Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2023

ΠΑΡΑΜΕΝΟΜΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΥΤΗΝ ΘΕΣΙΝ ΑΝΑΜΕΝΟΝΤΑΣ ΔΙΑΤΑΓΑΣ (Ημερολόγια Καταστρώματος)

 «Στο μεταξύ πολλές φορές μου φαίνεται

πως είναι πιο καλά να κοιμηθείς παρά να βρίσκεσαι έτσι χωρίς σύντροφο  και  να επιμένεις τόσο.

Και τι να κάνεις μέσα στην αναμονή,  και  τι να πεις;

Δεν ξέρω. Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ ένα μικρόψυχο καιρό;   (Holderlin)


 [είναι το μότο που επέλεξε ο Γιώργος Σεφέρης να προλογίζει τα ποιήματα στο
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  Πρώτη έκδοση 1940:
Ο Μαθιός Πασχάλης Ανάμεσα στα Τριαντάφυλλα,
Ωραίο Φθινοπωρινό πρωί,    Piazza san Nikolo,
Ο Δικός μας Ήλιος,   Ο Γυρισμός του Ξενιτεμένου,
Η Χώρα του Αχωρήτου,    Διάλειμμα Χαράς,
Το Φύλλο της Λεύκας,   Αλληλεγγύη   και άλλα  που ανθολογούνται παρακάτω]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ:   Τα ποιήματα που περιέχονται στο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  συνιστούν ένα

«παγερό προαίσθημα νέου παράλογου αιματοκυλίσματος, σε καιρούς που μια αμείλικτη μηχανή ξεκίνησε κάπου στην Ευρώπη και ενώ στην Ελλάδα κυβερνούν άνθρωποι μέτριοι» (M. Vitti).

Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, ο Σεφέρης ακολούθησε την Ελληνική Κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και κατόπιν στη Μέση Ανατολή.

Παρέμεινε στο εξωτερικό - κυρίως στη Νότια Αφρική και στην Αίγυπτο - ως τα τέλη Οκτωβρίου 1944, οπότε γύρισε, μέσω Ιταλίας, στην ελευθερωμένη Αθήνα.

 «Ο κακός χειρισμός των ελληνικών υποθέσεων την περίοδο αυτή, οι δυσκολίες της δουλειάς του, ο καημός του εξόριστου και η αγωνία για την Ελλάδα χρωματίζουν τις αντιδράσεις του και τον κάνουν πιο ανυπόμονο με το περιβάλλον του, είτε πρόκειται για συγκεκριμένα πρόσωπα είτε για τις χώρες στις οποίες βρίσκεται» (Κ. Κρίκου-Davis).

Σ' αυτά τα θέματα αναφέρονται τα ποιήματα της συλλογής  «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β'»,  μιας συλλογής στην οποία αποτυπώνεται, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη, η ευαισθησία του μεγάλου μας νομπελίστα ποιητή. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)

 


Ο ΜΑΘΙΟΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α 1940)

Καπνίζω χωρίς να σταματήσω απ’ το πρωί

αν σταματήσω τα τριαντάφυλλα θα μ’ αγκαλιάσουν

μ’ αγκάθια και με ξεφυλλισμένα πέταλα θα με πνίξουν

φυτρώνουν στραβά όλα με το ίδιο τριανταφυλλί

κοιτάζουν·  περιμένουν να ιδούν κάποιον·   δεν περνά κανείς·

πίσω απ’ τον καπνό της πίπας μου τα παρακολουθώ

πάνω σ’ ένα κοτσάνι βαριεστημένο χωρίς ευωδιά,

στην άλλη ζωή μια γυναίκα μου έλεγε μπορείς να γγιξεις αυτό το χέρι

κι είναι δικό σου αυτό το τριαντάφυλλο είναι δικό σου μπορείς να το πάρεις

τώρα  ή  αργότερα, όταν το θελήσεις.

 

Κατεβαίνω καπνίζοντας ολοένα, τα σκαλοπάτια

τα τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ερεθισμένα

κι έχουνε κάτι στο φέρσιμό τους απ’ τη φωνή

στη ρίζα της κραυγής εκεί που αρχίζει

να φωνάζει ο άνθρωπος:  «μάνα»  ή  «βοήθεια»

ή τις μικρές άσπρες φωνές του έρωτα.

 

Είναι ένας μικρός κήπος όλο τριανταφυλλιές

λίγα τετραγωνικά μέτρα που χαμηλώνουν μαζί μου

καθώς κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, χωρίς ουρανό·

κι η θεία της έλεγε:  «Αντιγόνη ξέχασες σήμερα τη γυμναστική σου

στην ηλικία σου δεν φορούσα κορσέ, στην εποχή μου»

Η θεία της ήταν ένα θλιβερό κορμί μ’ ανάγλυφες φλέβες

είχε πολλές ρυτίδες γύρω στ’ αυτιά μια ετοιμοθάνατη μύτη

αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα φρόνηση πάντα.

Την είδα μια μέρα να γγίζει το στήθος της Αντιγόνης

σαν το μικρό παιδί που κλέβει το μήλο.

 

Τάχα θα τη συναντήσω τη γριά γυναίκα έτσι που κατεβαίνω;

Μου είπε σαν έφυγα:   «Ποιος ξέρει πότε θα ξαναβρεθούμε;»

κι έπειτα διάβασα το θάνατό της σε παλιές εφημερίδες

το γάμο της Αντιγόνης και το γάμο της κόρης της Αντιγόνης

χωρίς να τελειώνουν τα σκαλοπάτια μήτε ο καπνός μου

που μου δίνει μια γέψη στοιχειωμένου καραβιού

με μια γοργόνα σταυρωμένη τότες που ήταν όμορφη, πάνω στο τιμόνι.

 

ΩΡΑΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΠΡΩΙ (για την κυρία Ντονογκό)

Να που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά μ’ αυτό το φως

με δέρμα ρυτιδωμένο σαν την κοιλιά του ελέφαντα

όταν τα μάτια του στενεύουν απ’ τα χρόνια.

Να που μ’ αρέσουν αυτές οι λεύκες, δεν είναι πολλές

σηκώνοντας τους ώμους μέσα στον ήλιο.

Οι αψηλοί γκέγκηδες οι κοντοί τόσκηδες

το καλοκαίρι με τα δρεπάνια και το χειμώνα με τα τσεκούρια

κι όλο τα ίδια ξανά και ξανά, ίδιες κινήσεις

στα ίδια σώματα: κόπηκε η μονοτονία.

Τί λέει ο μουεζίνης στην άκρη του μιναρέ;   για πρόσεξε!

Έσκυψε ν’ αγκαλιάσει μια ξανθή κούκλα στο πλαϊνό μπαλκόνι.

Αυτή ανεμίζει δυο ρόδινα χεράκια στον ουρανό

δεν παραδέχεται να τη βιάζουν.

Ωστόσο γέρνει ο μιναρές και το μπαλκόνι σαν τον πύργο της Πίζας

ακούς μονάχα ψιθυρίσματα, δεν είναι τα φύλλα μήτε το νερό

«Αλλάχ! Αλλάχ!» δεν είναι μήτε τ’ αγεράκι, παράξενη προσευχή.

Ένας κόκορας λάλησε, πρέπει να ’ναι ξανθός

ω ψυχή ερωτευμένη που πέταξες στα ύψη!

 

Να που μ’ αρέσουν επιτέλους αυτά τα βουνά, έτσι κουλουριασμένα

το γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ’ αυτές τις ρυτίδες

σκέφτηκε κανείς να πει τη μοίρα ενός βουνού όπως κοιτάζει μια παλάμη

σκέφτηκε κανείς;…   Ω εκείνη η επίμονη σκέψη

κλεισμένη σ’ ένα κουτί αδειανό, θεληματική

χτυπώντας αδιάκοπα το χαρτόνι, όλη τη νύχτα

σαν ποντικός που ροκανίζει το πάτωμα.

Κόπηκε η μονοτονία, ω εσύ που πέταξες στα ύψη, να που μ’ αρέσει

κι αυτό το βουβάλι του μακεδονίτικου κάμπου τόσο υπομονετικό

τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά

θυμίζει τ’ αγέρωχο κεφάλι του πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ

Tel qu’ en lui-même enfin l’éternité le change

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940]

 

PIAZZA SAN NICOLO 

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940)

Longtemps je me suis couche de bonne heure    το σπίτι

γεμάτο γρίλιες και δυσπιστία σαν το καλοκοιτάξεις στις σκοτεινές γωνιές

«για χρόνια πλάγιαζα νωρίς»    ψιθυρίζει

«κοίταζα την εικόνα του Ύλα και  την εικόνα της Μαγδαληνής

προτού καλονυχτίσω κοίταζα τον πολυέλαιο με τ’ άσπρο φως

τα μέταλλα που γυάλιζαν και δύσκολα άφηνα

τις τελευταίες φωνές της μέρας»

Το σπίτι σαν το καλοκοιτάξεις μέσα απ’ τις παλιές κορνίζες

ξυπνά με τα πατήματα της μητέρας στα σκαλοπάτια

το χέρι που φτιάνει τα σκεπάσματα  ή  διορθώνει την κουνουπιέρα

τα χείλια που σβήνουν τη φλόγα του κεριού.

 

Κι όλα τούτα είναι παλιές ιστορίες που δεν ενδιαφέρουν πια κανέναν

δέσαμε την καρδιά μας και μεγαλώσαμε.

Η δροσιά του βουνού δεν κατεβαίνει ποτέ χαμηλότερα από το καμπαναριό

που μετρά τις ώρες μονολογώντας και το βλέπουμε σαν έρχεται τ’ απόγεμα στην αυλή

η θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα το γένος Τροφίμοβιτς.

Η δροσιά του βουνού δεν αγγίζει ποτέ το στιβαρό χέρι του Αι- Νικόλα

μήτε το φαρμακοποιό που κοιτάζει ανάμεσα σε μια κόκκινη και μια πράσινη σφαίρα

σαν υπερωκεάνιο μαρμαρωμένο.

Για να βρεις τη δροσιά του βουνού πρέπει ν’ ανέβεις ψηλότερα από το καμπαναριό

κι από το χέρι του Αι-Νικόλα

κάπου 70 ή 80 μέτρα δεν είναι πολύ.

Κι όμως εκεί ψιθυρίζεις όπως σαν πλάγιαζες νωρίς

και μέσα στην ευκολία του ύπνου χάνονταν η πίκρα του αποχωρισμού

όχι λέξεις πολλές δυο-τρεις μονάχα και τούτο φτάνει

αφού κυλάνε τα νερά και δε φοβούνται να μη σταματήσουν

ψιθυρίζεις ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο ενός φίλου

σα να μην είχες μεγαλώσει μέσα στο σπίτι το σιωπηλό

με φυσιογνωμίες που βάρυναν και μας έκαναν αδέξιους ξένους.

Κι όμως εκεί, λίγο ψηλότερα από το καμπαναριό, αλλάζει η ζωή σου.

Δεν είναι μεγάλο πράγμα ν’ ανέβεις μα είναι πολύ δύσκολο ν’ αλλάξεις

σαν είναι το σπίτι μέσα στην πέτρινη εκκλησιά κι η καρδιά σου είναι μέσα στο σπίτι που σκοτεινιάζει

κι όλες οι πόρτες κλειδωμένες από το μεγάλο χέρι τα’ Αι-Νικόλα.

 

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΗΛΙΟΣ

Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μου και δικός σου:   τον μοιραστήκαμε

ποιος υποφέρει πίσω από το χρυσαφί μεταξωτό ποιος πεθαίνει;

Μια γυναίκα φώναξε χτυπώντας το στεγνό στήθος της:

«Δειλοί, μου πήραν τα παιδιά μου και τα κομμάτιασαν, σεις τα σκοτώσατε

κοιτάζοντας με παράξενες εκφράσεις το βράδυ τις πυγολαμπίδες

αφηρημένοι μέσα σε μια τυφλή συλλογή»

Το αίμα στέγνωνε πάνω στο χέρι που το πρασίνιζε ένα δένδρο

ένας πολεμιστής κοιμότανε σφίγγοντας τη λόγχη που του φώτιζε το πλευρό.

 

Ήταν δικός μας ο ήλιος, δε βλέπαμε τίποτα πίσω από τα χρυσά κεντίδια

αργότερα ήρθαν οι μαντατοφόροι λαχανιασμένοι βρώμικοι τραυλίζοντας συλλαβές ακατανόητες

είκοσι μερόνυχτα πάνω στη στέρφα γης και μόνο αγκάθια

είκοσι μερόνυχτα νιώθοντας ματωμένες τοις κοιλιές των αλόγων

κι ούτε στιγμή να σταματήσουν για να πιουν το νερό της βροχής.

 

Είπες να ξεκουραστούν πρώτα κι έπειτα να μιλήσουν, σε είχε θαμπώσει το φως.

Ξεψύχησαν λέγοντας:   «Δεν έχουμε καιρό»   γγίζοντας κάτι αχτίδες·

ξεχνούσες πως κανείς δεν ξεκουράζεται.

 

Ούρλιαξε μια γυναίκα:   «Δειλοί» σαν το σκυλί τη νύχτα

θα ήταν ωραία κάποτε σαν εσένα

με στόμα υγρό, τις φλέβες ζωντανές κάτω απ’ το δέρμα με την αγάπη.

 

Ο ήλιος αυτός ήταν δικός μας· τον κράτησες ολόκληρο δε θέλησες να μ’ ακολουθήσεις

κι έμαθα τότε αυτά τα πράγματα πίσω από το χρυσάφι και το μετάξι·

δεν έχουμε καιρό. Σωστά μιλήσαν οι μαντατοφόροι.

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940]

 

 

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

(από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940) 

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

 

ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ

Έτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος

έτρεμε τόσο πώς να μην το πάρει ο άνεμος

πέρα μακριά μια θάλασσα

πέρα μακριά ένα νησί στον ήλιο

και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά

πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι

και τα μάτια κλειστά

σε θαλασσινές ανεμώνες

 

Έτρεμε τόσο πολύ

το ζήτησα τόσο πολύ

στη στέρνα με τους ευκαλύπτους

την άνοιξη και το φθινόπωρο

σ’ όλα τα δάση γυμνά

θεέ μου το ζήτησα

 

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξω

με δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμα

από το μέρος που φυσά ο αγέρας

ακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών

είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτια

μήπως άλλαξε κανείς ποτέ του.

 

Τι γυρεύετε; τα μηνύματά σας

έρχονται αλλαγμένα ως το καράβι

η αγάπη σας γίνεται μίσος

η γαλήνη σας γίνεται ταραχή

και δεν μπορώ να γυρίσω πίσω

να ιδώ τα πρόσωπά σας στ’ ακρογιάλι.

 

Είναι εκεί τα μεγάλα μάτια

κι όταν μένω καρφωμένος στη γραμμή μου

κι όταν πέφτουν στον ορίζοντα τ’ αστέρια

είναι εκεί δεμένα στον αιθέρα

σα μια τύχη πιο δική μου απ’ τη δική μου.

 

Τα λόγια σας συνήθεια της ακοής

βουίζουν μέσα στα ξάρτια και περνάνε

μήπως πιστεύω πια στην ύπαρξή σας

μοιραίοι σύντροφοι, ανυπόστατοι ίσκιοι.

 

Έχασε πια το χρώμα αυτός ο κόσμος

καθώς τα φύκια στ’ ακρογιάλι του άλλου χρόνου

γκρίζα ξερά και στο έλεος του ανέμου.

 

Ένα μεγάλο πέλαγο δυο μάτια

ευκίνητα κι ακίνητα σαν τον αγέρα

και τα πανιά μου όσο κρατήσουν, κι ο Θεός μου.

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  1940]

 

ΠΕΦΤΟΥΝ ΟΛΟΕΝΑ ΣΗΜΕΡΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ 

(… ανάμεσα σε κάθε κόμπο σα μια σταλαματιά στο χώμα

ανοίγει μια καινούρια χώρα:  ήρθε η στιγμή, σηκώστε με… - Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΉΤΟΥ)

Ήμασταν χαρούμενοι όλο εκείνο το πρωί   θεέ μου πόσο χαρούμενοι.   Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες  τα φύλλα  και  τα λουλούδια   έπειτα ο ήλιος   ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.   Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας  και  τις κρεμνούσε στα δένδρα   ένα δάσος από δένδρα του Ιούδα.   Ερωτιδείς  και  σάτυροι παίζαν  και  τραγουδούσαν   κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες   σάρκες μικρών παιδιών.   Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί·   η άβυσσο κλειστό πηγάδι   όπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνου   θυμάσαι το γέλιο του:  πόσο χαρούμενοι!..  Έπειτα σύννεφα βροχή  και  το νοτισμένο χώμα   έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα   κι  άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας   τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία.   «Ανεξήγητο»  είπες  «ανεξήγητο   δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους   όσο και να παίζουν με τα χρώματα   είναι όλοι τους μαύροι»!..    [ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΧΑΡΑΣ από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α  πρώτη έκδοση 1940]

Παρασκευή, 13 Οκτωβρίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΡΟ ΜΑΓΝΑΔΙ…

  (… κεντισμένο   με ρόδα   και   με βάγια   με ήλιους   και   με άστρα που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…) Δεν σ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ