(… τίποτα δεν είμαστε παρά ένα φύλλο
ξεμοναχιασμένου ονείρου…)
«Φύλαγέ μας Θεέ
μου τίποτα δεν είμαστε
Γιατί εκείνη δεν υπήρχε
πια και
σε κανένα χρόνο
Σβησμένο στα χείλη της
το φως άχρηστων λέξεων
και γύρω απ’ τις
δυσκίνητες ρυτίδες του στόματος
Και τα πουλιά
κατεβαίνοντας
γύρω από το νέφος που
ήτανε το σώμα της νεκρής
Και μήτε τα λουλούδια
δεν θέλανε
με τα χρώματά τους πια
να την ανασηκώσουν μήτε
το χαμηλωμένο γέλιο των
άστρων και των θάμνων
μήτε το φως που
ανέβαινε άτολμο από τις παπαρούνες
μα δεν την πλησίαζε
Κάτωχρο ξαναγύριζε πίσω
στις ρίζες και έντρομο
απ’ αυτό το λίγο
σκοτωμένο αίμα
κάτω απ’ τα μάτια και
γύρω στο λαιμό
Αίμα μαχαίρι που άχνιζε
φως»
Είναι η πρώτη στροφή από
τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΜΑΣΜΕΝΗ, Εστία 1984
«Φύλαγέ μας Θεέ μου
τίποτε δεν είμαστε
γιατί εκείνη δεν υπήρχε πια εκεί…»
Πώς αντικρίζουμε την
όψη του θανάτου, το νεκρό σώμα ενός αγαπημένου προσώπου, μέσα σε μια
καθημερινότητα που την περιβάλλει
«η δύναμη μιας
παράφορης σιωπής»
Είμαστε ζωντανοί και το
αίμα κυλάει στις φλέβες μας με ρυθμό ψηλαφητό και οι αισθήσεις οριοθετούν
αδιάκοπα το μικρόκοσμό μας, ώσπου άξαφνα
βρισκόμαστε μπροστά σε
μια αμετάκλητη πραγματικότητα:
το θάνατο του Άλλου που
σ’ ένα άδηλο μέλλον θα είναι και ο δικός μας θάνατος.
Η Ζέφη Δαράκη στη
συλλογή της Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ αντικρίζει συγκλονισμένη
«το θαύμα της φρίκης
στο μισοκρεμασμένο μισόγυμνο σώμα της αγάπης
Βυθισμένο ολόκληρο στη
σκοτεινή θάλασσα
ενός απλησίαστου
ρυθμού…»
«Περνούσαν οι ώρες κι
ένας μεγάλος ερειπωμένος αέρας
αλυχτούσε γύρω απ’ το
άυπνο σκοτάδι το σιωπηλό σπίτι
Πίσω από μιαν εχθρική
αγάπη για τη νεκρή
είχε επιδεικτικά
σωπάσει
με τα λουλούδια σε ύπνο
βαθύ
Και απάνω στα βουβά
συντρίμμια των απλωμένων χρωμάτων
που ήτανε άλλοτε τα
ρούχα της νεκρής
Και σα να τρίζανε γύρω
απ’ τα τζάμια του σπιτιού
τα κλώνια κατάκλειστων
δένδρων
με τη δύναμη μιας
παράφορης σιωπής
Περνούσαν οι ώρες πλήθη
αγριεμένα
και κανείς δεν
έκλαψε κανείς δε λυπήθηκε
γύρω απ’ το κορμί της
γυναίκας
Που μήτε κουνιότανε
πια
απ’ τον κατάξερο
ανυποψίαστο αέρα
Παρά μονάχα ο ήλιος το
υποδέχθηκε με άξαφνους αλαλαγμούς
Γιατί έτσι ήξερε να υποδέχεται αυτό το θαύμα της φρίκης
στο μισοκρεμασμένο μισόγυμνο
σώμα της αγάπης
Βυθισμένο ολόκληρο στη
σκοτεινή θάλασσα
ενός απλησίαστου ρυθμού
που ήτανε το αίμα του
πάθους άτρομο και απλησίαστο αίμα
Και η ζωή καμπάνα
τρεμάμενη
στον τελευταίο ήχο σταματημένη πάνω απ’ τη γυναίκα
Κορμί μου καθημερινή
μέρα καλοσύνης
Που δεν υπάρχεις πια
στην αγάπη
και γι’ αυτό που θενά
δεν υπάρχεις
Έμοιαζε να θρηνούνε τα
μέλη της
σταματημένα στην
τελευταία μελωδία ζωής
Και κανείς δεν
έκλαψε κανείς δε λυπήθηκε
γύρω απ’ το κορμί της νεκρής
Λησμονημένο ανάμεσα στο
φως και
στη σκιά του
Στην απαλή ροή του
νερού και του αέρα
Φύλαγέ μας Θεέ μου
τίποτα δεν είμαστε
Γιατί εκείνος
ανέβαινε
απ’ τα μισοσβησμένα
χνάρια του χρόνου
μ’ ένα κενό – ρημαγμένο άνοιγμα στη μεριά του προσώπου
θέλοντας και μη
θέλοντας να θυμάται κάτι
Και το σούρουπο
ανάλαφρη σκόνη γύρω του ανασηκωνόταν
Έτσι που τίποτα να μη
θυμίζει
εκείνη τη σκληρότητα
σαν άσχημη οσμή
που παραμόνευε γύρω απ’
τα μέλη της νεκρής
Λίγο πιο κοντά του τώρα
σχεδόν
πολύ κοντά του ελάχιστα
βήματα
προτού αγγίξει την
καγκελόπορτα και
μπει στο μπροστινό
μέρος του σπιτιού
Εκεί που άκουσε να
τρίζει ο κουβάς καθώς
ανέβαινε μόνος του το
πηγάδι
με το νερό
μισοκαταστραμμένο
από μια μυρωδιά γλυφής
γης
Κι άξαφνα την είδε μα σαν
να μην είδε τίποτα ακόμη στάθηκε
Μήτε πλησίαζε μήτε έφευγε
παρά κοιτούσε
που σιγά – σιγά σηκωνότανε
μαύρη σκόνη
από τα μάτια του ο
κόσμος και κάτι τον τύφλωνε
γύρω απ’ το βαθιά
γερασμένο και απορροφημένο
σαν απ’ το αίμα ενός εγκλήματος φως
πάνω στα ξαφνικά έρημα μέλη της γυναίκας
Έτσι που τίποτα να μη
θυμίζει
πως εκεί κρεμότανε το
σώμα
Παρά ένα φύλλο
ξεμοναχιασμένου ονείρου
Τώρα αργά ανέβαινε μια
δύναμη απ’ τη γη
Κι αυτό ήταν το μόνο
οικείο κάλεσμα ως πέρα στα χωράφια
Καθώς πάλι ο ουρανός
ξαστέρωνε
μ’ ένα τεράστιο
κουρασμένο χρώμα ζωής
Και καθώς η νεκρή
ενωνότανε με το χώμα
μες από βραχυπράσινες φλέβες
ονείρου αντίς για αίμα
Με τον υπόκωφο αέρα
μιας άλλης ζωής
να φυσάει γύρω απ’ τα
μέλη της»
[πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η
ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984
εκλογή από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
1999]
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
(δεύτερο απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)
Αστράφτοντας έπεφτε το σκοτάδι
λαμπερός ανθός από τα δένδρα
Με βήματα παραληρήματα ονείρου εκείνη
γυρνούσε πίσω στο σπίτι απ’ όπου είχε φύγει και
είχε πάλι γυρίσει σπάζοντας τη
φωνή της σε χίλια κομμάτια
καθώς την αναζητούσε
Κι η ερημιά διάχυτη στα τοπία της μνήμης
Και μεγαλόπρεπο το τίποτα να σφυρίζει
από ρόδο σε ρόδο
Θυμότανε το χαμόγελό του
στιγμιαίο παραστράτημα του προσώπου
Και το πόσο ήσυχα μετά αποτραβιόταν
στου καστανού του βλέμματος
το καταλυπημένο βάθος και αυτό το ίδιο
τριμμένο ανθρώπινο πρόσωπο
ήσυχος λαμπερός αιθέρας να καταφεύγει
στη βραδινή δροσιά βραδινών σκέψεων
Τα βήματά της την οδηγούσαν άλλη μια φορά
στην κατάκλειστη πόρτα
Μια βουβαμάρα ανίχνευε το χώρο
Και η φωνή της πεταλούδα που σιγόπαιζε
από δωμάτιο σε δωμάτιο μα
πιο δισταχτική τώρα
Στον ήλιο χτυπούσαν σπασμένα φτερά
τα παντζούρια
και τα τραγούδια τω ν πουλιών
μπαινοβγαίνανε και
σταματούσαν σπασμένες χορδές
επάνω στην ερημωμένη ομορφιά των πραγμάτων
Τότε με ασυνήθιστη ορμή φάνηκε
από το βάθος κλειστών δωματίων
η βιαστική μητέρα
μα μιαν ενεργητικότητα ν’ αφρίζει γύρω της
δίχως λόγο καθώς σε κάθε της κίνηση
σηκωνότανε παμπάλαια σκόνη ο χρόνος
Κι η σιωπή που ήθελε να επιβληθεί στο χώρο
να τσιρίζει με τρομερούς θορύβους
στο ακατοίκητο σπίτι
Τότε κατάλαβε πως δεν θα κατέβαινε πια
εκείνο το αποπλανητικό αστέρι
με τα μεγάλα σκονισμένα από τη μνήμη φτερά
δε θα κατέβαινε στο σπίτι
με τους σεισμούς και τους τρελούς ανέμους
Απρόσιτο θα μείνει κι άδειο
Τα ψηλά κατάρτια της ανάμνησης
στους υγρούς του τοίχους θα χτυπούνε
Και οι φωνές των παιδιών θα το εμπαίζουν
Μα γιατί αχρηστεύεις τη λογική της ζωής;
Της ψιθύριζε ο άγγελος του βάθους
Πάνω της κύλαγε το έλεος του πάθους
Στα μαύρα δοκάρια της οροφής
το αστέρι της ανάμνησης
άπιαστη φλόγα πουλιού
χανόταν
και πάλι εμφανιζόταν
τρομερό παιχνίδι του θεού
Την ώρα που αλαφιασμένο πηδούσε το φεγγάρι
πηδούσε σαν ελάφι
πάνω απ’ τα κάγκελα του κήπου και τις
σπίθες των ρόδων
Πηδούσε και χανόταν
Πώς πίστεψα πως το άστρο της ανάμνησης
ήταν δικό μου καθώς
αποπλανητικά φτεροκοπούσε στο δωμάτιο
μ’ ένα φτέρωμα υπνωτισμένων χρωμάτων…
(… συνέβαιναν σ’ αυτό το σπίτι…)
Άλλ’ αντ’ άλλων άνθρωποι
έμπαιναν κι έβγαιναν
επιμένοντας πως ήταν οι δικοί
της
Μα ποτέ δεν αναγνώρισε κανέναν
Και εκείνοι σκιές τριγύρω της
γυρνούσαν
με μιαν άτσαλη προσοχή
αναμασώντας ξεδιάντροπα το
σκοτάδι
Κι ένα άνεμος δυνατού ρίγους
φυσούσε πάνω στα κορμιά τους
σα να ’τανε παλιόρουχα και τα
μετακινούσε
Και τα πρόσωπά τους κούφια
φώτα
Έμοιαζε έτσι οι χειρονομίες τους
να εμπαίζουν τη ζωή
ύπουλα καθώς προετοίμαζαν το
δρόμο θανάσιμων πράξεων
καταργώντας μ’ ένα κακό
κέφι όνειρο κι αλήθεια
Και περισσότερη φρίκη από ζωή
σκορπίζαν
Κι ένα κακόβουλο γέλιο
μεσ’ απ’ τους σκελετούς τους ακουγόταν
Κι ολόκληρο το σπίτι σα να
λαμπάδιαζε
απ’ αυτό το γέλιο
που ’μοιαζε να γυρίζει με
ιλιγγιώδη ταχύτητα
το σκοινί ενός πηγαδιού προς τα
πίσω
Καταποντίζοντας στα βάθη του
το χρόνο
Με κόπο ξημέρωνε πάνω της καθώς
προσπαθούσε να γράψει από μια
λύση ταραγμένη
μερόνυχτα στα μέσα δωμάτια
Κι απ’ έξω η συκιά να τρίζει
απ’ το φεγγάρι
Και το ανάερο χιόνι
να πασπατεύει ανόρεχτο το σύντομο κηπο
Μερόνυχτα στα μέσα δωμάτια
ν’ αποκρυπτογραφεί την
ξεχασμένη λέξη της αγάπης -
κοριτσάκι αφηρημένο
από την αχρηστία του
προορισμού του
Παράξενη ηχώ φωνής και σκιά
πράξης παραπλανημένης
Αιώνιος ύπνος που
ψιθύριζε λησμόνησέ με
Μου έχει μείνει όμως η φωνή
του…
Και η φωνή σαν κάτι
που το ’παιρνε απότομα άνεμος
και το στριφογυρνούσε
το ακουμπούσε πάνω στα
πράγματα
Κι άλλοτε σκοινί δεμένο στο
λαιμό της
σκληρό κι άψυχο την
ακολουθούσε
Γιατί εκεί που η μνήμη
ακουμπούσε
άνθιζε η φωνή σαν κοχύλι
Ξεσηκώνοντας ένα δροσερό κύμα
φωτεινών πληγών
Θα μαρτυρήσεις για μένα
Κι αργά σηκωνόταν από την
έρημο των λόγων
με μιαν αγριωπή ήρεμη λάμψη
επιβολής
βουίζοντας τρικυμία στα
κλειστά δωμάτια
Κι όταν εκείνη άνοιγε
τρέμοντας τις πόρτες
μήπως ανακαλύψει κάποιο ίχνος
του και
όχι μόνο την αντανάκλαση της φωνής
–
δυνατή φωτιά πάνω στους τοίχους
δεν έβρισκε παρά μονάχα
το έρημο τίποτα των δωματίων
(τρίτο
απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης
Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)
ΜΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΚΑΝΕΝΑΝ ΔΕΝ
ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΠΙΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΠΟΖΗΤΟΥΣΕ…
(πέμπτο απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)
… παράξενα πρόσωπα άρχισαν να την κυκλώνουν
απ’ τα δωμάτια που ένα – ένα άνοιγαν
Γιατί ο γέρος που συναντούσε τόσο συχνά
ήταν εκείνος που έμοιαζε να εξαντλεί
επάνω του τη μέρα και την απλησίαστη μουσική της αυγής
Φως που τον τραβούσε στο σκοτάδι
θέλοντας και μη
Καθόταν όμως εκεί
που άλλοτε ήταν ο διακοσμημένος χώρος ενός δωματίου
και ο ήλιος έμπαινε μα άγαρμπες κινήσεις
ως μέσα στα συρτάρια του και στα πράγματα του
Και το φως κάνοντας ανυπόφορο θόρυβο
επάνω στους τοίχους
και ακριβώς επειδή κανείς δεν του ζητούσε τίποτα πια
στριφογυρνούσαν οι πράξεις του γύρω απ’ τον εαυτό τους
μ’ ένα μοναδικό αζήτητο βάθος ζωής
Απέναντί του εκείνη η γριά γυναίκα
που δεν ήταν καν η μητέρα του
μήτε η πεθαμένη αδελφή
τίποτα δεν ήταν
Παρά καθότανε και τον κοιτούσε
ίδιο γκριζόμαλλο σκυλί
Καλά χορτασμένο από πολύχρονες κουβέντες κι
από ζωή
και που δεν ήθελε τίποτα πια να κάνει
για τον εαυτό του
Μήτε για κανέναν άλλον τίποτε
άλλο
απ’ το να κάθεται κάτω απ’ την ξεχαρβαλωμένη μηλιά
να τον κοιτάζει μ’ ένα χαμόγελο ασυνεννόητο
Να αποφύγω τα μεγάλα θεάματα μονολογούσε η γριά γυναίκα
σα να ζούσε τις μέρες ενός άλλου
γιατί και η ίδια τόσο αθόρυβα τώρα περπατούσε
βαθιά προσηλωμένη στα ρούχα της
και δίχως εντελώς ανθρώπινο σχήμα
Παρά με μιαν άπονη άχρηστη
έκφραση στο πρόσωπό της
όπως όλοι οι γέροι αδειάζοντας τη μέρα της
στο μισότυφλο χώρο των δωματίων
Γύρω από τη αποπνικτική και σκοτεινή γλυκύτητα του αέρα
που σαν να τον είχε ρουφήξει όλον η φλόγα ενός κεριού
Τον αέρα που οι ηλικιωμένοι φοβούνται ολοκληρωτικά ν’ ανανεώσουν
Και ακριβώς γι’ αυτό τα ρούχα τους μοιάζουν
να μην ανασαίνουν πια κανένα χρώμα
Παρά σιγοτρίζοντας οι πόρτες
τους αφήνουνε μόλις να περάσουν
Περπατούσε η γριά πέρ’ απ’ τις πράξεις της
που σαν κερί σύντομου τέλους
έλιωναν ανάμεσα στα δάχτυλά της
ακράτητο θαμπωμένο δάκρυ
Σβήνοντας γρήγορα με τις παντόφλες της
τον σερνάμενο χρόνο
Καπνιά που κολλούσε επάνω στους γεροντικούς τοίχους
Τότε φάνηκε η νοσοκόμα με την αμίλητη λάμψη της νεότητάς της
και κείνη την αδιόρατη αποστροφή
στις χειρονομίες της
Σα να ξέπλενε κάθε φορά τη φωνή της με νερό
έτσι που να γίνεται δροσερή
και αναίσθητη
καθώς τους μιλούσε
Ήρθε και τους πήρε
Την ώρα που η γριά είχε αποκοιμηθεί
κάτω απ’ το γέρικο φως της μηλιάς
την ώρα που ο γέρος παραμιλούσε –
πολύ θόρυβο κάνει αυτό το φως…
Αλλά δεν πρόλαβε - έγειρε η ανάσα του
πάνω στο μαξιλάρι κι αποκοιμήθηκε
Στα τζάμια κάπνιζε το δειλινό
μακρινή φυτεία που καίγονταν
Η νύχτα έσφιξε άγρια το φως μέσα στα κλώνια
(…αυτά ήταν τα λόγια που της είπε μεσ’ απ’ τα χείλη ενός άλλου…)
Παράξενα πρόσωπα άρχισαν να την
κυκλώνουν
Και οι μορφές τους είχαν το ειρωνικό ύφος
ενός γέλιου αποτραβηγμένου
Το βλέμμα τους το θηριώδες βάθος
μιας κρυφής φωτιάς
Γίνε μειλίχια… Κοίταξε μας και να μας
φοβάσαι
Το βλέμμα της με μια χορταριασμένη ακινησία τους κοιτούσε
Κρύο κάνει κι ο αέρας κατατρώει τα τζάμια και
δεν είμαι καλά στη μοναξιά που καίγομαι
Μεσ’ στη σερνάμενη νύχτα της νοσταλγίας μου
για κείνον με το τρισύλλαβο όνομα
Μονάχα η μακρινή απόσταση της φωνής του
Σιωπή καλά μελετημένη μου ανήκει
Γιατί εκείνος θέλει να είμαι
το ακίνητο θέαμα του πάθους
Μα δυσκολεύω την ονειροπόληση
καθώς επάνω μου κρέμεται
σπασμένος φεγγίτης το κύμα
Ορθάνοιχτο χρόνια να χάσκει
δίχως φύκια και δίχως βυθό
Μα ποιος ξέρει τι μου επιφυλάσσει το μέλλον
Μοναχά να θυμηθούν την ξεχασμένη λέξη
Να θυμηθούν αυτό που θέλω να πω
να θυμηθούνε
Έβρεχε μέσα στις φλέβες της
η σιγανή βροχή ενός ψιθυριστού ονείρου
Ακουμπούσε πάνω της νεαρό φύλλο
και πανέμορφο πρόσωπο που
την κοιτούσε
Κι η ξεχασμένη λέξη ανακλαδίστηκε
κατάξανθος έφηβος
από τ’ αθέατα βάθη μιας
προαιώνιας αγκαλιάς
Δέξου με λοιπόν ψιθύριζε – δέξου αυτή
την αυθεντική λυγερή αλυσίδα της αγάπης
από σκληρές ή τρυφερές πράξεις και
κατατρεγμούς
Όπως τότε που τα χρόνια ευωδιάζανε
κάτω απ’ τα βήματά σας στον Πόρο
και την Κάρυστο
Κι αυτό που ήτανε να ’ρθει δε το γνωρίζατε
μα ερχότανε
με την τριμμένη ρίγανη και το υπόγειο κύμα
Κι αυτό που είχε κιόλας έρθει
ήτανε η στιλπνή στιγμή του έρωτα
σκληρή και μαγεμένη
Και τίποτε δε σε χώριζε από το έκθαμβο
αυτό πανδαιμόνιο
που το κάθε τι πεθαίνει κι αμέσως γίνεται αιώνιο
Δέξου την ξεχασμένη λέξη της αγάπης
μεσ’ από τη σκιά της φωνής μου
Τη γερασμένη απ’ την ειρωνική της πορεία
ανάμεσα στα έργα και στα λόγια των άλλων
Κι αυτά ήταν τα μόνα λόγια που της είπε
μεσ’ απ’ τα χείλη ενός άλλου εκείνος
με το δισύλλαβο κι εκείνος με το τρισύλλαβο όνομα
(έκτο
απόσπασμα απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη
Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)
ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΕ ΤΗ ΦΤΕΡΗ
ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
(έβδομο απόσπασμα απ’ τη συλλογή
της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984)
Και το πρόσωπό της αναδύθηκε
από ένα σκοτεινό βάθος σα γέννηση
Ω μην ορμάτε έτσι στη σιωπή μου
Τίποτα δεν μπορώ να σας αποκαλύψω
Όλα θα τ’ ανεβάσετε απ’ το βυθό εσείς
Γιατί άλλο δεν ξέρω
απ’ το να είμαι το ταπεινωμένο και
το ανυψωμένο λάφυρο του πάθους
Και των πιο σκοτεινών σας επιθυμιών
Ή μήπως όλα κινούνται
πέρα απ’ το φοβερό φράγμα μιας
ένοχης φαντασίας
που επικίνδυνη ροή νερού με βασανίζει
Μα το έγκλημά μου εσείς θα μου το πείτε
Και απότομα τους έχασε από μπρος της
Σαν να μην είχανε ποτέ υπάρξει
στα στεγανά του αδιαπέραστου σκοταδιού
που είναι η λογική της ζωής
ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 184
Ω
γριές σκοπιμότητες και γέροι υπολογισμοί
Πατ’
όλα αυτά τα πιο κοντινά χείλη μας υπόσχονται το φιλί της ζωής
ΑΧ ΑΥΤΗ Η ΤΕΡΑΤΩΔΗΣ
ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΜΟΥ
(… όταν δεν σημαίνουν
τίποτα πια τα ηλιοφόρα δένδρα που μ’ ακολουθούνε…)
Ακίνητο σπίτι παγωμένος άνεμος το βλέπεις
βυθισμένο στο χιόνι μιας κατάλευκης λύπης
Όπου όλα έχουν σωπάσει από χρόνια
Τα αισθήματα και τα
ρολόγια…
Σερνάμενα λόγια για το τίποτα
Κι η αφανής παιδίσκη μιας μνήμης
εξαπατημένης
αλληθωρίζει απ’ τις αλέες κοροϊδεύοντας τη μαύρη σιγή!..
Πλαγιάζω τις νύχτες ανάμεσα
στα μουσκεμένα δένδρα ενός παμπάλαιου
ονείρου
Χιλιάδες χρόνια πάνε από τότε που η ζωή
γλύκαινε τον ουρανίσκο μου σα μέλι
Γιατί το γέλιο δεν είναι χημεία όπως
η λύπη που με δηλητηριάζει από ώρα σε ώρα
κι από λεπτό σε λεπτό περνώντας
το βαθύ χαντάκι της ερημιάς
από το ένα δωμάτιο στο άλλο
Όταν οι φωνές έχουνε γίνει
παμπάλαια αναρριχητικά των τοίχων
……………………………….
Και τότε βλέπει στο δωμάτιο τη βιαστική
μητέρα και την αδελφή
Κι αυτό δεν ήταν πια μεσ’ στ’ όνειρό της
παρά
εκείνη άρπαζε χαρούμενα κάτι απ’ τον
αχόρταγο αέρα
Και το γιο βλέπει απέναντι στον πατέρα σα
να ’τανε η μια απειλή απέναντι στην άλλη
Και τα γένια τους μάζευαν συννεφιά στα
πρόσωπά τους
Με μιαν άγρια απόφαση αγάπης και
μίσους ν’ αλληλοσκοτωθούνε
Κάθισε κι έκλαψε
Γιατί τουλάχιστον αναγνώρισε τα ίχνη των δικών της
Μα σα να σχηματιζόντουσαν ξανά οι τοίχοι του σπιτιού
από πανύψηλες μελαγχολικές φωτιές
Παρ’ όλα αυτά τα πιο κοντινά χείλη
μας υπόσχονται πάντα το φιλί της ζωής!..
[αποσπάσματα από το
ένατο και το ενδέκατο μέρος στη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984]
ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ
ΤΗΝ ΕΙΔΕ ΕΚΕΙΝΟΣ ΜΕ ΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΛΛΟ ΒΛΕΜΜΑ
(… το ποιητικό ένστικτο της Ποιήτριας ισορροπεί
ανάμεσα σε διαφορετικές πραγματικότητες αξιοποιώντας τες στο Ποίημα για να
κοιτάξει τη Νεκρή από ένα οριακό σημείο, μια άλλη όχθη… Ίσως από αυτό ακριβώς το σημείο να ξαναρχίζει
το Ποίημα τον αέναο κύκλο του. Από τη
μοιραία πράξη της Κρεμασμένης που έκλεισε το χρόνο οριστικά και
τον άνοιξε πάλι, γιατί πίσω από το ακατανόητο σμήνος των λόγων και των
πράξεων υπάρχει πάντα μια αιτία, μια «ξεχασμένη λέξη» που οδηγεί τη ζωή αθέατα
κι οδυνηρά … «σαν πουλί που ξέκοψε απ’ τα άλλα» )
Μα σαν να μην είδε τίποτα ακόμη στάθηκε μήτε πλησίαζε μήτε έφευγε παρά κοιτούσε που σιγά – σιγά σαν να σηκωνόταν κατάμαυρος από τα μάτια του ο κόσμος Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν είμαστε Γιατί εκείνη κρεμότανε τώρα απ’ το
σκοινί στο πίσω μέρος του σπιτιού Εκεί που στενεύει γκρίζο το φως και
κανείς κρυώνει στην αυλή μετά τη
δύση του ήλιου – εκεί κρεμότανε Και το κεφάλι της στο πλάι Και τα μαλλιά της νωπά από τη νύχτα να τα φυσάει το φεγγάρι Τόσο διψούσαν ακόμη για ζωή Μα γύρω από το σώμα της περασμένα σφιχτά δάχτυλα θανάτου Και το βλέμμα της ριγμένο στο χώμα σα να τον
αναζητούσε Με μια στεγνή απελπισία
αδειασμένο πάνω στο θέαμα του
κόσμου Τα χείλη αμίλητα κι η
ξεχασμένη λέξη της αγάπης να κατατρώει
το σκοινί Σαν πουλί που ξέκοψε από τα
άλλα Φύλαγέ μας Θεέ μου τίποτα δεν
είμαστε Γιατί κάτω απ’ το παράλυτο
σύννεφο κρεμότανε το ακίνητο χρώμα σαν κάτι που άλλοτε ήταν το κορμί μιας
νεκρής μα τώρα μήτε αυτό πια Και σ’ ένα βαθύ χαντάκι άχρηστου κρύου Και ο άνεμος το πηγαινόφερνε μυρίζοντας ξερό βοτανισμένο χώμα Και σωρούς καμένα χόρτα Αλλά ας πούμε πως την έλεγαν Ραχήλ Πόσο θα ήθελε να ψιθυρίσει Υπάρχουν λογής – λογής σκοτάδια της καρδιάς Μα του θανάτου το σκοτάδι τίποτε δεν μου
επιτρέπει πια Και η ζωή αυτό το
σιγαλοπερπάτητο χλιαρό φως Το άλλοτε
τόσο τρυφερό για μένα νεκρώσιμο
στεφάνι στην ακαταστασία των ακόμη
θερμών μου μαλλιών Και μόνο η ξεχασμένη
λέξη της αγάπης να κατατρώει το σκοινί
Σαν πουλί που ξέκοψε από τ’ άλλα!..
[αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Η ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΗ 1984, εκλογή
από το συγκεντρωτικό τόμο: ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992 εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ)
Δευτέρα,
27 Νοεμβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου