Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, Ο ΕΚΣΚΑΦΕΑΣ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

 (αντιπροσωπευτική ανθολόγηση από το σύνολο του ποιητικού του έργου)


Η Ποίηση του Πρατικάκη συνιστά ένα σύμπαν που, όπως είναι φυσικό, είναι δύσκολο να εξερευνηθεί  με ευκολία στην ολότητά του.

Από την άλλη είναι ένας κόσμος μαγικός, με την έννοια  της ακαταμάχητης έλξης που σου ασκεί σαν άστρο που λάμπει και σε καλεί να το ανιχνεύσεις.

 Έχουμε να κάνουμε με μια Ποίηση βιωματική εν πολλοίς και αυτοβιογραφική:

 η γέννηση,   η καταγωγή,   η παιδική ηλικία , 

η πορεία,   η εξέλιξη,   τα περιβάλλοντα πρόσωπα και οι τόποι, 

οι έρωτες και οι απώλειες…

συγκροτούν ένα σώμα, το οποίο βαδίζει στέρεα και

δημιουργεί μια ιδιαίτερη ποιητική οπτική για όλα τα πράγματα.

Καταξιωμένος και πολυβραβευμένος ποιητής, έχει εκδώσει 18 ποιητικές συλλογές και δύο βιβλία με διηγήματα και νουβέλες , ενώ έχει γράψει και δύο σενάρια για μεγάλου μήκους ταινίες.

Εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1970 με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά εξέδωσε  το την πρώτη του ποιητική συλλογή ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 74 το 1974. 




Με γνώμονα την αντιπροσωπευτικότητα ακολουθεί μια ανθολόγηση απ’ όλες τις μέχρι τώρα συλλογές του, προκειμένου να αναδειχθεί  η ιδιαιτερότητα της γραφής του  σε όλο της το εύρος (ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ: Τίτλος συλλογής και ποιήματα):

1.   ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 74:  Ο Θησέας ανεύρετος  και η μικρή Αριάδνη να τυλίγει και να ξετυλίγει  τη ματωμένη κλωστή στα δάχτυλά της… Ανθολογείται το ποίημα ΑΓΡΥΠΝΙΑ

 

2.   ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976: Υπεκφυγές και προσόψεις στιγμών που έχασαν τα φτερά κάθε αληθινής σημασίας  και στην άλλη όχθη του Έρωτα… ΘΑΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝΔΡΟ (το ποίημα που ανθολογείται)

 

3. ΛΙΒΙΔΩ 1978: Ένας αθέατος σφυγμός,   γοργός και διψασμένος σα ζαρκάδι που κατεβαίνει αιώνια στην πηγή. Αποσπάσματα από το ποίημα: ΗΜΟΥΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΡΤΕΡΩ ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙΣ  

 

4. ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980: Κάθε κορίτσι κατεβαίνει πάνοπλο στον  κόσμο  αλλά τελικά είναι ΓΥΜΝΗ η ΠΑΝΟΠΛΙΑ της   

 

5. Η ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ 1980: Ο Παράξενος Ειρμός για μια Γυναίκα που άλλαξε τη ροή του κόσμο και οι σημασίες που σαν βροχή έμπαιναν στα όνειρα. Αποσπάσματα από την ΕΚΔΟΧΗ ΙΙΙ: Ο Γάμος   

 

6.ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1982: Να μιλάω αλλιώς, με ανήκουστη χορδή σ’ ένα παρθένο σημείο της ακοής σας!.. Αυτός είναι ο Παράδεισός μου… ΠΕΡΙΠΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑ και το ΗΔΟΝΙΚΟ ΜΟΥ ΣΩΜΑ

 

7. ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984: Εκδηλώνεται μ’ ένα τραύλισμα συγκαταβατικό… Υποχθόνιο έντομο το Αναπάντητο… Αυτό είναι η ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ (απόσπασμα από την 7η εκδοχή) 

 

8. ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988: Η αιτία είναι πάντα πλάνο μεταφυσικό. Η ΠΕΤΡΙΝΗ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ, όλη ένα άγαλμα του Πόθου της, ονειρεύεται τα φυλλώματα του παραδείσου

 

9. Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ 1990: Ω!.. Να βρω τις λέξεις που να τους είμαι απόλυτα πιστός. Αποσπάσματα από ΤΟ ΕΛΑΦΙ

 

10. ΤΑ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ 1993: Καταπώς στάζει ο άγιος στα σπήλαια ο Ποιητής φέγγει   μες στο κενό που είναι το αειθαλές μας φύλλωμα. Ανθολογείται το Ποίημα: Λεπτομέρειες από τη ζωή και το θάνατο του ποιητή Νίκου Καρούζου 

 

11.ΛΗΚΥΘΟΣ 1995: Φως κανένα·  μόνο εκεί στο πλάι κάτι βαμβακιές σα μικρά συννεφάκια, φωσφορίζοντας μόλις μέσα από τα έλυτρα… Κι άλλα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

 

13. ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999 Ανθολογείται ΤΟ ΠΛΑΓΚΤΟΝ: Γιατί η ώρα της αγάπης είναι ο μοναδικός τρόπος να ξημερώνει…  

 

14. ΤΟ ΝΕΡΟ (2002)  για το οποίο βραβεύτηκε με το Κρατικό βραβείο Ποίησης το 2003 (αποσπάσματα από τις ΣΤΑΓΟΝΕΣ)

 

16. ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΠΛΗΘΟΣ (2008): Ένα παιδί μέσα σου θα κλαίει    Και να ’σαι πάντα μίλια μακριά   Να μην μπορείς να το παρηγορήσεις  (αποσπάσματα)

 

17. ΚΙΒΩΤΟΣ (2012): Κάθε που μεταφράζω το κορμί σου  μιλώ για αναγωγή του απτού σε τρέμισμα ονείρου (αποσπάσματα)   και 

 

18. ΛΙΘΟΞΟΟΣ (2015):  Με έρωτα γονατιστός κρατώ τη σμίλη   Και γονατιστός γυρεύω της σιωπής σου το εικόνισμα μέσα στην πέτρα… Ανθολογούνται οι ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡΕΣ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ

 

ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ ΕΚΣΚΑΦΕΑΣ ΑΒΥΣΣΟΥ: (αντιπροσωπευτικά Ποιήματα απ’ όλες τις συλλογές του)

ΑΓΡΥΠΝΙΑ

(από την πρώτη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΠΟΙΗΣΗ 1971-74)

Ένας κρότος…

και ξαφνικά ανοίγουν οι πόρτες τα παράθυρα.

Η Μέγαιρα η Αληκτώ η Τισιφόνη

παρουσιάζονται.

Με κυνηγούν με βασανίζουν.

 

Θε μου ! πάλι ποιον να ’χουνε

σκοτώσει;

 

ΘΑΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝΔΡΟ

(απ’ τη συλλογή του Μανόλη ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ 1976)

Υπεκφυγές και προσόψεις στιγμών που έχασαν

τα φτερά κάθε αληθινής σημασίας

 

Όπως τούτο το ξύλο κατεβαίνοντας

στο ηλεκτρικό ποτάμι της φωνής σου

θα ’ταν κάποτε δένδρο στη χαμένη παρυφή της μνήμης

με καρπούς και φύλλα.

 

Περιστατικά που άλλαξαν τη ζωή μας

στρέφοντας το τιμόνι προς το έρεβος και περισσότερο

τούτες οι κυλιόμενες σκάλες ηλεκτρικές

φορτωμένες βιαστικά τα κίτρινα σώματα  της απουσίας.

Χέρια που κάποτε στο φως είχε φως 

το ψωμί που πεινούσες το βράδυ

και στην άλλη όχθη του έρωτα

οι βαθιές συναντήσεις.

 

Ο θάνατος λοιπόν παραμονεύει παντού όπως

ο πάνθηρας στο χιόνι όπως τα δάχτυλά σου στο νερό

όπως πιο κει στον άδειο δρόμο, στο μισόφωτο

ένας δεινόσαυρος καταβροχθίζει τον μανάβη

αλλά όχι ένα πράσινο volks wagen

με τον μανάβη στ’ ανοιγμένο καπώ.

 

ΗΜΟΥΝ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΚΑΡΤΕΡΩ ΟΤΑΝ ΛΕΙΠΕΙΣ

(επιλεγμένα αποσπάσματα απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη  ΛΙΒΙΔώ 1978)

Η πηγή που ηχούσε μέσα μας έχει στερέψει·

και μέσα   στα πηχτά στρώματα του αγέρα σέρνονται   τα χλωρά μας βράδια.

Την ώρα που νυχτώνει και το στόμα σου

πώς έμεινε μια ακατοίκητη φωλιά   με πηλό και χόρτα.

Θυμήσου που περνούσαμε τα χρόνια…

και τα χείλια μας ήταν οι άλλοι παφλασμοί   στα χαλίκια.

Ήσουν εκεί ένα φέγγος  

στο θαλασσινό πλευρό μου να γυαλίζουν βαθιά όλα τα λόγια!..

 

Ήμουν η θάλασσα για να σε καρτερώ όταν   λείπεις

για να έρχεσαι η μισή στη σκέψη

κι η μισή λουσμένη στην αίσθηση!..

Ήσουν εκεί   θησαυρισμένη τον καρπό

που φτάνει από το αύριο   των ανθρώπων

στο νησί που δεν μπορούσε   να βραδιάσει

με το αμυδρό φως   ενός ενδεχομένου.

 

Ένα κρυμμένο φιλιατρό της άνοιξης   το στόμα σου.

Ένα πηγάδι με νερό η φωνή σου

ν’ ανεβαίνουμε τα λόγια μες στο μεσημέρι

για να σε γνωρίσω φωτεινή,   γήινη παρουσία.

 

Υπαρκτή και αόριστη σε κοίταζα στα μάτια

πάνω απ’ τα εκστατικά νερά   του απλησίαστου χώρου!..

Μόνη φτερούγα γυρεύοντας την άλλη

φευγαλέο πουλί  στο κατάρτι   των ποιημάτων μου…

 

Υπαρκτή και αόριστη·

καθετί μέσα σου είναι γεννημένο για να περνά

από τον εαυτό σου στη θάλασσα·

ν’ ανασαίνεις πάντα μες τις απουσίες

σαν αγρίμι σε μονιά

για να ψάχνω στους αιώνες   τα ίχνη σου…

 

Η ΓΥΜΝΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ

(απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)

Κάθε Κορίτσι κατεβαίνει πάνοπλο στον κόσμο.

Αλλά η γοητεία των ανδρών η αλαφρομυαλιά τους

η ένοχη σκληράδα τους, μια νύχτα σαν ωραίοι

λογχοφόροι τη βρίσκουν και την αφοπλίζουν.

Βίαια της αποσπούν τα ξίφη, της αποσπούν τα ακριβά

περιδέραια που με σύνεση της κρύβαν το τρυφερό

κόκκινο φύλλο.

Της αποσπούν το φόρεμα από αλαλαγμούς και κόκκινους

βοριάδες και μετά το σκληρό

κάτασπρο καπέλο που μαγνητίζει τα τριζόνια

και τις σιγαλιές. Κι ύστερα τη ρίχνουν

σε μια τρικυμία από προορισμούς.

Εκείνη που είναι προορισμένη ν’ αφοπλίζεται

και να πληγώνει

 

 

ΠΑΡΑΛΟΪΣΜΕΝΗ Εκδοχή ΙΙΙ Ο ΓΑΜΟΣ

(… και αυτή η γυναίκα λάβαινε την όψη και το νόημα της ανθρωπότητας… ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από ομότιτλη συλλογή 1980)

Στέκεται ντυμένη νύφη στη μέση του ναού· με λίγες γριές που κάθονται κουβαριασμένες από τα μαύρα χαράματα σαν ίσκιοι γέρνουνε στα στασίδια.

Κι έστρεφε ν’ ακούσει τη φωνή που της εμιλούσε αλλά δεν έβλεπε πρόσωπο ούτε σώμα παρά μόνο ο άδειος αγέρας.

Και λίγο λοξά απ’ όπου έπρεπε κανονικά να ’ρχεται η φωνή το φωτισμένο αναλόγιο.

Κι έμοιαζε υπόκωφη να ’ρχεται λες από σπηλιά και ρωγμή σκεπασμένης μέρας από κείνα τα βάθη του πηγαδιού από κείνα τα νερά.

Και αύξαινε καθώς επερνούσε από άδειες στοές και ολοσκότεινες αποθήκες ανθρώπων.

Ηχηρή σκέψη (κι εκκωφαντική) κάτω από ένα πελώριο θόλο γκρεμισμένων συναισθημάτων.

Σαν από ένα χάραμα πελασγών ερχόταν ανήκουστο πουλί.

Από πήλινο στόμιο αιώνα και μισοφώτιστο Τολέδο.

Και εκείνη απαντούσε εις εκείνη τη φωνή και εχαμογελούσε και ψιθύριζε όταν η περίσταση το ήθελε και οι ανάγκες του μυστηρίου.

Και εσήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε πως το μυστήριο ετελείωσε και διέσχισε με κόπο το αλλοπαρμένο εκκλησίασμα και επετούσε απάνω εις τα κεφάλια τους ρύζι ανακατεμένο με φύλλα και ανθούς τουρκοβιολιάς ώσπου τέλος η φωνή της εβγήκε από τη θολωτή πόρτα εκεί που έπεφτε μια ήσυχη και σκληρή αντηλιά.

Η θαλασσινή γυναίκα έστρεψε μια στιγμή το πρόσωπο μέσα από αυτή τη φωτεινή θύρα που μοιάζει πελώριο γυαλί και εκοίταξε κάτω το αργό τρικύμισμα των χεριών.

Κι είδε να χύνεται μια θύελλα στο ναό που παρέσυρε σύρριζα κι έριξε το πλήθος σε μια άκρη του κόσμου σε μια σκοτεινή ξέρα.

 

Σαν ψιλή άμμο της ερήμου τη φυλή αυτή των ανθρώπων.

 

Μέσα σε βουλιασμένα ξύλα έπλεαν πλάι σε ίσκιους ναυαγισμένων καραβιών. Κι άκουγε μόνο κούφιους θορύβους μαζωμένους σ’ εκείνο το μικρό τόπο αλλά στο μάκρος πολλών γενιών.

Σαν εκείνο το εκκλησίασμα και σαν εκείνες τις γριές που ήρθαν από τα μαύρα χαράματα έγερναν εκεί συναθροισμένες σ’ ένα δύσμορφο και σκυφτό γυναικείο σώμα.

Κι αυτή η γυναίκα λάβαινε την όψη και το νόημα της ανθρωπότητας. Παραμορφωμένη με ναι θλίψη αιώνων ακουμπούσε στα κατάμαυρα φύκια εκείνου του βυθού.


(στίχοι  από…)   ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1982

Να μιλάω αλλιώς, με ανήκουστη χορδή

σ’ ένα παρθένο σημείο της ακοής σας!..

Αυτός είναι ο Παράδεισός μου…  (ΠΕΡΙΠΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑ)

 

Α!.. Λέξεις… Αγαπημένα μου κορίτσια

Σκεπάζοντας κάποτε με ακόλαστη σύνεση  τη γύμνια μου

Εκεί το ρούχο σας    χάσκει

αστράφτει το ηδονικό μου σώμα!..   (ΗΔΟΝΙΚΟ ΣΩΜΑ)

 

Η ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ 

(… εκδηλώνεται μ’ ένα τραύλισμα συγκαταβατικό… Υποχθόνιο έντομο το Αναπάντητο - αποσπάσματα από την 7η εκδοχή στη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη  ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ 1984)

Σήκωσε το τηλέφωνο· κουλουριασμένο φίδι φολιδωτό και απέραντο να ενώνει τις φωνές των ανθρώπων.  Αλλά εκεί μέσα ένας πορφυρός πολτός από ψιθύρους αξεδιάλυτους ακόμη χθόνια χοάνη.  Τυφλός αναγραμματισμός μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα.  Φωνές σα φύλλα που ο τυφώνας·  φθόγγοι μες τη σκουριά των ήχων από ρίγη ξένα·  συλλαβές που στράβωσε το στόμα τους·  βατταρισμοί·  μια φραστική ημιπληγία πασχίζοντας μες των ωρών να δράξουνε τα δίχτυα εκείνη την αστραφτερή κι απλησίαστη λεία.  Αυτός της αφασίας ο αιώνας!..

Καθώς κατά σωρούς τα έγγραφα, μια κίτρινη φυλή φακέλων ολοένα σέρνεται στο πάτωμα:  κι αυτοί οι αιώνιοι κρότοι να είναι το διακριτικό γνώρισμα της φωνής των υπαλλήλων.  Τυλιγμένοι σε γάζες από μυθικές ούγιες αυτοκρατορικών  (μέσα στα λόγια φαίνονται χαλάσματα).  Ο στυγερός βόμβος του λόγου άρχισε ωσάν κατακλυσμός που απλώνει πάνω στο όργανο της ακοής.  Εκείνη η βαριά ηχητική μάζα εσκέπασε τα τύμπανα…

Εκδηλώνεται μ’ ένα τραύλισμα συγκαταβατικό·  κι από κάθε βύσμα τηλετύπων από άλλα πηνία να περνά υποχθόνιο έντομο το ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΟ. Αυτή είναι η ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΗ!..

 

Η ΠΕΤΡΙΝΗ  ΠΡΟΪΣΤΑ ΜΕΝΗ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη  ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ 1988)

Όλη ένα άγαλμα του πόθου της 

Ένα λευκό φρεσκοπλυμένο σάβανο της ηδονής της 

Θυμάμαι μονάχα μερικά φωτεινά παραληρήματα!..  Με χτύπησαν με τις ανταύγειες τους σαν ήλιοι του νοσοκομείου.  (Ως Αρτώ που οι υποχθόνιοι αλυσόδεσαν γιατροί τα οράματά σου)  Έτσι μπόρεσα να μπω στο μεγάλο καλοκαίρι.  Αλλά για πού το ’βαλε πάλι ο Βέβαιος διάδρομος;  Απ’ αλλού αντηχεί ο ήχος κι απ’ αλλού η προέλευση του πόνου του.  Η αιτία είναι πάντα πλάνο μεταφυσικό:  Εκεί έξω φυσά και τα έντομα ακόμα στασιάζουνε στο Σκηνοθέτη.  Αλλά τότε ποια είναι εκείνη η αθέατη ντίβα στη σκηνή;  (ξεβαμμένη και γι’ αυτό αθέατη)  Η αγρία τροφός και ασύλληπτη πραγματικότης;  Εγώ συνήθως λείπω από όλες τις διαπυημένες κρίσεις σας.  (Απαθανατίζετε στο νου σας μονάχα τη φαινομενολογία μου;)  Πόρτες και πόρτες.  Κλίβανοι.  Αδελφές όλο χιόνι.  Ξετυλίγονται σκέψεις  σαν βαμβακεροί επίδεσμοι.  Γλιστρούν τα λόγια μου μεταλλικά πάνω στα έναστρα πλακάκια.  Χτυπούνε σαν παράπλευρα χαστούκια την Προϊσταμένη.  Μικροβιομανής έως μιάσματος.  Ανέραστη.  Συμπαγής και αστεία μες στη γύψινη στολή!..

Όλη ένα άγαλμα τους πόθου της.  Ένα λευκό φρεσκοπλυμένο σάβανο της ηδονής της!..

 

Τα κόκκινα ρόδα στο πανέρι του μετατοπισμένου φαρμακείου είναι τ’ απόκρυφα μέλη των ανδρών που ποτέ δεν θα θωπεύσει!..

Οι νύχτες της είναι λευκές!..

 

Με τη σκέψη της αμύριστης κλίνης ονειρεύεται τα φυλλώματα του παραδείσου!..

 

Έτσι ο έρως, διαμέσου μόνο του μεγίστου θανάτου

μ’ ένα δίχορδο ρίγος μυστικά την αγγίζει!..

 

Κρατάει τον καθρέφτη. Σιάχνει τα μαλλιά της.

Να μη βουλιάξει η λέμβος της σεμνοτυφίας!..


Ω!.. ΝΑ ΒΡΩ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΤΟΥΣ ΕΙΜΑΙ ΑΠΟΛΥΤΑ ΠΙΣΤΟΣ

(αποσπάσματα από ΤΟ ΕΛΑΦΙ, ένα ποίημα από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ  1990)

Ω!.. να βρω τις λέξεις που να τους είμαι απόλυτα πιστός!..

Να με βρουν λέξεις!..

Όχι λέξεις:  εφαρμογές πραγμάτων στον αισθητικό μου φλοιό.

Όπως:  το νερό στο ρυάκι,  ο άνεμος στο φυσερό!..

Αύριο λέω να βαδίσω με τις ρίζες   των δένδρων –

Αυτή η είναι η απόσταση!..

Να ταιριάξω τ’ άδεια με τα γεμάτα κάδα

της φωνής,  στο γύρισμα του μαγκανιού

(καθώς αγαθά ζώα γυρνούν τον άξονα   και το κέντρο)

Από κει ν’ ακουστεί ο Λόγος!..

 

Ν’ ακουμπήσω το στόμα στα αμύριστα   χείλη με τη χιλιόχρονη φωνή!..

Από κει να ’ρθει η απάντηση

 

Με ό,τι πονάς,  με ό,τι  σε δένει το αίμα

αυτό είναι το έχει σου

Με ό,τι αγαπάς θα ταράξεις τη σκοτεινιά!..


ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ – αποσπάσματα -

(από  τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΑ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ 1993 )

Ι. ΦΩΤΟΓΕΝΕΙΑ

Καθισμένος σ’ ένα κοινό παγκάκι κήπου να λέει η λεζάντα πως γεννήθηκε στο Ναύπλιο.

Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (τι είδηση!..)

Άνθη σαν μικρές  άσπρες φλόγες του κρύβουνε τα γόνοτα.

Πολλές  πέτρες·  πολλά θυμητικά αγκάθια ένα γύρο αλλά κανένας βάλτος  (η περιοχή της τέχνης του;)

Αμίλητες φυλλωσιές ως χελιδόνες στους ακοίμητους κροτάφους που τους έχρισε γαλάζιους η γλυκύτατη παραφροσύνη. 

(Το πλευρό του στο ξύλο, μα το στόμα του στο φιλιατρό).

Με χέρι μαραμένο κρατάει το τσιγάρο, βαρύ από στάχτη, σημάδι πως δεν ονειρεύεται καμιάν Ιθάκη.

Η βραχνή του λάμψη  - σαν φωταψία των βραχμάνων –

με ήσυχες κινήσεις αυξάνει τη γύρω φωτοσύνθεση.

Η φωνή του δε φαίνεται πουθενά και για τούτο βλασταίνει μέσα στα πετρώματα.

Αυτό θα πει, αγαπητοί φωτορεπόρτερς, πηγαία φωτογένεια των όντων!..

Αυτό θα πει απαθανάτιση αγρίου μελτεμιού.

Μουσική φωνή σ’ όλα τα έρημα καλάμια.

Ναι, αυτός ασθμαίνει.  Μα τ’ αρχαία του πνευμόνια είναι κιόλας του μεγάλου πόντου τα αρμόνια!..

Κι οι σφυγμοί του κελαηδίσματα του παραδείσου.

 

ΙΙ. ΣΥΧΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΦΛΑΟΥΕΡ

Ένα βράδυ μας είπε:  είδα όνειρο.

Ένα δένδρο κοφτερό φύτρωνε στο στήθος.

Τα κλαδιά του μου ξέσκιζαν το νου.

Οι ρίζες έβγαιναν από τις φτέρνες, τρύπαγαν την άσφαλτο!..

Το δένδρο – θηρίο γκρέμισε το σπίτι κι ήρθε ως εδώ αυτή η πλούσια σκιά.

(Σας μιλώ από πέρα, φευγάτος.  Κι αυτό είναι η Ποίηση)

Ήταν εκεί ο Αλφόνσος κι η Εύα·  η Αλκοόλη: γνωριμίες παλιές μέσα του με πίσσα και με άνθρακα!..

Η Σούτσου προς τη Δορυλαίου ένας μισοφώτιστος  γκρεμός.

Στο βάθος ήταν το αμπρί:  το σπίτι του!..

Κι αυτός με αμπέχονο μια λεγεώνα αποδεκατισμένη να συλλέγει ψιθύρους αγνοούμενους!..

Κι από χαράδρα σε χαράδρα  η πιο απελπισμένη επιδρομή στο άναρθρο.

Έτσι μόνο έπαιρνε λάφυρο τη δόση του!..

Ησύχαζε λίγο.  Μα κι εκεί στον ύπνο κάτω πάλι πάλευε το δαίμονα!..

Τα δάχτυλά του θήλαζαν λαίμαργα τα πλήκτρα!..

Κι η κλεμμένη δόξα,

η τρελαμένη γραφομηχανή μέσα στον εφιάλτη τρυφερό μαστοφόρο του κενού!..

Λαχάνιαζε ατμώδης σε αχυρένιο στρώμα.

 

Ν’ ακούς απ’ αυτόν τον μπρούτζινο βραχμάνο  κλάματα βρέφους!..

 

ΙΧ. ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΣ

Σκοτεινό τάκλιν, μπρούμυτα με θλάση

στους προσαγωγούς η επελαύνουσα φήμη.

Νεκροψία οι λέξεις του στα γεγονότα.

Τι μεγάλος ζογκλέρ!.. Κάθε παιχνίδι

το ’νιωθε να είναι ο μεγάλος Τελικός.

(Παγκόσμιο ταλέντο που το είχε ο άτιμος   στο θάνατο)

 

(Μεγάλη αλήθεια η ένδοξη καριέρα, δίνοντας

δύναμη θηρίου στην απόγνωση.

Ιλαρή παρωδία πρωταθλήματος·  μαχόμενος πάντα

στη μικρή περιοχή της ιστορίας, με μακρόηχες

σκελέες φωνητικότητας, με περικνημίδες   Γραβιάς!..

 

ΩΣΠΟΥ ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΕΜΕΙΝΕ ΑΠΟ ΕΔΩ ΜΟΝΑΧΑ Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ

 

ΧΙΙ. ΘΑ ’ΛΕΓΑ ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ ΤΟΥ…

ένα κράμα σκληρότητας και τρυφερής απελπισίας.

Συχνά μας άφηνε την αίσθηση πως τον δαγκώνει η ιδέα της κλεμμένης δόξας!..

Ύστερα όλα πιο θαμπά και πιο θαμπά!..

Το δέρμα του πήρε να μνημονεύει τα χρώματα του τέλους!..

Ένας φθαρμένος χάρτης λίγο πριν τον διαβάσουν  οι γλώσσες της φωτιάς!..

Κι η αόρατη μεμβράνη της όσμωσης:

πώς χωρίζει όνειρο από πραγματικότητα!..

Όλο γλιστρούν μορφές, όλο πυκνώνει και πληθαίνει

το φωσφορικό πετρώδες μαύρο –

Συνακροάται  ψιθύρους της νοσταλγίας με σιωπές από απέναντι!..

Όλο πληθαίνει.

 

Ώσπου ένα πρωί έμεινε από εδώ μονάχα η ανάμνηση!..

 

ΧΙ. ΗΣΥΧΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ…

Το στόμα του ένα συρρικνωμένο σύκο

ανοιχτό στον εφιάλτη με μικρά χρυσά έντομα.

Αφήστε τον, κρατά τους σκοτεινούς ανέμους και πηγαίνει.

Ω, μην ξυπνάτε αυτόν που έκανε στίχους τα οστά του

και τα πέταξε στα σκυλιά.

Εκείνος θα ’ρθει αύριο να μας ξυπνήσει!..


Μ’ ΑΓΓΙΞΕ ΚΙΟΛΑΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ… – αποσπάσματα -

(από  τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη  Η ΛΗΚΥΘΟΣ 1995 )

ΙΙ

Στάλες δροσιάς παντού·

σε κάθε στάλα ξύπναγες κι ένα Μιλήσιος.

Γηραιοί θάμνοι  ξεγράφαν στο μυαλό μου άκαπνους φθόγγους.

Καθώς ανασηκώνονταν φανέρωναν νοήματα του περιττού.

Τα χέρια  θέριζαν  μα οι θεριστές είχανε φύγει,

σκύβοντας τώρα  περασμένοι στα μυστικά   της σιωπής.

Ύστερα σύννεφα λευκά σγουρές καμπύλες

που αλλάζαν χρώματα μόλις με βρύα στεγνά

φθεγγομένων χειλιών αγγίζανε    τη χλόη.

Ή γυριστά παράθυρα που τους φύγαν μόλις   δροσεροί ποταμοί.

Ακούτε τρέμουν αφύλακτα μπακίρια ερημικών στιγμών

μέσα στων ήχων το χρυσάφι.

Δώθε τα φύλλα μια φωτιά μιλούσε καθώς πρέπει   να μιλήσει,

προσφέροντας σπονδές  με τον καπνό της .

Σα να ήταν τα παλιά της ρούχα,  τα πένθιμά της μεσοφόρια

που με τ’ αλλόκοτό της βάρος  πέφτανε προς τον ουρανό!..

Στο πλάι    το παλιό μαγκανοπήγαδο.

Η αργή φωτιά  της οξείδωσης

είχε μισοφάει αντιστηρίγματα και τροχαλίες.

Πως κάνουν τα ζώα κύκλο

πήγα να γυρίσω κι άκουσα κλάματα   μετάλλων.

Άκουσα τη φωνή   των πεθαμένων.

Μια μεμβράνη  μαθημένη να σκορπά και να ενώνει τα πάντα

μας χωρίζει μόλις.

Κι εκεί που γείραν στο πλευρό παράξενα ψηλώνει το χορτάρι.

Ένα μακρύ κλωνάρι   μοριάς·

φθινόπωρο πως είναι η κινούμενη χαίτη·

τόσα κλωνάρια   σαν μια πυκνή και ομόκεντρη αγέλη

ζώων, που πάει να σκορπίζει κι ολοένα   είναι εδώ·

στον ίδιον αμετάθετον άξονα

 

ΓΙΑΤΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ…

(ΤΟ ΠΛΑΓΚΤΟΝ από  τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη  ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ 1999 )

Μπλουζάκι και σουτιέν κιτρινωπό στο δρύινο   πάτωμα.

Ζαρκάδι λαχανιάζει κι αλαφιάζεται

μες στα φυλλώματα των σεντονιών.

Σκύβει, τινάζει το λαιμό, τρέμει το λυγερό   κορμάκι της

πως φέγγει η φλαμουριά   στον άνεμο.

Τυλίγεται τον άνεμο,   σ’ εκείνο το πτυσσόμενο βελούδο   των χαδιών.

Α, ζαρκαδάκι το δασάκι είναι η πηγή   της γης.

Το χέρι μου ανιχνεύει την υγρή   χλόη του καιρού.

Το τελευταίο σου ρούχο   είναι η καλύπτρα του φανταστικού.

Το αφήνεις ρόδινο να πέσει σαν δεύτερο   δέρμα στο παρκέ.

Ακούγεται   Μάλερ·   παλαιοί  άνεμοι τρέμουν.

Τα μακριά   μαλλιά σου μεταφράζουν το αειθαλές.

Τα ωραία σου στήθη συμπυκνώνουν   του πυθμένα το πλαγκτόν.

Μέσα στη λάμψη τους απορροφούν όλο το μαύρο.

Σε ξεφυλλίζω φύλλο - φύλλο.

Οι κραυγές σου   είναι δρόσος·

το κορμί μου σε διαπερνά   σαν ένα χάραμα.

 

Γιατί η ώρα της αγάπης είναι

ο μοναδικός τρόπος να ξημερώνει.

 

ΜΗΝ ΠΕΤΑΣ ΠΟΤΕ ΠΕΤΡΑ ΣΕ ΠΗΓΑΔΙ ΠΟΥ ΚΑΠΟΙΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΕ ΞΕΔΙΨΑΣΕ (33) 

(… όλα τα ποτάμια γυρίζουν πίσω, κι ας λένε  -  με μια στάση στον ουρανό (51)

Κι άλλες ΣΤΑΓΟΝΕΣ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΝΕΡΟ 2002:

5

Ην γαρ ύδωρ αρχή τοις όλοις·  από δε του ύδατος

ιλύς κατέστη, εκ δε εκατέρων εγεννήθη  ζώον.

6

Είναι μια εκδρομή πέρα στους κάμπους·  σαν τα παιδάκια του σχολείου που ξεχύνονται στη χλόη·  σαν τα παιδιά που μουρμουράνε, εκεί στα πτυσσόμενα ξέφωτα.  Παίζεις με τις ξυπόλυτες φωνές τους.  Αμέριμνα ξυπνά η θεία ευχαριστία σου στα πόδια τους. Χαμογελάς χωρίς να ξέρεις.  Δίνεις δροσιές και παίρνεις μόσχους.  Παίρνεις φιλί από τα χείλη που σε πίνουν.

20

Ν’ ακούς των νερών τις ένορκες καταθέσεις.

23

Θαλασσινή μη μεγαλώνεις,   Είναι πένθος.

29

Ν’ ακούς των νερών την ετυμηγορία   χωρίς έφεση!..

31

Οι αμέτρητες αντινομίες: δύο ξύλινα κουπιά.

Αλλά δεν ξέρουμε κωπηλασία !..

37

Στραμπούληγμα του νερού. Εμβολή της μηριαίας, όπως δένει και διπλώνει κόμπο η μάνικα. Σχεδόν συμφόρηση του κήπου·  με τα οπωροφόρα να τραυλίζουν.

48

Διψούμε αυτό που στάζει. Η κάθε βρύση ζητά να ενωθεί μ’ αυτό που κελαρύζει μέσα μας!..

53

Υδρορροή: της μπόρας παρωδία· με το τενεκεδένιο κακόφωνο λαρύγγι.

60

Του ποταμού η γλαδιόλα: Αυτή η πένθιμη φλόγα. Αυτό το ζωηρό, θλιμμένο φόρεμα του νερού. Ένα τρυφερό ρέκβιεμ, σαν χλωμό σώμα γυναίκας, που γέρνει μόλις μέσα στη θλίψη του έρωτα.

 

Πιο πολύ από στοιχείο είσαι η αδιάκοπη Μεταφορά.

Πιο πολύ από βρέφος είσαι Μήτρα

Πιο πολύ από λαλιά: αντλία χρόνου

93

Το νερό: το αρχαιότερο αφήγημα!..

106

Ολοένα οι τροχαλίες σηκώνουνε τις άγκυρες.

Φεύγουμε·  ολοένα φεύγουμε·  νηί μελαίνη!..

107

Γονατίζω στον γενέθλιο τόπο.

Νύχτα ανάβω ένα κερί   μπροστά στο πέλαγος.

Προσκυνώ τη μητρότητα των νερών. 


ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΘΑ ΚΛΑΙΕΙ

(… και να ’σαι πάντα μίλια μακριά   Να μην μπορείς να το παρηγορήσεις…)

Με τα πολύχρωμα βεγγαλικά τσαπράζια του·

με τα φωσφορικά ακανόνιστα φτερά του·

που τη ηλιόλουστή μας όραση διασκεδάζει.

(Σαν αρλεκίνος σε οθόνη ατμοσφαίρας

που του λασκάρανε αιφνίδια οι σπάγκοι)

Σαν χάχανο  με τα τρελά λοφία του σε φανταστική ανεμοζάλη.

Πέφτει και πέφτει σαν παρδαλό πολύφωτο·

σαν κόκκινο φύλλο – φτερό  τεφτέρι.

που τρεμοσβήνει άτσαλα ως κάθεται στη χλόη.

Χαλώντας την τάξη, μας μαγεύει·

του ονείρου διαβατάρικο, του ανέμου καντηλέρι:

ο ξεχασμένος τσαλαπετεινός.

Πίνει με απροσδόκητες βουτιές της ερημιάς του τις εκτάσεις,  ξεροσφύρι.

Σαν μεθυσμένο ξωτικό στο πένθος της αυγούλας.

(Μην είν’ ο πρίγκιψ – σαρκασμός;

Μην είν’ ο Χατζατζάρης;)

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΠΛΗΘΟΣ 2008)

 

 

ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΖΩ ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΣΟΥ

(… μιλώ για αναγωγή του απλού σε τρέμισμα ονείρου. Του λεπτού σε άχρονο…)

Είσαι το αναρίθμητο γέλιο των κυμάτων.

Το αμύριστο άγνωστο   κρίνο.

Είσαι η αναρίθμητη συμπόνοια του κόσμου

γι’ αυτό σ’ αγαπώ.

 

Οι στηθόδεσμοί σου είναι τ’ ουρανού τ’ αρτοφόρια.

Κι οι ανέγγιχτοί σου άρτοι από προζύμι ονείρων

σε τρεμάμενους ζυμωτούς αγγέλων!..

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΚΙΒΩΤΟΣ 2012)

ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕΙΡΕΣ ΜΥΡΜΗΓΚΙΩΝ   

(από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΛΙΘΟΞΟΟΣ, Κέδρος 2015 )

   «Κήποι των κέδρων, κίονες ναών, αετώματα με ομηρικά   χωρία πολύ πριν και πολύ μετά τη θρυλική Οδύσσεια.   Ξάρτια σε διαρκή στιχομυθία με τα κύματα και τα πουλιά.   Όχι δάσος, αλλά αυτή η απέραντη βιβλιοθήκη της εσώτατης   γνώσης, με τυφλό βιβλιοδέτη, με τρελό αρχειοφύλακα   τον άνεμο. Μεγάλες διμοιρίες μυρμηγκιών εναλλάσσονται   με γραμματοσειρές, για να είναι νωπά τα νοήματα   και ακόρεστης πείνας λαμπεροί καρποί.   Όχι κλαδιά, αλλά σελίδες που ξεφυλλίζει ο τυφώνας   μπρος τα μάτια μας, σε χρόνο πάντα ενεστώτα, που ενώνει παρελθόν και μέλλον∙   και σμίγει όλος μαζί ο χρόνος στην κάθε μας στιγμή.   Εδώ στο φωτεινό τυπογραφείο για των εννοιών τη φωτοσύνθεση.    Αστεροειδείς λυχνίες μας φέγγουν στ’ αναλόγια.   Γονατιστός στην πλώρη δέομαι και δέομαι στου γαλάζιου νερού το αρχαιότερο αφήγημα,   που σπερματικά γλιστρά – αρχή τοις όλοις – εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον.   Ακούς κραυγές της πέτρας, οιμωγές και ρήματα του ξύλου με αιθέρια ψιθυρίσματα από τις πλαγιασμένες γλώσσες της φωτιάς∙ εκεί στο σιωπηλό αρχείο του χρόνου που βυθισμένο ανυψώνεται στο απέραντο μνημείο της φυλής…»  (σελ. 29)  

Τετάρτη, 7 Ιουνίου 2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ