(… πρωί – πρωί οι οδοκαθαριστές βουλώνουν με κουρέλια τις τρύπες που ανοίξαν τα φιλιά…)
Ένα χέρι σφίγγει
σα λεπίδα το τελευταίο φως.
Πώς θ’
αντικρίσεις το χειμώνα με λίγες μέρες
περσινού καλοκαιριού;
Υπάρχει ένας
νεκρός σ’ όλο το μάκρος των ματιών
υπάρχει ένας νεκρός αβόλευτος στα ρούχα σου…
…………………………………………………….
Ένας άλλος
έρωτας δίχως άρωμα αγαπημένης σάρκας
δίχως μνήμη ή
όνειρο γυναίκας
έρωτας
καταβρωχθιστικός, αδιάλλακτος
με κόκαλα
πεθαμένων μας συντρόφων
με μάτια
φαγωμένα από τον πυρετό
μ’ ένα μαύρο
άνεμο από φυλακές κι από στρατόπεδα
χύνει πάνω στις
λέξεις το πυρωμένο μέταλλό του.
Έτσι αλλάζουνε
σε μέταλλο οι λέξεις,
που τόσο δύσκολα
μπορείς ν’ αγγίξεις ή να
πλάσεις.
[ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ
ΦΩΣ και ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ, δυο ποιήματα από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1981 – πρώτη έκδοση συλλογής
1955 - Συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ α 1943 -1959]
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ κι άλλα ποιήματα από τις ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ που κάτι έχουν
να πουν στον καθένα.
Γιατί ο Ποιητής,
όπως Εκείνος ο Άνθρωπος στο ποίημα ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΜΑΤΑΙΩΣΗ
«Κάτι ήθελε να
πει κάτι τραύλιζε.
Μα εγώ
βιαζόμουν.
Κάτι τραύλιζε ως
την πόρτα.
Ένας άνθρωπος
ήθελε να μου μιλήσει κι εγώ βιαζόμουν…
ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ
(από
τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955)
Μέσα στο πλήθος που αραιώνει κανείς
δεν με γνωρίζει
ο λογιστής, ο ταχυδρομικός διανομέας,
οι ορχήστρες των τυφλών,
κανείς δεν βλέπει πως τα χέρια μου
μες στο παλτό κρατάν ένα φθαρμένο
χάδι.
Οι καταστηματάρχες κατεβάζουν τα ρολά
ο διπλανός μου χτενίζεται στη βιτρίνα
και τούτη η νύχτα ανοίγει λάκκους για
νεκρούς.
Οι δρόμοι του κορμιού είναι τόσο
μακρινοί,
πώς ν’ αρνηθείς τη ζέστη ενός
κινηματογράφου;
Για το φεγγάρι που φυτρώνει στον
καθρέφτη
του αβέβαια ερωτευμένου εαυτού σου
δε φτάνει μόνο το λίπασμα φιλιών
ΑΝΑΦΟΡΑ στο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
Αννούσκα, σβήσε τη σόμπα
μου φτάνει η ζέστα των ματιών σου
θυμήσου το ουάν-στεπ, οι άλλοι
ας αντικαθιστούν τον έρωτα με τσάι.
Αννούσκα, τα χρόνια πέρασαν
κι όμως εκεί στη γέφυρα του Νεβά
στέκει δεμένος πάντα ένας άνθρωπος
με τα σκοινιά των στίχων.
Αννούσκα, με βόλεψε το ξενικό σου
όνομα
ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ
Οι τσιγγάνοι μένουν δίπλα στο
νεκροταφείο,
δίχως άλογα, ζυμωμένοι
μ’ αυτό το χώμα που δε θέλουν.
Οι κηδείες περνάνε μπροστά από τα
τσαντίρια τους
τα δένδρα δείχνουν τον ίδιο ουρανό
κι η ρεματιά όπου σμίγουν ένας
σκουπιδότοπος.
Τι γίναν οι κιθάρες, το ποτάμι, ο
καβαλάρης;
Κάτι αστράφτει, δυο μαχαίρια, δυο
κορμιά
σφυρίζει ο χωροφύλακας – όχι, δεν
είναι τίποτα.
Σήμερα οι τσιγγάνοι έχουν κανονικές ταυτότητες.
Τα βράδια γύρω απ’ το μαγκάλι
οι τσιγγάνοι κουβεντιάζουνε στη γλώσσα
τους
πώς πήγε η μέρα, τι ζητήσαν, τι πουλήσανε
κι οι νεκροί που κρυώνουν μες στους
τάφους
δεν τους καταλαβαίνουν!..
Οι νεκροί μιλάνε στη γλώσσα των νεκρών
ζητάνε κάποιος να τους πει τη μοίρα
τους
κανείς δεν τους καταλαβαίνει.
Τι γίναν οι κιθάρες, το ποτάμι, ο
καβαλάρης;
Καθένας μας ζητάει κάτι
μιλώντας στη δική του γλώσσα!..
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955]
ΑΠΛΩΘΗΚΑΜΕ
ΣΑΝ ΠΟΛΥΘΡΟΝΕΣ ΚΑΦΕΝΕΙΩΝ
(…
κανείς δεν έρχεται να κάτσει…)
Μα οι θρόνοι αυτοί τι βγάζουν, οι
φωνές;
Άνοιξε στα δυο ο μπετονένιος θόλος τ’
ουρανού
κι εμείς σαν πρόβατα βελάζουμε. (Ο ΘΟΛΟΣ)
Τη
σάρκα, την επιθυμία, τις μέσα επιφάνειες του κορμιού,
εκεί
που γλιστράν στα κύτταρα οι πρώτες σου ιδέες,
δεν
ξέρεις τι θα πει να τ’ αρνιέσαι για το αύριο
(ΤΟ ΑΥΡΙΟ)
Ποιο
πάθος λες;
Αυτό
ν’ αφήνεσαι ρευστός
σε
κάθε ερεθισμό του χώρου σου;
Το
πάθος ν’ απαντάς σα στρείδι;
Το
πάθος να παλεύεις με τα πάθη σου δε
λογαριάζεις;
Κι
έπειτα,
για
ποια λευτεριά του αδέσμευτου μιλάς;
Μες
στη σκλαβιά τη θέλω εγώ τη λευτεριά σου.
Μες
στη σκλαβιά, που για να καταλύσεις,
αναγνωρίζεις
πρώτα κι αποδέχεσαι. (ΠΑΘΗ)
Οι
έτοιμες, ησυχασμένες απαντήσεις
δε
γίνεται πια να με χορτάσουν
όπως
δεν επαρκούνε σε μια πόρνη
οι
ταχτικοί, αξιοπρεπέστατοι πελάτες της.
(ΗΣΥΧΑΣΜΕΝΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ)
Λοιπόν
δοκίμασα και την εκδίκηση.
Πάλι εγώ ήμουν ο χαμένος. (ΔΟΚΙΜΕΣ)
Αν
για να σ’ αντιμετωπίσω πρέπει
ν’
απαρνηθώ τα’ ανθρώπινά μου,
τότε
σου την προσφέρω άκοπη τη νίκη
(ΠΡΟΣΦΟΡΑ)
Οι
λέξεις γυμνές δείχνουν τα κόκαλά τους
σε
μιαν αλλιώτικη διάταξη.
Ανατομία
των καθημερινών πραγμάτων
φθαρμένων
από τη φωτιά και τον ιδρώτα. (ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
ΓΥΜΝΕΣ)
Ακόμα και το τέλειο να φτάσω, έλεγα,
με τη σειρά του θα γίνει ένας φραγμός
που θα ’ναι αδύνατο να ξεπεράσω.
με τέτοιες σκέψεις λιγάκι βολευόμουνα
μέσα στις άγονές μου μέρες. (Ο ΦΡΑΓΜΟΣ)
Ο χρόνος μου λεηλατημένος.
Οι χίλιες καθημερινές ανάγκες
σαν πεινασμένα αγριόσκυλα
του ξεκολλάν κι ένα κομμάτι. (ΜΕΣ ΣΤΗ ΛΕΗΛΑΣΙΑ)
Όταν οι άνθρωποι δεν αμφιβάλλουν για
το δίκιο τους
πόσο μπορούνε ν’ αδικούνε…
Όπως τυφλοί τυφλούς!..
(ΑΠΟΝΟΜΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ)
Και σένα, αν με τα τόσα που περάσαμε
τίποτα μέσα σου δε σακατεύτηκε,
μην πολυκαμαρώνεις.
Ίσως
δεν έχεις τίποτα να διακινδυνεύσεις!..
(ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ)
Όλα έγιναν ακριβώς όπως τα πρόβλεψα.
Συναντηθήκαμε σαν ξένοι.
Ίσως να γίναν όλα έτσι επειδή τα πρόβλεψα. (Η ΠΡΟΒΛΕΨΗ)
Ίσως
αυτοί που κράτησαν
δεν
ήσαν πάντα οι πιο ικανοί.
Μα
είναι τα χρόνια δίσεχτα
κι η
αντοχή ο μόνος τρόπος επιβίωσης. (ΔΙΣΕΧΤΑ ΧΡΟΝΙΑ)
Το
θέλεις δεν το θέλεις
κλείσαν
με τον καιρό πολλές πληγές.
Και
ποιος να δει πώς σέρνονται
βουβά
κάτω απ’ το δέρμα σαν εσωτερικές
αράχνες… (ΕΠΟΥΛΩΣΗ)
Η
σάρκα μου πάντα πονάει στα χτυπήματα
πάντοτε
χαίρεται στα χάδια
Ακόμα
τίποτα δεν έμαθε!.. (Η ΣΑΡΚΑ)
Λέω
να τελειώνω εδώ.
Θα
’τανε πιο καλά!..
(Για
μένα σίγουρα.
Κι
ελπίζω, για τους άλλους)
Μα
δεν μπορώ.
Μεσ’
απ’ τη στάχτη της φωνής μου
ξαναρχίζω!,, (ΛΕΩ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΩ)
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955]
ΒΡΑΔΥ
ΑΠΟΚΡΙΑΣ
(από
τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955)
Μέσα στο σκοτεινό κελί
με λύσσα επιθυμούσα ένα δένδρο, ένα
πράγμα ζωντανό.
Στους μουχλιασμένους τοίχους βούλιαζε
το βλέμμα μου
σ’ απεγνωσμένους αποχαιρετισμούς, σ’ ονόματα εκτελεσμένων
που γκρεμίζονταν μαζί με το σουβά
σα να τους ξανασκότωναν μες στα γέλια
και τις φυσαρμόνικες
των ανίδεων μασκαράδων που πέρναγαν
στο δρόμο.
Ακόμα δεν είχα καταλάβει που η φύση
άρχιζε από μένα
κι οι δεσμοφύλακες τίποτα δεν
μπορούσαν να μου πάρουν.
ΔΥΣΚΟΛΗ
ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
Τα χρώματα κατάκοιτα, ελώδη
Γλιστράν οι λέξεις σαν τις σαύρες
ανάμεσα χαρτιά και στόματα –
τόση αηδία πια για ομορφιές
που λίμνασαν μες στα υδρόβια σχήματά
τους.
Και διαρκώς βρίσκουμε από ’να πρόσχημα
για να μην αποχωριστούμε τίποτα
Μας είναι τόσο πιο δύσκολη η συντροφιά
των γυμνών, αυθεντικών πραγμάτων!..
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Μικροαπάτες Μικροκαβγάδες!..
Ιδρώτας Μεροκάματο!..
Μικροαπάτες Μικροκαβγάδες Ιδρώτας
Μικροαπάτες Μικροκαβγάδες!..
ΤΕΛΙΚΗ ΝΙΚΗ
Έφερε βιαστικά το χέρι του στο πρόσωπο
μα μόλις τα δάχτυλά του άγγιξαν τη
φτυσιά
σταμάτησε. Δε θέλησε να τη σκουπίσει.
Την έσπρωξε πιο βαθιά, ώσπου να φάει
τις σάρκες
φτάνοντας ως τις ρίζες των δοντιών, τα
κόκαλα, τη γλώσσα.
Από την τρύπα που άνοιξε, ανάσανε
μ’ έναν καινούργιο τρόπο.
Κι υψώνοντας λιγάκι το κορμί του
συνέχισε το δρόμο του.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Και τέλος εσύ τι διακινδύνευσες; Τι
γνώρισες
πάνω στο ίδιο το πετσί σου από τα
χρόνια μας;
Πότε αποδέχθηκες το ανέκκλητο χωρίς
επιφυλάξεις;
Λοιπόν, πού θεμελιώνεις το δικαίωμα
της σιγουριάς ή της αμφιβολίας σου;
Μ’ ας είναι. Πρέπει να πάμε πέρα απ’
τις διαφορές μας.
Και τούτη την κρυφή μου πίστη στην
υπεροχή μου
πρέπει να συντρίψω.
ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Νομίζω πως όσα έχω περάσει
μου ’διναν κάθε δικαίωμα να τρελαθώ.
Θα ’ταν λίγη ξεκούραση επιτέλους,
λίγη ανεύθυνη ελευθερία που ποτέ δεν
γνώρισα.
Κι αληθινά θα τρελαινόμουν, αν δεν
αποτελούσε
κι αυτό μια κάποια παραχώρηση.
ΤΟΠΙΟ ΣΧΗΜΑΤΩΝ
Μπερδεύοντας την αυταρέσκεια με την
αυτοπεποίθηση
την υστερία με το πάθος, τίποτε δεν
κέρδισε
στην επαφή με τους ανθρώπους.
Μιαν επανάληψη μονάχα
τρόπων και λέξεων τελικά φθαρμένων
που απλώς τον ξεγελούσαν πως υπάρχει
πέρα από το ακίνητο τοπίο των σχημάτων
του.
ΟΤΑΝ ΜΙΛΟΥΝ
Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια,
πώς να τους πεις για τον ερειπωμένο
έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται μες
στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πώς να τους πεις για λευτεριά που
μοναχά κερδίζεται
μεσ’ απ’ το βάθος των αποπνικτικών
δεσμωτηρίων
που φυλακίζουν την κάθε ώρα της ζωής
μας
ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ
Υποστήριζε
πως μόνο αυτή η απέραντη δυνατότητα
γι’ απόφαση
τον έκανε δισταχτικό κι αναποφάσιστο.
Κάθε παράλειψη την τύλιγε η μετάνοια
κι αυτός, στη μέση, υψωνόταν πάνω από
τα σύννεφα.
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955]
ΠΙΣΩ
ΑΠ’ ΤΟ ΦΛΟΥΔΙ ΤΩΝ ΦΙΛΙΩΝ
(από
τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955)
Τόσο
πολύ μαστίγωνε την ψυχή της
που
τέλος το συνήθισε και το ζητούσε το μαστίγωμα.
Πίστευε
πάντα στη δυνατότητα ν’ ανορθωθεί
μα
υπήρχαν τόσα σκουλήκια πίσω από το φλούδι των φιλιών,
τόση
απόφαση να μην αλλάξει…
ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Τα φιλιά εγκαταλείπουν έντρομα το σώμα
του
νιώθοντας το θάνατο να πλησιάζει
σαν τα κοπάδια τα ποντίκια
που αφήνουνε το πλοίο λίγο πριν
βουλιάξει.
Με κουρασμένη κίνηση ετοιμοθάνατου
δείχνει απ’ το πρόσωπό του τα φιλιά
που σαν τις μύγες συνωθούνται στα
ρουθούνια και το στόμα
που σαν τις μαύρες μύγες μυρίζονται το
θάνατο.
Τα φιλιά έτσι μπηχτήκαν και ριζώσαν
στο κορμί του
που και μετά το θάνατό του
μένουν εκεί και μεγαλώνουν σαν τα νύχια.
Μ’ ΑΝΟΙΧΤΑ
ΧΑΡΤΙΑ
Πολύ δεν τράβηξε ετούτη η κωμωδία;
Μ’ ανοιχτά χαρτιά λοιπόν:
Τη χλεύη σαν δεν την προβλέπω μόνο.
Την προκαλώ.
Μέσα στην άγρια χαρά της
αυτοταπείνωσής μου
επιτήδεια προσελκύω τα πέλματα που με
ποδοπατούν
κι απ’ τις πληγές που ανοίγω και μ’
ανοίγετε,
που με τα δόντια συντηρώ ανοιχτές,
αντλώ ένα όπιο αναπόδραστο και τοξικό
που με οδηγεί ως το θάνατο χωρίς να με
σκοτώνει.
Μονάχα σακατεύοντας κι εξουθενώνοντας.
[από τη συλλογή του
Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955]
ΕΜΠΟΔΙΑ
(από
τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955)
Εκεί που πας να μ’ εύρεις ρίχνω ένα
καινούριο φράγμα!..
Δεν είναι που δεν θέλω να μ’ εύρεις
δεν είναι που θέλω να σε διώξω.
Μόνο που πια πρέπει να δούμε καθαρά
πόσα εμπόδια αντέχουμε να ξεπεράσουμε
για να βρεθούμε!..
Πρέπει να ελέγξουμε ως πού τραβάει η
δύναμή μας.
Κι έπειτα, μην ξεχνάς ποτέ το
ενδεχόμενο
τα φράγματα να μην τα φτιάχνω μόνος
μου
μα να υπάρχουν πάνω μου και μέσα μου
σα μελανές ουλές
αλλάζοντας το σχήμα και το χρώμα μου.
Αυτό το εμπόδιο που είναι ο εαυτός μου
για τον εαυτό μου!..
ΠΡΙΝ ΑΠ’ ΤΗ
ΣΙΩΠΗ
Αυτός ο πάγος που αποδέχθηκα
όλο κι απλώνει μέσα κι έξω.
Απ’ το γυμνό βουνό μου
πάνω από συνωστισμούς σωμάτων κι
αισθημάτων
κερδίζοντας τα σύνολα που θέλησα
βλέποντας μόνο δάση
πάλι πεθαίνω γι’ ένα δένδρο.
Ένα δένδρο… ένα πρόσωπο…
Και πια δεν ξέρω
αν διάλεξα τη μοναξιά
ή αν μου την επιβάλατε.
Καθώς απλώνει ο πάγος
δεν καταδέχομαι να ζητήσω τη βοήθεια σας.
ΕΞΗΓΗΣΗ
Εδώ στη μέση της πλατείας έξαλλος θα
κραυγάζω.
Θα ξεσκεπάζω μπρος στα μάτια σας
τα πράγματα που τάχατε δεν ξέρετε
θα ξεδιπλώνω μπρος στα μούτρα σας τη
φρίκη
που δήθεν αγνοείτε και τη βαφτίζετε
συκοφαντία
νοσηρή φαντασίωση ή μελοδραματισμό.
Δεν καταλαβαίνετε ε;
Δε νιώθετε τη μυρωδιά;
Λοιπόν, όσο κι αν οι υποτακτικοί
ψεκάζουνε μ’ αρώματα
όσο κι αν παραλλάζει τη φωνή ο άλλος
χώρος
όσο κι αν κάποτε τα μπερδεύω εγώ ο
ίδιος
κάτι θα φτάσει τελικά στον προορισμό του.
ΔΗΜΟΣΙΑ
ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ
Δεν τις αντέχω τις μασέλες που
γυαλίζουν
κι αυτό το φλέμα τι το μασάς;
Φτύσ’ το ή κατάπιε το
κύριε Καθηγητά, κύριε Διευθυντά.
«Κύριοι, κύριοι» φώναζε
το παιδί με την κουρεμένη φωνή
«κύριοι σκεφτείτε…»
Λεγεώνες ανέβαιναν και κατέβαιναν
αψηφώντας
τις διαβάσεις των πεζών, κανείς δεν
ήθελε να σκεφτεί
μια καρέκλα στο παράρτημα Ασφαλείας
μιαν εμαγέ λεκάνη της οδού
Καποδιστρίου,
έπειτα όλα αυτά τίποτα δεν
κατοχυρώνουν
κι όσο επιμένω πως χλωροφόρμισαν τον
ήλιο
ένα δίπλωμα δεν αποκαθιστά την
αξιοπιστία μου,
τουλάχιστον να πέρναγαν δυο χέρια
ριπολίνη
τα τζάμια του αντιαφροδισιακού
ιατρείου…
Διώξτε επιτέλους τούτο το παιδί
κλείστε το σ’ ένα ίδρυμα
έγινε αφόρητο το ξυλοπάπουτσο της
γλώσσας του.
Οι ανώτατοι λειτουργοί δεν μπορούν ν’
απασχολούνται
με πυόρροια ή με τριχόπτωση, ενώ οι
κατώτεροι
ξέρουν τι κρύβεται κάτω από τσίκλες
και τσατσάρες.
ΦΡΑΧΤΕΣ
Κρύψου
κρύψου πίσω απ’ τους φράχτες
περνούν οι χωροφύλακες
ο κύριος Ανθυπασπιστής φωνάζει
την κόρη του πανδοχέα
κρύψου μες τις μουσμουλιές.
Ποιος είσαι εσύ;
Φουσκωμένα
τα ξεροπόταμα του Μάρτη
η μέρα έγινε πάλι
από βροχή και καραβόπανο.
Ποιος είσαι εσύ
όλη σου τη ζωή κρυμμένος;
Μάρτης γδάρτης
περνούν οι χωροφύλακες.
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955]
ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ
(από
τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955)
Ομόφυλοι,
ετερόφυλοι, πασίφυλοι, γυναίκες
με τα
σκέλια ορθάνοιχτα, οι νυχτερίδες
μπαινοβγαίνουν,
απόπνοιες άπλυτων φιλιών
ματωμένα
μπαμπάκια βιαστικά μαντίλια
μάτια
σαν τις πληγές του χειμώνα, γλώσσες
σαρκωματώδεις,
σήραγγες αιδοίων, ο ναύτης
με το
κεραμιδί πέος, η ελληνικότητα
διαγκωνίζονται
κυρίες κι ερμηνευτές
τ’
αρχέτυπα, τ’ αποτριχωτικά, τα κολπικά υγρά
οι
σύζυγοι πλαγιοθετούν τους φωτισμούς
στα
καφενεία θεραπεύονται ορμονικές ανεπάρκειες
λύνονται
προβλήματα ψυχής και σώματος
πέφτουν
με κούφιο ήχο οι λέξεις
σα
μισογεμισμένα προφυλακτικά
το
γκαρσόνι γνωμοδοτεί για ποίηση
βαθμολογεί
επιδόσεις παίρνει τα ποσοστά του
φως
θαμπό όπως πρόωρη εκσπερμάτωση.
Πράσινοι
αφροδισιολόγοι φετινοί ψυχαναλυτές.
ΠΑΡΑΘΥΡΑ
‘Ένα παράθυρο βάνει τις μασέλες του
στραβώνει λίγο το σαγόνι, έπειτα κάνει
πως γελάει.
Ένα παράθυρο μπορντέλου, χύνουν πιο
πίσω τις λεκάνες
με τ’ αποτσίγαρα, τα μεταχειρισμένα
προφυλακτικά.
Δέκα παράθυρα του λαϊκού υπνωτηρίου
αδειάζουν στον τυφλόν αγέρα απόπνοιες
κορμιού.
Εκατό παράθυρα νοσοκομείων, άσυλων για
τρελούς
παραμονεύοντας το θήραμά τους μες στη
νύχτα.
Χίλια παράθυρα της φυλακής ρίχνοντας
σκιές σταυρών
τρύπες μιας κρεατομηχανής που αλέθει
χρόνια ανθρώπων.
Τραχωματικά παράθυρα χοροδιδασκαλείων
παράθυρα μεθυσμένα με χνώτα κρασιού
και μουσικής
που γέρνουν στο δρόμο και ξερνούν.
Σ’
αυτή την πόλη τα παράθυρα
με
κυνηγούν όπως τα μάτια των χαφιέδων.
ΑΦΑΝΕΣ ΜΝΗΜΕΙΟ
Το χαράκωμα χορτάριασε, έγινε
κοπρώνας.
Πάνω από τους νεκρούς μας
εκεί που πέσανε οι πιο γενναίοι
είναι ένα στρώμα τώρα από σκουπίδια,
σπέρματα από αυνανισμούς κι ασέλγειες.
Σαν αφανές μνημείο
που σκέπασε τα καλύτερα μας χρόνια.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ
ΚΛΙΜΑΚΑ
Σειρά οι πουτάνες μπρος στα σπίτια που
αγαπήσαμε
με πρόσωπα καταβροχθισμένα από
λαμπτήρες
φθορισμού, ασβέστες, κοκκινάδι.
Μια γκαστρωμένη ακουμπάει στον τοίχο
πιο ψηλά ακόμα οι τρύπες απ’ τα βλήματα
βουβή η κοιλιά της μαύρη σφαίρα
προετοιμάζει την εκδίκηση που δεν
υποπτευόμαστε.
Δυο κοντοστέκονται, λένε κάνει καλό
κραβάτι,
ψάχνουν, δε φτάνουν τα λεφτά, σφίγγουν
μέσα στις τσέπες τ’ ορθωμένο πέος,
σάπια κρεμμύδια βρώμια κρέατα κλούβια
αυγά
μπόχα της αγοράς μικρό περίπολο
ταυτότητες.
Μου ’πε ένα φίλος πως στο Σύνταγμα
οι πουτάνες κυκλοφορούν με κούρσες
ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΤΟΥ
ΕΙΔΟΥΣ
Για το παιδί που έκανες και καμαρώνεις
ορθώνεσαι σαν αγρίμι μπρος απ’ τη φωλιά του.
Όλα τα ξέχασες λοιπόν; Κι ο δρόμος
μας;
Ή τάχα πια δεν βλέπεις το μαστίγιο
που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας;
Όχι, αν είναι για μια σπορά να
σταματήσουμε,
να φτιάξουμε ένα σπίτι σαν άλλη
φυλακή,
να μας εξαγοράσει το ακριβοδίκαιο
συζυγικό αιδοίο,
καλύτερα όλα τα χρόνια της ζωής μας
με τα γεννητικά όργανα λιωμένα
μες στις τανάλιες της εξορίας,
καλύτερα τα στόματα να ερειπωθούν
δίχως φιλί δίχως προσφάι
αρθρώνοντας ως το τέλος τις δικές μας
λέξεις,
καλύτερα μια πυρκαγιά να μας σαρώσει
και μας και τα μικρονοικοκυριά μας.
Ο ΥΠΝΟΣ
Ο ύπνος συστρέφεται
κάτω από ρόχαλα κι ιδρώτα.
Αύριο πάλι ποιος ξέρει
τις πόρτες θα χτυπήσω για δουλειά.
Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Φώναξαν, τσακώθηκαν, ρητορέψανε,
τέλος την κλείσανε τη συμφωνία,
ορίστηκαν τα ποσοστά, το κέρδος…
Οι πρησμένες γλώσσες τους
απόμεναν σαν ποντικοί των υπονόμων!..
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΑΝΤΙΔΙΚΙΕΣ 1955]
ΜΟΝΟ
ΜΙΑΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΝΑ ΣΗΚΩΣΩ ΝΑ
ΡΙΞΩ ΛΙΓΟ ΦΩΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΜΑΣ ΖΩΗ…
(…
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας
στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες…)
Η ποίηση του Πατρίκιου στηρίζεται στη νηφαλιότητα μιας
στοχαστικής και ευαίσθητης ματιάς και στη θέρμη μιας εντυπωσιακής ζωτικότητας:
στοχάζεται, υποψιάζεται, αμφιβάλλει, αναθεωρεί εξελίσσεται, δίνει το παρόν στο
προσκλητήριο του καιρού της. Κεντρικός άξονας της ποιητικής ανθρωπογνωσίας που
αναδύεται μέσα από ένα πολύμορφο εκφραστικό τοπίο, είναι η αναζήτηση της
αλήθειας. Εκεί, πλάι στην μελαγχολική διαπίστωση: «κανένας στίχος σήμερα δεν
ανατρέπει καθεστώτα/κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες» ο Τίτος
Πατρίκιος τοποθετούσε την αντίστιξη: «Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω/ να
ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή».
Η Ιστορία και η βιογραφία, τα φανερά και τα κρυφά μονοπάτια της μνήμης,
οι νεκροί φίλοι και το παρόν που ξεγλιστράει, οι ήχοι και οι σιωπές, η ζωή και
η τέχνη, η φθορά του σώματος και η θαλερότητα των συναισθημάτων είναι οι τόποι
όπου κατοικούν τα ποιήματα. Ένας πυκνός καμβάς όπου ο συγκρατημένος λυρισμός
συνδυάζεται με την τολμηρή εικονοποιία, η δραματικότητα με την ειρωνική ματιά,
η αφήγηση με την αλληγορία και το στοχαστικό επίγραμμα, συγκροτεί την ποιητική
του Πατρίκιου. Μια ποιητική που κρύβει απροσδόκητες ανατροπές και ασυνήθιστους
τόνους. Ο ποιητής ψάχνει για το φως αλλά οι ρίζες του απλώνονται στα σκοτεινά
μέρη της σιωπής και της μοναξιάς. Καταφάσκει στο κάλεσμα των αισθήσεων και στην
γοητεία των μικρών πραγμάτων διατηρώντας την κριτική του οξυδέρκεια. Ζει μέσα
στο τώρα χωρίς αυταπάτες οδηγώντας μας κάποτε στις ανοιχτές πληγές της μνήμης,
σε τόπους δακρύων και αίματος, σε μονοπάτια αδιέξοδα, σε σκηνικά εφιαλτικά. Και
αν τα γεγονότα αντιστέκονται στη ρητορεία των ιδεολογημάτων και στην
αυταρέσκεια των ερμηνευτικών σχημάτων ή ποίηση είναι ακόμα για τον Τίτο Πατρίκιο
ένα κλειδί μαγικό, όπως ο ίδιος μας υποδεικνύει στην τελευταία του ποιητική
συλλογή: Επισκοπώντας τα πράγματα που έχουν ήδη γίνει η ποίηση ψάχνει για
απαντήσεις σ' ερωτήματα που δεν έχουν ακόμα τεθεί.
Παρασκευή, 9 Ιουνίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου