Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΟΛΕΥΤΩ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΟΥ

 

(… κυρίως πρέπει να προφυλάξω τα μάτια μου από τα χιόνια του καλοκαιριού…)

1

Πλένεσαι   και τα νερά που τρέχουν

ποτίζουν τις μηλιές του κάτω κόσμου

3

Κάθε πρωί βουρτσίζεις τα δόντια σου

και μετά με δαγκώνεις –

τάχα τυχαία,  τάχα στ’ αστεία

4

Κάθεσαι στην καρέκλα  και  κοιτάζεις το φεγγάρι στον τοίχο.

Στα τυφλά, στα μουγγά, ψάχνω τα χέρια μου.

Τα φοράω και καπνίζω.

5

Άκουσα πολλά τραγούδια  και  επικλήσεις στη ζωή μου.

Πρόσεχα μόνο μην τσαλακωθεί

το πουκάμισο  και  το μυαλό μου.

Εποχές του σίδερου – εποχές του κεριού

6

Πολλοί άνθρωποι άσπρισαν   γύρω μου.

Γίνανε ασβέστης –

Με την κιμωλία τους γράφω ποιήματα –

7

Έσπασε το μολύβι.   Έσπασε το χέρι.

Έσπασε η γλώσσα!.. – Όλοι φωνάζουν!..

8

Τα ρούχα μας μπερδεμένα στην καρέκλα,

μοιάζουν φίδια σε οργασμό!..

9

Αυτές οι βυζαντινές κοπέλες   που βλέπω κάθε μέρα

επαληθεύουν τους εσπερινούς  και  τα κυπαρίσσια!..

10

Πετάνε τραγούδια

Πετάνε πουλιά

Πετάνε μαύρα λόγια.

11

Κόβεις τεμάχια τον ύπνο μου,  με ασημόχαρτο.

Μετά   μετάξι,  μετά πίδακας η φωνή σου.

12

Πηγαίνω άκρη – άκρη στο λαιμό σου.

Η καμπύλη πάλλεται.

Έχεις φωλιές,   πολλές φωλιές!..

Από το στόμα σου τρέχουν χώματα.

13

Με τις εποχές αλλάζεις φωνές –

όπως ο φλοιός των δένδρων –

14

Αυτό το χειμώνα θα ρίξω τα ποιήματα στη σόμπα

για να ζεσταθούμε!..

Θα σκάνε οι λέξεις σαν κοριοί στη φωτιά,

θα γεμίσει η σόμπα αίμα, θα σβήσει –

θα παγώσουμε…

15

Τώρα θα πέσω σε χειμέρια νάρκη   αιώνων!..

Τυλίγω τη προβοσκίδα και τα αυτιά μου.

Φωλιάζω στον πάγο  και  φαντάζομαι την πρασινάδα σου!..

16

Φούντωσε το χορτάρι στο δωμάτιο.

Δεν μπορώ να μετακινηθώ.

Ένα λιοντάρι   με περιεργάζεται με τα κίτρινα μάτια του.

Δεν είμαι ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων,

ο Γιάννης είμαι  και  δε θέλω ούτε λιοντάρια   ούτε ανθρώπους.

Το δωμάτιο θέλω να καθαρίσω

και να καθίσω σε μια καρέκλα να ξεκουραστώ

17

Α!.. να φόραγες παπούτσια μουσμουλιά.

Να παίζαν τα βιολιά,  να χαμήλωνες τα μάτια,

και να είναι Αύγουστος του χίλια εννιακόσια είκοσι δύο-

λίγες μέρες πριν την καταστροφή –

18

Αυτά τα πρωινά με το αεράκι,   με το φως,

με τις βαριές βιομηχανίες,  τους καπνούς των τσιγάρων

-όλα αυτά εν κινήσει –

Τα κοιτάζω ακίνητος, καμπούρης 

και βλέπω μόνο μία ευθεία γραμμή.

19

Τρέχοντας σ’ αυτή την ταινία τρόμου  

μαζί με τους πεθαμένους – ένας πεθαμένος παίζει όμποε

δεν ευθύνεται για τίποτα.

Άλλοι γράψανε το σενάριο,  άλλοι χειρίζονται τις μηχανές,

άλλοι ελέγχουν τους φωτισμούς

και ο μέγας σκηνοθέτης έχει πάντα τον τελευταίο λόγο!..

[τα πρώτα δέκα εννέα  από τα 133 ΟΣΤΑ  του Γιάννη  Κοντού 1982 με ΕΠΙΜΕΤΡΟ τον ΟΥΡΑΝΙΟ ΚΗΠΟ 

ή για να μην τον ξεχνάμε ποτέ τον Ποιητή και το σημείωμα του που έγραψε σ’ αυτό το καφενείο:

«Το  μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργεια μου…

Κάθε πραγματικότης μου είναι αποκρουστική»

Κι άλλες επιλογές  απ’ αυτή τη συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 


ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΣΚΟΤΩΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ…

(… έτσι συνεχίζεται η καταστροφή του κόσμου…)

21

Πρωί – πρωί χιλιάδες μικρά κορίτσια   με ποδήλατα

τρέχουνε σε κατηφόρες ανεμίζοντας ποιήματα

του Ανδρέα Εμπειρίκου!..

22

Όταν πεθάνεις, θα κυλάω μεγάλους βράχους προς την πόλη –

δε θα υπάρχει όμως ήχος

23

Έρχεται πάλι καλοκαιριάτικα αυτός   ο  Φρανς Κάφκα.

Κάθεται. Παίζουμε σκάκι.

Πίνουμε γάλα -που πολύ ταιριάζει  με τα μαύρα ρούχα –

Λέμε αστεία  και  γελάμε.

Έχει ένα σιδερένιο βήχα   που με αναστατώνει.

Βγάζει το παλτό  και  με ρωτάει για σένα.

Του εξηγώ  ότι κοιμάσαι δίπλα. Συνεχίζουμε.

Τα ξημερώματα φεύγει, παίρνοντας μαζί του

το μισό δωμάτιο  - όπως πάντα με κερδίζει

24

Η φωνή σου χαλκός  και  άλλα μέταλλα!..

Σβήνει το απόγευμα στο τσάι

γίνεται ύφασμα, γίνεται φόδρα   στο σακάκι μου

25

Όσο φοβάμαι την αρχή της μέρας

με το ζεστό γάλα  ή  τον καφέ.

Τα παγωμένα σεντόνια και τα ρούχα

στην κρεμάστρα που πρέπει να φορέσεις.

Τον πρωινό ιδρώτα στα χέρια,

την αφίσα που θα δεις στο δρόμο

και το πρώτο τσιγάρο – πικρό φιλί

-δε φοβάμαι τίποτα άλλο –

 

Ας λένε ό,τι θέλουν για τη νύχτα

Η νύχτα τρίβεται στο δέρμα κεχριμπάρι

26

Κυρίως είμαι κηπουρός στις πέτρες

27

Κάθε βράδυ η γυναίκα του διπλανού    διαμερίσματος

καταλαβαίνω ότι είναι γυναίκα   από το θόρυβο των μαλλιών-

καρφώνει κάτι   στον τοίχο.

Μπορεί τα μυστικά της, μπορεί   τα κουζινικά της.

Όχι, καρφώνει το χέρι της   ψηλά

και έτσι κρεμασμένη κοιμάται σαν νυχτερίδα.

28

Ξεκλειδώνεις τον ήλιο  από το υπόγειο

και τρέχει να φάει τα κόκαλα!..

29

Περιεργάζομαι το ύφασμα της ζωής μου,

ένα κοινό κοινότατο βαμβακερό   με αυστηρά τετράγωνα.

Δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον.

Μόνο μια δυο φορές   πήγε να γίνει μετάξι,

αλλά οι μεταξοσκώληκες   πέταξαν πεταλούδες!..

30

Το απόγευμα γέρικο σκυλί

σηκώνεται στα πίσω πόδια   για να χαιρετήσει.

 

Γκρεμίζεται όμως στο χρόνο

31

Έγειρε λίγο και κοίταξε στα μάτια   τον κόσμο.

Ένα χορωδιακό γέλιο   ανέβηκε στον ουρανό.

 

Μετά ακούστηκαν κέρμα και λαμαρίνες  στην άσφαλτο

32

Σ’ ένα σπίτι με ηλεκτρικές συσκευές μένω.

-έχω και ηλεκτρική κουβέρτα –

 

Η χώρα μου είναι μεσογειακή

με μεγάλη ηλιοφάνεια, αλλά οι πάγοι

ανεβαίνουν σιγά – σιγά – φαίνονται καθαρά

στους παλιούς χάρτες.

33

Ο πολιτισμός, μύγα κάθεται   στα γένια μου.

Γεννάει τ’ αυγά του – με βρομίζει –

λες και είμαι πεθαμένος.

34

Η επίσημη ώρα, η κρατική.

Η ώρα του φύλλου.   Η ώρα του νερού.

Η ώρα του τρόμου, όταν χάνω.

 

(Ο άλλος κόσμος δουλεύει ρολόι.

Εδώ σπασμένα ελατήρια και ρουμπίνια)

35

Τα μαλλιά μου μεγαλώνουν

όταν βλέπω τη μουσική   σε μεγάλους όγκους

να κατρακυλά από το δίσκο

και να σου τσακίζει τη φωνή

36

Το πριν,  το μετά.

(Η κίνηση, η σκόνη,   τα έπιπλα, το τσιγάρο)

 

Το σώμα βλέπει!..

[επιλογές από τη συλλογή   του Γιάννη Κοντού  ΤΑ ΟΣΤΑ 1982 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 

ΚΑΘΟΜΑΙ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ ΚΑΙ ΤΑΙΡΙΑΖΩ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, ΛΕΞΕΙΣ  και ΑΝΑΠΝΟΕΣ 

(… με φακούς, με κόλλες, με γυμνό μάτι, με ψαλίδια!..

Την άλλη μέρα κάτασπρος  στο αλατωρυχείο μαυρίζω…)

38

Να είσαι ένας ήλιος πεταμένος

στα χώματα. Τα δένδρα να κρέμονται

από τον ουρανό με ρίζες στα μαλλιά σου.

 

Να είμαι ένας άπελπις.

39

Πάντα ο δολοφόνος επιστρέφει στον τόπο

του ποιήματος. Ρωτάει τους περαστικούς,

κάνει τον ανήξερο, είναι πρόθυμος

να συνεργαστεί με τις αστυνομικές αρχές.

Δίνει τα χαρακτηριστικά του στη σήμανση.

 

Κρυμμένος στην ανωνυμία, περιμένει.

Μόλις δει αιχμηρό αντικείμενο, χτυπάει.

Αν δεν βρει θύμα, ορμάει στον εαυτό του.

40

Τυλιγμένη στην εσάρπα σου

μοιάζεις με ψάρι σε δίχτυ.

– Από τα τελευταία της αποξηραμένης

λίμνης, με τα πράσινα νερά –

41

Σήμερα έχουν μεγάλο ταξίδι    τα μάτια μου!..

Πηγαίνουν  από το ένα παπούτσι στο άλλο.

Όλη μέρα, χωρίς διακοπή!..

42

Μιλάει ο γέρος: αυτά τα σκουριασμένα χείλια,

με το κενό των δοντιών δε θα σε φιλήσουν.

Αυτά τα δάχτυλα με τα άλατα, που τρίζουν

δε θα χαϊδεύουν το φύλλο σου - ένα τσιγάρο

κρατούν και προσπαθούν να μπουν στα γάντια-

 

(Έχω ξεχάσει την περιπέτεια των χρωμάτων   και τα μάτια σου)

43

Συνέντευξη:  ζούμε σε μια βρόμικη πόλη

Παρακολουθούμε περίεργα πολιτικά φαινόμενα.

Παρακολουθούμε περίεργα ανθρώπινα φαινόμενα.

Τρώμε στα κρυφά τη χθεσινή μέρα

πιστεύοντας ότι τρώμε το καλύτερο γλυκό.

Ερωτευόμαστε τις φωτοσκιάσεις των γυναικών

που ήσαν κάποτε.  Γι’ αυτό μη μου λέτε

ότι γράφω απελπισμένα.  Ξέρω γιατί βρέχει,

γιατί σκοτεινιάζει  και  τι γράφουν οι αυριανές

εφημερίδες.  Είμαι πολύ αισιόδοξος.

44

Οι άνθρωποι που γνώρισες αφήνουν

στίγματα πάνω σου.

Έρχεται καιρός που είναι κατάστικτος.

 

(Έτσι γίνονται  ποιήματα – πολιτισμοί - καταστροφές)

45

Απόγευμα με ώχρα και φως.

Έκανε κρύο.  Είχα το σώμα σου

στην τσέπη και πήγαινα σπίτι.

46

Πετάω λέξεις μες στο στόμα σου.

Πετάω τον ύπνο σε βαθιές πρασινάδες

Πετάω νόμισμα στο τραγούδι

 

Δε γίνεται καμιά έκρηξη.   Απλώς ξεχνιέμαι.

47

Σήμερα είναι Κυριακή

πλένουν τους ουρανούς των αυτοκινήτων.

Έχει αέρα,  τους στροβιλίζει το μυαλό –

δε βρέχει.   Έρχεται Δευτέρα.

48

Ο μικρός Μίλτος κάθεται στα χαλάσματα.

Λέει ένα κόκκινο τραγούδι.

Το τραγούδι έχει κλωστές, πολλές κλωστές.

Σε λίγο θα γίνει τριχιά και θα σας πνίξει.

49

Στην κουβέρτα προσπαθώ    να κρατήσω τη ζωή μου,

Μένει για λίγο το ζεστό χρώμα.

 

Μετά τσεκούρι η απόσταση.

Τα πατήματα στο χιόνι.

Πηγαίνεις με τους λύκους.

50

Καθαρίζω τα αυτιά μου   από τα λόγια σας.

Με βαμβάκι,   με ξύλα,   με σύρματα!..

 

Έτσι ακούω μόνον το άσπρο  και  τον αέρα!.

[επιλογές από τη συλλογή   του Γιάννη Κοντού  ΤΑ ΟΣΤΑ 1982 – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]

 

(επίμετρο)   «Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΚΗΠΟΣ»*

(… ή για να μην τον ξεχνάμε ποτέ…)

Υπάρχει μια φωτογραφία του Ποιητή στο ταξίδι του στη Ρουμανία. Θα πήγε με τρένο, μάλλον θα έβρεχε.  Οι δικοί του θα είπαν:  αφού πάει εκδρομές, θα είναι καλά.   Είδε δάση,  ανθρώπους,  ζώα,  τον σταθμό.   Έδωσε το εισιτήριο να το τρυπήσει ο ελεγκτής με την τανάλια  -  ίδια σχεδόν από τότε -  Δεν ξέρουμε τι έκανε μετά.   Υποθέτουμε τις κινήσεις που κάνουν όλοι οι ταξιδιώτες σε ξένη πόλη.   Τώρα είμαστε στη στιγμή της φωτογραφίας:  είναι στην πόρτα μοναστηριού μαζί μ’ ένα μοναχό.   Το φως σπάει μπροστά του ένα πιθάρι με μέλι.   Αυτός το είχε φανταστεί ένα λεπτό πριν  και  χαμογελάει.   Έγερνε λίγο προς τα μπρος για να κρύψει τα φτερά του  ή  όπως λένε από ελαφρό ραχιτισμό.   Έτσι η πλάτη του έκανε μια μικρή καμπύλη  (την πιο υπερήφανη καμπύλη της χώρας).   Το μαύρο παλτό σκέπαζε – τούνελ,  φαντασίες,  φιλιά -  Πιο μέσα το λευκό πουκάμισο ακόνιζε τα ξυράφια του μέλλοντος.   Στην τσέπη κάτι φούσκωνε.   Ίσως τα κλειδιά του,  ίσως σταρένιο ψωμί που του άρεσε  ή  κάτι άλλο μεταλλικό.   Τα μάτια του, λυπημένα ελληνικά, κοιτούσαν το φακό.   Ο φωτογράφος δεν ήξερε τι αποτύπωνε και δεν τον διέκρινε καμία ιδιαίτερη αγωνία.   Είπε δυνατά:  «Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργεια μου…  Κάθε πραγματικότης μου είναι αποκρουστική»**   (Τα λόγια δεν φαίνονται στη φωτογραφία).   Πίσω από τη μηχανή ο ήλιος.   Πιο πίσω εμείς κοιτάμε!..      [ΕΠΙΜΕΤΡΟ στο τέλος της συλλογής του Γιάννη Κοντού ΤΑ ΟΣΤΑ 1982  – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΚΗΠΟΣ ήταν η ονομασία του καφενείου όπου ο Κ. Καρυωτάκης έγραψε το σημείωμα, προτού πάει στον τόπο της αυτοκτονίας του // ** Στα εισαγωγικά απόσπασμα του σημειώματος που βρέθηκε στην τσέπη του νεκρού Κ. Καρυωτάκη ]

Δευτέρα, 21 Αυγούστου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ