Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2023

ΣΑ ΝΑ ’ΧΕΙ ΚΑΠΟΥ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΝΑ ΣΤΑΘΕΙ

 (… σαν να ’χει κάπου κι ο Θεός πατρίδα…)


Ξέρω πως είσαι μέσα μου κι ωστόσο   θαρρώ πως

απ’ τον έξω κόσμο θα ’ρθεις

Ακούω τα βήματά σου να πλησιάζουν   από τα βάθη μακρινού διαδρόμου

Άλλοτε λυπημένα με κοιτάς    μεσ’ απ’ το φως φανταστικής οθόνης

μου δείχνεις ένα πέτρινο πηγάδι

κι ένα παιδί στο φιλιατρό    να κλαίει

Κάποτε σκοτεινιάζεις  και  γεμίζεις   τον ύπνο μου κεριά  και  μαύρα ρούχα

και σε φοβάμαι μέσα στην αγάπη 

και σε φοβάμαι μέσα στην ελπίδα

Όμως καμιά φορά χαμογελάς

με τόση τρυφερότητα   με τόση παιδική μνήμη

που άξαφνα διακρίνω  -  κάπου στα βάθη των διαλογισμών

κάπου στα μάκρη ενός χαμένου κόσμου –

πρόσωπα που εξαγνίζονται    στο φως

πράγματα που εξαχνίζονται   στη δόξα

 

Σα να ’χει κάπου ο χρόνος να σταθεί

 

Σαν να ’χει κάπου κι ο Θεός πατρίδα!..

[ΑΝΑΜΟΝΗ  κι άλλοι στίχοι από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη  Ο ΑΠΟΛΠΟΥΣ 1999   - αντιγραφή και επικόλληση  από το συγκεντρωτικό τόμο ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011]

 

 


Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999)

Δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ – δε θυμάμαι

Αντίκρυ μου εφτά παλικάρια με πρόσωπα   μάσκες ανέκφραστες

Τα πλοία τους στο «παρά πόδα»

Αρνούμαι να μου δέσουν τα μάτια

Ο επικεφαλής του αποσπάσματος παίρνει θέση στο πλάι

Η φωνή του αντηχεί παγερή   - Επί σκοπώ

Ασυναίσθητα κλείνω τα βλέφαρα

Όμως δεν ακούγεται ΠΥΡ

Όταν τ’ ανοίγω πάλι βλέπω απέναντι

μια μαρμάρινη κρήνη μ’ εφτά σκαλιστές κεφαλές

απ’ όπου τρέχει γάργαρο νερό

Ο επικεφαλής έχει σκύψει  και  πίνει

Ύστερα σκουπίζει τα χείλη με την παλάμη του

γυρνά το βλέμμα προς εμένα  και  χαμογελάει

Τι περιμένεις;  με ρωτά καλοσυνάτα

Έλα να πιεις νερό να ξεδιψάσεις

Για τ’ άλλα μην ανησυχείς   Άλλοι φροντίζουν!..

 

ΔΥΟ ΜΟΝΟΚΟΝΔΥΛΙΕΣ

α. Η γριά

Γυαλίζει ο δρόμος στη βροχή και δε

θυμάμαι πού πηγαίνω  κι  η γυναίκα

μια στείρα   μια γριά σακατεμένη

που στο κατώφλι σέρνεται θλιμμένα

χαμογελά  και   πού πηγαίνεις   λέει

κανείς δεν είναι πια σ’ αυτή την πόλη

στο κάθε σπίτι τρέμει ο λυχνοστάτης

στο κάθε σπίτι κλείνει ο τελευταίος

κι αφήνει μόνο μια χαραμαδίτσα

για τους ανυποχώρητους   μα τώρα

ρημώθηκαν οι δρόμοι κι οι πλατείες

νεκρές και τα καρνάγια ρημαγμένα

κι οι άνδρες μας καιρό ξενιτεμένοι

λησμονημένοι σε παλιά ταξίδια

κι άλλες γυναίκες πια δεν έχει ο τόπος

να σε καλοδεχτούν  και  να σου στρώσουν

και μόνο εγώ σου απόμεινα καλέ μου

μια στείρα

μια γριά σακατεμένη

σε σκοτεινή αγκαλιά να σε τυλίξω

 

β. Το συμβάν

Ήταν το σπίτι σκοτεινό κι η θύρα

μισάνοιχτη  και  μπήκα σα να μ’ είχε

φωνάξει κάποιος απ’ το βάθος όμως

κανείς δεν ήταν   μόνον άδειοι τοίχοι

σοβάδες γκρεμισμένοι  και  σπασμένα

των προκτητόρων έπιπλα και σκόνη

που γέμιζε το στόμα  και  το στήθος

κι έψαχνα ψηλαφώντας στο σκοτάδι

χωρίς να ξέρω τι  κι  αναζητούσα

κάποιον που δεν εγνώριζα  και  μόνον

όταν και πάλι βρέθηκα στου δρόμου

την καταχνιά  και  τα λιωμένα φώτα

σα να ’χα από λήθαργο επιστρέψει

θυμήθηκα

και μέτρησα τα χρόνια

κι είδα πως είχα χάσει τη ζωή μου

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999]

 

ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999)

Ακούσατε τη γύρω μελωδία;

Τα μυστικά τροπάρια των αγρών;

Ζήσατε τα συμπόσια των νεκρών

και των νηπίων την ολονυχτία;

 

Ψάξατε μέσα στ’ όνειρο το χρώμα;

Στον έρωτα την πένθιμη επωδό;

Βαδίσατε την τεθλιμμένη οδό

μ’ ένα λευκό τριαντάφυλλο στο στόμα;

 

Διασχίσατε τη στενωπό των στίχων;

Τη σκυθρωπή κοιλάδα των λυγμών;

Λάμψατε στη φωτόρροια των λαιμών

και τη χρυσή παλίρροια των βοστρύχων;

 

Διεισδύσατε στα μύχια των πραγμάτων;

Στων υπογείων ρευμάτων τη βοή;

Στην άδηλη του απείρου αναπνοή;

Στην εύγλωττη σιγή των αγαλμάτων;

 

Δώσατε στ’ όνομά σας παρουσία;

Στο παγωμένο στήθος προσευχή;

Κλάψατε για την έρημη ψυχή

και του Θεού την άλυτη αφασία;

 

Τίποτα δεν επράξατε στο λίγο

κι άσκοπα σπαταλάτε το πολύ

Σβήνω τα φώτα   Πόνεσα πολύ

Γυαλίζω τα φτερά μου για να φύγω

 

ΤΡΙΑ ΕΝΥΠΝΙΑ

α. Ξενοδοχείον ο Απόπλους

Δεν το ξεχνώ το πανδοχείο εκείνο

Τον ξενοδόχο που χαμογελούσε

με ο ένα μάτι πάντοτε κλεισμένο

σαν να ’χε βρει του αινίγματος τη λύση

Την καμαριέρα με το μαύρο δόντι

που διέσχιζε τους έρημους διαδρόμους

κρατώντας πάντα μια σβησμένη λάμπα

λες κι είχε κάτι να μας φανερώσει

Το θάλαμο  τα δώδεκα κρεβάτια

-γύρω βαλίτσες   μπόγοι   πατερίτσες

κι η μυρωδιά παντού του σάπιου χόρτου –

Ν’ ακούγεται βροχή   να κάνει κρύο

να χώνεσαι στα βρώμικα σεντόνια

να βγάζει ο διπλανός το πρόσωπό του

μεσ’ από τις κουβέρτες και να λέει

Καλά να σκεπαστείς να μην κρυώσεις

νύχτα θα καβατζάρουνε το κάστρο

μπάζει φαρμάκι από τις χαραμάδες

 

β. Η βάρκα

Παιδί σκαρφαλωμένο στο δοκάρι

κοιτάζω τα νερά που πλημμυρίζουν

σκεπάζουν τα σανά  και  τα πιθάρια

κι όλο ανεβαίνουν   κι όλο με πλησιάζουν

Ακούω φωνές στο δρόμο   ξεχωρίζω

της πεθαμένης μάνας μου το κλάμα

Θέλω ν’ αποκριθώ  φωνή δεν έχω

Και τότε ξάφνου βλέπε τη γυναίκα

να πλέει απάνω στα νερά  σαν βάρκα

γυμνή

σε στάση πρόστυχη

γελώντας

κι απλώνοντας τα χέρια προς εμένα

ξάπλωσε απάνω μου λοιπόν   να λέει

σου ’χω  στο σπίτι μέλι και καρύδια

πάμε να φύγουμε από ’δω δε βλέπεις;

Πληθαίνουν τα νερά και θα μας πνίξουν

 

γ. Το φαγκότο

Ανοίγω τη μικρή γυάλινη θύρα

του σκοτεινού παλαιοπωλείου   χτυπάει

παλιοκαιρινό κουδούνι μα κανένας

δεν έρχεται  Τριγύρω βασιλεύει

τέφρα σιωπής κι ακινησία θανάτου

Ποιος είναι εδώ;  Ρωτώ

και το κουδούνι

ξαναχτυπά καθώς η θύρα κλείνει

Νιώθω πως είμαι πια παγιδευμένος

σ’ ένα ψυχρό νεκροταφείο πραγμάτων

Μισοσβησμένες προσωπογραφίες

παμπάλαια βάζα  και  μουγγά ρολόγια

ζώα και πετεινά ταριχευμένα

που με κοιτούν με το νεκρό τους βλέμμα

Χαμογελά χορεύτρια πορσελάνης

Μου γνέφει φιλικά μακάριος βούδας

Κάτι σα χνούδι νιώθω να μ’ αγγίζει

Ποιος είναι εδώ;  Ξαναρωτώ   και  τότε

φέγγος θαμπό το χώρο πλημμυρίζει

ξανθό κορίτσι βγάζει το κεφάλι

πίσω από τη ροτόντα και μου λέει

πλησιάζοντας το δάχτυλο στα χείλη

Σιγά μη σας ακούσει και σωπάσει

παίζει φαγκότο πάλι  τον ακούτε;

Παίζει φαγκότο

Κάτω

Στα θεμέλια

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999]

 

COTE DAZUR

(από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999)

Μπαρ Saint Tropez damour

Gitanes  και ουίσκι

Νέφος καπνού και πορφυρά κορίτσια

Μια μεθυσμένη κρεολή θυμάται

Σ’ ένα ρημάδι φύτρωσα μου λέει

Μεγάλωσα σε παγερούς διαδρόμους

Στο βάθος βλέπω μόνον άσπρους τοίχους

Μια μοναχή προσεύχεται στο ημίφως

Ένας καμπούρης θυρωρός κλειδώνει

Ξάφνου πηδώ το φράχτη και το φόβο

μέλλοντα ζοφερά με καταπίνουν

πολλά φανάρια μ’ έχουν οδηγήσει

πολλά σημάδια ναυτικών γνωρίζω

πολλών πλανόδιων πωλητών μασχάλες

Παντού καπνός  και  νυχτωμένοι δρόμοι

κι η μοναξιά σαν το βρεγμένο ρούχο

Νυχτερινό κλωστήριο το μυαλό μου

χτυπούν νερά τα χτένια της ψυχής μου

σπάζουν οι αρμοί  και  φως με κατακλύζει

Διακρίνετε στο βάθος τις καμπάνες;

Το Ave Maria  των πεφορτισμένων;

Η Παναγία της Λούρδης επιστρέφει

διασχίζοντας απέραντες εκτάσεις

σε βάθη σκοτεινών χιλιομέτρων

Γιατί κι η μοίρα κάποτε αστοχεί

Γιατί κι η νύχτα κάποτε

φωτίζει

 

ΓΕΡΟΣ

Όλο και πιο βαθιά γαλήνη

όλο και πιο πλατιά ερημιά

κι είναι η ζωή του τώρα ως μια

παρθενογένεση να εγίνη

 

Κάτι στο στήθος του αναβλύζει

σα μούρμουρο σαν αμπολή

και νιώθει ανάλαφρος πολύ

λες κι η ζωή του τώρα αρχίζει

 

Κι είναι ως παιδί που ’χει πιστέψει

πως αύριο κάτι θα συμβεί

και πάει νωρίς να κοιμηθεί

το χρόνο για να λιγοστέψει

 [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999]

 

DRACHENFELS

(Ο Βράχος του Δράκου.  Τοπωνύμιο στη Ρηνανία)

Σας προσκαλώ σε σιωπηλό διαλογισμό

Τόσοι νεκροί μες στη σιωπή μας κατοικούνε

Μορφές σβησμένες που εναγώνια προσπαθούνε

να κρατηθούν να μην κυλήσουν στον γκρεμό

 

Δεν ξέρω αν έχετε εννοήσει το κενό

ή αν ο καθρέφτης σας τη νύχτα σας τρομάζει

Καθένας βρίσκει τη ματιά που του ταιριάζει

το ρούχο εκείνο που τον δέχεται γυμνό

 

Κλείστε τα μάτια σας για λίγο   Ακινητήστε

πάνω στον κόκκο της στιγμής που σας κρατεί

Μαζί με σας το σύμπαν όλο ακινητεί

Και τώρα αργά το πρόσωπό σας ψηλαφήστε

 

Λησμονηθείτε σιωπηλός στο αιθέριο λίκνο

Δε θα ταράξει τη γαλήνη σας κανείς

Γύρω μας λάμπουν τα νερά της προσμονής

μα εμείς κοιτάμε ειρηνικά τον μαύρο κύκνο

 

Μην περιμένετε τον άυλο ταχυδρόμο

Κανείς δε θα ’ρθει να μας φέρει το κλειδί

Μείνετε πάντα το ανεξήγητο παιδί

που αποστηθίζει τβ βροχή στον άδειο δρόμο!..

[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999]

 

ADAGIO  - μνήμη Χρήστου Μπράβου

Οι λυπημένοι περπατούν στους δρόμους

μ’ ένα δικό τους οδηγό της πόλης

Προτιμούν τις παρόδους

τις μικρές   αθόρυβες στοές   τις παρακάμψεις

Δε θα τους βρείτε στα μεγάλα πάρκα

μα στα κηπάρια των εκκλησιών

δίπλα σε γέρους  και  τυφλούς που αποξεχνιούνται

Μαζεύονται νωρίς

δεν έχουν φίλους

ζουν με κατάλοιπα εποχών

με λιγοστά χειρόγραφα   της νιότης

 

Πολλές φορές

κοιτούν   τον άσπρο τοίχο

διαλύονται μέσα στο λευκό του φως

πηδούν το φράχτη   σ’ άλλο κήπο τρέχουν

βλέπουν μορφές   που τις ξαναθυμούνται

-Κάποιοι στο παρελθόν   αναχωρούν

κάποιοι βαθιά στο μέλλον   επιστρέφουν –

Οι λυπημένοι ξέρουν ποιος ανοίγει

τη θύρα   ποιος διαβαίνει το κατώφλι

ποιος τεχνουργεί σκιές στην οροφή

ποιος σηματοδοτεί   το πεπρωμένο

Ξέρουν το χρόνο που   τους διεκδικεί

το χώρο   που επικίνδυνα μικραίνει

 

ΜΗΔΕ ΚΕΛΑΪΔΙΣΜΑ ΠΟΥΛΙΟΥ  ΜΗΔ’ ΕΡΠΕΤΟΥ ΣΗΜΑΔΙ

(… ξέρω καλά – κι ας μην καταλαβαίνω – πως είναι η μόνη λύση του αινίγματος…)

Τέλος μετά μια κοπιαστική διαδρομή έφτασα κάποτε στο τέρμα   Πού ακριβώς είναι το τέρμα δεν γνωρίζω  κι  ούτε κανείς εκεί με περιμένει   Γκρίζο τοπίο σεληνιακό γυμνό  κι  άνυδρο   Χώμα σκληρό  και  ραγισμένο σαν απολιθωμένος πηλός   Μηδέ κελάιδισμα πουλιού μηδ’ ερπετού σημάδι   Και μόνο μια μικρή πηγή διακρίνω που το νερό της βράζει  κι  εξατμίζεται.   Πλησιάζω  και  κοιτάζω σιωπηλός.   Βλέπω τις φυσαλίδες  τον ατμό  ακούω τον ήρεμό της κοχλασμό.   Ξέρω καλά  - κι ας μην καταλαβαίνω – πως είναι η μόνη λύση του αινίγματος [Η ΠΗΓΗ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ 1999 συγκεντρωτική έκδοση ΟΡΕΣΤΗ ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1960 – 2009, Γαβριηλίδης 2011]

Δευτέρα, 6 Νοεμβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ