(… οι σιδερένιες μας χελιδονοφωλιές δε μας γελάνε πια με τα λουλούδια
μας στοίχισαν τα
χέρια και τα πόδια μας
τώρα τα χέρια και
τα πόδια μας κρέμονται στα δένδρα… - ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ)
Σε γύρισε ο καθρέφτης μου στον
ουρανό
φάνηκε ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο
από τα κόκκινα μυρμήγκια της φωτιάς
κι ένα κεφάλι πλάι του
να καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη
βροχή
να λάμπει το κεφάλι να φέγγει
καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο η φωτιά
να ψιθυρίζει:
-Τα δένδρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιά
ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα τα φτερά
κι ο πόνος σκύλος με σπασμένο πόδι
μένει μένει
[Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ από τη συλλογή του
Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962 με στίχους από το ποίημα ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ στον τίτλο και τον υπότιτλο της ανάρτησης
ΣΥΝΕΧΕΙΑ με άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από
το συγκεντρωτικό τόμο: ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945 – 1971, εκδόσεις Κέδρος]
ΗΤΑΝ ΔΙΚΕΣ ΜΟΥ
(από τη
συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Αυτά τα δύο σώματα αυτές τις δυο ψυχές
που στέκονται όρθιες πλάι
μυ
κάποτε τις άγγιξα κάποτε ήτανε δικές μου
τώρα χτυπάει με τα χέρια
της
η Άνοιξη τ’ αυτιά μου
τρέχει αίμα από την Άνοιξη
πάλι ματώνει το ράμφος του
πουλιού
όμως αυτά τα δύο
σώματα αυτές τις δυο ψυχές
κάποτε σ’ ένα όνειρο τις
άγγιξα
σ’ ένα όνειρο πουλιού ήταν
δικές μου!..
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Με το μπαμπάκι του
θανάτου αχόρταγο
Ανοίγει μια μεγάλη
τρύπα στο φεγγάρι
Ένα παιδί πεθαίνει
Στα μεγάλα μαύρα μυρμήγκια
μια πομπή – κηδεία στο
φεγγάρι
Έν’ άλλο παιδί
ρίχνει μια πέτρα και σπάζει το φεγγάρι!..
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962]
ΑΥΤΟΣ
(από τη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Πώς ήταν πριν απ’ τη
γυναίκα;
πώς ήτανε με τη γυναίκα;
ήταν τοπίο χλόη
περιστεριώνας;
τώρα είναι ένα κόκκινο
κεφάλι
από τα μάτια βγάζει φλόγες
έν’ άγριο νεκροταφείο τα
μαλλιά του
ένας βαθύς αρχαίος ήχος η
φωνή του!..
ΣΤΙΓΜΕΣ
ο εραστής άρρωστο ψάρι
όπου να ’ναι
θα πέσει στον ουρανό
κόλαση
με τόσο φως δεν το περίμενα
στρίβοντας τη γωνιά
ν’ αντικρίσω το μαύρο κόκκινο
τη νύχτα
κλεισμένος σε κλουβιά βροχής
σιγά – σιγά
με θανατώνουν τα πουλιά
και το πρωί
αν τα πουλιά που μου
στέλνει ο Θεός
είναι πάλι μαύρα
τα βάφω
πράσινα κίτρινα
κόκκινα
όμως μια μέρα
θα ’ρθει μια συννεφιά
παντοτινή
κυπαρίσσι κόκκινο
δέρμα της ψυχής
ένα γλυκό χέρι σπασμένο
πεταγμένο
στις πέτρες στο δρόμο
στο χάος
καληνύχτα
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962]
ΚΕΡΔΙΖΩ
(από τη συλλογή του
Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Κάθε μέρα πέφτει ένα μαύρο πέπλο
που το καίει ο ήλιος
το βράδυ το φεγγάρι το ματώνει
κάθε βράδυ κερδίζω… κερδίζω
ο θάνατος μου απλώνει το χέρι
κάθε βράδυ κερδίζω…
κερδίζω…
Ο ΗΛΙΟΣ ΜΙΑΝ ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ
Ήταν μια όμορφή μέρα
μια όμορφη μέρα
με υποχθόνιο κρότο έτριζε
έκαιγε
βαθιά ο ήλιος έβγαινε
κι ύστερα χανόταν παράξενα
ήταν μια όμορφη γωνιά
μια όμορφη μέρα μέσα στο θάνατό μου
πετούσαν πεταλούδες
κι ο ήλιος ξάφνου έβγαινε
κι ύστερα χάνοταν
έσβηνε παντοτινά!..
ΚΛΕΨΥΔΡΑ
Όλα γύρω της
τώρα είναι ζεστά
μόνο καμιά φορά
θυμάται
πως τότε κρύωνε
έπεφτε βροχή
και στο σκοτάδι
με το τσιγάρο
ο ξένος στρατιώτης
ύπουλα παραμόνευε
-Όμως εμένα Θε μου
με ξέχασες
μόνο το σχήμα σου
βρήκαν στον τοίχο
κόκκινα αποτυπωμένο
τα πουλιά
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962]
ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ
(από τη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Σα ρόδι αίμα
ξάφνου
ανοίγει η ζωή
βογκούσε
βαθιά κρυμμένη
η ανοιξιάτικη
νεκρή φωνή μου
βρόχος ο ήλιος
έσταζε
πικρό στο στόμα μου
και οι ποιμένες
σαν μ’ αντίκριζαν
κρύβονταν
φοβισμένοι
ένας – ένας
ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΞΕΝΟΣ
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ
Το αίμα καίει το μυαλό
η Άνοιξη μια στιγμή φάνηκε
κοντά στα κυπαρίσσια
ωραία πουλιά πέφταν με
δύναμη
σε κάθοδο φριχτή
κι άλλα ζεστά πουλιά μεσ’
απ’ τον ηλιο
βγαίναν κι ανεβαίναν
από την πόλη χάθηκαν τα
περιστέρια
η μαύρη γυναίκα έστελνε
ψεύτικα λουλούδια στους νεκρούς
ΦΥΣΟΥΣΕ
Φυσούσε
λουλούδια απ’ άλλο κόσμο
σαν εκκλησία
με μαύρα στίγματα όμως του
κακού
σκορπισμένα
να καίνε κόκκινο το δέρμα
μέσα στον ύπνο
τραγικά
μοσχοβολούσαν τα μαλλιά της
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962]
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΑ
(από τη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Αυτή η ξαφνική η
παγωνιά μέσα στο καλοκαίρι
θαμπώνουνε της φίλης
μου τα μάτια
λέει: Είμαι κατάστικτη
από κόκκινο κακό
όμως καθαρή σαν το ελάφι
τι να κάνω μακριά από την πηγή;
περνάει ο άλλος σκοτεινός
με σίδερα και
περικεφαλαία
φωσφορίζοντας
μέσα σ’ ένα κλουβί
κλεισμένος
δίχως δόντια πώς να ζήσει
κι έξω
ηλιοβασίλεμα
σβήνουνε χαμηλώνουν οι φωνές των ζώων
ανάποδα πετάν τα
περιστέρια
σε ξεχασμένη θάλασσα
γλυκά περνάνε
ψάρια δένδρα
λουλούδια
και καΐκια
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
Οι τάφοι είναι χαρούμενοι
τα όνειρα πάντα
περνούν μεσ’ απ’ τους τάφους
κι ύστερα ορμούν
τινάζονται ψηλά
ανοίγουν και σφυρίζουν
το θάνατο τότε τον ξεχνούν
δεν τον θυμούνται
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πάλεψα πάλεψα πολύ
όμως
μονάχα αυτός ο μαύρος άνθρωπος
έμεινε
στριφογυρίζει δείχνοντας τα δόντια
πάλεψα πάλεψα πολύ
ώσπου να γίνουν όλα μαύρα
σκεπαστείτε!..
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962]
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
(από τη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Μέσα σ’ ένα χρυσό κύκλο
το κεφάλι του
πάνω του πέφτει χιόνι
το στόμα του βγάζει
πύρινες πληγές
άγριες τον κυνηγάνε
ανεμώνες
μία γαλάζια βέργα
απλώνεται απάνω του
γύρω πετούν μικροί
μαύροι
σταυροί ανοιξιάτικοι
τα χελιδόνια
ΕΒΛΕΠΑ
Όταν ξαφνικά
ο ήλιος αλλάζει χρώμα
και υψώνεται
τρομακτικό το σύννεφο
έβλεπα το ζευγάρι
τους ερωτευμένους στο
δρόμο
πριν από το θάνατο και μετά από το θάνατο
όταν ξαφνικά
το λουλούδι αλλάζει χρώμα
ο ήλιος σκληρά αλλάζει χρώμα
τώρα μέσα στο σύννεφο
τα χέρια τους μαύρα
και σ’ άλλη πτώση
τώρα τα χείλη τους
Η ΒΡΟΧΗ
Φριχτό καλοκαίρι
τα περιστέρια
ο άλλος κόσμος
που πάντα λάμπει
στα μάτια σου
στα μάγουλά σου
ΕΡΗΜΟΙ
Έρημοι άνθρωποι μέσα στο
κρύο
μιλούν στην Παναγία
ανέκφραστο το δένδρο
δίχως φύλλα
τους κοιτάζει
κοράκια ντύθηκαν
κόκκινα σαν πόρνες
η εκκλησία έσπασε
απ’ την πολλή βροχή
οι άγιοι βρεθήκανε να τρέχουνε στους δρόμους…
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962]
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
(από τη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Όταν τη νύχτα
μιλάω με πεθαμένους
πετεινούς
με κοιμισμένα σύννεφα
μεσ’ στο βασίλειο της
στάχτης
η άκρη του φετινού άγριου
άσπρου χιονιού
με ξεσκεπάζει
δίχως σάρκες
μεθυσμένο αμόλυντο
όμως
δεν κλαίω για το ωραίο το όνειρο
για το κακό το όνειρο
που χρόνια τώρα κάθε νύχτα
με βασανίζει μες τον ύπνο
μου
με βασανίζει κάθε
μέρα στη ζωή μου!..
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
(από τη συλλογή του Μίλτου
Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962)
Γκρίζος ουρανός
γκρίζος ουρανός
ουρλιαχτά ουρλιάσματα
σπίτια σακατεμένα
μεσ’ στις καρδιές
σκοτεινοί βρόχοι
βράχοι από γυαλί
αόρατα κόκκινα τραγούδια!..
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ 1962]
«ΗΜΟΥΝ Ο ΑΡΡΩΣΤΟΣ ΔΙΧΩΣ
ΚΡΕΒΑΤΙ»
(… έλεγε τώρα ο νεκρός στον
εξεταστή του.
Το δωμάτιο ήταν κατασκότεινο και μόνο από μια μικρή τρύπα στο
ταβάνι,
κατέβαινε σιγά – σιγά μια υγρή κόκκινη κλωστή!.. - Ο ΗΛΙΟΣ)
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ: Σα θα με βρούνε
στο ξύλο του θανάτου μου γύρω θα ’χει
κοκκινίσει πέρα για πέρα ο ουρανός μια
υποψία θάλασσας θα υπάρχει κι ένα
άσπρο πουλί, από πάνω, θ’ απαγγέλει μέσα σ’
ένα τρομακτικό τώρα σκοτάδι, τα
τραγούδια μου!.. Η ΚΟΛΑΣΗ: Έβγαινε
ένα ζεστό σκοτάδι κι αυτός είχε
ξεχάσει το κεφάλι που επίμονα αρνιότανε τα δόντια
τώρα βασίλευε ο τρελός ένα
μπαμπάκι και η πίσσα!.. ΕΦΕΥΓΕ ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ: Έφευγε
το πουλί του τάφου τόσο μικρό πένθιμα κόκκινο χάνοταν τρυφερά
πάνω στη λίγη χλόη με την αιώνια
χελώνα που βάδιζε σιωπηλή τη νεκρή
ακρίδα και τη μέλισσα που είχε σφηνώσει
με πόνο στο στόμα του λουλουδιου!.. ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ: Κάποτε θα σταματήσουμε σα μια γαλάζια άμαξα μεσ’ στο χρυσάφι δε θα μετρήσουμε τα μαύρα άλογα δε θα ’χουμε πια τίποτα για να μοιράσουμε κρατώντας ένα ξύλο θα περάσουμε μεσ’ απ’ την μαύρη τρύπα του ήλιου που θα καίει
[και άλλες επιλογές από τη
συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΤΑ ΣΤΙΓΜΑΤΑ
1962]
Δευτέρα, 19
Ιουνίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου