(… ύπνος ιερός, λιονταρίσιος του γυρισμού
στη μεγάλη της αμμουδιάς απλωσιά… )
Τον κρατούσε από το χέρι και πήγαιναν, ανάμεσα στις ανθισμένες κερασιές, φυσούσε σιγανά από πίσω τους σαν κάτι να τους έσπρωχνε απαλά κι έπεφταν άνθη επάνω τους, αλλά αυτό που μύριζε δυνατά και τον μέθαγε ήταν το μελισσοβότανο που κρατούσε η μάνα με το δεξί και το σήκωνε ψηλά στον αέρα, κάνοντας νόημα στον παππού «ερχόμαστε», κι αυτός, ορθός με το ψαθάκι ως τ’ αυτιά, φώναζε να πάμε γρήγορα, γιατί το μελίσσι είχε «ρίξει» κι έφευγε από την κυψέλη βουίζοντας, σαν θυμωμένο ποτάμι, και δεν ήξερε αυτός - μικρό παιδί - αν η ευωδιά που τον λίγωνε σαν επιτάφιος ήταν από το μελίσσι που έφευγε πέρα ή από το μελισσοβότανο, που τώρα η μάνα το χτυπούσε πάνω σε μια άδεια κυψέλη, το χτυπούσε να «ματώσει» και φυσούσε στον αέρα προς το σμήνος και του μουρμούριζε ξόρκια ¨Καλώς το, καλώς το» και άλλα που δεν καταλάβαινε.
«Σύρε στον παππού» του ’πε, κι
αυτός πήγε παράμερα, εκεί που στέκονταν ο παππούς με τη μαγκούρα στο
χέρι και
το ψαθάκι του, κι όπως κοιτούσε τη μάνα να κάνει τα ξόρκια
της, βλέπει το σμήνος, που λίγο πριν αντάριαζε στον αέρα, να γυρίζει καταπάνω της κι ευωδιάζοντας ( ; ) και να
κάθεται στα χέρια της πρώτα, «Καλώς το,
καλώς το, το ήμερο, το ήμερο, το ήμερο»
την άκουγε να λέει κι αυτό καθότανε παντού, στα χέρια της, στο μαύρο κεφαλομάντηλο, στις πλάτες,
στο στήθος και στα πόδια της, ενώ πάνω στο κεφάλι της βούιζε το υπόλοιπο
σμήνος κι όσο άγριο έδειχνε στον αέρα, τόσο ημέρωνε πάνω της κι
έμπαινε σιγά – σιγά στην άδεια
κυψέλη κι η μάνα γύρισε
και τον κοίταξε, πώς τον κοίταξε!.. Τα ’χασε,
γιατί ήταν και δεν ήταν η μάνα του όπως την ήξερε κι ανατρίχιασε όταν τον χάιδεψε στο κεφάλι με
κείνα τα χέρια που λίγο πριν ήταν γεμάτα μελίσσια κι
ούτε ένα δεν την τσίμπησε, μάγισσα
ήτανε;
Μάγισσα θα ’τανε , μια καλή μάγισσα
όμως, αφού ήτανε μάνα του!..
…………………………………………………
Εννιά κυψέλες ήτανε, με τρία πατώματα
η καθεμιά, μου ’φερναν ένα βουητό στο
κεφάλι, μια ζάλη, άσε ο ήλιος, με στράβωνε τράβηξα το ψαθάκι ως τ’ αυτιά.
Εννιά κυψέλες, «Άντε να τις κάνουμε δέκα, να τις αβγατίσουμε» έλεγε η νύφη μου, εγώ ούτε να τα δω ούτε να τ’ ακούσω τα μελίσσια, βιο
που δεν γνωρίζει το νοικοκύρη του τι να το κάμεις; Ξέρεις τι θα πει να τα φροντίζεις όλο το
χειμώνα, να τα σκεπάζεις με
κουρελούδες, να τα ταΐζεις ζάχαρη μην
πεθάνουν, κι έρχεται η άνοιξη, περνάς από δίπλα τους και
σου ρίχνονται, βζουν και
βζουν, σα να ’σουνα ξένος. Ακούς εκεί οι μύγες του διαόλου. Α μπα
– μπα, δεν τα θέλω.
Πρήζομαι κιόλας εγώ, με τσίμπησε ένα
στο ριζαύτι μια μέρα κι έγινα τούμπανο, έκλεισαν μάτι κι αυτί. Τόσο άχτι, μωρέ!..
Θα κοιμήθηκα φαίνεται, γιατί πετάχτηκα αλαφιασμένος από μια φασαρία
αλλόκοτη. Ανοίγω τα μάτια,
κανένας, αλλά τα χορτάρια εκεί στη ρίζα
της άσπρης κερασιάς έτρεμαν,
δέρνονταν, σφύριζαν ( ; ) σηκώνομαι από την καρέκλα και τα
’δα: δυο φίδια ορθά να σμίγουν και να
χωρίζονται μανιασμένα. Πάλευαν, βατεύονταν,
χόρευαν; Ό,τι και να
’καναν, με μάγεψαν, δεν μπόρηγα να πάρω τα μάτια από πάνω τους.
Εκεί που κοίταζα σαν χαμένος, άκουσα πρώτα το βουητό, γυρίζω
και τι να δω, ένα μελίσσι είχε «ρίξει»
κι έφευγε ανταριασμένο. Έβαλα τις φωνές, μ’ άκουσε η νύφη, ήρθε και το ’μασε. Το ’μασε με τα χέρια της. Μωρέ, το μάγεψε η κακούργα. Με τα λόγια της, με τα μάτια της, με τα σουσούμια της και τα
καμώματά της, το μαύλισε, το ’φερε
κοντά της και το ’βαλε να κάτσει απάνω της φρόνιμο σαν το σκυλί του
σπιτιού και το ’κλεισε
ύστερα στην κυψέλη, όπως έκλεισε
ο Αγιαντώνης το διάολο στο μπουκάλι!..
Άκου το. Άκου το
που μουρμουρίζει σαν γούμενος σε μοναστήρι.
Δε θέλω να ξέρω. Ούτε να τα θυμάμαι ούτε να τα μελετάω.
Τι γιατί, ψυχούλα μου, ζωή ήταν αυτή;
……………………………………..
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003 αντιγραφή κι
επικόλληση από συγκεντρωτικό τόμο ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις
Μελάνι 2013]
ΥΠΝΟΣ ΙΕΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙΣΙΟΣ ΣΕ ΚΡΕΒΑΤΙ…
( … με γυναίκα χωρίς γυναίκα σε καναπέ
στο στρώμα
στο πάτωμα στο χώμα
κάτω απ’ το χώμα…
Είχα ένα καρκίνο ιάσιμο…)
Στέκομαι στη σκάλα του πατρικού σπιτιού σαν λυπημένος και
σαν αναποφάσιστος.
Ένα κοτσύφι ακούγεται στη βατιά κι
απότομα νυχτώνει
Νιώθω τη μάνα πίσω μου
που πλησιάζει αργά
και μου περνάει μια υποψία
ότι κρατάει μαχαίρι.
Ηχώ – Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
Πώς πέρασαν δεκαοχτώ χρονάκια;
Σε σκέφτομαι. Άρα
υπάρχω!..
Και ποιους εγώ να λυπηθώ
και ποιους να πρωτοκλάψω τους περσινούς τους φετινούς τους αλησμονημένους…
Να λοιπόν που ήρθε η ώρα να σου γράψω. Αντίδωρο στο χάρισμα.
Στον ενικό, γιατί ο
καιρός που σχεδιάζω ή αρχίζω αυτό το γράμμα
μετριέται σαν γνωριμία.
Σου έγραφα από την Κέρκυρα δυο απανωτά καλοκαίρια
κι ύστερα από το Λουξεμβούργο και
τώρα από το Λονδίνο.
Αν το τελειώσω. Και
πώς ν’ αρχίσω; Μελόδραμα!..
Είχα ένα καρκίνο ιάσιμο στον πνεύμονα.
Ε, να, το είπα,
μαζί με το παρηγορητικό ιάσιμο.
Άρχισα σήμερα τις ακτινοβολίες βουτηγμένη στα δάκρυα.
«Oh
dear». λέγανε οι νοσοκόμες. Δεν είναι τίποτα.
Ένα μεγάλο μηχάνημα, που κάνει ένα θόρυβο
σαν αυτά τα φριχτά μηχανήματα που είχα δει στην πατρίδα σου
στα Γιάννενα, που καίνε τα κουνούπια.
Αισθάνεσαι περίεργα.
Σαν να σκοτώνει μέσα σου κοριούς. Τσακ,
τσακ…
Έξι μήνες μετά βρήκα αυτό το γράμμα να μου θυμίσει οικεία
κακά.
Τρόπος του λέγειν να μου θυμίσει.
Μια τα ξεχνώ
και μια τα θυμάμαι με ιερή φρίκη
και τρόμο.
Μη σου φέρει αμηχανία σε παρακαλώ.
Όλα συνηθίζονται.
Όλα θα περάσουν, θα
αδυνατίσω, θα ξεχάσω,
και μετά από κάμποσο καιρό θα σου ξαναγράψω!..
Ελενη
Δε βρήκα το κουράγιο ν’ απαντήσω.
Την άλλη μέρα έπιασα να το αντιγράψω μ’ ένα μαύρο
faber σαν τιμωρία.
Έξω φύσαγε κι οι
λεύκες χιόνιζαν στους δρόμους.
-Κάποιος πέθανε
κι ο αέρας φέρνει τα μπαμπάκια.
-Μικρέ μου Σόλωνα,
τι είπες;
Έρχονται μέρες που ξεχνάω τ’ όνομά μου.
Έρχονται νύχτες βροχερές
βαμβακερές ομίχλες
τ’ αλεύρι γίνεται σπυρί
ύστερα στάχυ
θροΐζεις με πολλά δρεπάνια
αψύς Ιούλιος στη μέση του χειμώνα.
Ζηλεύω τα πουλιά.
Ανώνυμα
βρεγμένα κρυωμένα
αλλά στη μέσα τσέπη της ζωής.
Έτσι είναι τα πουλιά.
Έτσι τα βράδια.
Με τα πουλάκια στις φωλιές
τ’ αστέρια στην τροχιά τους
Φλεβίτσες ουρανού που σκάνε μαλάματα του Γαλαξία
και το χρυσό ανεύρυσμα της Πούλιας.
Παράπονο· που μόνος
μου τα βλέπω
και φεύγουν ένας – ένας οι αγαπημένοι…
Αυτό θα το κρατήσω του θανάτου που μπαίνει στη ζωή κρυφά
με τα παπούτσια του στο χέρι
κι εμείς αθροίζουμε τις απουσίες
επαληθεύοντας
πάλι και πάλι την αφαίρεση.
Φωνή - Στον κόσμο
τίποτε δεν είναι μόνο μαύρο. Βάλε στο κάρβουνο φωτιά θα κοκκινίσει.
Άλλη - ώσπου να
γίνει στάχτη.
Ξανά - Κοίτα τη
νύχτα αχνίζει γιασεμί
Σιγά - και των
οστών λευκή σημαία κυματίζει.
Επίμονα - Από τον
κόσμο τίποτα δεν λείπει
Συριστικά - και
ούτε περισσεύει
Πονετικά - Όσα δεν
βλέπουμε μπορεί να φέγγουνε αλλού με
άλλο χρώμα.
Νύχτα μου μην αλλάζεις
κράτα το μαύρο σου καλά
κράτα το γιασεμί στα δόντια
και τις γυναίκες που αγαπήσαμε νανούρισέ τες σε χλωρά σκοτάδια
να ’χουμε κάπου να κρυφτούμε…
[αποσπάσματα από τη συλλογή του
Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003
αντιγραφή κι επικόλληση από συγκεντρωτικό τόμο ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]
ΔΟΣ ΜΟΥ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ ΝΑ ΤΟ ΚΟΙΜΙΣΩ…
(… ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά… είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά…)
Η διάρκεια είναι πάθος,
Ένα πάθος που σιγοκαίει.
Σύμφωνοι χωρίς
φλόγες αφού τις καταπίνει.
Αλλά και χωρίς καπνούς.
Με λιγότερη στάχτη.
Δεν κορώνει μου λες.
Ούτε κρυώνει.
Αντιθέτως κρατάει ζωντανή τη φωτιά.
Έστω τη σπίθα.
Είναι κάτι κι αυτό.
Είναι πολύ. Είναι
αυτό που μας λείπει.
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ένα πάθος που δεν βλέπεις στο σινεμά
γιατί οι ταινίες διαρκούν το πολύ δυο ώρες
κι όταν πέφτει το τέλος
η ζωή συνεχίζεται.
Ειρήσθω εν παρόδω
όχι όπως θέλουμε
αλλά όπως μπορούμε!..
Η διάρκεια είναι πάθος.
Ιδιαίτερα στην αγάπη.
Σου το λέω εγώ που αγαπώ
τόσους ανθρώπους επί τόσα χρόνια χωρίς να το ξέρουν.
Μεταξύ μας για μένα τους αγαπώ. Μου κάνει καλό…
Όπως η αγάπη μου για σένα
φερ’ ειπείν.
Με κάνει καλύτερο.
Καλύτερο και από σένα ενίοτε… Έλα σε πειράζω…
[αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο
ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003 αντιγραφή και
επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 2012,
εκδόσεις Μελάνι ]
ΣΑΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΜΥΡΩΔΙΑ ΚΛΑΡΑΚΙ ΔΕΝ
ΤΗΝ ΕΧΕΙ…
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο
ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003)
Να σ’ έχω δίπλα μου να σ’ ανασαίνω σαν δημητριακό Ιούλη μήνα!..
Τραγούδι μου
κι εσύ μανάβη της ψυχής μου
ανάβεις σπίρτα μες στο αίμα μου
ανάβεις το ξερό χορτάρι
πέτρινο το γεφύρι πέτρινο
δεν καίγεται μαυρίζει.
Εκεί που σμίγουν δυο ποτάμια και
αδελφώνουν τα νερά
ένα γεφύρι πέτρινο
απλώνει τ’ άσπρα του φτερά.
Ξέρω τα χέρια που το χτίσανε
τα πόδια που το περπατήσανε.
Κρυμμένο μέσα σε πλατάνια
ακούει τ’ άγρυπνο νερό
ένα γεφύρι πέτρινο
που ταξιδεύει στον καιρό.
Ξέρω τα χέρια που το χτίσανε
τα χείλη που το τραγουδήσανε
κι ακούω το γέλιο της χτισμένης
στα πέρατα της οικουμένης.
και υπάγει ο κίρκας της μακρέα και το
ταξίδιν μέγα
κι η κόρη από της λύπης της τους μήνας καταράται.
-Να κεις φλεβάρη φλέγεις με
και Μάρτη εμάρανές με
Απρίλη απριλοφόρητε
και Μα κατακαμένε
τον κόσμο κι αν
εγέμισες τ’ αθίτζια και τα ρόδα
την ιδικήν μου την καρδιάν τους πόνους και τα δάκρυα.
ΕΓΩ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΝ ΒΑΣΤΩ ΤΗΝ ΠΙΚΡΑ ΤΗΝ
ΑΝΤΕΧΩ
(… κλαίω γιατί σε ξέχασα και
όχι που δεν σ’ έχω…)
Διώχνω: Όνομα κι
αυτό!..
Διώχνω του Δήμου, το γένος Ζώτου. Γυναίκα του Κώστα Δήμου – χρόνια με καφενείο στους
Φιλιάτες –
με πατέρα καφετζή,
τον Τάκη δήμο, και αδελφό καφετζή και φωτογράφο, τον Γληγόρη, μ’ εκείνη την ξυλόγατα
κοι – τάξ – τε το που –
λά – κι
Από πού ν’ αρχίσω;
Από τα ζυγωματικά.
Τόση γλύκα και δύναμη στο πρόσωπό της, που το ’καναν
αβάσταχτο.
Θεία της μάνας μου, αδελφή της γιαγιάς Φυμήγιας,
που χήρεψε στα είκοσι εφτά με τρία παιδιά μικρά,
τον Αντώνη -
συγχωρέθηκε εδώ και χρόνια –
την Κάλλιω - σύζυγο
Ιωάννου Γκανά μέχρι 30 Νοεμβρίου του 1985
και έκτοτε μητέρα μου για πάντα –
και τον Νάσιο στη Θεσσαλονίκη.
Ο μόνος εν ζωή τώρα που γράφω, μαζί με τον πατέρα μου τον Γιάννη.
Καλή τους ώρα.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Τα δάχτυλά της μέσα
στα ποτήρια που τα ’πλενε
κι ακούγαμε το τρίξιμο ως την πλατεία
κι έβαζε το κεφάλι του στην πόρτα ο Βουγίδης,
«Κυρα-Κώσταινα, θα κόψεις κάνα δάχτλο», δεν απαντούσε,
χαμογέλαγε κι όλο μουρμούριζε στην άνδρα της για το ’να και τ’ άλλο
κι αυτός λεπτός, αμίλητος και πέρα δώθε, να κόψει αγγουράκι και
τυρί, καμιά ελίτσα για το ούζο,
και πάνω που ’παιρνε το δίσκο να σερβίρει,
πέταγε την κουβέντα του,
φαρμάκι,
κι αυτή του τα ’ριχνε στις πλάτες, λόγια
και βλέμματα καρφιά,
που δεν τον έπιαναν,
τρίβοντας τα ποτήρια με μανία,
τόσο που ακούγανε το τρίξιμο από το Πούσι το Πλατύ ως τις Κογκέλες.
Ήθελε να τη λένε Διονυσία.
Ήθελε να ’κανε παιδιά σαν τη Γληγόραινα τη συνυφάδα της.
Μαζί μπήκαν σ’ εκείνο το ποτάμι, Νοέμβρη μήνα,
γυρίζοντας από τα χωριά του Βούρκου, ιδρωμένες,
ξεθεωμένες από τον ποδαρόδρομο, ζαλωμένες καλαμπόκι.
Ένιωσε το νερό ν’ ανεβαίνει σαν φίδι στη ζεστή κοιλιά της
και να τη σφίγγει,
να τη σφίγγει,
ώσπου άκουσε κάτι να σπάει μέσα της
«Σα να μου κόπηκαν εφτά θηλιές άντερα»
Γιατροί, παραγιατροί
– γυναικολογικά. Έμεινε άκληρη.
Τι κάθομαι και λέω.
Λόγια.
Τα θέματα παλιώσανε κι οι ρίμες
κουράστηκαν και ζούνε με τις μνήμες
παρέα με ωδές και με σονέτα
και δυο σειρές παράσημα στα πέτα.
Με λόγια και τσιγάρα κάθε βράδυ
σκιές υφαίνω μέσα στο σκοτάδι
που κάποιος τις ξηλώνει την ημέρα
κι η τέχνη μου σκορπίζει στον αέρα.
Τα ψέματα τελειώσανε
κι η ρίμα
μέσα στου τραγουδιού την παντομίμα
χειρονομεί βουβή χωρίς να πείθει·
ριμάρει το κουκί με το ρεβίθι;
Πρώτο τσιγάρο μετά από είκοσι μήνες.
Πρώτη ανάσα με εμπλουτισμένο αέρα.
Ένα πλούσιο μείγμα βλαβερών υλικών
τήκεται στην υψικάμινο της καύτρας.
Ξανθό χαρμάνι λευκό τσιγαρόχαρτο
σωματίδια σκόνης:
όλα στάχτη.
Εισπνοή. Πλατυτέρα.
Να δούμε θα βγει καπνός
ή γλώσσες φωτιάς απ’ το στόμα;
Εκπνοή. Καπνός Λευκός αναθρώσκων καπνός.
Παραδίδομαι στη ζάλη της πρώτης φοράς.
Εδώ είμαστε.
Πρώτο τσιγάρο μετά από είκοσι μήνες.
Πρώτο ποίημα μετά από χρόνια.
Λοιπόν, που είχαμε
μείνει;
[αποσπάσματα από τη συλλογή του
Μιχάλη Γκανά Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 2012, εκδόσεις Μελάνι ]
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΑΝ ΧΟΡΕΥΕΙ Ή
ΠΑΡΑΠΑΤΑΕΙ…
(αποσπάσματα από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά Ο
ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ 2003)
Μοιάζει ανάρρωση γλυκιά
με απουσίες δικαιολογημένες
μέρα της άνοιξης
που λείπουν όλοι από το σπίτι
και οι θόρυβοι ακούγονται αχνά μέσα κι έξω από το σώμα.
Ο ήλιος συνομήλικος
και σκασιάρχης
καπνίζει σκόνη
και φυσάει γύρη στο δωμάτιο.
Σιγά – σιγά το ποίημα μεγαλώνει·
με πόνους με
χαρές και λύπες
και ξανά χαρές
μέχρι που βλέπει τις πρώτες άσπρες λέξεις.
Και τυφλώνεται.
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με
έξι
ραβδοσκοπώντας φλέβες τ’ ουρανού
ώσπου σκοντάφτει στον τελευταίο στίχο.
Αυτός ο στίχος είναι αχθοφόρος
που σηκώνει στις πλάτες του το ποίημα
και σταθερός βατήρας για τον τελευταίο στίχο
που παίρνει φόρα και πηδάει στο κενό.
Ο τελευταίος στίχος
δεν είναι πάντα ο έσχατος.
Μπορεί να γίνει ο
πρώτος στίχος ενός ποιήματος
που γράφει κάποιος αναγνώστης.
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ ΚΙΝΕΙΤΑΙ
ΔΙΑΡΚΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΠΟΛΟΥΣ
(… χωρίς ποτέ να αισθάνεται ότι
οφείλει να διαλέξει και να περιοριστεί είτε στον έναν είτε
στον άλλο…)
θιασώτης του
ελεύθερου στίχου, δεν διστάζει ωστόσο, συχνά πυκνά, να εκφράζεται με τους
στιχουργικούς τρόπους της παράδοσης· ποιητής του ορεινού τοπίου και της
γενέθλιας επαρχίας, περιγράφει επίμονα την καθημερινότητα της αφιλόξενης πόλης
και την πικρία της εσωτερικής μετανάστευσης· κυριευμένος θαρρείς από τον θάνατο
και τη μνήμη των απόντων, λυτρώνεται και λυτρώνει τον αναγνώστη του με τη
δύναμη του έρωτα και της αγάπης. Και έτζι δια τα άλλα, όπως θα έλεγε ο
Εγγονόπουλος. Όπου, στα άλλα, μπορούμε
να προσμετρήσουμε και το αντιθετικό δίπολο ποιητής του γραφείου και του βιβλίου
από τη μία πλευρά και ποιητής της φύσης και της ανθρώπινης φωνής από την άλλη
(poeta doctus και poeta vates, θα μπορούσαμε να πούμε, τηρουμένων πολλών
αναλογιών). Το παράδοξο, εν προκειμένω, είναι πως ο Μιχάλης Γκανάς φαίνεται να
είναι και τα δύο: είναι ο ποιητής της γενιάς του που κατεξοχήν διαμόρφωσε την
ποιητική φωνή του στην ύπαιθρο και στην προφορική παράδοση του τόπου του και,
συγχρόνως, είναι ο ποιητής που διαρκώς στα ποιήματά του συνομιλεί με άλλα
κείμενα και συγγραφείς με τους οποίους αισθάνεται συγγένεια. [Χαράλαμπος
Γιαννακόπουλος, Νέα Εστία]
Δευτέρα,
20 Νοεμβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου