεβιδωμένα δόντια.

Ιδού ο χαιρόμενος ανεπίληπτα.

Ιδού ο σκορπίος ο μελισταγής.

Η λαμψη απ’ τα κόκαλα έβγαινε αμνώδης.

 

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΤΥΧΗ

Βαθιά μέσα στον περίπατο έφτυσα το ταξίδι.

Στα όρια εσχατικά της μουσικής

έμεινα σύξυλος απ’ τις εννέα.

Ο χρόνος άκαιρος

ή   βαθύτερα χρονικός   ονειρώδης

όπως ο πάτερ Jonathan Swift

αποτυχημένος Ηρώδης.

Γι’ αυτό και η τεράστια μόνωση

αρχαία φτέρη φούντωσε τριγύρω μου.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος.

Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα

σωριασμένα αιφνίδια στο χτες.

Η λάμψη όταν περάσει λάμπει περισσότερο

καθώς   η ακινησία φανερώνεται

στη διαίρεση των βημάτων.

Όντως το περπάτημα ολότελα το χρόνο καταστρέφει

όπως ολότελα τον ήχο παύουμε

ακουμπώντας τα χέρια   πάνω στα βοερά τύμπανα.

Πιότερο ζει η αστραπή   μετά το ανατρίχιασμά της

η απέραντη δυνατότητα των πολλών

όταν μακραίνει ο θόρυβος ενός τυχαίου αεροπλάνου.

Φοβερή ασυνέχεια:

ο πλούτος μου είναι το στήθος μου.

Γι’ αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα

και ταξιδεύω σίγουρος

όσο η μίνθη ταξιδεύει  και  το ασπροθύμαρο.

Συνηθισμένο πράμα η θυσία.

Και ιδού με χιλιάδες σπάγκους

δεμένος αιωρείται ο Ηράκλειτος

στην άχρωμη αποκριά της λογικής.

Πάνω σε τέσσερις ρόδες   έρχεται βαρετά με τις Σίβυλλες

χαιρετώντας δεξιά  κι  αριστερά τους σκύλους.

Ακολουθεί ο ξένος στα επαγγέλματα

με τα δάκρυα όλων των ειδών.

Έλαμπε το σούρουπο σαν τρυφερό μέταλλο

μια γκρίζα γάτα   μου φάνηκε τρομερά ντυμένη.

Ένα ζευγάρι φιλιότανε αμέριμνα·

κέρδιζε όλες τις στιγμές

τίποτε δεν παρατηρούσε.

Ο έρωτας είναι πάντα   μικρή – μεγάλη δύναμη  του  Έχε Γεια

χρόνος ακατάσχετος.

Αυτός ερημώνει τα γεραλέα μεσάνυχτα

χρίει τις πεταλούδες με δικαιοσύνη.

Κι όταν υψώνεται ο κίτρινος καπνός απ’ τα ποιήματα

στον κουρελιασμένο χώρο που αναβοσβήνει

βλέπουμε χαρούμενες υποταγές

ο κόσμος τινάζει άξαφνα τη μανταρινιά της αστραπής

οι άγγελοι εξελίσσονται σε τριαντάφυλλα

και ξεκαρδίζεται ο κίνδυνος.

Έρχεται τώρα να την   η Ανθούσα μόνη της =

η ερημιά την κατορθώνει.

Πολλά – πολλά ξεχύννται

πλήθος πουλιά σαν φυλλώματα.

Είχε νυχτώσει ωστόσο.

Κάθε απόσταση φαινότανε μύθος.

Αναπάντεχα τότε

σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά   ένας νέος με γενειάδα φωνάζει:

Αστέρια σμαραγδένιοι σκύλοι

που κομματιάζετε τη νύχτα   να η άγρια ζάχαρη –

Σε πέντε λεπτά ήρθαν οι αντλίες

ο ήχος των σειρήνων έφερε μεγάλη σύγχυση

και η Ανθούσα έλιωσε φρικτά

στην επίθεση του νερού   με τις μάνικες.

Ο δρόμος βράχηκε ανελέητα

τρεχάλα  διαλύθηκαν οι συγκεντρωμένοι

κι έσκουζαν ολούθε.

Μια νόστιμη κυρία  ή  δεσποινίδα

που έχασε στη βιάση τα γοβάκια της

έψαχνε μάταια μέσα στη φυγή.

Πανδαιμόνιο.   «-Τι έγινε;   Τι συμβαίνει;»

Έτρεχα κι εγώ με αλλεπάλληλες σκέψεις

ηλικιωμένος απότομα.

Έστριψα σ’ ένα στενό  και  συνεχίζοντας να τρέχω

προχώρησα στην ησυχία μου.

Με κόπος ματαιώνοντας τα δάκρυα

θυμήθηκα την περασμένη Άνοιξη.

Έβγαινα για καθαρό αέρα

πατώντας τους ίσκιους των περιπάτων

εκεί που λησμονήθηκε το ρόδο

και η γύμνια δεν ανταλλάχθηκε.

Μ’ άρεσε να περιπλανιέμαι βάζοντας

βάζοντας μέσα στο στόμα του φαφούτη νου

μεγάλη ερημιά για να χορταίνει.

Όλα μου είναι άχρηστα,  σκέφτηκα,  εκτός απ’ τη ζωή.

Πρόκοψε τόσο η συμφορά…

Γέμισα νυχτωμένη αγωνία   ένα δήθεν φως.

Μικρόβια τ’ αυτοκίνητα στους δρόμους –  χρωματισμένα.

Τεράστια χρονόμετρα μεγεθύνουν

σε σκοτεινούς θαλάμους τα δευτερόλεπτα

λιώνουν οι ώρες υπέροχα   στα χυτήρια του ερέβους.

Αυτός ο Κρόνιος Πολιτισμός!..   Ας τον αρωματίσουμε…

Ανάσταση:  τα καλοπιασμένα του έαρος.

Ερωτευτείτε!..

 

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ

Ο χρόνος είναι γενικός.

Δεν μπορούμε να εντοπίζουμε τα οράματα.

Δεν μπορούμε να μοιράζουμε αστραπές

απ’ τα κλωστήρια τ’ ουρανού με δόσεις.

Ένα σκαθάρι το στοχαζόμαστε απέριττα

η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες…

Δεν πάει μια βδομάδα που έβλεπα

δυο μουλάρια στην ύπαιθρο

να ξεραίνουν το θάνατο στη ράχη τους.

Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός.

Είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση!..

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΑΦΟΥ ΑΠΟΛΕΣΑΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Δεντρογαλιά που έβγαινε μαζί με τη σελήνη!..

Όλος ο κόσμος άνοιγε τις διάφανες πράξεις

και φωτιζότανε το λιβάδι της φωνής

απ’ τ’ αναρίθμητα κεράκια  των επιταφίων.

Όλος ο κόσμος πολλά ποτάμια διασταυρούμενα

σκύβοντας η νύχτα της πόλεως

ενώ στους ήχους έξυνε   τα μεγάλα του εγκαύματα ο διάβολος

και χιλιάδες έρημοι   κολλούσαν φλάουτα στο χλοϊσμένο στόμα.

Η Άνοιξη αμερόληπτη   με τόσα σπιθίσματα

κι ο ψάλτης πηλός ως τα ύψη ανεξήγητος

δρακόντεια ώρα και  η σκάλα ορατόριο.

Τι μεσολάβησε στο αέναο παρόν;

Υπάρχει πάντα ο χρόνος

και ιδού του καλούμενου χρόνου

σύρεται στο πραιτόριο

με γάζες αντί για ποδήματα   με σχισμένο ρούχο

ποια βαγιόκλαδα τα γενετήσια χέρια του

με τον όμορφο ύπνο στις πλάτες του

γεωμετρικά ξένο στην ελπίδα

κι απ’ την ελπίδα μας έξω

προς τον άνεμο του ποιήματος.

Ο Αφράτος είναι κανονικός ολόσωμος χειμώνας

κρατώντας υδροχαρής το βερνίκι

έβαφε μ’ αυτό τα γλυκόλαλα χέρια του

έβαφε μαζί και τ’ ακριβά δαχτυλίδια

διώχνοντας άφθονα περιστέρια

σε κάθε βήμα που εμπνεότανε

πάνω στα παστρικά δώματα χρυσορρήμονας

κι ακούγονταν η αρά να σφυρίζει

κι η μονόφθαλμη ακρίδα στη σκόνη.

 

Απ’ τις πηγές ο τρόμος έτρεχε ολούθε…

Δεν έχω δίψα, λέει ο Αφράτος, το ποτήρι ξέχειλο

στα χέρια μου τι να το κάνω;  Ας έρθει κάποιος

να τ’ αδειάσει  και  να ’ναι ο εχθρός του ονείρου

όσο κι αν θα λυπήσει τη γυναίκα μου.

Έρχομαι απ’ τα ξένα, μη με δυσκολεύετε.

Και του φώναξαν:  Είναι κι ο τάφος νεροχύτης.

Να, λέει πάλι εκείνος,

της μαγείας ο θαμώνας που σωριάστηκε στο βλέμμα.

Μην τον χρεώνετε!..

Και του κράζουν;  Όλα καλά γινωμένα

κι ο σταυρός για τον ένοχο·

το ασήμι στα ψάρια  και  το κρύο στο χειμώνα·

η σφυρίχτρα του φύλακα  κι  η σφραγίδα στην όρνιθα –

Τότε είδα να σηκώνεται ο Λωτ

μηδαμώθεν αλώσιμος   ο χαμάλης της σιωπής

απ’ τον πιο γερασμένο του θάνατο

μ’ ένα σακκί αλάτι στους ώμους

κι  ανάμεσα στο πλήθος αγχούσε

ν’ ανοίξει δρόμο σπρώχνοντας

για να φτάσει στο καμιόνι που βρισκότανε πέρα

και να γλιτώσει μακριά.

Μόνον ο θάνατος μπορεί τα κόκαλα να δείξει

μουρμούρισα χωρίς αιτία

μελετώντας τις άκρες των δαχτύλων

κι ανακαλύπτοντας αίφνης την πείνα μου

γιομάτος ελπίδες για καλό χορταρικό με φέτα

τράβηξα ήρεμα προς το σπίτι.

 

ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ

Η γλώσσα είναι σε μένα. Εγώ δεν είμαι η γλώσσα.

Και μπαίνει τ’ αγέρι των λέξεων,  αλήθεια,

ξαναθροϊζει με τα φύλλα της καρδιάς μου.

Έτσι και το χιόνι πέφτει μέσ’ στη φύση

για να λιώσει σαν τη μουσική στο στήθος.

Έτσι ο κόσμος μαζεύεται τριγύρω

εκεί που κάτι συμβαίνει.

Μα τι συμβαίνει;

Κάποιος τρώει το αντικείμενο και τον κοιτάζουν.

Αυτός είναι ο διακόπτης του νου

με τον ήλιο στα πόδια του

εκείνος που λαχτάρησε το άδειο μονοπάτι

και τον πάει στην πλατειά   πέτρα του λαμποδύναμου νερού.

 

Κι αν έχει δίψα μεγαλύτερη απ’ τα αισθήματα

μπορεί τα μάτια να γεμίσουν ερημιά σαν του νεκρού

μπορεί να δει τη φτερωτή Θεοτόκο.

Καθένας ξέρει κι άλλο δρόμο του θανάτου

και την υγεία των αγγέλων μοιράζει με τις χαραυγές.

Καθένας δείχνει την ορμή στο καλοκαίρι

και στο χειμώνα τον απέραντο σεβασμό

καθώς οι κεραυνοί ξεσχίζοντας   τις πλούσιες λάμψεις

την πρώτη – πρώτη ομορφιά   στα μάτια ξαναπαρασταίνουν.

Η γλώσσα είναι σε μένα.

Κάτι ανάλογο.  Κάτι βαθιά ηττημένο.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΑΓΧΩΔΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969)

Τ’ απόγευμα της Κυριακής   ανοίγω το ραδιόφωνο

σηκώνω το καπάκι της σιωπής!..

Ποδόσφαιρο.  Χρωματιστές φανέλες.

«Έχουμε φτάσει στο ένατο λεπτό   του πρώτου ημιχρόνου…»

Κατεβάζω το καπάκι.

Πόσο μπορούμε, αλήθεια, να κοιτάζουμε

στην ψυχή μας μέσα ολομόναχοι;

Αναλαμβάνω για λίγο   συντριπτική γαλήνη

και ξανανοίγω.

«Την τελευταία στιγμή τρέχει ο Κλάφτης

και κατορθώνει να βοηθήσει την κατάσταση

προσπαθεί να προωθήσει το παιχνίδι

μαρκάρεται όμως  απ’ τον Πονεμένο…» -  κλείνω.

Ησυχία με θεόκλειστα παράθυρα.

Ιδεώδης ηρεμία των δευτερολέπτων.

Ανοίγω.   Την άρνηση πνίγω

«… ένα πλάγιο άουτ υπέρ της Ενώσεως.

Το εκτελεί γρήγορα ο Κλούβας…» -

αλλά ξανακλείνω ζαλισμένος.

Φοβερό καπάκι.

Πυκνότερη σιωπή.

Ανάβω ένα κεράκι  και  χαίρομαι την εξουσία μου.

Ο θάνατος εργάζεται και εδώ  και  εκεί.

Ξανανοίγω.

«Κοντρολάρει έξω απ’ τη μεγάλη περιοχή…¨

Όλο το γήπεδο σείεται με καταρρακτώδη βροχή.

«… τη μπάλα τώρα έχει ο Γρηγορίδης

και ψάχνει μάταια να βρει συμπαίχτη του…»

 

Έτσι, στοχάζομαι προβάλλει η ψυχή

στη ματαιότητα λάμπει.

Τώρα μπερδεύτηκα πια μεσ’ στις φωνές

ουρλιάζουν τα πάντα.

«… ο Πονεμένος σουτάρει από πολύ κοντά

ο Αρχειοφύλαξ αποκρούει…»

Ν’ ανοίξω το παράθυρο   το παράθυρο,    το παράθυρο…

Αυτή η ζωή…   Αυτή η δύναμη…

Να ’χει στην ίδια δυνατότητα   την ησυχία  και  το σάλο…

 

ΟΡΥΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος.   Με τρομάζει.

Τι ωραίο θα ’τανε   με μια ένεση

να κυκλοφορούσε στο αίμα μου   η επόμενη χιλιετία!..

Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα.

Κάθε σκαλί της

όταν τ’ ανεβείς   χαλιέται   πέφτει!..

Στο τελευταίο σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει.

Γεννιόμαστε  και  πρέπει να κουβαλήσουμε

βαρύ κιβώτιο

τις ασπάραχτες εικόνες των πραγμάτων.

Η Άνοιξη – μάλιστα – είναι λύση.

Χωρίς  τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε

Σωριάζεται ο πάταγος κι απομακρύνεται  η βροντή

αργά σαν τίγρη κουρασμένη.

Τα νεύρα ερωτικά θριαμβεύουν.

Το δένδρο γίνεται σαφέστατο.

Στα χαμηλά κελάρια – τα ύψη μας   τα πιθάρια του μέλλοντος.

Ολοένα εξέχουμε στο χρόνο.

Ερειπωμένα κόκαλα π’ αντέχετε στο χάρο!..

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969]

 

ΜΗ ΜΕ ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΜΑΝΤΕΨΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ…

(… που κάνει την αγάπη εφάμιλλη του θανάτου…)

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων   ή έστω μνημόσυνα.   Όταν δεν αμολήσατε αητό την Καθαρή Δευτέρα   χωρίς να τον βασανίζετε   τραβώντας ολοένα το σπάγκο.   Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια   ο Νοστράδαμος.   Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά   στην Αποκαθήλωση.   Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.   Αν δεν αγαπάτε τα ζώα  και  μάλιστα τις νυφίτσες.    Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα   οπουδήποτε.   Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani   τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος   χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του   γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν   κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά   ενοχλώντας το σύμπαν.   Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.   Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.   Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα   είναι μάλλον η εποχή μας.   ΠΡΟΣΟΣΧΗ   ΧΡΩΜΑΤΑ.   Μη με διαβάζετε   όταν έχετε δίκιο.   Μη με διαβάζετε όταν   δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα…   Ώρα να πηγαίνω   δεν έχω άλλο στήθος.   [ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΕΝΘΗΜΑΤΑ 1969 εδώ αντιγραφή  και  επικόλληση από το συγκεντρωτικό πρώτο τόμο:  ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 – 1978, έκτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

Δευτέρα, 25 Δεκεμβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ