(Γεράνια της αυγής θεριά της δύσης,
καλέ μου, στα βουνά μη μου τα κλείσεις)
Τώρα, Ουρανέ μου, βρόντηξε κι
οργίσου,
κλάψε
κι Εσύ για τον μονογενή Σου.
Άντε ωρέ Γκάρθια Λόρκα Φεντερίκο
στην Κόρντοβα για πάντα θα Σ’ αφήκω
Σαν λέαινα που Σε γέννησα, παιδί μου,
θα βρυχηθώ σαν λέαινα της ερήμου
Θα βρυχηθεί και η Γη Σου η
ανταρτομάνα
που Σ’ είχε στο κατώφλι της καμπάνα
Σ’ είχε στα πέλαα ακούρσευτη φρεγάδα.
φλάμπουρο ορθό – Σεβίλλια και Γρενάδα
Σ’ είχε και στης Βαλέντσιας το λιμάνι,
να το περνάν συντρόφοι Καστιλλιάνοι,
Ήλιον λεβέντη κι ήλιο καστροπάρτη,
που κρέμονταν, σημαία, σ’ ένα
κατάρτι.
Τώρα σαν φλάμπουρο έγειρε η Γρενάδα,
έσβησε ο ήλιος, βούλιαξε η φρεγάδα
Και πια δεν θα τη δω να καβατζάρει
μ’ έναν βοριά στην πλώρα της
μπροστάρη
Τα νιάτα και οι ομορφιές Σου τώρα
πάνε,
σπανιόλε μου και
ασίκη και τσιγγάνε
Δεν είναι πια να βγεις στο πέρα
φρύδι,
μ’ εκείνο το σπαθί Σου ματοφρύδι,
Να βγεις και να ’ναι τάχα,
Ανδαλουσιάνε,
την ώρα που όλοι οι κάμποι θα
ευωδάνε,
Μ’ ένα ασικλί γαρούφαλο στα χείλια
να πας με τον Χερέντια στη Σεβίλλια.
Ταύρε μανέ, που χίλιοι ταυρομάχοι
Σε γύμναζαν σε μέγα καταράχι,
Σ’ αυτή τη Γη δεν έμεινε από Σένα
μηδέ το πάτημά Σου στην αρένα
Μονάχα το τραγούδι Σου έχει μείνει,
φτερά κι απ’ τα φτερά του να μου
δίνει,
Να γίνει όλου του τόπου ο θρήνος,
όπου
αντρακαλιέται ο θάνατος του ανθρώπου.
Μονάχα το τραγούδι Σου!.. Την ώρα
που μες στη νύχτα ατρόμητα σαν πλώρα
Μέσα από τα Πυρηναία χυμάει!.. Και
κάτου
στις τέντες μ’ αφρισμένα τα νερά του
Ο Γουαδαλκιβίρ βογγάει σαν ένα
θεριό που ’χει τα σκέλια ανασκωμένα
Με κόκκινα τα στήθη ως τη μασχάλη,
να δέρνεται κανάλι το κανάλι,
Το σεντεφί τραγούδι Σου, που το ’χει
του Βόλγα φορτωθεί η πανάρχαια κόχη,
Το ’χει και μια κοπέλα της Μαδρίτης
κλωνί βασιλικού στη θύμησή της.
Μοιρολογήστε οι θάλασσες!.. Ρουμάνια
της Γης, κριαρωθείτε με τα Ουράνια!..
Στεριές βογγάτε, τρίξτε μπουκαπόρτες,
βουνά μου αφήστε ολάνοιχτες τις
πόρτες,
Σ’ όλα τα μπάρκα κλάψτε, Τυρολέζοι,
Κορσικανοί, Μαλτέζοι και
Ουγγαρέζοι,
Να ’ναι ν’ αντιχτυπιέται με τα δάση
κάτου σαν φυλλοκάρδι ακέρια η Πλάση,
Που εχάσαμε του Αγώνα τον λυράρη
Το πέταγμά Του τώρα ποιος θα πάρει;
Ποιος θα σηκώσει ως τα άστρα το
δοξάρι
στη μάχη να τ’ αστράψει ωσάν κοντάρι;
[FEDERICO GARCIA LORKA ΘΡΗΝΟΣ του Γιάννη Δάλλα για τον Ποιητή αντιγραφή και
επικόλληση από το πρώτο τόμο της συγκεντρωτικής έκδοσης ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1948 – 1988, εκδόσεις Νεφέλη]
ΤΩΝ ΛΟΡΚΑ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΡΔΑΡΗ
(…μου ’πεμψαν ένα κύκνον διωματάρη…)
Έστειλαν κι όρνια ανήμερα ψηλά Του,
στην Κόρντοβα Του γείραν τα φτερά Του
Α, τι δαρμός μεγάλος και τι θρήνος!
Πίσω ο Ουρανός σκοτείνιασε κι εκείνος
Παίρνει και τραγουδεί στερνή φορά Του,
με του κορμιού το μέγα θέρισμά Του
Κι οι Σεβιλλιάνες κάτω από τα τόξα
των φοινικιών Του ετοίμαζαν τη δόξα
Παλικαρά καλέ κι ομορφονιέ μου,
που πέρασες βιγλάτορας του ανέμου,
Κονταροχτυπημένε μου, που η Πούλια
Σε πήρε σε αξημέρωτα καπούλια,
Να ’ταν η μέρα μαύρη, η νύχτα πίσσα,
που Εσύ ψυχομαχούσες λιονταρίσια!..
Σπανιόλε μου κι ασίκη και τσιγγάνε,
για Σένα όλα τα σήμαντρα βαράνε,
Της Γης Σου όλα τα σήμαντρα είναι σαν τα
κοράκια τ’ Ουρανού που κρώζουν πάντα.
Ποιος έστειλε τα σύννεφα μεγάλα
στην καυχησιάρα λύσσα τους καβάλα
Ποιος τα ’στειλε για πάλεμα στη χώρα
με των καιρών τα ρέματα αργοπόρα;
Χύνονται να, απ’ της Νύχτας τους πυλώνες
ν’ αλυσοδέσουν πίσω τους αιώνες
Χύνονται… Και το πνεύμα της Εκάτης
θρηνεί για τ’ αλυσόδετα παιδιά της.
Θ’ ανέβω σ’ ένα μέγα μετερίζι,
που όλη την Ισπανία να μου βιγλίζει,
Σαν λέαινα που Σε βύζαξα καλέ μου,
να βρυχηθώ σαν λέαινα του πολέμου
Παιδί μου Φεντερίκο, σήκω απάνω,
να ’ναι την ώρα τούτη που Σε χάνω,
Που χάνεται ένας κόσμος κι όλη η χτίση
γέρνει το μέτωπό Σου να φιλήσει,
Που η μάχη έχει ασυμμάζωχτες τις χαίτες
και ξεκινάν του Χάροντα οι γολέττες,
Να ’ναι η ψυχή στο βάθος της ζωής Σου
σαν διακαμός στο χείλος μιας αβύσοου.
Με αντηλιά μη γυρίσεις την παλάμη,
να ιδείς τ’ ανθρωπομάνι ωσάν ποτάμι,
Να Σ’ ακλουθούν χιλιάδες σταυροφόροι,
συντρόφοι της στεριάς και μπαλταδόροι
Για τελευταία φορά μπροστά μου αφήσου,
να Σε χαρώ στην πρώτη άθλησή Σου,
Σήκω και βάλε κόκκινα και στάσου
καβάλα στ’ αζευγάρωτα άλογά Σου,
Ζερβά το ντιμισκί, δεξιά το λάζο,
με φλογισμένο σύννεφο γαλάζιο,
Ριγμένο σταυρωτά στην τραχηλιά Σου,
να Σου αρμενίζει η χλαίνη της γενιάς Σου.
Βάρα γιουρούσι!.. Η όψη Σου να γείρει,
σαν να περνάς του θρύλου το γεφύρι,
Κι απ’ τα βαριά άρματά Σου γύρω κάνε
πέλαγα και στεριές ν’ αντιλαλάνε.
Σιέρρα Νεβάδα σκύψε στη Μορένα,
να ιδείς τα φλάμπουρά Του ανεμισμένα
Απ’ του Ντεσπεναπέρος τ’ άστρα απάνου
προβόδα Τον φυλή του Ανδαλουσιάνου!..
Βάρα γιουρούσι μέγα!. Πρώτος χύσου
στους σταύλους τ’ Ουρανού, με το σπαθί Σου
Λύσ’ τους αιώνες πάλι να καλπάσουν,
με δρασκελιές πλατιές, γαμπρός σαν να ’σουν,
Να σκύψουν να διαβείς στα ουράνια πλάτη,
άξιέ μου γιε, μονάξιε μπροστολάτη.
[δεύτερο απόσπασμα από το Θρήνο για
το ΛΟΡΚΑ από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα με τίτλο το όνομα του Ποιητή: FEDERICO GARCIA LORCA 1948 αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ
ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1948 – 1988, εκδόσεις Νεφέλη]
ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΥΤΟΥ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΠΟΙΟΣ ΟΡΙΖΕΙ
(…πότε η καρένα του Ήλιου να τον σκίζει…)
Πότε απ’ τα Πυρηναία φαράγγια κάτου
Νύχτα άγια, Νύχτα μάνα του Θανάτου,
Στου Γιβραλτάρ ολόρθη το μπουγάζι
κρέμεται η νύχτα ακοίμητη κι ουρλιάζει
Κι η Βία κυρά κι αφέντρα τώρα γέρνει
στο άρμα που η Ανταρσία πίσω της σέρνει
Με τους τροχούς τυφλούς… Τ’ αρπάγια ανοίγει
κι όλη τη χώρα πνίγει μες στα ριγη.
Μα αυτός ποιος είναι, αρχάγγελοι του Αυγούστου,
που πάει δυο μπόγια απάνω απ’ τους φρουρούς Του;
Πλευρίστε τα βουνά!.. Μεριάσου η Πλάση
της Γης ο μέγας βάρδος να περάσει!..
Χίλιοι τον παν εμπρός, χίλιοι αντικρύ Του
και ν’ αγναντεύει δέσμια τη φυλή Του
Εχτές ακόμα αγκάλιαζε τ’ αλέτρι
των ορφανών αγρών το ψυχομέτρι
Κι η κλεφτουριά στ’ απρόσιτα λημέρια
τη Νίκη ονειρευόταν μ’ άδεια χέρια
Τώρα μια σπίθα κρέμεται κι ω να τη,
πολύ κοντά μας έσκισε τα πλάτη
Την έχει ορθός και μέγας, με της βάρδιας
το δίκοχο στραβά του, ένας γκουάρντιας,
Χάρος κουρσάρος, που όρμησε στα κάστρα
κι έχει σκεπάσει ο ίσκιος του όλα τ’ άστρα,
Λιγνός με το Φεγγάρι του δρεπάνι
να περπατεί ρουμάνι το ρουμάνι
Και μ’ όλες κάτω αδίπλωτες τις μάχες
να μπαίνει στο λιμάνι του Πασάχες.
Μα Αυτός που σαν γαμπρός τώρα ανεβαίνει,
και τον προπέμπει ολάκερη η Οικουμένη,
Δεν είχε σαν τα μάτια η χώρα Του άλλα
κάτω απ’ τη γύφτισσα Άνοιξη μεγάλα,
Πισθάγκωνα κι ορθός στη βίγλα του, όταν
τα στύλωνε στη μέρα που θα ’ρχοταν
Είχε κάτι προγόνους, που όλη μέρα
φουρμάζανε στα κράκουρα του αγέρα,
Δοκάνευαν τ’ αγρίμια κι είχαν ταίρι
όλη τη Σιέρρα ως κάτω με τ’ Αλγέρι.
Μα Αυτός που με ωσαννά τώρα ανεβαίνει,
παιδί τους και παιδί σου, ω Οικουμένη,
Βουλήθηκε στης Κόρντοβας τα μέρη
να στήσει και του Χάροντα καρτέρι
Κι ω ναι, δεν είναι μέγα να κατέβει
το πνεύμα τ’ Ουρανού μέσ’ απ’ τα ερέβη,
Στον ελαιώνα εμπρός του Παραδείσου
κι Εσύ να λες: «Πατέρα μου σπλαχνίσου»!
Να λες: «Ω Γη μου, σου ’μεινα μονάχος»
και να ’σαι ο μέγας Κιντ, ο κασρομάχος
Σαν τον Σαμψών μιαν ώρα να πριν πεθάνεις
κι αν δεν Σε δω τα θέμελα να πιάνεις,
Ν’ ανοίγουν οι Ουρανοί, προς τα Ιμαλάια
του Ατλαντικού να ορμήσουν τα μουράγια,
Στο χείλος της αβύσσου σαν θα φτάσει
μαζί Του ν’ αλαλάζει η μάνα Πλάση
Σαν τον Σαμψών αντάρτης κι αν δεν γίνεις
και σαν τον Διγενή της Ρωμιοσύνης
Όμως τέτοια φωνή παραδαρμένη
δεν θ’ ακουστεί ξανά να κατεβαίνει
Μες στους αιώνες… Κι όπως θα σαλπίσει:
-Παιδιά να ζήσει ο Θάνατος, να ζήσει!
(Ν’ ανατριχιάσει η γης να το βογγήσει
-Να ζήσει ο δίκιος Θάνατος, να ζήσει)
Ξάφνου να θεριστείς και να ’ναι ακέρια
τριανταεφτά ψηλά Σου καλοκαίρια.
[τρίτο απόσπασμα από το Θρήνο για το ΛΟΡΚΑ από
τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα με τίτλο το όνομα του Ποιητή: FEDERICO GARCIA LORCA 1948 αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ
ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1948 – 1988, εκδόσεις Νεφέλη]
Ω ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΜΟΥ, ΓΕΙΡΕ ΑΣΤΡΟΝΤΥΜΕΝΗ, ΤΗΝ ΩΡΑ ΑΥΤΗ ΠΟΥ Η
ΧΤΙΣΗ ΣΕ ΠΡΟΣΜΕΝΕΙ
(Είχες ανέβει στ’ αλώνι του Θανάτου με δυο ζυγιές βιολιά μες στην καρδιά Του)
(Με δοξαριά λεπτή, νευρήν αντρίκια, τη
δίκια Λύρα ανάκρουε, τη δίκια) Είχε και
τη ματιά Του ορθή να γνέφει, ντάπια ψηλή που χάνονταν στα νέφη Μα ήρθε καιρός κι άγρια δρολάπια, πήρε φωτιά
τ’ αλώνι, φως η ντάπια Του Άδη γκρεμίστηκε άξαφνα κι η σκάλα, παντού
χαλάσματα άγια και μεγάλα Και εκεί που
ο Ιβηρικός ο κύκνος πρώτα, στην πρύμη τ’ Ουρανού μ’ αφρούς και φώτα, Ζύγιαζε τα φτερά Του, τώρα βγαίνει μια
σκοτεινή βιολέτα πληγωμένη Μια σκοτεινή
βιολέτα κι είναι απάνου πολύ ζεστή στα στήθη ενός τσιγγάνου Στα στήθη ενός λαού… Κι αυτού του τόπου, που
όλη η χαρά πατήθηκε του ανθρώπου Μια
πορφυρή βιολέτα κρεμασμένη στα στήθη σου, παντέρημη Οικουμένη. Παντού χαλάσματα άγια πέρα ως πέρα Κι ω δαίμονα, σκοτείνιασε όλη η σφαίρα Βλέπω μονάχα απάνω σε νεφέλη κάτι η
καινούργια μέρα ν’ αναγγέλλει Σαν ήλιος
που γελά… Κι ορθρίζει εμπρός μου φως,
καταρράχτες φως η άβυσσός μου Να την
πατεί τα πέλαγα. Και στέκει με τ’ Ουρανού το μέγα αστροπελέκι Σαν μεγαλόχαρη Άνοιξη ψηλώνει, στεριές,
πατρίδες κι αίματα αδελφώνει Ω Λευτεριά
μου, γείρε αστροντυμένη την ώρα αυτή που η χτίση Σε προσμένει Πέρνα με το βαρύ παράστημά Σου κι εδώ
γιγαντοφτέρουγη κρεμάσου Μες στα
πολύαστρα χάη, δίχως άλλη κορώνα να Σου στέκει στο κεφάλι, Γίνε του κόσμου αυτού βαριά κολώνα να τον
βαστάς ολόρθον στον αιώνα!.. [ΘΡΗΝΟΣ 1948 για το ΛΟΡΚΑ, τέταρτη και
τελευταία ενότητα από το ποίημα του Γιάννη Δάλλα με τίτλο το όνομα του Ποιητή: FEDERICO GARCIA LORCA αντιγραφή και
επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1948 - 1988,
εκδόσεις Νεφέλη]
Τρίτη, 21 Νοεμβρίου
2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου