(…ώρες σε κοιτώ να περνάς μία – μία τις σφαίρες του ορατού……)
… και ξέροντας
την Κόλαση να ξαναγυρίζεις στη γη…
Τα μπλε και τ’
αεράκια μισοπεθαίνουν στα δάχτυλά σου
τ’ ακουμπάς στο
πραγματικό
εκεί που ήσουνα
για μια στιγμή το κέντρο.
Έχεις τον
πειρασμό ακόμα
στη στάση της
κεφαλής να μη θελχθείς
να μη δοκιμάσεις
κανέναν συγκεκριμένο θάνατο
αλλά αιώνια να
περιμένεις
να γίνει η
άρνηση καλό και το καλό η παύση!..
Σε κατεβάζουν τα
σκοινιά σιγά – σιγά από ψηλά
είσαι τ’
όνειρο και μόνο εσύ ξέρεις
πόσο πονάει η
αγάπη η αγάπη της ύλης
μόνο εγώ
ξέρω πως κάποτε
ήσαν ένα και τα
δυο, φως
και χώμα.
Κάθε φορά μπορεί
να ‘ν’
η τελευταία
ίσως να μείνεις
πίσω πια
με τις λίγες
ψυχές που καρτερούν το άδειο
να τους
δοθεί, να τις δεχθεί
να γίνει το
σπέρμα νόημα στον κυκλικό αέρα!..
[ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984
κι ακολουθούν
ΤΑ ΚΟΥΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Έτσι που ανεβαίνω πονώντας δεν έχω πια καμιά εξυπνάδα να με σώσει…
ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΟΣ
είναι εκεί που ανοίγουν οι κλάδοι τα όνειρα…
ΑΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΠΙΣΤΕΥΑ ΣΤΟ ΘΕΟ θα ’χαν τα χέρια σου άπειρες ερμηνείες…
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Ερχόταν η βροχή κι ήθελα να μάθω το σώμα μου να χαίρεται μόνο του
ΕΡΩΤΑΣ Η ΣΚΛΗΡΗ
ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ Το πρωινό ανοίγει πάλι τους
λάκκους των έργων του… και
Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΕΚΕΙΝΗ… φανερώθηκε πάλι…
όλα με αντιγραφή και επικόλληση από
Συγκεντρωτική έκδοση: ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ ΠΟΙΗΣΗ 1963
-2011, εκδόσεις Καστανιώτη
ΤΑ
ΚΟΥΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ
ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984)
Ι
Έτσι που ανεβαίνω πονώντας
δεν έχω πια καμιά εξυπνάδα να με σώσει·
φαντάζομαι το
θείο μυαλό αναπαμένο
σαν το δικό μου
στην άγνοια
μυρίζω ακόμα τα μαύρα
στάχυα της κεφαλής σου
αλλ’ ευφραίνομαι
μες τη βαθιά γαλάζια κουταμάρα.
Το μέσα δεν νοείται με το νου:
θέλω να γνωρίζω
όπως γνωρίζει η εξέχουσα
κρεάτινη ψυχή σου
τα μυστικά εγώ μου
κι αποσύρεται πάνσοφη
μόλις με δοκιμάσει…
Ώρες της ρίζας
ώρες του βλαστού
στιγμές της πέτρας
ως το πέντε μόνο ξέρω να μετρώ,
τις αισθήσεις π’
αποσχισμένες απ’ τη σκέψη
θα λάμψουν τέλειες στ’ ακροδάχτυλα.
Κι αυτή η αποσπασματική αφή
παύει για μια στιγμή
να κόβει τον έρωτα
στα χίλια κομματάκια
που το συνηθίζει να θυσιάζει
το σύνολο του σώματος
στην τυφλή έλξη
του λατρεμένου βάθους!..
Χάνεται η νοημοσύνη
σαν αμβλυνθεί το μαρτύριο της αγάπης
γιατί μόνο το σουβλί συλλογάται κανείς
ό,τι τον πονάει…
Αλλιώς στα φύλλα
αλλιώς στα χώματα
αλλιώς στα χοντροκάπουλα σύννεφα
γεννιούνται οι ιδέες
κι εμφανίζεται η φύση
στο τιμόνι ηλίθια
να μας οδηγεί στον πάτο!..
ΙΙ
Έλα, μνήμη του αργού κυττάρου
να μ’ ανασύρεις απ’ τ’ ανελεύθερα βάθη
εκεί που ακόμη όλο πονηριές
πάω να κρατήσω τη
γεύση του άλλου
τη ρευστή ποίηση
του ποταμού έρωτα.
Σταματάει η ακατάσχετη
θνησιμότητα του χρόνου
σαν απλωθώ πέρα απ’ το παιχνίδι
ενώ ο πολυσύνθετος νους
που επιστρατεύεται να μαντέψει
τη μαύρη δαμασκηνιά δολιότητά σου
ξεκουράζεται στις
λυγερές κούνιες των βλαστών.
Οι χαρμόσυνες κλειδώσεις
του καλού μας καβαλάρη
έχουν δική τους λογική
που μοιάζει με την κίνηση
του φοίνικα όταν τη σκιά του ερωτεύεται
και μες τ’ απόγεμα ζει
την αρμονία της απόλυτης ζωής του.
Τυραννάει το άδειο
π’ αφήνει το σχήμα σου
σαν τα μεγάλα αινίγματα της φύσης
αλλ’ αν για μια στιγμή χαθεί το σώμα παρασυρμένο
απ’ τις τόσες δυνατότητες των άπειρων θανάτων του
η ευφυΐα αχρηστεύεται
σαν το πανί στην άπνοια
κι ελεύθερη είμαι
να μοιράζομαι με τους μωρούς το ανεξήγητο!..
ΙΙΙ
Καμιά πρόθεση δεν σημειώθηκε ποτέ
από τον ουρανό να μας πληρώσει με όντα
και πάντα ακουγόταν ολομόναχο
το ξωτικό πουλί του πάθους
να ουρλιάζει τα τραγούδια του
στον σκοτεινό παράδεισο
της φαντασίας!..
Απ’ του σάλιου σου την αόρατη κλωστή
σαν ροζ μυγούλες στον αέρα
κρέμοντ’ οι ρώγες μου
όπως μετεκπαιδεύομαι
στο τίποτα
και βρίσκω φυσική
την απουσία.
Με φευγαλέες λάμψεις
απ’ το τσακμάκι σώμα σου
πώς να φωτιστεί η τελειότητα
των άλλων σου σχημάτων
η στρογγυλή μελαγχολία σου
ο αίλουρος της άρνησής σου
η μυτερή πυραμίδα της αγωνίας σου;
Αχ!.. ο κακός υπολογισμός των ημερών μου
με αλλωνών ημέρες
όταν για μια μόνη στιγμή
ο εραστής, ο ωραίος
νεωκόρος του χρόνου
πρωτοδοκιμάζει μες τα ερείπια χέρια μου
το ράγισμα της άθραυστης
καρδιάς του
ΙV
Η πραγματικότητα δεν έχει φαντασία
το μέλλον της μονάχα τη στολίζει μια αλήθεια σίγουρη
που λάμπει πάνω από την ύλη.
Οραματίζομαι να βγω
από την πολυδαίδαλη θλίψη
τις δοκιμασίες του πληγωμένου νου
και μόριο πια του μέλλοντος
να δοθώ ολόκληρη στο μαλακό άπλετο τίποτα
που περιέχει το θάνατο μου
μα μένει άθικτο στο τόσο μαύρο!..
Και να σ’ αγαπώ σαν
όπως ο Θεός λεν αγαπάει, σαν
όπως η φύση
χωρίς να υποδουλώνομαι
στη δική σου πράξη
και με τα μονότονα ρεσιτάλ των δαχτύλων μου
να σ’ αντικαταστήσω.
Ελεύθερη και κουτή
σαν τον αέρα στη συκιά
όταν τεντώνοντας το σώμα στη δροσιά
δρέπει ο άπορος της ψυχής τα μέλια
να σε κοιτώ περίλαμπρο
στη μαύρη αρχοντιά σου
και να πλέω παράλογη
γλείφοντας τα πικραμύγδαλα
στο πάνω μέρος του κρανίου σου
αγγίζοντας τις ωραίες ευαισθησίες της σιωπής σου
καταπίνοντας τα σπασμένα γυαλιά της καρδιάς σου
ρουφώντας τους υγρούς
αρνητικούς σου χρόνους!..
Και τότε μένουν κουτά τα πράγματα δικά μου, ολόκληρα
οι ουράνιοι μονόλογοι
ψηλά στους εσωτερικούς αμμόλοφους
γύρω απ’ τη θάλασσα της άγνοιας!..
[από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984]
ΕΚΕΙ
ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΩΡΑΙΟΣ
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984)
Εκεί που είσαι ωραίος
είναι εκεί που ανοίγουν οι κλάδοι τα όνειρα
και ξετυλίγονται σαν χλοερές γάζες
πάνω απ’ τα σκληρά κι ανήλικα πράγματα του κόσμου.
Εγώ τυχαία βρέθηκα εδώ
κάτι αμετάκλητοι πόλεμοι
με το μέλλον
κι η τελευταία θρασύτητα η πριν από την πτώση
μ’ έφεραν στα ολάνθιστα σοκάκια
στη βαθιά σιωπή της προσωπικής σου άνοιξης
όταν αμετανόητος για την ωραιότητα
μοιράζεσαι τα πάντα με τη νύχτα.
Όμως υπάρχει μια απορία στον έρωτα
μια φρίκη μπρος στην πρόσκαιρη αξία
του υποκινητή
και τότε το θαύμα του όμορφου
μοιάζει μ’ ένα μακρύ τούνελ μες στο χρόνο·
φορτώνεται με μαύρο η περίλαμπρη άμαξα
άμαξα πένθους στην άλλη άκρη…
Κι εγώ περνώντας όλο χαλώ
με την πράξη
αυτό που χωρίς την πράξη
δεν υπάρχει.
Αγγίζω
και θυμάμαι:
μια από τις πέντε αισθήσεις
ήταν αρκετή
όταν η ζωή είχε μια παραπάνω αρετή
την αλήθεια!..
ΑΝ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ
ΠΙΣΤΕΥΑ ΣΤΟ ΘΕΟ
Αν τουλάχιστον πίστευα στο Θεό
θα ’χαν τα χέρια σου άπειρες ερμηνείες
όταν κινούνται και μ’
ανεβάζουν στον ουρανό
έναν ουρανό σαν του Ρίλκε με λυπημένους αγγέλους
να φυσούν τη μοναξιά κάτω στη γη
υπονοούμενα φτερά και
ντροπαλή η μιλιά τους
γιατί δεν υπάρχουν.
Αν τουλάχιστον πίστευα στο Θεό
θα μου είχε εξηγηθεί η παράλογη
επιμονή μου να βασανίζομαι
να πατάω έξω απ’ τον άσπρο κύκλο
της μικρής ευτυχίας
θα ’χα πέτρα μέσα μου δύναμη
για την ατέλειωτη ελεγεία της ζωής μου.
Μα θα μείνω με τους αγκώνες στο τραπέζι
να σε κοιτώ ακίνητη να τρως
ελπίζοντας σε μια μνήμη αφύσικη
μακρύτερη απ’ όσο φως θα ζήσεις.
Όταν θα ’χεις βασιλέψει μες το χρόνο
με φουντωμένο σγουρό βασιλικό
το γκρίζο της κεφαλής σου
ανήμπορος, τυφλός
θα φωνάξεις το γιο σου τον Βενιαμίν
στο σκοτάδι
καταρράχτης ο θάνατος
θα σου θαμπώσει τα γυαλιά
κι όπως αθόρυβα θα κλείνουν
τις πόρτες οι νοσοκόμες
στον εγκέφαλό σου θα κατρακυλούν οι συλλαβές
θα σε κουφαίνει φωνή μου
σαν φώναζα τ’ όνομά σου πέρ’ απ’ τη θάλασσα.
Αν τουλάχιστον πίστευα στο Θεό
ο χωρισμός απ’ το σώμα σου - το σώμα μου –
θα ’ταν προσωρινός
κι ο θάνατος δε θα ’χε άλλες συνέπειες.
[από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984]
Ο
ΜΑΥΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ (Άγαλμα στο κοιμητήρι της
Αϊόβα)
(από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΟΙ
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984)
Ερχόταν η βροχή
κι ήθελα να μάθω το σώμα μου
να χαίρεται μόνο του το γκρίζο του μέλλον
σαν θα μαυρίσει ο ουρανός
και στο κοιμητήρι δε θα λάμπουν πια
οι πράσινες πελούζες
όταν μ’ έπαιρνες απ’ το χέρι
να δούμε τον Μαύρο Άγγελο.
«Σαν θα πεθάνω»
-είχε πει η χτυπημένη απ’ το θάνατο
γυναίκα –
«θέλω το άγαλμά μου ολόλευκο πάνω στον τάφο
ασάλευτη να στέκομαι κάτω απ’ τα φύλλα
αγάπη μου, και να
’ρχεσαι
με τα ροδαλά σου μάγουλα πεντάμορφα στο κρύο
τα δάχτυλά σου ζωντανά την πέτρα μου να πιάνουν
τα νύχια σου ολοστρόγγυλα να γρατσουνούν το λίθο.
Αγάπη μου, που θα ’σαι ακόμη
εκτεθειμένος στη ζωή
όπως εγώ στον ήλιο.
Μ’ αν σε μαυλίσει ρώγα σκούρα η νύχτα του Ιούλη
αν σε βρει ερωτευμένο πάλι
τα πόδια να βρέχεις στο νερό
κι εκείνη να σε πλένει σκυμμένη
γελώντας ερεθισμένη
αν αναστήσεις τον καιρό
και με μια κίνηση απαλή
το βάρος μου πετάξεις
μαύρο το άγαλμά μου ας γενεί,
το μάρμαρο γρανίτης»
Κυριακή.
Μια ησυχία ακίνδυνη τριγύριζε τα σπίτια
κι ένα φθινόπωρο γλυκό
σιγά ονειρευόταν.
Γαμψά μαύρα φτερά
αρπαχτική μαύρη ψυχή
στο πάρκο στήνεται ψηλή
η υπεροπτική γυναίκα.
Φαντάστηκα το σώμα της
αργά να καρβουνιάζει
όπως ο εραστής αλάφρωνε
κι άφηνε την κλεισούρα·
κατράμι η καρδιά της
χάνονταν στη σκουριασμένη θλίψη.
Μ’ αυτός βαστούσε στήθος ζωντανό
και σε ζεστά μέσα μαλλιά το στόμα του μιλούσε:
«Τι ’ναι η πίστη που ζητάς
μπροστά σ’ αυτή την τρύπα
που καταπίνει ό,τι βρει
την πιο γερή ουσία
και χάσκει όλο χάσκει σκοτεινή;
Τη γέννησή σου αγάπησα
όχι το θάνατό σου
μη μου ζητάς να μη διψώ τον κόσμο·
ό,τι δεν πρόλαβα να πιάσω και να δω
διπλά με μαχαιρώνει».
Περπάτησα σ’ ένα φως βαθύ,
βαρύ
που μόνο η νύχτα ξέρει
κι ο Μαύρος Άγγελος έστεκε
μαύρη σκιά, μονήρης.
Τα μάτια της αγάπης μου παλιώσανε στη μνήμη
και της πιο πριν χειρότερα:
τα ’φαγε το σκοτάδι.
Καρδιά μου, σου υπόσχομαι μια τέλεια εξαφάνιση
γλυκά και χωρίς πίκρα.
Βάλε το χέρι σου εδώ:
εδώ αρχίζει η τρύπα!..
ΑΛΛΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΙΟ ΣΚΛΗΡΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ…
(… η γνώση του ολόκληρου επιβάλλεται πάλι σαν το
μόνο πάθος…
τότε που το
καλοκαίρι είχε το τέλειο νόημά του…)
Το πρωινό
ανοίγει πάλι τους λάκκους των έργων του
από πάνω κρέμεται το κάθε
τέλος λουρίδες με κολλημένες τις μύγες της ευαισθησίας μας τα λεπτότατα αυτά έντομα της εσωτερικής
φθοράς μας. Αλλά ο έρωτας είναι η πιο
σκληρή απελπισία δεν περιέχει το τέλος
του σαν όλα τα παρήγορα πράγματα της
φύσης διαβιώνει πριν από τη
λύτρωση σαν λύτρωση να μην υπήρχε και τέλος να ’ταν μόνο της αρχής η οδύνη… Α!.. τίποτα δεν κάνω πια να σηκωθεί ξανά το αεράκι της ύπαρξής
μου μόνο θαυμάζοντας τη σωστή γεωμετρία
του αόρατου χρόνου που μέσα του σε
περιμένει να περάσεις έρχομαι σ’ ένα
παράφορο θάνατο κοντά σου κι
αποκαλώ φως το μαύρο φτερό που
με αγγίζει!.. Φανερώθηκε πάλι η
μελαγχολία εκείνη όπως όταν τα νερά
τραβιούνται βρίσκεται στο κενό η
πληγωμένη πέτρα και κάθε πνοή αέρα την
πονάει. Η γνώση του ολόκληρου
επιβάλλεται πάλι σαν το μόνο πάθος ένα δρόμος μόνο από το πένθος της αλησμόνητης ελιάς τότε που το καλοκαίρι είχε το τέλειο νόημά
του ακουμπώντας στις γαλακτερές τυφλές
πεδιάδες της ζέστης. Στ’ αυτιά, στια
αμασχάλες είναι τ’ αλάτια της ατέλειωτης δίψας μου ενώ ξανά στροβιλίζεται στο φως το άπειρο που έγινε σώμα για να με
τυραννήσει. Σαν σε αμάξι κλεισμένη πλησιάζω ένα κλάμα κρυμμένο στον κήπο πίσω από τις φτέρες δυναμώνει η φωνή
του και με παίρνει η μελαγχολία του
φόβου το μόνο πια επικό στοιχείο της
ημέρας!.. [ΕΡΩΤΑΣ Η ΣΚΛΗΡΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ
και Η ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΕΚΕΙΝΗ, δυο
ποιήματα από τη συλλογή της Κατερίνας
Αγγελάκη – Ρουκ ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ 1984 –
συγκεντρωτική έκδοση: ΠΟΙΗΣΗ 1963 – 2011, εκδόσεις Καστανιώτη]
Παρασκευή, 3 Νοεμβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου