(… σφίγγοντας μες στο μπούστο σου την κάψα του Αλωνάρη…)
πότε κρατώντας στην ποδιά σου ένα
καράβι μικροκάραβο
πότε σαν Παναγιά Αιγιοπελαγίτισσα
ντυμένη μ’ ένα δίχτυ
να κουβαλάς το σούρπωμα στην κεφαλή
σου το πανέρι με τα ψάρια
πότε ντυμένη μ’ αμπελόφυλλα,
κυνηγημένη απ’ του ήλιου τις χρυσόμυγες πάνου στ’ αλώνια
ανάβοντας το φίλημα στα λουλουδάκια
της μηλιάς
μπατσίζοντας τις λυγαριές με τον
αγέρα της τρεχάλας σου.
Μηλί – βάι βάι - μηλί, μηλίτσα της ανηφοριάς
πώς σου τριανταφυλλίσανε τα μήλα της
αγάπης;
Σπάνε τα ρόδια στη ροδιά και πέφτουν
γέλια στο ποτάμι,
με κουκουνάρια κυνηγιούνται οι
κορασιές στο περιγιάλι
κι αχ ο δραγάτης δεν βαστά τέτοιο
πουλί στον κόρφο του
κι αχ δεν βαστάν οι βιολιτζήδες του
αμπελιού τόσο ουρανό μες τα βιολιά τους.
Πάνου στο φως της θημωνιάς – αχού,
κυρά μ’ – το μεσημέρι ανασκελώνει τις θερίστρες,
δαγκώνει ο τζίτζικας τ’ αυτί κι ο
νιος δαγκώνει τη γροθιά του
κι ο μπιστικός παίρνει στο στόμα του
τη ρώγα της καλοκαιριάς σάμπως τραγί στο πρώτο βύζαγμα
ναν τις ποτίζει το σγουρό βασιλικό με
του βουνού και του Μαγιού τη βρύση.
Τι πα’ να πει καημός - καημός,
Περβολαριά μου ασίκισσα,
όρτσα μελτέμια του καλοκαιριού,
γάμπιες και φλόκοι του λεβάντε,
μπήξου μαχαίρι μαυροκάνικο στου χάρου
τα παγίδια.
Δω χάμου η ναυτουριά γδυμνή με τρεις
παλάμες έρωτα
μετράει τις στράτες του ντουνιά και
του ήλιου τις χρυσές καμπάνες
κι ένα μικρό κλεφτόπουλο
καβουρντισμένο απ’ το λιοπύρι
παίζει τη σβούρα τ’ ουρανού πάνου στα
γόνατά του.
[ενδέκατη ενότητα από την ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ που
γράφτηκε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου 1946 – 1947
κι εκδόθηκε
το 1954 ως μέρος της τριλογίας ΑΓΡΥΠΝΙΑ μαζί με τα τρία χορικά και τη
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ.
ΚΥΡΑ ΤΩΝ
ΑΜΠΕΛΙΩΝ, λοιπόν, ένας ύμνος στην
ελληνική γη που κουβαλάει την ιστορία ενός λαού ζυμωμένου με τους αγώνες και
τις θυσίες για την κατάκτηση της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της
κοινωνικής δικαιοσύνης.
Φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον
γίνονται ένα και μαζί πολεμούν για τον ίδιο στόχο. Για την απελευθέρωση από
κάθε είδους ζυγό.
Μέσα από λέξεις που γίνονται πεδία
μάχης και αναδύουν κάθε είδους νοηματική απόχρωση, μέσα από συμβολισμούς και
υπέροχες γεμάτες ομορφιά εικόνες, μέσα από ένα υπερρεαλιστικό κάποιες φορές
λόγο, παρελαύνουν πρόσωπα ηρωικά, αγιασμένα απ' την πάλη τους για τα
πανανθρώπινα ιδανικά,
ξεδιπλώνονται σελίδες που ιστορούν
την ηρωική πορεία των ανυπότακτων, των ερωτευμένων με την ποίηση του αγώνα για
ό,τι αξίζει να φωτίζει και να σηματοδοτεί τη ζωή,
αποκαλύπτεται η μαχητική ανθρώπινη
προσπάθεια για τη νίκη σ’ ένα πόλεμο συνεχή και ακατάπαυστα απελευθερωτικό…
Η
χαρακτηριστική και επαναλαμβανόμενη χρήση του προσωνυμίου «κυρά» αποτελεί μια
τρυφερή και συγκινητική επίκληση μιας γυναικείας μορφής που λειτουργεί
συμβολικά ως αρχετυπικός φορέας της ίδιας της Ελλάδας και της Ρωμιοσύνης…
Ανθολογούνται
παρακάτω κι άλλες ενότητες από την εν λόγω συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ]
ΗΛΙΟΣ ΠΕΣΜΕΝΟΣ
ΜΠΡΟΥΜΥΤΑ ΝΑ ΤΟΥ ΨΕΙΡΙΖΟΥΝ ΤΟ
ΚΕΦΑΛΙ ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ
(12η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
ο αγέρας έλυσε με μιας της κερασιάς τους κόμπους
το μυστικό ξετύλιχτο στην ανοιχτή φτερούγα του μελισσουργού
μια ντουφεκιά στον ουρανό, δυο πούπουλα στον ώμο της
λιακάδας –
ζευγάρωσαν τα ελάτια με τα φλάμπουρα
κι οι πέτρες με το χνούδι της δροσιάς φέξαν τα μονοπάτια.
Κυρά των Αμπελιών, οι σπόροι ανακλαδίζονται κάτω από τα
πόδια σου,
σου κρέμονται στις πλάτες τα μαλλιά σαν πλατανόριζες –
άντε, κυρά ροδακινιά, βγάλε σεργιάνι τα πουλιά και στη βοσκή
τα σύγνεφα
δέσε δυο πήχες ίσκιο ολόγυρα στου κάμπου τον καψαλιασμένο
σβέρκο – κοίτα
κοντανασαίνει ο ζευγολάτης βγάζοντας της λυγαριάς την
πουκαμίσα,
δυο πελεκάνοι κουβαλάνε απ’ το καμπαναριό την αχυρένια τους
φωλια να τη φορέσει ψάθα.
Άϊντε, Κυρά, λαχάνιασαν οι καστανιές της Κρήτης,
για φέρε ένα φλασκί με τσίπουρο και δυο λαγούτα μαντινάδες
πέντε πεσκίρια γλάρου απ’ τη βραχοσπηλιά της Νάξος για να
στρώσεις το τραπέζι μας
τι καλοκαίριασε, Κυρά, και πια δεν νταγιαντιέται η πίκρα.
Νάτες οι νιόνυφες μηλίτσες σαπουνίζουν το ποτάμι,
οι χήρες δέσαν βρακοζώνα τους το μεσημέρι μ’ όλα τα
τζιτζίκια του
κι αχ η μικρούλα η ανύπαντρη δρώνει – ξιδρώνει (τι να πεις;
μαλαματένια και σγουρή)
στα δυο βυζιά, στα δυο βυζιά της
(πώς και τι) σφίγγοντας του ήλιου
το φλουρί
αχ η μικρούλα η ανύπαντρη παίρνει άντρα το περβόλι.
Καλέ αγωγιάτη πούβαλες παπούτσια πλατανόφλουδο
που φόρεσες μαντίλι
στο λαιμό της νεραντζιάς τον ίσκιο
καλέ αγωγιάτη πώς βαστάς το χνούδι του καλοκαιριού να
γαργαλάει τ’ αυτί σου.
Να βουίζουν τόσες μέλισσες μέσα στο παντελόνι σου
στου τζίτζικα το γύφτικο να πελακάνε το σκουτάρι του
Αχιλλέα
κι εσύ μ’ ένα γαρύφαλλο νάχεις το στόμα σου φραγμένο;
Σφύρα το, σφύρα το στ’ αψηλά, ν’ ανοίξουν όλα τα παράθυρα
του Θεόφιλου
να βγουν οι Πηλιορείτες νιόγαμπροι στο χοροστάσι
να παίξουν παλαμάκια οι λεμονιές κι οι βίγλες να βαρέσουν
τα μπουζούκια
κι απ’ το βουνό ως τη θάλασσα σκαλί – σκαλί ταράτσα με ταράτσα
να ’ρθει η Αρετούσα να ’μπει στο χορό με τους Καπεταναίους
ν’ αστράφτουν τ’ άρματα στην όψη της κι αυτή ν’ αστράφτει
στ’ άρματά τους.
ΚΥΡΑ, ΣΕ ΤΡΙΓΥΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΚΩΛΟΦΩΤΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΦΑΝΑΡΙΑ
ΤΟΥΣ
(… ο ίσκιος της καρυδιάς βουλιάζει σαν ταψί στ’
αγριοχόρταρα και πανω στην ποδιά της
σιγαλιάς πέφτουν τα βελανίδια…)
Ποιο παραθύρι ανοίγει η κορασιά δίχως ν’ αγγυλωθεί μ’ ένα
άστρο
ποιος τοίχος της Ελλάδας δίχως να σταθεί σαν της παληκαριάς
το στέρνο
ποια μαχαιριά χωρίς κραυγή και ποια κραυγή χωρίς τραγούδι;
Κουμπώνουν τ’ άστρα με δυο ολόχρυσες σειρές κουμπιά τη
στράτα σου
αράδα – αράδα οι ώρες στέκουν στρογγυλές σαν τα κεφαλοτύρια
στο πατάρι
σωπαίνουν μες τη κάβα τα βαρέλια σα γελάδες ετοιμόγεννες
τ’ αμπάρια είναι ήσυχα όπως είναι τα σύγνεφα μέσα στη νύχτα
και στη σκεπή το φίδι του σπιτιού κοιμάται σαν την άγκυρα
μες το καράβι.
Ψηλά βλογάει τα σπίτια ο Παντοκράτορας όπως βλογάει ο
πατέρας το καρβέλι
και δίπλα σου, Κυρά
των Αμπελιών, λαφροπατά η Μεγάλη Αρκούδα
και πάνου από το τζάκι κρέμεται το καριοφίλι σταυρωτά με τη
φλογέρα.
Έτσι να κάνει να τραβήξει ο άπιστος τρίχα από τη σιγαλιά
του σταροχώραφου
έτσι να κάνει να
πατήσει το ζουνάρι του Καπτάν – Μεσολογγιού
θα τιναχτούν από ψηλά βιγλάτορες τα κυπαρίσσια
θα συναχτούνε τα κατάρτια των καϊκιών του Διγενή κοντάρια
κοχύλες απ’ τα πέλαγα κι ελιές απ’ τις ραχούλες
να φράξουν τη μπασιά του κάστρου της Αμίλητης
κι άγγελοι με καπότες ρουμελιώτικες θα κάτσουν μπρος στα
καραούλια
και γιομιτζήδες Άγιοι στη ράχη τους θα κουβαλήσουν τα
κανόνια του 21,
[13η ενότητα από τη συλλογή του
Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση 1954]
ΟΣΤΡΙΑΣ
και ΤΡΑΜΟΥΝΤΑΝΑΣ, ΘΑΛΑΣΣΟΛΥΚΟΙ ΜΕ
ΤΟ ΠΗΓΜΕΝΟ ΑΛΑΤΙ ΣΤΑ ΜΟΥΣΤΑΚΙΑ ΤΟΥΣ…
(14η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη
Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
… σε σκάλισαν, καλή Κυρά, σε πλώρη Βατικιώτικη ξεχτένιστη
Γοργόνα
μαντίλια στον πουνέντε της Μονεμβασιάς σου γνέψανε το
ξεπροβόδισμα
νησιώτισσες με κανελογαρύφαλλα σου γράψαν τ’ όνομά σου στα
μηλοροδάκινα του Κλείδωνα
στης Καθαροδευτέρας τη λαγάνα σε κεντήσαν με μυρτόκλωνο
και στα μαλλιά σου μπλέκονται φύκια νωπά και ροκανίδια από
κυπαρισσόξυλο.
Μάινα, Κυρά, Συρτά κουπιά. Στο περιγιάλι καλωσόρισμα της θαλασσοφαμίλιας.
Του αποσπερίτη πυροφάνι φέξε στα ρηχά να κουβαλήσουν τα
καλάθια.
Η καπετάνισσα σταυρώνει το ψωμί κι αγιάζει το νερό της στάμνας
κι ο κάβουρας αυτιάζεται το χτυποκάρδι του αχινιού που
μπλέχθηκε μ’ ένα άστρο.
Τρατάρηδες στο καπηλειό κερνάν το πρωτοπαίδι τους δυο
κατοστάρια θάλασσα
κι έξω απ’ το τζάμι τ’ αργυρό τραμπαλισμα του φεγγαριού στα νοτισμένα
βότσαλα.
Μουγκό – μουγκό στο μεσονύχτι τ’ άραγμα της τράτας που
χτενίζει τα ισκιονέρια με κουπιά μαλαματένια,
αγκίστρια, πετονιές, νεροκολόκυθα – σιγά – σιγά πώς περπατά
τα ψάρι ανάμεσα στα φύκια
και πώς σαλιώνει η Γενοβέφα τα δυο δάχτυλα πλέκοντας τις πλεξούδες
της
και πώς ακούς το χάραμα στα χοχλαδάκια ολόγυρα το «φχαριστώ»
της πούλιας.
Νυχτέρια του νησιού στις μπαλκονόπορτες πάνω στα ξάγναντα
του δυόσμου –
όρθιες κι αμίλητες οι μοσκοθυγατέρες των καπεταναίων
κι απάνου στι κεφάλι τους να στραφταλίζουν τ’ άστρα σαν
πανέρια με χρυσόψαρα,
-οι αρραβωνιαστικές του πέλαγου, μες στην υπομονή τους οργισμένες.
Αχ, ναυτικέ καημέ μας, το μαράζι της μεγάλης θάλασσας που
παίρνει, παίρνει, παίρνει –
φανάρια γαλανά στις βίγλες του μεσονυχτιού και πλώρες που
ξεσκίζουν τα σπαθιά τον ύπνο της μπουνάτσας –
ξένα καράβια σημαδεύουνε της περιστεράς τ’ άσπρο μπαλκονάκι
και στους Γουλάδες τα παλιά κανόνια τα μονόφθαλμα δελφίνια.
Σιγά – σιγά μην πάρει ο μούτσος μυρουδιά το ντέρτι της καλής
του
μη θυμηθεί κι ο σφουγγαράς τη μάνα του που ξώμεινε παντέρμη
στο μουράγιο
μη θυμηθούν κι οι σκοτωμένοι το αίμα τους που εχύθη στα
λιθάρια.
Δυο φορές μάνα, μάνα μας, μπαλώνοντας του ναύτη τη φανέλα
μπαλώνοντας τη θύμηση, τα κάστρα, τα πορτοπαράθυρα,
κρεμώντας χάντρα γαλανή στου βουτηχτή τον κόρφο,
κάνε σιγά την προσευχή και μέτρα μέσα σου ποιοι λείπουν
ποιες μαυροφορεθήκανε, ποιοι κάτσανε σκυφτοί στο παραγώνι
έτσι που μένει σταυρωμένο, το χταπόδι στου ψαρά τον τοίχο.
Κάνε καρδιά, Κυρά μ’ Κυρά μ’ και μάσα του καημού μας τα
δαφνόκουκκα
μην πάρει σβάρνα ο αμανές του φεγγαριού τ’ άσπρα πεζούλια
κι από γλαροσπηλιά σε λιακωτό φυσήξουν τα πανιά της άνοιξης
και μες τα κάντρα από κοχύλια μη δακρύσουν οι καπεταναίοι
μη ρουθουνίσουν οι παλιές λαβωματιές κι αχνίσει της εικόνας
σου το τζάμι.
ΚΥΡΑ ΤΙ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΤΙ ΛΑΚΑΝ ΤΑ ΣΥΓΝΕΦΑ;
(…σήμερα μπαίνουνε τα πρόβατα στη στρούγκα της βραδιάς
και βάφουν μαύρο το μαλλί τους…)
σήμερα βάφει κι ο αητός τα νύχια τους ολοκόκκινα,
τι μπούκαραν οι αντίχριστοι και πλάκωσαν τα’ αμπέλια μας
κόβουν το σύκο απ’ τη συκιά και το μωρό απ’ τη ρώγα
κόβουν της Παναγιάς το χέρι σύρριζα και το πουλάνε στο
παζάρι –
σύγνεφο ακρίδες και σπαρτά και ροκανάν τον κάμπο,
η μαχαιριά η πισώπλατη κι η νυφοστολισμένη οχιά με τη διπλή
τη γλώσσα.
Ποιος κάθεται τώρα, Κυρά, με τη φλογέρα να γνοιαστεί τα
πρόβατα των ίσκιων
και ποιος τα ελάτια στα νερά του γαλαξία να διαφεντέψει;
Μες στ’ άδεια κιούπια μας βροντάν χιλιόχρονοι θυμοί πάππου –
προσπάππου
μες τα βαρέλια του κρασιού βογγάν χιλιάδες καλοκαίρια
το κοντογούνι της γιαγιάς μες στο σεντούκι αναλογάται
Μπουμπουλίνες
και μες το κανοκιάλι του καραβοκύρη ξύπνησαν μπουρλότα και
Κανάρηδες και σοροκάδες.
Κυρά, Κυρά, ντύσου ξανά τα κλέφτικα, τα’ ασίκικα, ψηλά στα
κορφοβούνια
ζώσου τ’ αστέρια τρίδιπλα στον κόρφο φυσεκλίκια
βάλε μες στο ταγάρι σου της Παναγιάς το κόνισμα μαζί με
μπαρουτόσκαγα –
τσομπαναραίοι Απόστολοι χτυπάνε της Αγια – Σοφιάς τα
σήμαντρα
κι οι ελιές οι βλάχες οι Μακεδονίτισσες τραβάν τις ανηφόρες
κι οι αποθαμένοι στα σκαλιά της εκκλησιάς λαδώνουνε τα
καριοφίλια με το λάδι της καντήλας!..
[15η ενότητα από τη
συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση
1954]
ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, ΠΟΥ ΣΤΥΛΩΣΕΣ ΑΠΑΝΟΥ ΑΠ’ ΤΙΣ ΚΑΜΕΝΕΣ ΣΤΕΓΕΣ ΜΑΣ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ
(22η ενότητα από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ 1954)
Κυρά που φέρνεις το κριθαρένιο ψωμί και το κρασί στο δείπνο των τσοπάνων
και με τις πλάτες σου στεριώνεις τα δοκάρια του φτωχόσπιτου,
Κυρά που ευώδιασες ξανά τη σιγαλιά στα πατρικά σεντόνια
κι είναι το σπίτι σαν αμπάρι καραβιού μετά από τη φουρτούνα
κι ο σφουγγαράς κοιμάται μες στις σπίθες των ψαριών και τρέχουν στα μαλλιά του οι αχιβάδες
και χώνει ο καπετάνιος μες στο κιάλι του κάτου από την καντήλα –
ώρα μουγγή που αράζουνε οι ελιές μες στην υπομονή τους
και μόνο λιγοστός αφρός παίζει με το φεγγάρι
απάνου απ’ τ’ άλμπουρα της βουλιαγμένης πολιτείας –
Πώς ναν το πεις το φλάμπουρο που τίναξες στον ουρανό, το χιλιοτρυπημένο
πώς ναν το πεις το πέλαγος με τις μπουρούνες του ανέμου με του νερού τα σήμαντρα
πώς ναν τα πεις τ’ αμπέλια που αφηνιάσανε και κάλπασαν μες στο αίμα τους;
Με ποιες κοχύλες ναυτικές, ποιες σάλπιγγες των έλατων
να φέρεις τον καημό και το θυμό μέσα στη φλέβα της σιωπής και στης αυγής το στόμα;
Βαθιά – βουβά μανταλωμένο χάραμα. Τ’ αστέρι στάχυ κρέμεται μπροστά στο παραθύρι
πάνου στα καραούλια του νησιού των κανονιών οι μπούκες αχνιστές κοιτάν τα ουράνια
σφίγγε μέσα στη φούχτα του το ρόιδι ρόδινο χαλάζι
και πάνου στο τετράγωνο τραπέζι του σπιτιού στέκει για κούπα του κρασιού μια σκαλισμένη οβίδα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΟ, ΒΑΘΥ, ΣΑΝ ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ
ΣΑΒΒΑΤΟ…
(… βουβά – βουβά.
Λείπει το σώμα Του. Τ’ αστέρια λιώνουν το κερί τους στο ξημέρωμα…)
Έξω στο δρόμο πατημένα τα πορτοκαλάνθια.
Και μέσα εδώ, στον τοίχο κρεμασμένα σταυρωτά το καριοφίλι
κι η φλογέρα.
Κυρά των Αμπελιών, μυρίζει ακόμα η αμασκάλη σου καμένο
πεύκο και θυμάρι.
Μες στο σεντούκι το χαρτί του Μακρυγιάννη τρίζει σαν την
πεταλούδα στο κουκούλι
κι ακούμε πέρα από τον κάμπο σα χελιδονοτιτίβισμα
το στρίμωγμα των
σταφυλιών που κουτουλιούνται μες στ’ αγιάζι
κι ακούμε κάτου στο γιαλό ν’ ανηφορίζει ο αχινιός στο
γόνατο της άνοιξης.
Ακόμα η στράτα η σκοτεινή. Κράτα, Κυρά, τη σπάθα ακόμη
ξεκλειδώνοντας τις νύχτες μας.
Θύμιαζε με μπαρούτι τα κονίσματα. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα.
Γύρω απ’ τα δένδρα κουλουριάζεται η σιωπή σα ναρκωμένο
φίδι.
Τύλιχ’ τ’ άσπρο σπίτι μας τρεις γύρους σπάγκο με κερί
αλειμμένο της ειρήνης
ν’ ακούσουμε τη βουή της περασμένης τρικυμίας τραγουδισμένη
απ’ τα κοχύλια της ταζέρας
ν’ ακούσουμε τ’ αδράχτι
της γιαγιάς να βουίζει σα χρυσόμυγα στο φωτισμένο τζάμι
κι έτσι ξεσφίγγοντας τα δάχτυλα να σε χαϊδέψουμε στο στόμα της
φλογέρας.
[23η ενότητα από τη
συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση
1954]
ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, ΠΟΥ Η ΚΑΠΝΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΟΥ ΑΧΝΙΣΕ
ΤΑ ΓΑΛΑΖΙΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΦΡΥΔΙΑ (… τι σιγανό
το βήμα σου κάτου απ’ τα κυπαρίσσια
τι σιγανή μιλιά της δόξας στα τετράγωνα της πυρκαγιάς
να λέει με πόσο «γάλα ανδρείας και ελευθεριάς» βύζαξες τα ορφανά σου
να λέει με πόσον αίμα πότισες τα φυλλοκάρδια του
αμπελιού να δώσει το βαθύ κρασί του δισκοπότηρου…)
Κι όπως περνάει απ’ την Ωραία Πύλη ο
Δέσποτας κρατώντας τ’ άγια των αγίων έτσι
περνάς κάτου απ’ την πύλη των σταυρών κρατώντας στ’ ανοιχτά σου χέρια τη φαρδιά
σπάθα του Αγώνα σα να κρατάς μια πλάκα
φως με της Ειρήνης το δεκάλογο σα να
κρατάς τον ήλιο το νιοβάφτιστο που στάζει απ’ τ’ ουρανού την κολυμπήθρα. Τώρα η αυγή και η νύχτα σμίγουν όπως
δένονται τα δέκα δάχτυλα γύρω στο γόνα της γαλήνης και μόνο εσύ, Κυρά των Αμπελιών, μέσα στο
χάραμα, να σκίζει ο μέγας ίσκιος σου
τον κάμπο σαν καράβι και πάνου απ’ τα
λιόδενδρα τα δυο σου χέρια ασάλευτα δεμένα
σάμπως ένα άγιο περιστέρι που κρατάει στο ράμφος του μια δέσμη φως ισοζυγιάζοντας τη ζυγαριά του
κόσμου. [24η ενότητα από τη
συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Η ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ, εκδόσεις Κέδρος, πρώτη έκδοση
1954]
Παρασκευή,
16 Ιουνίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου