Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

ΣΗΜΑΔΙΑ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ ΕΦΕΡΑΝ ΕΔΩ. ΡΙΖΩΣΑΜΕ…

 (…  πρέπει να ’ναι  ριζωμένη στο αίμα σου  η ανάγκη να μείνεις εδώ  ν΄ αποχτήσεις δική σου ζωή…)


1

Αν τα σημάδια χρειάζονται για τους σοφούς

η γη δεν υποτάζεται μονάχα μ’ όνειρα!..

Τούτα τα δάση που σαλεύουν στον καθρέφτη του νερού

καμιά φορά παίρνουν φωτιά τις νύχτες. 

Αρχαία δένδρα συνεχίζουνε τη βλάστηση ως τη θάλασσα.

Ανάμεσα κυλούν χωράφια δρόμοι   πεδιάδες μακρινές 

μονάχα πέτρα  κι  ουρανός. 

Είναι πρωί!..

Μέσα στο γκρίζο τα βουνά με το χιτώνα του παραμυθιού   φέρνουν τον ήλιο!..

Ο αέρας έρχεται κρουστός.

Το μεσημέρι έχει τη μυρωδιά του παλιού τυμπάνου.

Λοξό  κι  ακίνητο ύστερα πλαγιάζει ανάμεσα στην άμπελο  και  τη συκιά το φως.

Το βράδυ ακούς ξανά   το τρίψιμο του αέρα στα καλάμια.

Ακούγονται άλλοι θόρυβοι   της μοναξιάς  και  της ανάγκης.

Και την ώρα ετούτη οι κάτοικοι αλλού κοιμούνται

αλλού διαβάζουν τ’ άστρα  ή  κάποτε με λίγο φως

σε πέτρα δύσκολη τροχίζουν τα μαχαίρια τους!..



2

Πιο πέρα υπάρχει το βαθύ ποτάμι που σκοτεινιάζει με το λίογερμα γιομάτο εικόνες.

Φέρνει δροσιά από το βουνό, 

Τις  νύχτες   μακρύ μονόξυλο διασχίζει φωτισμένο τα νερά   με ζώα και με καρπούς.

Ζαρώνει το πετσί του ποταμού.

Φωνές ανθρώπων καρτερούνε την απόκριση

την ώρα     που μέσα στα σκοτεινά αργοκινούνται λάμπες.

Τότε ρίχνεις λοξά με δύναμη το μυτερό σταλίκι που καρφώνεται στην άμμο.

Το βουνό φέρνει δροσιά!..

3

Πρέπει να ’ναι ονειρεύομαι ριζωμένη στο αίμα σου  

η ανάγκη να μείνεις εδώ ν’ αποχτήσεις δική σου ζωή.

Η ρυτίδα που έρχεται πάει μαζί με το μόχθο

και σωστός είναι ο θάνατος.

Γιατί υπάρχει και κάψα  και  δίψα.

Γιατί ο τόπος ξάφνου φυραίνει τις νύχτες.

Γιατί υπάρχουν παγίδες και δόκανα!..

 Ή  ο γείτονας   γεννημένος στον αστερισμό του λύκου

ανάρμοστα   ανήσυχος   άρπαγας

θάμνο – θάμνο ακολουθώντας το θήραμα

ως τη γέρικη σιωπή της κοιλάδας.

 

Ένα σμήνος αγριόχηνες μαύρες

προς το κόκκινο του ήλιου πετώντας

εξηγούσε τον  άξαφνο  κι  ανελέητο φόνο!..

 [Η ΜΑΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟΝ ΤΟΠΟ   από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961 - εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη  συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι  1951 - 1964 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ] 

 

Η ΙΩΑΝΝΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΤΑΜΙΑ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ  και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961)

Έτσι, προτού να γεννηθεί η πολυάνεμη μέρα περπάτησε η γυναίκα στον ξενύχτη κάμπο κι έφτασε εκεί όλο δροσερές πέτρες κι ώσπου να σκοτεινιάσει πάλι έμεινε αργά μονάχη γινόταν η ψυχή της τα νερά του ποταμού σιγανά ασταμάτητα.

 

Τα αχνά της πόδια και τα γόνατα ένας ίσκιος.

 

Πιο πίσω εσάλευε το δάσος κι από τα σπάραχνα των δένδρων πράσινα φτενός αέρας  φέρνοντας παλιές συνέχεια ημέρες θυμόταν πριν απ’ όλα τις αισθήσεις της ακατανόητες και πολύ πικρές  κι  όμως να τρώει να ξεδιψάει  και  να κοιμάται.

 

Ύστερα οι χτεσινές φωνές  κι  οι στάχτες το παράθυρο της ερημιάς σεντόνια και πουκάμισα στον ήλιο οι αφηρημένες υπηρέτριες σαν κεριά που σβήσανε μες στα δωμάτια των παλιών πραγμάτων.

 

Συλλογιζόταν!..

 

Και τότες το ποτάμι πέρναγε μες στο κορμί της μ’ όλη τη φύση γύρω και τον ουρανό.  Και τα νερά φωτίζανε ισκιερές γωνιές ωραία ευρυχωρία που ξάνοιξε μεμιάς τέλος γινόταν η γυναίκα αυτή στοχαστική  κι  ευκολοδιάβαστη σα δένδρο ένα άροτρο πιο πέρα ακίνητο στο μέγα μήκος του καλοκαιριού.

 

Σκιρτούσανε τα μάτια τα ρουθούνια ριπιδίζανε έβγαιναν κύματα από τα πλευρά τα χείλη εδρόσιζαν με το νερό το αθόρυβο  κι  όπως ο ποταμός ανέβαινε τα δυο βυζιά της τρέμοντας τάχα για να γλιτώσουν από τον πνιγμό ψηλά οι κορφές τους δυο σταλαματιές μελάνι τίποτις άλλο ανάβανε.

 

Συλλογιζόταν!..

 

Μέρα τη μέρα τ’ όνειρο το καλοκαίρι ο θάνατος. Σε πέντε χρόνια φαγωθήκανε τα λαμπερά χωράφια γιόμισε χώματα ο βοσκότοπος ένα ξινάρι κάτω απ’ την ελιά στον ήλιο η κόψη του και τώρα αστράφτει.

 

Μες στο νερό κυλάνε εικόνες η στέγη του νερού και πάνω της το δάσος δένδρα που βασιλεύουνε πολύ μετά το λιόγερμα  κι  άλλα που τρέφονται από την ανατολή.  Κι  αυξαίνουν!..

 

Ως την αυγή.  Το ξέρω!..  Κι ώσπου να κλείσει η μέρα το κοχύλι της εγώ αφημένη εδώ άπειρο εγώ νερό ποτάμι…

 

Συλλογιζόταν!..

 

Κι όπως ανασηκώνονταν τώρα γυμνή μες στο πρωί τώρα περίλαμπρη από φως είδωλο του άλλου κόσμου!..

 

Τα μαύρα απέραντα μαλλιά του ποταμιού το ρεύμα συνοδεύοντας δάση που πλάγιασαν μια μυστική ζωή ψιθύρων ανεξήγητων!..

 

Τραβούσανε τ’ απέραντα μαλλιά της ως τις εκβολές ταξίδευαν στη θάλασσα  ενώ στη θέση των ματιών πιο πριν κοιμόταν τ’ άπειρο δυο γήινα τώρα αστράφτανε κυανά  κι  απίστευτα τριαντάφυλλα!..

 

ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ

Απαντημένος με το λιόγερμα στο έβγα του δάσους.

 

Τ’ αμπέλια μας  και  τα χωράφια μας  κι  οι καρποί μας

είπε γινήκανε στάχτη.

Βουρκότοποι είναι τώρα τα νερά!..

Μα σένα αγκάθια θα φυτρώσουνε στο σπίτι σου.
Χώματα θα γιομίσει το κρεβάτι σου

και θα ρημάξουν τα λαγόνια σου Κυρία.

 

Κυρία πάρε τον άνδρα σου  και  φεύγα από τον τόπο μας.

Είσαι όμοια με πρωί της άνοιξης!..

Είσαι όμοια με γκρεμό τη νύχτα!..

Όταν ανοίξουμε τα μάτια μας

τα μάτια σου είναι απάνου μας.

Κυρία πεινάμε…

Τα χέρια μας στεγνώξανε τα κόκαλά μας κάηκαν.

Η ανάσα σου είναι σα φωτιά μες στην ανάσα μας.

Σου λέω οι βρύσες στέρεψαν.

Εγώ που σου μιλάω είμαι ο γείτονας.

Κοιτάζω χάμου  κι  όχι τα μάτια σου

κι υποφέρω   από σένα!..

Άσε με να σε ’γγιξω στην κοιλιά σου Κυρία.

 

Τότε τον χτύπησα με το ραβδί στο πρόσωπο

ανάμεσα στα φρύδια του τα σκοτεινά.

Φωνή δεν έβγαλε μονάχα εβούλιαξε μέσα μου.

Κι εγώ τον κουβάλησα

στο κορμί μου σαν πέτρα ώσπου πέθανα.

 [από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961)

 

Η ΒΡΟΧΗ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961)

Ήμουν εκεί πιο πέρα από τη λάμπα στο μισό

του κύκλου ακύρωτος περίπου υπάρχων

προσπερασμένος ίσως απ’ το χρόνο ανάμεσα

στο πρόσκαιρο και το παντοτινό.

Δεν ήταν όνειρο   μήτε παραίσθηση σε γήινη κατοικία.

Το θόρυβο   τον άκουσα…

Θυμάμαι η πόρτα μου άνοιξε με δύναμη

κι όρμησε μέσα ο αέρας από τους αγρούς ανήσυχος

εξάγγελος παράξενα εμπιστευτικός.

Στην κάμαρη ζέστη ανεξήγητη βασίλευε.

Και τώρα σα ν’ αρχίνισε κάπου μακριά να βρέχει

μια αυξανόμενη βροχή  που ερχόταν   γοργά προς το παράθυρό μου.

Ξάφνου σα να ξύπνησα  σα να σηκώθηκα από μια φανταστική αποσύνθεση

και φώναξα τρομάζοντας  για την καταστροφή που μάντευα

φώναξα δυνατά ν’ ακούσεις απ’ το κάτω πάτωμα:

Ιωάννα σήκω και πρόφτασε το σπίτι γέμισε βροχή.

Πάρε τη λάμπα με τα χέρια σου τρέξε κατέβα κάτω.

Δένδρα και χώματα κέρδη και λάφυρα τα παίρνει το νερό

και χάνονται όλα χάνονται

Και μ’ άκουσες – παράξενο.

Κι αφύλαχτη κατέβηκες δοσμένη του κινδύνου μόνο τα μαλλιά   σε σκέπαζαν.

Άκουσα την κραυγή σου όπως εμάκραινες μέσα στη νύχτα.

Η νύχτα σ’ έσυρε.  

Κι όταν το φως   ένα πελώριο φως από ψηλά πλημμύρισε άξαφνα τη γη

τότε κατέβηκα κι εγώ και πήρα τα χωράφια τρέχοντας.

Κι εκεί στη λάσπη ανάμεσα στα χόρτα αντίκρισα

μαύρο μακρύ κατάμαυρο κάψαλο το κορμί σου

πως ήσουνα πεσμένη μπρούμυτα βογκώντας  και  φωνάζοντας

ενώ η βροχή συνέχεια στρέφοντας σε στρόβιλο

έπεφτε πάνω σου αδυσώπητη   πυκνή  καταρρακτώδης…

 

ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

Όταν ανάστατη τον έδιωξα από το κρεβάτι μου

μαύρισε σαν το κάρβουνο.

Πήρε το σκύλο του και πήγε ολονυχτίς

με την αστροφεγγιά στον κάμπο  κι  ούρλιαξε

τόσο πολύ

που σηκωθήκαν και τον πήραν με τις πέτρες

όρθιοι  κι  ερεθισμένοι οι γείτονες!..

[αποσπάσματα από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961]

 

ΟΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

(από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961 )

Η Ιωάννα είναι η βροχή

που ξεκινάει από τη θάλασσα και προχωρεί μέσα στο βράδυ.

Μια καταχνιά με ρίζες κάτω από τη γη.

Η Ιωάννα είναι ποτάμι.

Είναι ένα σύννεφο πίσω από μια φωνή

Είναι ο καπνός από τα καιόμενα χόρτα.

Είναι ένα δευτερόλεπτο έκστασης ανάμεσα σε δυο κινδύνους.

Η Ιωάννα είναι ποτάμι.

Η Ιωάννα είναι ένα παράθυρο ανοιχτό στο Νότο.

Είναι τα παιδιά που φύγανε από την έρημη πλατεία.

Η Ιωάννα είναι το πρόσωπο  κάτω απ’ τον ουρανό.

Είναι ένας ουρανός κάτω από ένα πρόσωπο.

Είναι ένας ουρανός κάτω απ’ τον ουρανό!..

Είναι ποτάμι…

Το φως της γης  και  το σκοτάδι ζωγραφίζουνε το γέλιο της.

Όταν το σπίτι καταρρέει η Ιωάννα φεύγει από το σώμα της και τραγουδάει αλλού μέσα στη νύχτα!..

Η Ιωάννα είναι ποτάμι.

Η Ιωάννα είναι το προχθές   το χθες   το σήμερα!..  (Το σήμερα επαναλαμβανόμενο ως το άπειρο)

Είναι αλαφριά σα νυσταγμένο κεφάλι λουλουδιού.

Είναι βαριά σαν κλειστό βιβλίο.

Είναι μια συνεχής αναγγελία της νύχτας.

Με την Ιωάννα χάνεις τον εαυτό σου  και  τον ξανακερδίζεις στον ύπνο.

Η Ιωάννα είναι ποτάμι.

Η Ιωάννα είναι όχτη ποταμιού.

Είναι ένα καλάμι στην όχτη του ποταμιού

Είναι ένας ίσκιος πάνω στο ποτάμι.

Είναι ποτάμι…

Η Ιωάννα είναι ένα δένδρο με μάτια

ένα όνειρο με στόμα   ένας ήχος μ’ αυτιά

ένα σύννεφο με πόδια.

Ένα ποτάμι με χρυσά μαλλιά που η δροσιά τους  γαληνεύει τη θάλασσα.

Ένα ποτάμι…

Η Ιωάννα είναι ένας τόπος που τον είδαμε για τελευταία φορά.

Ένας σταθμός που κάποτε θ’ απαντηθούμε μπήγοντας μια κραυγή μέσα στου ταξιδιού τη σκόνη!..

Η Ιωάννα είναι ένα σύνορο που συνεχώς μετατοπίζεται.

Είναι το χνούδι που το παίρνει ο αέρας!..

Ένα φτερό μέσα στο χρόνο…

Ένα φτερό   πάνω στην έρημη άνοιξη.

Η Ιωάννα είναι ποτάμι…

Ένα ποτάμι…

 

Δεν ξέρω συγκεκριμένως να σας πω τι είναι η Ιωάννα

 

Η ΦΩΝΗ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ιωάννα!.. φώναξαν μέσα στη νύχτα.  Ιωάννα!..

Ήταν ο Πέτρος εκεί κι ο Γεράσιμος.

Ο Γιάννης ο μακρύς απ’ το ποτάμι.

 

Ανατρίχιαζε η Ιωάννα φοβόταν.

Τη φιλούσαν ο ένας μετά τον άλλο.

Αύριο θα ’φευγε. Ποιος ξέρει αν ξαναγύριζε.

 

Οι μέρες πέρασαν.

Δε σταμάτησε να φυσάει ο αέρας.

Απέξω πάλι φωνάζουν  Ιωάννα!..

Σα να μπορούσε η φωνή ν’ αναστήσει νεκρούς!..

 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ολονυχτίς το πλευρό μου έμπαζε αέρα. Όπως  ήμουν σκεπασμένος κρύωνα. Σηκώθηκα λοιπόν κι έφραξα την πόρτα μ’ ένα παλιό πουκάμισο για να ησυχάσω. ξανακοιμήθηκα κι είδα όνειρα. Είχαν πεθάνει οι  άνθρωποι   και  ζούσαν μόνο τα πουλιά, Σκόρτσοι νυχτοπιπίνια ολέμανθοι μηλένιες  και  σπαρτάφιλοι!.. Ήμουν κι εγώ νεκρός αλλά κρατούσα τις αισθήσεις μου. Τα ρούχα μου τώρα με στένευαν και τα φτερά μου όπως εφύσαγε φεύγανε μακριά από μένα σαν τα παιδιά που παίξανε και πάλεψαν στα χώματα κι ύστερα χάθηκαν σιγά – σιγά γυμνά κι αμίλητα μέσα στον ήλιο

[από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961]]

 

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ.  ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

(… είναι μια πόρτα που κλείνει ξαφνικά και σου τσακίζει τα δάχτυλα… )

Ο Κωνσταντίνος είναι μια κάμαρα.   Κραυγή κινδύνου σε μιαν άδεια κάμαρα.   Είναι ένα σπίτι σκυθρωπό που μέσα του καπνίζουν ανεξερεύνητες θρησκείες αιμάτων.   Ο Κωνσταντίνος είναι το αύριο  το αύριο   το αύριο!..  (Το αύριο επαναλαμβανόμενο άπειρες φορές)   Ο Κωνσταντίνος χάνεται άμα τον κοιτάξεις κατάματα.   Ο Κωνσταντίνος φανερώνεται άμα τον ονειρευτείς!..   Χτυπιέται με τη νύχτα πέφτει επάνω της τυφλός από θυμό κι έτσι γεμίζει με πληγές που συνεχώς αφορμίζουν.   Βασανίζεται με τα πρόσωπα η αοριστία τον δυναστεύει ψηλαφά το κορμί μου το φως του προσώπου μου  και  τον τσακίζουν ασταμάτητοι λυγμοί.   Ο Κωνσταντίνος είναι ο ήλιος που καθορίζει τον ίσκιο του χορταριού με τη συνεχή κίνησή του.   Ο Κωνσταντίνος είναι ένα κλειστό δάσος σχέδιο χαλκού με βλάστηση αποπνιχτική.   Ο Κωνσταντίνος είναι ο αγώνας με τις κάμαρες και τα πουλιά.   Μιλάει συνεχώς για ένα ποτάμι που θα πλύνει το κορμί του από τα χώματα  και  τις βρομιές της γης.   Συνέρχεται από τις αιτίες που ερεθίζουν το αίμα του κι ύστερα κοιμάται!..  Ο Κωνσταντίνος έχει πολλές ακαθαρσίες μέσα στη φανταστική του ζωή.   Ο Κωνσταντίνος είναι ένα αμφισβητούμενο γεγονός.   Είναι ένας μισοφαγωμένος κήπος.   Είναι μια σκούρα καταθλιπτική μέρα που ο άνεμος φέρνει σκόνη στα τζάμια.   Φοράει αυτό το χειμωνιάτικο σακάκι  και  θαρρεί πως συνεχώς μεταμορφώνεται.   Πίσω απ’ το πρόσωπο του Κωνσταντίνου σαλεύει ο άλλος Κωνσταντίνος.   Που καίγεται τις νύχτες σε μια παραφορά φριχτότερη απ’ τα λόγια του.   Οι αυστηροί θεοί το ακούνε και σκοτεινιάζουν.   Το ξαναλέω ο Κωνσταντίνος είναι ένα σπίτι.   Ένα σπίτι γεμάτο επινοήσεις που χύνονται και σου ξεσκίζουν το κορμί με τα νύχια τους.   Ο Κωνσταντίνος μεταμελείται για πράξεις που ποτέ δεν έγιναν.   Μπερδεύει εκείνο που έκαμε με κείνο που λογάριαζε να κάμει…  Έχτισε πελώρια οικοδομήματα και  τα κρατούσε απελπισμένος με τα χέρια του   ώσπου γκρεμίστηκαν  και  μας τσάκισαν.   Ο Κωνσταντίνος είναι υπεύθυνος για ό,τι συνέβη μέσα μας.   Θρυμματίζεται σ’ ατελείωτες παρακρούσεις φωνάζοντας το πρόσωπό μου σκοτεινή χαράδρα του φεγγαριού.  (Το πρόσωπό μου εμένα είναι ίδιο φως).   Ο Κωνσταντίνος είναι τρομαγμένος όταν γδύνεται μια – μια τις φλούδες του!..  Δεν ξέρω πώς να γαληνέψω τον Κωνσταντίνο.   Ώρες – ώρες τον παραστέκει η τρέλα και τα σπλάχνα του φωτίζονται από μέσα σα να καίει εκεί μια ριζωμένη λάμπα.   Αυτός είναι ο Κωνσταντίνος!..  [ΟΙ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ  από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ και του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ 1961]

Δευτέρα, 16 Οκτωβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΡΟ ΜΑΓΝΑΔΙ…

  (… κεντισμένο   με ρόδα   και   με βάγια   με ήλιους   και   με άστρα που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…) Δεν σ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ