(…το αιώνιο Ποίημα το Ποίημα που οι επίγονοι θα αποκρυπτογραφούν με λεξικό…
Αυτό το υπέροχο ιδεόγραμμα της λησμονιάς…)
Ο δρόμος από κάπου αρχινά, και κάπου τελειώνει!..
Όσοι τον διανύουν πάνε κάπου· ο ίδιος πουθε΄να δεν πάει!..
Όσοι τον διανύουν ξέρουν την αρχή
και το τέλος του·
η αρχή του δρόμου δεν ξέρει το τέλος του,
ποτέ δεν έφτασε ως εκεί·
το τέλος του δρόμου δεν ξέρει την αρχή του,
ποτέ δεν ξεκίνησε απ’ αυτήν!..
«Παίρνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν πάρθηκε κανένας δρόμος!..
«Χάνω το δρόμο», λέμε, αλλά ποτέ δεν χάθηκε κανένας δρόμος!..
«Γυναίκα του δρόμου, παιδί του
δρόμου», λέμε, αλλά ποτέ δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδί ο
δρόμος!..
Παράξενο αλήθεια…
Αναφερόμαστε σ’ αυτόν σαν να ’ταν
κάποιο πρόσωπο ή ζώο ή
πράγμα…
Λες να φοβόμαστε στο βάθος ότι δεν υπάρχει δρόμος,
ότι δεν υπάρχουν παρά σπίτια ή χωράφια
ή δάση
δεξιά κι αριστερά από μιαν έμμονη ιδέα που τη λέμε δρόμο;
[δέκατο
απόσπασμα από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
1986 με τίτλο στίχους από το 12ο απόσπασμα
Ποιήματα
γραμμένα μες στα περιθώρια Ενός χαρτιού
Μέσα στα
όρια Των στίχων
Με συγκρατημένο
βηματισμό Ελεγχόμενη ανάσα
Μικρά κελιά της
ψυχής μου Μικρά ανήλιαγα κελιά
Που τα
επιθεωρεί ένας δεσμοφύλακας
Θεός αριά και
πού
Αριά και πού
περνάει και κοιτάει απ’ τον ελάχιστο φεγγίτη τους
Κι είναι αυτό το
σπάνιο βλέμμα του
Το μόνο φως που
τα φωτίζει!.. (13 απόσπασμα)
Ακολουθούν κι
άλλα αποσπάσματα από την ίδια συλλογή με αντιγραφή και
επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:
ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ Η
ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη]
ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ
ΚΑΘΡΕΦΤΗ
(κι άλλα αποσπάσματα από τη συλλογή μ’ αυτό τον τίτλο του Αργύρη Χιόνη)
ΙΑ
Ω ναι, ξέρω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις, πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγεις!..
Υπάρχουνε πολλοί που ναυάγησαν μέσα στο κουστούμι τους,
μέσα στη βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το
πουπουλένιο πάπλωμά τους!..
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους.
σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ ένα
κουτάλι του γλυκού…
Αε είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται,
ας είναι γλυκός κι ανόνειρος!..
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει!..
ΙΔ
Τα παράθυρα είναι κάδρα
Κομματιάζουνε τον κόσμο σε τοπία
Κάνουνε πιο υποφερτή την απεραντοσύνη
Μπρος απ’ τα παράθυρά μας
Περνάνε μερικά πουλιά κάμποσα σύννεφα
Λίγο ηλιόφως λίγη βροχή
Για να δώσουμε και κάποιο χρώμα στη σκηνή
Βάζουμε κάποτε και καναδυό γεράνια στο περβάζι
Τα ποιήματα είναι κάδρα
Κομματιάζουν την ψυχή μας σε ψιχία
Κάνουνε πιο υποφερτό το ανέκφραστο
Μεσ’ απ’ τα ποιήματά μας
Περνάνε μερικές ανάπηρες χειρονομίες
Λίγος ανεκπλήρωτος έρωτας
Κάμποση επιθυμία των ουρανών
Για να μην είναι και σχεδόν βουβά
Προσθέτουμε κάποτε και καναδυό ηχηρές συνηχήσεις
Η ζωή είναι κάδρο
Κομματιάζει σε ηλικίες την αιωνιότητα
Κάνει πιο υποφερτή την απεραντοσύνη του ανέκφραστου
ΙΕ
Έτρεχε το μολύβι πάνω στο χαρτί
Δαιμονισμένα έτρεχε λαχανιασμένα
Ώσπου το χέρι πιάστηκε
Ώσπου η ανάσα πιάστηκε
Ώσπου το Ποίημα γέμισε
Γέμισα ασφυκτικά
Αυτό δεν είναι Ποίημα σκέφτηκε
Αυτό είναι μικροαστικό σαλόνι
Αυτό είναι γιουσουρούμ
Πήρε τη γόμα κι άρχισε να σβήνει
Τα σύννεφα να σβήνει και τον άνεμο που τα κινούσε
Τα δένδρα και τα φύλλα τους
Τη φλυαρία των πουλιών και τα πουλιά τα ίδια
Έσβηνε τα παιδιά το τόπι τους και τις
φωνές τους
Έσβηνε τις μανάδες τους που τα μαλώναν
Έσβηνε τους διαβάτες τους εμπόρους τους ζητιάνους
Σαν βόμβα νετρονίου η γόμα του
Άφησε μόνο ένα κομμάτι ουρανού
Το φως του ήλιου δίχως ήλιο
Λίγα άδεια σπίτια Ένα δρόμο έρημο
Τον ίσκιο ενός σκύλου άφαντου
ΙΣΤ
Αυτό το στήθος που ασπαίρει
Αυτό το στήθος που μου καίει το χέρι
Δεν θα το βάλω ποτέ σε Ποίημα
Ποτέ δεν θα το μεταφέρω σε χαρτί
Ούτε άθλια παρομοίωση θα το κάνω
Αυτό το στήθος που στα χείλη μου το
βάνω
Και ρουφώ τη ρόδινη θηλή του
Ακόμα και θηλιά να μου περάσουν στο
λαιμό
Ακόμα κι αν με στήσουνε στον τοίχο
Δεν θα το κάνω στίχο…
ΙΖ
Ακούς το θρόισμα των φύλλων
στα γυμνά κλαδιά του Νοεμβρίου
Βάζεις το χέρι αντήλιο και
μελετάς στο σκοτεινό ταβάνι σου τον ήλιο
Ταρακουνάς ένα ποτήρι με
νερό και
νιώθεις ναυαγός
Σπόρια ξερά μασάς κι
ευφραίνουν δροσεροί χυμοί τον ουρανίσκο σου
Με τα σκατά σου ξαναπλάθεις
κείνο το μήλο το παλιό
Της ράτσας σου εξαγοράζεις το
χαμό!..
Είσαι Ποιητής…
Ονομάζεις τα πράγματα και
υπάρχουν
Ονομάζεις ακόμα και
τις λέξεις
Δίνεις ονόματα στα
επίθετα - επίθετα στα ονόματα
Μεταθέτεις το ρήμα αλλάζεις
τις προτάσεις
Προτείνεις κόσμους νέους
ολοκαίνουργιους
Παίζεις με τις φωνές και
παύει να στηρίζει η γη τον ουρανό
Κι αρχίζει να στηρίζεται η γη
στον ουρανό!..
Είσαι Ποιητής…
Μέσα στο όνειρό σου βλέπεις
το όνειρο των άλλων
Βλέπεις τους άλλους μέσα στο
όνειρό τους
Βλέπεις το μάτι σου να βλέπει
Την άγρια τρέλα έχεις
ημερώσει σαν σκυλί
Υποταγμένη τώρα το μυαλό σου
γλείφει
Η πιστότερη φίλη της φυλής
σου!..
Είσαι Ποιητής και
δεν φοβάσαι το θάνατο
Στη φαντασμένη ευγλωττία του
αποκρίνεσαι
Μ’ ένα περήφανο σίγμα
τελικό!..
ΙΗ
Το σχετικό κορμί σου δεν μπορεί
Τον ακατάσχετο να σχηματίσει καταρράχτη
Των ημερών
Στενό το στέρνο σου αδύναμα τα πόδια
Αδύναμα τα πόδια κι ασταθή
Κι όσο κι αν προσπαθεί ν’ αντισταθεί
Η ψυχή σου
Πάντα η ροή των ημερών νικά
Έρμαιο κούτσουρο αφήνεσαι στο ρεύμα
Αφήνεσαι στο ρεύμα και κυλάς
Ώσπου να προσαράξεις στον πυθμένα
Του καιρού
Πυθμένα από άμμο και χαλίκια
Άμμο και χαλίκια που ήταν βράχοι
Κάποτε
ΙΘ
Η τριβή
Η τριβή του βότσαλου στην όχθη
Η τριβή του ήλιου στην κόψη του βουνού
Η τριβή της καρδιάς στην άγρια επιφάνεια του καιρού
Η τριβή της στιγμής πάνω στον αιωνιότητα
Η τριβή του έρωτα πάνω σε νοικοκυρεμένα κρεβάτια
Η τριβή της συνύπαρξης
Η συντριβή!..
Κ
Ολοένα και φθείρεται η αυγή
Ω!.. πόσο γρήγορα πόσο αμετάκλητα φθείρεται η αυγή
Όλο και πιο χλωμή ξυπνά όλο και πιο ρυτιδιασμένη
Σακουλιασμένα μάτια στόμα που βρομάει πτώμα
Γόνατα που λυγίζουνε που τρέμουν
Που δεν μπορούν να την κρατήσουν πάνω απ’ τον ορίζοντα
Μισεί τον ήλιο σαν βρικόλακας μισεί το φως
Τραβάει πάνω απ’ το κεφάλι της τα σύννεφα
Καταπίνει αναρίθμητα παυσίπονα υπνωτικά ναρκωτικά
Πέφτει σε κώμα
Όλο και πιο συχνά πέφτει σε κώμα
Κι η νύχτα που καραδοκεί κερδίζει έδαφος
ΚΑ
Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που σου χαϊδεύει τα μαλλιά
Που μπαίνει στ’ ανοιχτό πουκάμισο σου
Και τρίβεται ερωτικά στο στήθος σου
Εκεί που δεν το περιμένεις βγάζει δόντια
Εκεί που δεν το περιμένεις χώνεται στις σάρκες σου
Και σε αδειάζει από τα μέσα
Και σε αδειάζει τόσο που δεν απομένει
Ούτε καν μεδούλι στα οστά σου
Που δεν σ’ αφήνει ούτε ψίχουλο ψυχής
Που γίνεσαι κοχύλι άδειο ηχείο
Κουκούλι του κενού
Μην εμπιστεύεσαι τον άνεμο που πλέκει
Τα δάχτυλά του μες τα δάχτυλά σου
Και με υποσχέσεις για ταξίδια και φτερά σε νανουρίζει
Ο θάνατος είναι η μόνη χώρα που γνωρίζει
Στύλωσε στέρεα τα πόδια σου στη γη
Και τίναξέ τον από πάνω σου τον άνεμο
ΚΒ
Τις νύχτες που ραγίζουνε τα τζάμια
Τις νύχτες που ραγίζει η ψυχή μου
Από τις εκκωφαντικές εκρήξεις της σιωπής
Τις νύχτες που επελαύνει η απουσία
Απ’ το διάτρητο στερέωμα και εκπορθεί
Τα οχυρά μου όλα κι εγκαθίσταται παντού
Μέχρι και κάτω από τα νύχια μου
Μέχρι και μέσα στα κανάλια των φλεβών μου
Χώνε τα νύχια σου βαθιά στις σάρκες μου
Απόδειχνέ μου ότι έχω ακόμα αίμα
Τις νύχτες όταν τρίζουνε οι σκάλες
Τις νύχτες όταν τρίζει η ψυχή μου
Κάτω απ’ το βάρος του θανάτου που ανεβαίνει
Ανεβαίνει ως τα πιο ψηλά πατώματα του ύπνου
Τύλιγέ με μες το δίχτυ των μαλλιών σου
Βύθιζέ με μες στη ζύμη του κορμιού σου
Σφράγιζέ μου με τα χείλη σου το στόμα
Μη μ’ αφήνεις να εξατμιστώ
ΤΟ
ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΑΓΓΙΖΕΙ και ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΑΓΓΙΖΕΤΑΙ…
(…στήνουν
μια στιγμιαία γέφυρα πάνω απ’ το χάος!..
Όποια
αίσθηση προλάβει να περάσει πέρασε:
Στιγμιαία
μονάχα στιγμιαία η διαταραχή της σκοτεινής αρμονίας… )
Σαν
τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη Σαν τον
τυφλό που ζητάει επίμονα την μπλε γραβάτα και το γκρίζο κουστούμι του Σαν τον τυφλό που χαμογελά μπροστά στη
φωτογραφική μηχανή Σαν τον άσπρο τυφλό
που μισεί τους μαύρους Σαν τον τυφλό
που λατρεύει τις ξανθές γυναίκες Σαν
τον τυφλό που χαϊδεύει τις λέξεις Που
αγγίζει τη λέξη φλόγα και καίγεται Που
αγγίζει τη λέξη μαχαίρι και κόβεται Που
αγγίζει τη λέξη ρώγα και γλυκαίνονται οι ρώγες των δαχτύλων του Που αγγίζει τη λέξη μαστός και γεμίζουν οι
χούφτες του γάλα Που αγγίζει τη λέξη θάνατος και μουδιάζει το
χέρι του Σαν τον τυφλό που ψηλαφεί
ακόμα και τους εφιάλτες του Σαν τον
τυφλό που αγκαλιάζει το φονιά του,
θαρρώντας τον φίλο του και νιώθει το λάθος του μαζί με το μαχαίρι στην
καρδιά Σαν τον τυφλό που ποτέ του δεν
έτρεξε, ακόμα κι όταν άνοιγαν όλοι οι
κρουνοί του ουρανού, ακόμα κι όταν στίφη
οχημάτων χιμούσαν καταπάνω του Σαν τον τυφλό
που κρεμάει ζωγραφιές στους τοίχους του
και γεμίζει λουλούδια το σπίτι
του και
τις νύχτες ανάβει όλες τις λάμπες
Σαν τον τυφλό που επιμένει να
τραγουδά το φάος ηελίοιο αυτό το φως που ποτέ του δεν έπαψε να υπερασπίζεται
σαν μονάκριβο κτήμα του Τέτοιος εγώ!..[23ο και 24ο απόσπασμα από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 1986 με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόπο Αργύρης
Χιόνης Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ Ποιήματα 1966 – 2000, εκδόσεις Νεφέλη)
Δευτέρα, 30
Οκτωβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου