(… βράδυ το Μέγα Σάββατο που είχαμε ανέβει στο βουνό μες σ’ ένα σπίτι έρημο…)
Βράδυ το Μέγα Σάββατο σε κάποιο σπίτι
ορεινό
–δίχως εμένα οι φίλοι στ’ απέναντι
χωριό
είχανε φύγει να σταθούν για λίγο στην
Ανάσταση –
μέσα στην άδεια κάμαρη απ’ τ’ ανοιχτό
παράθυρο κοίταζα το τοπίο.
Η ολοσκότεινη πλαγιά γέμιζε αργά
φλόγες κεριών
και των ψαλμών ο αντίλαλος έφτανε απ’
αντίκρυ
και το φεγγάρι όταν χάραζε σε ρόλο
κατανυκτικό
ακούστηκε πιο παγερός στη λαγκαδιά ο ρόχθος
τα δάση έμοιασαν πιο μυστικά
του όρους φάνηκαν ωχρές, οι
χιονισμένες πέτρες!..
Ζύγωνε πια η ώρα ν’ αναστήσουν
(εκείνοι απέναντι πολλοί, μια φλόγινη
κυψέλη,
κι εγώ εδώ στην ερημιά μόνος μου ν’
αγναντεύω)
όταν
αιφνίδια κάτι ακούστηκε έξω από
το σπίτι
κλαδιά αναδεύτηκαν, πατήματα στα
χόρτα,
και πριν προλάβω ν’ απορήσω να στρέψω
ή να φοβηθώ
βρέθηκε μες στην κάμαρα ( η πόρτα έμεινε ανοιχτή)
αλλόκοτο ένα πλάσμα!..
Νέος κοντός και στιβαρός – φιγούρα
του χωριάτη –
μαύρα κι ανάκατα μαλλιά η όψη μαραμένη
τα μάτια του γυαλίζανε ανήσυχα
κοιτώντας γύρω τριγύρω ψάχνοντας…
Είπε στη γλώσσα του βουνού: «Φίλε μου, είμ’ ο Γιώργης»!..
Τότε θυμήθηκα·
το σπίτι το γειτονικό και το βοσκό που ζούσε εκεί
κι είχε ένα γιο ζουρλό
-μας είπανε το βράδυ του ερχομού όταν ακούστηκαν κάπου κοντά
κραυγές γρυλίσματα κι ύστερα γδούποι
και βρισιές
κι όλοι μαζί αρχίσανε και ούρλιαζαν
οι σκύλοι –
θυμήθηκα και πάγωσα·
όμως αυτός με κοίταξε με μια τραχιά
μορφή,
βράχος που μοιάζει πρόσωπο και που
χαμογελά,
κι ύστερα κάθισε σαν αστραπή στην
άκρη της φωτιάς
κι όρθιος εγώ τον κοίταζα δίχως φωνή,
ανάσα!..
Είπε ξανά τραυλίζοντας:
«Φίλε μου, είμ’ ο Γιώργης που είδε το
διάβολο μια νύχτα σαν κι απόψε
να πέφτει να γκρεμίζεται στο βάραθρο,
μια πέτρα.
Βγήκε στο φως του φεγγαριού
ίδιος Χριστός και σύρθηκε με κόκκινο χιτώνα
εκεί ψηλά στα διάσελα πάνω στο λίγο χιόνι·
σβήστηκε μες στην άβυσσο σα χαλασμένο αστέρι.
Το βράδυ της Ανάστασης το τρέμω,
το φοβάμαι…»!..
Επάνω εκεί ακούστηκαν
οι κρότοι των βεγγαλικών, κι οι λάμψεις τιναγμένες
κι αυτός πετάχτηκε έξαλλος, φρικτός,
κυνηγημένος,
όπως τρομάζει μια βροντή το
λουφαγμένο αγρίμι
χάθηκε μες την ερημιά άξαφνα όπως
ήρθε!..
Πάλι μονάχος έμεινα μπρος στ’ ανοιχτό παράθυρο
άλαλος και χαμένος·
κι όταν οι άλλοι γύρισαν τίποτα δεν ξεστόμισα.
Τις μέρες που ακολούθησαν ούτε που φάνηκε ξανά
μέχρι που πήρανε το δρόμο για την
πόλη…
Μόνο αφού πέρασε καιρός
μου είπαν πως μαθεύτηκε πως ο ζουρλός γιος του βοσκού
γύριζε τώρα εκεί ψηλά κι έλεγε στον καθένα
βράδυ το Μέγα Σάββατο που είχαμε
ανέβει στο βουνό
μες’ σ’ ένα σπίτι έρημο μπρος στ’ ανοιχτό παράθυρο
το διάβολο πως είδε
που κοίταζε απέναντι να γίνεται η
Ανάσταση
κι έλιωνε απ’ το κακό του!..
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ
ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991
κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή
αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο: ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013,
εκδόσεις Μεταίχμιο]
ΦΑΣΜΑ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991)
Στις δάφνες τις πυκνές,
τις ολοσκότεινες
την ώρα του βραδιού
είδα τον εαυτό μου ξαφνικά
να τρέχει προς την ερημιά
σαν ίσκιος καλαμιάς
όταν χτυπιέται αλύπητα
στ’ ανεμοβρόχι!..
«Μοίρα δεν έχω πια»
ένας αέρας είπε·
κι ύστερα χάθηκε η φωνή
βουή πίσω απ’ τον ίσκιο.
Ο ΔΡΑΚΟΣ
Η θλίψη του ασήκωτη
μες στο κελί – το σπίτι·
ζεστή γυναίκα δυο παιδιά
και το φαϊ που βράζει
γύρω η μαυρίλα του χωριού
και των βουνών οι τοίχοι
ο ήλιος πέφτει να πνιγεί
βαθιά μέσα στο αίμα·
σαν αστραπή τότε περνάει
απ’ το μυαλό του η σκέψη
να σφάξει τη γυναίκα του
και τα παιδιά να πνίξει!..
[από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991]
ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
(από την ομότιτλη συλλογή του Στρατή Πασχάλη 1991)
Σκοτεινιασμένες βυσσινιές
πνίγουν το περιβόλι·
τούτες οι μαύρες φυλλωσιές
δεν κρύβουν τριαντάφυλλα
γερμένα από το κάματο
πάνω σ’ ένα πηγάδι·
Μέσα σ’ εβένινα κλαριά
στάζουν κρυμμένα χείλη
γυναίκας που έβαψε τα δάχτυλα
στο ματωμένο κάνιστρο
το στόμα της να βάψει
μπρος σε θαμπό καθρέφτη·
και το φεγγάρι βγήκε αργά,
στόλισμα της Σαλώμης
Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΛΑΚΚΟΣ
Τον ουρανό μισόκρυβε
μενεξεδί μαγνάδι
σαν βρέθηκα - στον
ύπνο μου -
σε νυχτωμένο δάσος.
Πλανιόμουνα στ’ απόκρυφα
κλεισμένα μονοπάτια
σε παραμύθι ψάχνοντας
το ξέφωτο του μύλου.
Μύριζε χώμα νοτερό
και πυροστιά σβησμένη·
και στα μισά του ταξιδιού
ήρθε βαρύς χειμώνας.
Το χιόνι σκέπαζε μουγγό
της πλάσης το κουφάρι
αχνογραμμένα χάνονταν
των αγριμιών τα χνάρια.
Καθώς αστράφτει διάβαιναν
στιγμές, καιροί, αιώνες·
κάποιας πηγής το πέρασμα.
ροή μαρμαρωμένη.
Πετώντας ήρθε η άνοιξη
το θέρος σα διαβάτης
στο χώμα το φθινόπωρο
παράξενα φυτρώνει.
Κι εμπρός μου όλο πλήθαιναν
γκρεμοί, νερά, γιοφύρια,
η θλίψη με σκοτείνιαζε
με τύλιγε ο τρόμος.
Τότε στη ράχη φάνηκε
το παγερό φεγγάρι
που χάραξε ολόιδιο
με τη θωριά του λύκου.
Είπε: «Τι θες κατάμονος
σε τέτοια μονοπάτια
που μόνο κύκλους γράφουνε
κι ο δρόμος δεν τελειώνει;»
«Το ξέφωτο», ψιθύρισα,
μα κιόλας είχε γείρει
στο κάτασπρό του δειλινό·
βουλιάζοντας ξανάπε:
«Ο χρόνος είναι άβυσσος.
Το ξέφωτο του μύλου
φάσμα μέσα στην έρημο
που λιώνει σαν τα’ αγγίξεις.
Αν βρεις το σκοτεινόλακκο
και μέσα του φωνάξεις
θα λάβεις την απόκριση».
Και χάθηκε στο λόφο.
Το χάραμα δεν έφεξε
ο ήλιος βγήκε μαύρος
στα πόδια μου ανοίχτηκε
σαν τάφος το πηγάδι.
Βγάζω φωνή· στον
πάτο του
κυλά κομματιασμένη·
σπάζει η κραυγή μου θρύψαλα.
Κι απόκριση δεν πήρα.
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991]
ΑΓΡΟΙΚΟΣ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991)
Το χώμα έσκαβε βαριά
με στεγνωμένα χείλη·
η όψη του αξύριστη
μια πέτρα μες τ’ αγκάθια·
βαθιά χωμένα γυάλιζαν
τα γαλανά του μάτια
και τα μαλλιά του σκέπαζε
η πάχνη παγωμένη.
Αργά στο σπίτι γύριζε
σα ζώο κουρασμένο·
το καθετί το γνώριζε
με τα σκληρά του χέρια:
μες στο σκοτάδι χούφτωνε
τα δυο βυζιά της γίδας
στον κόρφο που φουσκώνανε
ανάσκελης γυναίκας
και τα ’σφιγγε σαν το μηρό
τον παιδικό του γιού του
όταν τον έπλυνε γυμνό
στη γούρνα καλοκαίρι.
Κοίταζε κάποτε τη γη
και μαύριζε η ματιά του·
στο βράχο εξαπόσταινε
με το πικρό τσιγάρο·
είχε το ύφος του αγριμιού
που ζει και δεν λυπάται!..
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ
Την έφερε σ’ ένα σακί
τ’ απόθεσε στη μέση·
ματοβαμμένο τρίχωμα
δυο μάτια κόκκινο γυαλί
-το σκοτωμένο αγρίμι.
Την είδε σ’ ένα ξέφωτο
δειλή σκιά του φεγγαριού
-ή θεατρίνο άπραγο που βγαίνει στη σκηνή
κάτω απ’ το φως του προβολέα –
δίχως ανάσα έριξε
τη μάζωξε κουφάρι·
γυρίζοντας θριαμβευτής τώρα μες τη αγέλη…
Όλοι τριγύρω ακούγανε
θηρία βγάνοντας κραυγές
γιορτής μέσα στη νύχτα
λες κι είχε ο δράκος καρφωθεί
και λυτρωθεί η κόρη.
[από τη συλλογή του Στρατή
Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991]
ΦΡΕΝΑΠΑΤΗ
(από τη συλλογή του
Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 1991)
Θολό φεγγάρι νύχτας καλοκαιρινής
ακούγεται το σκίρτημα ενός φύλλου
και μες τα νυχτολούλουδα βαθιά
φωλιάζει η παγερή πυγολαμπίδα
-λες και στοιχειώνει απόψε εδώ
κάτι από φθινόπωρο.
Πέρασαν κύματα μαβιά
που έσπασαν μ’ αφρούς
στο πέτρινο μουράγιο·
πέρασαν κήποι ολόμαυροι
με κόκκινες κηλίδες
-βάτοι και βυσσινιές –
κανείς όμως δε σκέφτηκε
μες στην καρδιά του θερισμού
πως παίρνουνε οι μέρες να φυραίνουν
κι οι νύχτες στάλα – στάλα
πως γιομίζουνε·
κανείς όμως δε νιώθει
πως κάτι απόψε εδώ στοιχειώνει
από φθινόπωρο
στα νεύρα και τις φλέβες
σαν ουρλιαχτό κι ανασασμός
και κουρασμένος θρήνος!..
ΚΕΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ
(… λες και το άδειο, το
απόλυτο κενό, ήταν εκείνο ακριβώς που
έπειθε πως κάποιος μέσα εκεί σίγουρα θα
υπήρχε…)
Ήταν η ώρα του βραδιού κι ερήμωναν οι
δρόμοι (καθώς κατέβαιναν με δύναμη τα
σιδερένια τα ρολά) και σπάραζε ο
ήλιος και μάτωναν τα σύννεφα κι όλο και μαύριζε ο δρυμός – η πολιτεία
- και τότε βρέθηκα τυχαία μπροστά σε μια μεγάλη εκκλησιά, η πόρτα χάσκοντας ακόμα ανοιγμένη, το στόμιο το σκοτεινό που λες και με καλούσε!.. Ανέβηκα τα μαρμαρένια τα σκαλιά και χώθηκα στην τρύπα - ίδια σπηλιά σκαμμένη μες στο βράχο - ένα πελώριο κενό μια σφαιρική μαυρίλα όπου τρεμίζανε βαθιά των καντηλιών οι σπόθες και στον ορίζοντα πολλά μαζί φεγγάρια μέσα σ’ ομίχλη ν’ ανατέλλουνε, οι
φεγγίτες· κι άπειροι άγιοι ζωγραφιστοί κι απέναντι ψηλά μια άβυσσος – η
Πλατυτέρα!.. Κι όπως προχώρησα
καρφώνοντας ένα κερί στο μανουάλι
άκουσα πίσω μου να ψιθυρίζουν δυο φωνές, η εκκλησάρισσα και μια γριά, που δεν τις είχα καθώς έμπαινα
παρατηρήσει· όμως το ένιωθα πως
ετοιμάζονταν κι αυτές να κλείσουν
βιαζόντουσαν κι αδημονούσαν να τελεστεί
μηχανικά το φίλημα, η τυπική
γονυκλισία κι η τελευταία προς τη μεριά
του ιερού, που δεν διέκρινα, ματιά (σαν τι περίμενα θριαμβικό ν’ αναδυθεί από τα μαύρα βάθη; ) βγήκα και στάθηκα να δω - κάτι
με κράτησε - το κλείσιμο του Μαγαζιού από τις δυο γυναίκες. Επάνω στο πεζούλι αφήσανε τους μπόγους και τις κυρτές σβηστές λαμπάδες. Κι ύστερα σύραν κι έσπρωξαν τη θύρα τη
βαριά· μα καθώς πήγαινε το ξύλινο
θυρόφυλλο τ’ άλλο να βρει έσκυψε η
μια (η εκκλησάρισσα θαρρώ) κι απ’ το άνοιγμα που έμενε γέροντας κι άλλο με τσιριχτή φωνή: «Είναι κανείς εδώ;» και πιο πνιχτά, πιο χαμηλά: «Θα κλείσω!..
Ακούστηκε να σπάζει σ’ αμέτρητες κραυγές μες στο απέραντο σκοτάδι να κομματιάζεται η φωνή και να σωριάζεται φρικτά θρυψαλιασμένη· «Είναι κανείς εδώ;» - λες κι ότι κάποιος
έμελλε σίγουρα εκεί θαμμένος να
κλειστεί λες και το άδειο, το απόλυτο
κενό, ήταν εκείνο ακριβώς που έπειθε
πως κάποιος μέσα εκεί σίγουρα θα υπήρχε!..
[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΒΥΣΣΙΝΙΕΣ στο ΣΚΟΤΑΔΙ 1991, εδώ
αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ, Ποιήματα
1977 – 2013, εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ]
Τρίτη, 6 Ιουνίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου