(… σκεφτόταν της καρδιάς μου ο Ά μ λ ε τ…)
Κι έπειτα:
Το ανάποδο πώς να το
πεις
Ακούγεται στα μάτια
Σίγουρα σαν τ έ λ μ Α
(Τι άσπλαχνη Συνήθεια των παιδιών
Που ανάσκελα
Γυρίζουν μια
χελώνα Ένα σκαθάρι -
το άμοιρο Τινάζει ποδαράκια ικεσίας
Και ντρέπεται
Μ’ όλα τ’ απόκρυφα
σημάδια
Της γενιάς του
ανάγλυφα Στο φως:
μικρός
Α δ ά μ
Που απώλεσε
Και για να κρύψει την πληγή
Μ α δ ά Φύλλα συκής
Μαδά το Δένδρο ελπίζοντας
Το έλεος μιας σκουντιάς
που, ανάποδα
του ανάποδα θα έστηνε
Στα πόδια του το σύμπαν
Εξαρχής)
Για πέστε μου Λοιπόν
Εσείς που ξέρετε:
Να ζει κανείς;
[ΝΑ ΖΕΙ από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ
ΠΕΝΘΟΣ 1996 - συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005,
εκδόσεις Καστανιώτη 2008]
ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ ΗΧΟΥ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
Δυο ποιήματα πέρασαν και Αθέατο
Μέσα στο ξύλο ακούγεται
ακόμη Το κοτσύφι
Ξύλο από πέτρα ως φαίνεται
Θα εγκλώβισε ήχο πουλιού
Προκατακλυσμιαίου
Σε στάδιο Που πάει το ράμφισμα
Να κελαηδήσει
Αιωρούμενο Από το τσικ
Ως το κλαράκι της κορφής:
Το τσίου Δεν εξηγείται αλλιώς.
Καθώς σε υψίπεδα
Σκαρφαλωμένοι ιππόκαμποι
αστερίες
Σε χαλαζίες ψάρια των βουνών
Ρητίνες που έλιωσν τη λάβα τους
Και ακέραια
Ζώα φυτά στη ζοφερή αθανασία
λικνίζονται
Της πλειστοκαίνου.
Να δεις λοιπόν πως θα ’ναι
απολίθωμα ήχου
Όχι Θεός
Ούτε κοτσύφι Ούτε σκουλήκι
Ούτε ανίατος καρκίνος ξύλου.
Μια εγγαστρίμυθη αποστήθιση του
τσικ.
Μια μέθοδος εκμάθησης το τσίου
ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑΣ
Τι γούνα ολόθερμη και
θαλπωρή από άγνοια
Να προσκυνάς μ’ ευγνωμοσύνη
νομοτέλειες
Ως θαύμα. Τι αγνότητα του λύκου η ευωχία
Μες στα χυμένα εντόσθια
δορκάδος όταν
Η ανύποπτη ψυχούλα του
κραδαίνεται
Γεμάτη έκπληξη πώς δόντι
κοφτερό
Κατάφερε να μακελέψει σάρκα. Ή
άλλοτε
Με πόση ευλάβεια σκύβει στο
νερό
Και με σκοτάδι ξεδιψάει τη
νύστα.
Εκστατική απορία πιστού για το
ανεξήγητο·
Την είδα κάποτε στο παγωμένο
μάτι λύκου
Καθώς τον σούρναν στην πλατεία
με τα αίματα
Να καθρεφτίζει ακόμα το
ντουφέκι.
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
Η ΑΡΑΧΝΗ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
Καθόμουν ώρες μες στη σκέψη
μου και χάζευα
Όπως το κάνουν όλοι αυτοί που
κουραστήκανε
Από τα τόσα που ελπίζουν ότι
ζήσανε
Στο χλιαρό κενό του να μη
σκέφτομαι καθόμουνα
Παρατηρώντας μιαν αράχνη που
αιωρείτο.
Εκείνη κάτι θα σκεφτόταν
φαντάζομαι.
Γιατί όλο ανέβαινε τον
σιχαμένο ιστό της
Έμενε ακίνητη συσπώντας τις αρθρώσεις κι
έπειτα
Ακάθεκτη ορμούσε στο κενό
Μύγα ή
ζωύφιο δεν πέρασε, όσο είδα.
Όμως η θήρα προχωρούσε δίχως
θήραμα
Με τη σοφία εκείνου που
γνωρίζει πως το ανύπαρκτο
Θέλει δραστήρια τέχνη να το
αδράξεις.
Σοφία ωραία λιλιπούτειου
τέρατος
Που σε κλωστούλα σάλιου
παραμόνευε
Να παγιδέψει το άπιαστο.
Και με χαψιές μεγάλες τέλος καταβρόχθισε
Τις ώρες μου, την πλήξη,
το κενό
ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΟΔΟΣ
Ο δρόμος άνοιγε τη νύχτα ως
φάρυγγας
Πελώριας άρκτου, ενώ κυλούσαμε
(Κοιλάδες όρη λάμπανε
κυκλοτερώς)
Με προσοχή ωριλά που εκτόξευε
Κρουνούς φωτός
εις βάθος εξετάζοντας
Αμυγδαλών Εμπύρετο φαράγγι!..
ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ Η ΦΥΣΗ
Να τρώτε φύλλα της μηλιάς, αν
θέλετε
Η μύξα σας να γίνει από μετάξι
Και προπαντός να ’στε
σκουλήκια. Που έρποντας -
Και τα λοιπά και τα
λοιπά.
Τι ανήθικη τι ευτελής που γίνεται Συχνά η φύση!..
Ορίστε μας· Πώς ν’ αμολήσεις νήπιο στους αγρούς,
Να το διδάξουν ποιοι;
Γλειψιματίες κισσοί φτηνιάρες πεταλούδες
(Ρουφούν στα χείλια τους ανθούς
και χάνονται)
Δένδρα που εκεί που σου
κουνούν τα φύλλα, αιφνίδια
Κόβουνε ύπνους νηνεμίας, τα αγενέστατα.
Και να ’ταν μόνο δένδρα; Ομοταξίες ολόκληρες Του ζωικού
Το ’χουνε ρίξει στα
σκληρά και αποχαυνώνονται Με χειμερία.
(Προσέξατε· Δε μνημονεύω εδώ ούτε τη βία ούτε το σεξ
Που, αντί για ωραίες
προσευχές, ακούγονται
Κάθε λογής ξεσκίσματα στην
αίθουσα
Και ολολυγμοί)
Δεν είναι αυτό σχολείο για
μικρά παιδιά. Να κλείσει!..
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
ΚΑΤΑΒΟΛΑΔΑ
(από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
Αν γονατίσεις ημιστίχιο κλώνο
μες στη σκέψη σου
Μπορεί να βγει
καταβολάδα; Οψόμεθα!..
Γλειψιματίες κισσοί λέει το
παλιό, έτσι εν τη ρύμη.
Κι ήδη πετάει ριξίδια
Ενδόμυχη οργή πως κάθε πρόοδος
Ανοίγει αστείρευτους κρουνούς Καταλαλιάς.
Τα εγχειρίδια Θ’ αχολογάνε ακόμα το γνωστό
Δεν θέλω του κισσού το πλάνο
ψήλωμα
Από άλλον άφρονα ποιητή, του
παρελθόντος.
Ποιο πλάνο ψήλωμα και
ποιοι γλειψιματίες;
Στη μοίρα του σκαλώνει απάνω
το άμοιρο φυτό –
Κι από τη μοίρα του σακάτη να
ξεφύγει αρπάζεται
Δρομαίως προς τα ύψη. Ασπόνδυλο
Ζητάει με νύχια και
φιλιά ένα καταφύγιο Στον
εφιάλτη.
Αλλιώς του ήταν γραφτό Να έρπει χάμω!..
Αφήστε τα λοιπόν τα
κροκοδείλια
Περί ευτελείας Και ηθικής…
Παρά να λέτε χαμερπής Καλύτερα αρριβίστας!..
ΓΙΑ ΔΕΝ ΤΟΛΜΑΤΕ;
Κι αν έγινε βρισιά το
αναρριχώμενο,
Δε είναι ωστόσο μόνος ο
κισσός.
Παρόμοια μοίρα μήπως δεν
μοιράζονται
Το αγιόκλημα Κι ο πόθος
Κι ο τηλέγραφος;
(Χωρίς ραβδί ούτε δυο μέτρα να
συρθούν
Με ράχη δανεικιά Με δεκανίκια
Ορμούν κατακορύφως· και
κορδώνονται).
Όμως γι’ αυτά, κουβέντα, Διότι αντιλαμβάνομαι,
Κανείς δεν θέλει ευθέως να τα
βάλει Με αγίους!..
Κι αν κάποιος δυσφημήσει
πόθους, ο άμυαλος,
Τον εαυτό του μάλλον
δυσφημεί Πως τον παράτησαν…
Όσο για τον τηλέγραφο –
ε, θα ’ταν βεβαίως ανήκουστο
Να του κρεμάς κουδούνια, ενώ εσύ κρέμεσαι
Απ’ το ακατάληπτο μαντείο Των χειλιών του!..
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ
ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
ΟΡΓΑΝΟ
(από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
Όσο – ανέκαθεν – κι αν γνώριζα
πως τα επουράνια
Είναι μονάχα οφθαλμαπάτη της
ψυχής
Μια κολασμένη περιέργεια με
κατέτρυχε
Περί την αγιότητα.
Η μουσική προσπάθησε να μου
εξηγήσει κάποτε
Πώς φύεται στεφάνι από φως
Γύρω από κείνους που εξαχνούνται.
(Ανίκανοι σε αφή,
αναχάραξαν Μια συγχορδία φωνών
που αλάφρωνε το σώμα και το αμάρτημα του είναι,
ώσπου γινότανε Παλίμψηστο έκστασης και
Λάμψης).
Τότε η πίστη μου Δεν αποδείχθηκε αρκετή
Κι ούτε στεφάνια είχα τη χάρη
ν’ αντικρίσω ούτε τα θαύματα
Των ήχων που
υπερίπτανται. Οι άγιοι
Δεν ήταν όλοι μουσικοί
αντέτεινα,
Όμως η αφαίρεση θα πρόσθετε
στο πνεύμα τους πολλά
Κι εξάλλου πέστε μου
Γιατί θα πρέπει να μυρίζει
εξάπαντος η ψαλμωδία λιβάνι;
Δέστε πώς βγάζει απ’ το
λαρύγγι του οργάνου ακόρεστες μοσχοβολιές
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν.
Πώς τα χρώματα τώρα ευωδιάζουν
παράφορα
Μ’ ένα βήξιμο αέρα.
Εραστής ιερωμένος της άνοιξης
Τον χειμώνα παπάς μες σττ’
αγιάζι –
Κάπως έτσι μου φάνηκε όταν
Η αφή μου επιτέλους ακούμπησε
φθόγγο
Και λύθηκε.
Τι αμύθητη όντως θημωνιά φωτοστέφανων.
Τι ζεστό θυμιατήρι!..
ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Όραση βλέπω και
όσφρηση οσμίζομαι
Σ’ ένα πεντάγραμμο αισθήσεων
παίζοντας
Τα όργανα που προμηθεύει η
φύση.
Χιλιάδες άνοστα Κομμάτια που απορώ
Πώς ξεσηκώνουν θύελλες Επιδοκιμασίας.
Έχω αυτί ενδεχομένως Και τα πιάνω –
Αστεία δουλειά για όποιον
υπήρξε μουσικός
Εκ γενετής
Κι εξαργυρώνει τώρα
πλήττοντας Το τάλαντό του!..
Η άσκηση Δεν ξέρω αν όντως βοηθάει την τέχνη μου.
Ωστόσο ασκούμαι ανελλιπώς
Σε συγχορδίες περίπλοκες και
τόνους νέους.
Με νιώθετε.
Γεννήθηκα σε χώρα μουσικών
Που δε νογάει κανείς τους από
νότες!..
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
Όταν γυρίσει ανάστροφα ο
χρόνος και
Ρουφήξει όλα τα παλιά του
δευτερόλεπτα
Ένα κουβάρι αλλότριων στιγμών
Μια σκοτεινή χοάνη γεγονότων που έντεχνα
Πλαστογραφήσαν τη ζωή
μου,
τώρα θα ταπεινωθούν!..
Η χαύνωση του οικείου
(και πόσο οικείο αλήθεια το
αναπάντεχο…)
Δε μ’ άφησε να σε περιφρονήσω
όσο σου άξιζε
Εαυτέ μου, τυχάρπαστε!..
Που πιάστηκες από πλεξούδες
λέξεων
Για ν’ ανέβεις Μ’ ακροβασίες γελοίες,
Αφού το ήξερες πως ένα δίχτυ αόρατο
Θα ψάρευε ό,τι αν γινότανε
Τον κίνδυνο της πτώσης
σου. Υποκριτή
Ποτέ απ’ το τίποτα δεν έπεσε
κανείς
Κανείς δεν έσπασε τη ράχη της
ψυχής του
Σ’ ένα μοιραίο γλίστρημα της
φαντασίας.
Όλα συνέβηκαν αλλού μα εσύ δεν ήσουνα
Όλα χιλιάδες μίλια πλάι
σου Διεκδικούν αυτό που υπήρξες –
Ιδού τ’ αδιάσειστα Στοιχεία ενός curriculum
vitae
Χρονολογίες και ονόματα Αυτό είσαι εσύ
Ένα κουβάρι αλλότριων στιγμών.
Μια σκοτεινή χοάνη γεγονότων
ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΠΙΘΕΤΩΝ
Όπου ρίξω το βλέμμα, μια
κόπρος. Ανεκτίμητο λίπασμα
Οι βολβοί των ματιών μου ν’
ανθίσουνε χρώματα.
Τέτοια σκεφτόμουνα μικρός.
Τέτοιες ιδέες ροκανίζουν το
μυαλό μου, ώσπου – στα δώδεκα –
Με βρήκε εκείνη η σπάνια
Φανταστική ασθένεια της λογικής
Και μ’ αποτέλειωσε. Δεν κάνει εδώ να δώσω λεπτομέρειες
Αλλά το βράδυ που έβαζα το
ξυπνητήρι, ενώ έξω έφεγγαν
Τα φώτα των ουράνιων
οικισμών, ε, ήμουν σίγουρος
Πως μες στον ύπνο ένα γιγάντιο
ρολόι θα τίναζε
Το στολισμένο σύμπαν στα
εξ ων!.. Θυμάμαι ακόμα τα όνειρα
Των βρυχηθμών
Κι ένα λιοντάρι μεθυσμένο από
θυμό να ωρύεται
Στην έρημο των ερειπίων!..
Τραγούδα λοιπόν, ω ανάμνηση
Με κατά μέτωπον επίθεση επιθέτων
Την τρυφερότητα της παιδικής
ψυχής μου
Τη φρίκη της άμωμης έκπληξης
Την άγουρη πέτρα που έσταζε
δάκρυ
Στο πιο ανάερο άγγιγμα!.. Ένας
παγκόσμιος πόλεμος ωχριά
Μπρος στα οράματα νηπίου. Η βόμβα βομβίζει σα μύγα
Μπρος στις εκρήξεις Που αλυσιδωτά Πυροδοτεί
Κι ο ελάχιστος κόκκος
ευαίσθητου μίσους
Όμως χθόνιος εχθρός
Ο χρόνος προχωράει. Κάθε αυγή παραδουλεύτρα αστραπιαία τακτοποιεί
Δρόμους και
κτίρια στη χτεσινή τους θέση.
Ενόσω αθέατος
Περνάει ο θάνατος κάτω απ’ τους
ήχους της αγάπης
Κι ένα φαράσι ακόμη και σήμερα
Σωρεύει σε στρώματα Τα λιωμένα κορμιά των χρωμάτων
Των ονείρων τα ράκη Των βλεμμάτων τα ράκη
Ανεκτίμητο λίπασμα!..
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ
ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΩ ΧΡΟΝΟ ΝΑ
ΚΛΑΨΩ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
Κανένας ρολογάς δεν έχει
εμπιστοσύνη στο ρολόι του
Κανένα ρολόι δεν πιστεύει την
ώρα. Κανένα δευτερόλεπτο
Δεν έχει αυτοπεποίθηση ν’
ανθίσει περισσότερο
Γι’ αυτό η κάθε ώρα είναι
άθλιο Κενοτάφιο στιγμών.
Όμως εγώ δεν βρίσκω χρόνο να
κλάψω.
Διψασμένος για δίψα, το ίδιο διψάω
Μιαν ευρύχωρη γέννηση. Ξεχειλωμένη απ’ το πέος του Αύριο
Που διακορεύει ακάθεκτο τις εποχές
Πριν τις χαρίσει αυτάρκεια
Στους υπηκόους του. Να γλιστρήσω ανεμπόδιστος
Κι απ’ τον σάκο του αμνού ν’
ανακτήσω απαστράπτοντας
Την απέναντι όχθη.
Σ’ ένα μαύρο στιλπνό Φέρετρο με πλήκτρα
Κάποιος παίζει το ρέκβιεμ Της δικιάς μου ζωής
Το μαθαίνω από τρίτους
Και η ματαιότητα Δεν άφησε πόρο ανοιχτό
Περιζώνει σφιχτά τον ορίζοντα
του ήχου
Μιμείται τον λυγμό του
ερωτευμένου
Τις κορώνες του ρήτορα
Τη σπασμένη φωνή του ποιητή
απαγγέλλοντας στίχους
Τώρα ορμάει κακαρίζοντας Κρότους κερμάτων.
Ποιος αλήθεια αναγνώρισε
Το λείψανο του εαυτού του να
περνάει επίσημα
Τον δημόσιο δρόμο
Μ’ ένα ρολόι καρφωμένο απάνω
Οι δείκτες ακίνητοι σε ώρα
σταυρού
Σε σχήμα τετέλεσται.
Όλοι μαθαίνουμε το θάνατό τους
Από τρίτους
Απ’ τον ψίθυρο αίσθησης πως
Τους ρουφάει αγέρας μια μήτρα
Κι απ’ τη γνώση που βάρυνε
ασήκωτη
Ως να τρυπήσει Του μυαλού το σακούλι.
Όμως πάλι δεν έχει κανείς Τον ελάχιστο χρόνο να κλάψει
Όμως πάλι δεν έχει.
Γι’ αυτό και κανένα Ρολόι ποτέ
Δεν πιστεύει την ώρα.
Κανένα φτερό δευτερόλεπτο Δεν στέργει ν’ ανθίσει
Σταλιά περισσότερο.
Γι’ αυτό κάθε μνήμη
Γι’ αυτό κάθε ώρα είναι άθλιο,
λέω
Κενοτάφιο Στιγμών!..
ΜΕ ΑΣΤΡΑΠΙΑΙΑ ΒΡΑΔΥΤΗΤΑ
Βδέλλα ρουφάει τον ύπνο μου
ένα όνειρο.
(Βδελύσσομαι τη λέξη «όνειρο»
- αλλά). Χθες είδα πάλι
Με αστραπιαία βραδύτητα
Πού οδηγούν τα βήματα μιας
βόλτας. Που ενώ περπάταγα
Κοιτάζοντας αμέριμνα ουρανό
Ξάφνου κατάλαβα πως είχα ήδη
βυθιστεί στον χρόνο
Μέχρι το γόνατο. (Ύστερα σκέφτηκα πως ήτανε
Μάλλον εκείνος που γλιστρούσε
απρόσεχτα στο τέλμα μου).
Βράδιαζε κιόλας, είπα να γυρίσω.
Μα πού να πάω; Είχα ξεχάσει ότι ο άγγελος
Με πέταξ’ έξω απ’ το μηδέν δια
της βίας
(Ούτε κατάλαβα το πώς· η απόφαση
Π’ ανέμιζε ο κλητήρας έγραφε
Για χρέη του προπάππου – τρέχα
γύρευε)
Και δεν απόμενε
Παρά να στέκω ακίνητος μέσα
στη λόχμη θροΐζοντας
Καθώς ο αέρας τρύπωνε στους λογισμούς
μου.
Ακίνητος. Μα προχωρούσε φαίνεται
Γιατί βρισκόμουν τώρα ως τη
μέση κι άκουγα
Τη στάθμη που έτριζε στο
ανέβασμά της. Α, ήθελα
Μεσ’ στ’ όνειρο να κοιμηθώ!.. Τι
νύχτα Θε μου ήταν αυτή ένα μούδιασμα
Χυνόταν πάλι σ’ όλο το κορμί
ως τα κόκαλα
Και πόσο τρέχανε
Οι λάμψεις των εικόνων που
έφεγγαν
Πετώντας γύρω απ’ το αγίνωτο
μέλλον.
Ήμουν βρέφος ξανά
Κι όπως μπουσούλαγα μες στο
μυαλό μου, ικέτευα
Με κλάματα γοερά
Την κάθε κίνηση να μην
τελειώσει, ανέβαζα
Τα μωροδίσια δάχτυλα στο στόμα
γλείφοντας
Τον εαυτό που άρχιζε
Να ξημερώνει.
Αυτόν θα παντρευόμουν. Κι ύστερα
Ευτυχισμένος θα ’πλεα Μέχρι το τέρμα –
Σύμφωνοι ακούγεται αφελές
Όμως ο κίνδυνος
Διπλασιάζει το είδωλο μεθώντας
τους δειλούς
που αγάλλονται στον ίσκιο ενός
συντρόφου.
Μάλιστα, ήμουνα δειλός. Φιλάργυρα δειλός
Αλλιώς τι μ’ ένοιαζε Αν ξόδευα τα κίβδηλα λεπτά
Της κάθε ώρας, ή άρπαγες
Ενιαυτοί με ξεκληρίζαν; Άλλωστε
Το μόνο σταθερό Ήταν πως κάποτε
Κοιτάζοντας αμέριμνα ουρανό
Ξάφνου (τι ξάφνου;) θα ’νιωθα
πως έχω βυθιστεί
Πως έχω κιόλας βυθιστεί μέσα
στον χρόνο
Αγίνωτος
(Πως μες στο τέλμα μου ο
χρόνος Έχει κιόλας βυθιστεί)
Μέχρι το τέρμα!..
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
ΜΑΪΟΣ 1993
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
Εντέλει, παρά πάσαν
προσδοκίαν, ανέτειλε
Και η δέκατη έκτη του Μαΐου
χίλια εννιακόσια
ενενήντα τρία: σα να με ανέβασε
Μ’ αργοπορία μισής αιωνιότητας
Υπερηχητικό ασανσέρ στον όροφο
σαράντα
Ενός γενέθλιου πύργου. Εδώ κατοίκησα
Εδώ ακόμη κατοικώ, διστάζοντας
Πάντα διστάζοντας ν’ απαλλαγώ
απ’ τον δισταγμό
Και το ευγνώμον μίσος του ένοικου
Που με την αίσθηση του μάταιου
στην καρδιά
Διαρκώς αναβάλλει.
Αναβάλλει το κρέμασμα των
κάδρων στο σαλόνι
Φοβούμενος έξωση.
Αναβάλλει μεγάλο ταξίδι
φοβούμενος
Μη βρεθεί επιστρέφοντας
Με συλημένα τα δωμάτια και τα
έπιπλα
Σωρό στο πεζοδρόμιο
Διαρκώς αναβάλλει φοβούμενος.
Όμως με τίποτα δεν αναβάλλει
αυτή την εορτή
Τον τρόμο ευδαιμονίας που ως
ίλιγγος
Απ’ την πατρώα κορυφή διέκρινε
Στην είσοδο υψηλό
προσκεκλημένο
Να μπουσουλάει καλπάζοντας.
Απόσταση ζεστής αναπνοής Και συνειρμοί αναστάσεως
Καθώς νηστεύσαντες
Μετράνε ώρες πλέον λεπτά Για ν’ αρτυθούν
Ληγούσης της Τεσσαρακοστής
ετούτης Επετείου!..
ΝΟΣΤΑΛΓΩ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Κι εκεί που σκύβω
Απάνω από την κούνια του μωρού
μου, ολόκληρος
να δώσω ένα φιλί αναπάντεχα
με πλημμυρίζει νοσταλγία
δακρύων
Για τη γλυκύτητα
Ετούτης της στιγμής που
ακέραια
Ετούτη – ετούτη τη στιγμή θα ζήσω!..
Αν είναι δυνατόν…
Και όμως είναι, ως φαίνεται
Αφού, στο απώτατο,
Ένα άλλο ποίημα μαρτυράει τα
ίδια.
(Αυτή δεν είναι η νοσταλγία
του παρόντος;
Ο απόλυτος, Ο άγριος σπαραγμός για την απόσταση
Που σε χωρίζει Από το σώμα
Που αγκαλιάζεις.
Η άβυσσος Που βυζακώνει απάνω σου Τ’ αγαπημένα!..)
Τώρα εκείνο το παρόν του
ποιήματος
Έπαψε βέβαια προ πολλού να ’ναι
παρόν
Κι όπως θυμήθηκα Τη νοσταλγία του άλλου παρόντος
Τη νοσταλγία εκείνη Τη νοστάλγησα!..
[από τη
συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
ΣΚΕΨΗ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996)
«Τη νοσταλγία εκείνη τη νοστάλγησα»
Προχθές, Σαββάτο πέντε
Αυγούστου ενενήντα πέντε,
γράφτηκαν Εδώ στην Αμορφό, οι στίχοι αυτοί.
Και σήμερα Δευτέρα σκύβοντας
Πάνω απ’ το φύλλο του
νεογέννητου, να δω Πώς αναπνέει
Πετάγεται Μια σκέψη αισθήματος
Ξανά νοσταλγικού.
Αν ζήσει λέει το Ποίημα κι αντρωθεί
Αν, σκέφτομαι αν, σε δέκα χρόνια σε είκοσι
(Σε άλλον αιώνα δηλαδή, στο
απώτατο)
Τύχει και κάποιος το
απαντήσει, τι άραγε
Από ένα Σήμερα ραγδαία
σημερινό
Θα ’χει απομείνει;
Αφήστε δα κι εκείνο το Προχθές
–
Πόσες Δευτέρες πόσα Σάββατα
Γενιές εγγόνια και
τρισέγγονα τους όλα
Ίδια ονόματα
Σε οστεοφυλάκια Τότε Θ’ αναπαύονται
Όσο για το άμοιρο
το Εδώ, πλέον ή
βέβαιον
Πως θα ’χει φύγει Εκεί,
Κι ακόμη – ακόμη πιο μακριά
Μέχρι το Κάπου –
Ας παραμείνει λοιπόν πάντα η Αμοργός
Μια σημαδούρα Να διακρίνεις απ’ εδώ
Πού πλέει πού πάει
για πού τραβάει ολοταχώς
Το απώτατο!..
ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΠΕΝΘΩ
ΤΗ ΖΩΗ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΛΑ
(…γι αυτό και καμιά
βιογραφία δεν χωράει τα δάκρυα…)
Η σωστότερη κίνηση θα ’ναι αυτή που δεν
κάναμε!.. Αλλιώς πώς εξηγείται ότι τα δάκρυα Δεν επαρκούν να διηγηθούν μέχρι τέλους Καμιά βιογραφία; Ξεχωρίζω τους ανθρώπους απ’ το βλέμμα
μετάνοιας Με το οποίο ξεπλένουν τα
κόκαλα Της πιο ανώδυνης μνήμης. Τους βλέπω
να στέκουν μετέωροι Αδύναμοι ακόμη να
συλλάβουν τι χάος βλακείας Αντανακλάει ένα δέσιμο γραβάτας Μια καλησπέρα ή
ολόκληρο λογίδριο από έδρας Τι
φρίκη θα ένιωθε Υποψήφια ψυχή
γαντζωμένη στο έμβρυο Καθώς αφήνει το
θαλάμι της για να συρθεί Στα ετοιμασμένα
σκλαβοπάζαρα Του πεθαμένου. Μουσικές φωταψίες Γλυκασμοί σεληνώδεις και
χρώματα Μπαλώματα με ράκη ως τον
αστράγαλο Δεν φτάνουν να καλύψουν
σφιχτά την υφήλιο σήψη. Εκείνοι που έσκαψαν Μισό χιλιοστό κάτω από το σώμα τους Τώρα μαραίνονται σε φυλακές ψυχιατρείων ή ταξιδεύουνε Με λευκές
και μαύρες Τα πελάγη του αέρα. Οι άλλοι συνεχίζουν να στριμώχνονται Σε θυρίδες τραπέζης εκδοτήρια ουρές Περιμένοντας κάτι Το επόμενο τρένο ή τον
κύριο έφορο Μπορεί και τη Δευτέρα
Παρουσία - Το τελειότερο πλάσμα της δημιουργίας
δαπανάει την ύπαρξη Στριμωγμένο σε
ουρές από τέλεια πλάσματα Που κι αυτά περιμένουνε
κάτι. Περιμένω σημαίνει Προσκυνώ τη συνέχεια του χρόνου Προεξοφλώ τη ζωή μου για τρία λεφτά ως να ’ρθει λεωφορείο Για έξι μήνες ως να πάρω το δάνειο Προεξοφλώ επιταγές επιβίωσης Δεκάδες κουρελόχαρτες συναλλαγματικές Με αποδέκτη το μέλλον. Περιμένω σημαίνει πενθώ τη ζωή που
ανέβαλα. Γι’ αυτό και τα δάκρυα δεν
επαρκούν Να διηγηθούν μέχρι τέλους Καμιά βιογραφία. Γι’ αυτό και καμιά βιογραφία δεν χωράει τα
δάκρυα!.. [ΣΤΑΣΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ από τη συλλογή του Αντώνη
Φωστιέρη Η ΣΚΕΨΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΠΕΝΘΟΣ 1996]
Παρασκευή,
20 Οκτωβρίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου